© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

#30

Τα χαρούμενα ηλεκτρόνια στην κάθοδο κλέβονται απ'τις δυο πλευρές και συμβαίνουν αθόρυβες συγκρούσεις που διαλύονται προς διπλές αναλαμπές. Το μισό μου πρόσωπο φωτίζεται απ'το τρεμάμενο γαλαζωπό ξημέρωμα. Ο γάτος με κοιτά με μια σκυλίσια πίστη, κι ας μην καλοξεχωρίζει στη φασαρία της νυκταλωπίας το πού στέκει και πώς έχει στηριγμένο το κορμί ούτε καν το ποιος είναι, ξέρω δε χρειάζεται. Εκατέρωθεν των ώμων μου αναβλύζει χυλός από λουλούδια εποχής, ποιας εποχής; μα φυσικά αυτής που θα με θάψει στο νησί, δεν έχει σημασία, δε με νοιάζει ποιας. Κρετινικά νωθρός, βλεφαρίζω αργά και αραιά, το πορτραίτο του ζώου μου πνίγεται σιγά σιγά σιγά σιγά στο φίλτρο του χυλού. Αναστρέφομαι, με παθητικές κινήσεις, προς τις πληγές της ενδομήτριας ερυθράς, τα πνευμόνια ξαναγεμίζουν με μια αλλοτινή αμνιακή παρηγοριά. Δεν έχει καθαρά και βρώμικα δεν έχει βόρεια και νότια εδώ... κι έχω ένα ζωντανό να ζει μόνο για να ζω εγώ.

Τα βιβλία απ'τη σκούρη βιβλιοθήκη γκρεμίζονται λίγα λίγα, προσγειώνονται σε κάποιο πάτωμα τελειωμένα, οι σελίδες μέσες και παράμεσες χαλάνε γεμίζουν μ'ανεπανόρθωτες ουλές. Δυο αγκαλιές το παλιοϊδρωμένο χαρτομάνι διαφεύγει σα σποραδικά φτερά. Μαζί οι τρεις γυαλισμένες φυσαρμόνικες που έτσι όπως το νέο μέσο πάλλει τις γλωττίδες τους, ακούγονται σαν ύδραυλοι. Μια μουσική της τροπικής δροσιάς 
πιτσιλάει τα πάντα ενώ ξεχύνεται απ'το ποτήρι για να βρεθεί άδειο στην ισοηλεκτρική γραμμή ενός πένθιμου καρδιοτοκογραφήματος, μη λυπάσαι, του μουρμουρίζω γιατί καταλαβαίνει.

Είναι λες και οι μήνες συνοψίζονται σε προϊόντα χάρτου. Λες κι οι χάλκινες χορδές λιώνουν παρέα με τα ρούχα και τα συρμάτινα γυαλιά, κάτω από ψιλή ψιλή βροχή. Η αντανάκλαση των παντοδύναμων κυττάρων που γίνονται θυσία για να σωθεί ένα παραστράτημα ρουφιέται απ'τον οριακά διαπερατό χυλό και γίνεται σκοτάδι. Δεν έχεις πια καιρό, γιατί τον έχεις όλον. Ο γάτος τα μάτια παράδοξα αθώα μου ξεπλένει την καχυποψία τελετουργικά. Βάζω και βγάζω χωρίς διάκριση, χωρίς να κάνει διαφορά, χυλό από λουλούδια. Στ'αγγεία μας ο ανοιχτός μου βοτάλλειος ανακατεύει χυλό κι αίμα ώσπου να πάρουν τα πάντα μια πολυχρωμία συνεχούς κι άτακτου φάσματος, της λησμονιάς. Οι άρρωστες πετέχειες είναι συσσωματώματα σπάνιας γύρης, εν αναμονή της διασποράς.

Μόλις σπάσει η βραδεία αναπαραγωγή, το σύμβαμα προωθείται στην πραγματική μου οπτική ακέφαλος από υστερικό θυμό τινάζομαι εναντίον των βιβλίων και των διακοσμητικών, ο γάτος συσπάται φοβισμένος αλλά κρατάει τη θέση του, ο χυλός ξαναδιηθείται εντός μου κι η μόνωση εξαφανίζεται, το πορτατίφ με το βραχίονα ξαπλώνει σε κομμάτια καταστεναχωρημένο.

Uff, uff.
Uff, uff.

Sectionalism

We drift in the open
waters that surround us
eat our bones away,

we are weak in the head
all islanders, frail.

---

Where are we now?
Where are we now?

---

I don't care what happens outside this place, I'm buried right here.

Προϊστάναι


'Έξω απ'το γραφείο του κρεμόταν μια φωτογραφία
η γραμματέας σύμφωνη με τα γούστα του, με την κατάλληλη φωνή προπονημένη να μας ρίχνει ματιές της υποτίμησης να μας θυμίζει πώς δε μπορέσαμε ποτέ να δούμε τι ήλιος καίει στο Μαραθώνα
κι αυτός
όταν εμείς θ'αφήναμε το τέταρτο, πέμπτο τσιγάρο να σβήσει κρεμάμενο απ'τα χαλαρώς παραλυμένα δάχτυλα
θα'ρχόταν να πιει τον πρώτο του καφέ τρίζοντας τον πλαστικό του μουσαμά με τα δουλογυαλισμένα μοκασίνια που απ'το κάλυμμα του κουντεπιέ κρέμονται τρεις μικρές σπαρταριστές λωρίδες που απολήγουν σε τρεις πέτσινες μπάλες
η καράφλα του θαμπή σ'αντίθεση με όλων των άλλων που γυάλιζε απ'το απόσταγμα του άγχους, αγκαλιασμένος μόνο με βολικές καρέκλες που γυρνάνε γύρω απ'τον εαυτό τους και γύρω απ'τα δρύινα έπιπλα και ακόμα και η πλάτη πάει πίσω ίσα με εκατόν ογδόντα τσακισμένες ή βρωμιάρες μοίρες
πόσες φορές με κράτησα σαν το αγριόσκυλο που πνίγεται στην αλυσίδα του όπως τεντώνει και χορδίζεται σφιχτά απ'το χέρι του ιδιοκτήτη
περνώντας δίπλα απ'το αυτοκίνητό του παστωμένο καθώς ήταν στο αρωματικό κερί και τη δουλεμένη μυοσφαιρίνη που αγόρασαν τα άπλυτα λεφτά του ήθελα, δεν ξέρω κι εγώ τι ήθελα να κάνω για να το τιμωρήσω αλλά η αλυσίδα τσίτωνε και μου'φευγε η ανάσα
όταν χωνόμουν ως τους αγκώνες σε κάποιον που μισούσα κι ας μην τον γνώριζα ποτέ κάνοντας δρόμο μες στ'άψητα κωλάντερα, η υπογραφή του διευθυντή στο χαρτί που θα'παιρνα στο τέλος με πονούσε
μα ποιον,
μα ποιον υπηρετούσα;
με την ψυχή στο στόμα έξω στη ράμπα των αναπήρων, από κάτω οι αστραφτερές αντανακλάσεις της εθνικής οδού επιθυμία κάθε φυλακισμένου, έβαζα το μουδιασμένο πόδι μου στο κάγκελο κι έψαχνα σε κάποια τσέπη για τα σπίρτα
δίπλα στέκονταν άλλοι μα δεν τόλμησα να τους ζητήσω
ακόμα κι αν δε μ'έπαιρνε να το παραδεχτώ ήταν ένα συροπιασμένο κοπάδι με τις τρίχες κολλημένες, μια μαλακωμένη καραμέλα που ανακάλυψα παιδί κάτω απ'τον καναπέ ένα μεσημέρι αργίας
ώρες ώρες τους παρακολουθούσα που του εμπιστεύονταν τα προβλήματά τους κι αυτός έσκυβε επιδέξια τ'αυτί του για να πείσει πως ακούει, πώς ακούει
πώς ακούει που ανάμεσά μας κι αυτουνού υπήρχαν στρώσεις χίλιες από γλώσσες;

Δε μου'μενε πολύς καιρός -έτσι κάπως με παρηγορούσα
αλλά η ζέστη μου έπινε την υπομονή κι εκείνη τη Δευτέρα δεν πα να μ'έπνιγε σα κοφτερή κλωστή έκανα κόντρα στο λουρί και χάραξα δέκα χαρακιές βαθιές σα λούκια με το κλειδί του φωριαμού την προέκταση του διευθυντή
η γραμματέας, σοβαροφανής και καθωσπρέπει όπως αρμόζει σε κάθε πιστή διοίκηση, με ράντισε με ιδέες μεγαλείου απ'το μικρό παραθυράκι δίπλα στην πόρτα
έφτασε, έφτασε μια λεπτή στιγμή για να κλείσω τα μάτια ν'αρχίσω να μουγκρίζω σα ζώο και να δω κάτι από μέσα μου να αλλάζει από σάρκα σε αιώνια ύλη
έξω απ'το γραφείο του κρεμόταν μια φωτογραφία
που δείχνει μιαν ολόχλωμη νεαρή πνιγμένη στις αρετές της τώρα και
στο αίμα μου όπως πετάχτηκε μαζί με τα κομμάτια του γυαλιού εμπρός στην εμβρόντητη κυρία των σαρανταδύο χιλιομέτρων μακριά μου
ήμασταν δεν ήμασταν όλοι απ'την ίδια τρύπα; είχα ξεχάσει.
Κι αυτή κι οι υπόλοιποι κι ο ίδιος ο διευθυντής ξεπετάχτηκαν πατημένα ελατήρια μες απ'το ίδιο μουχλιασμένο κουτί που έβγαλε κι εμένα; δε θυμόμουν
μόνο μια αφηνιασμένη κασσέττα γύρναγε και ξαναγύρναγε μέσα στο δικό μου το λαιμό
ΜΟΥΝΟΠΑΝΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ 
ΣΚΟΥΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΠΤΥΧΕΣ ΓΙΑ ΚΕΡΜΑΤΑ

Δεν άργησαν να'ρθουν να με πάρουν ενώ
συνέχιζα και γύρω μου μαζεύονταν κι άλλοι
κι άλλοι κι άλλοι διευθυντές κι άλλοι κι άλλοι
κι άλλοι απ'τους άλλους του δικού μου σιναφιού

ο δρομέας των μικρών αποστάσεων δε θα δει ποτέ - δε θα δει ποτέ
μα εγώ πια το'χω καταλάβει, ο ίδιος ήλιος που ψήνει τους ρουφιάνους
παρατημένους δίχως στάλα νερό στην ξεραΐλα του πολύτιμου χαρτιού
ο ίδιος φυτρώνει τα πράσινα σπαρτά και όσους ξεχνούν σε τι αγώνα τρέχουν
ο ίδιος φαίνεται και το πρωί στο Μαραθώνα, του δικαίου της πυγμής.