© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Næste station Lunderskov

Μακάρι να μπορούσα να σου πω γιατί, δέκα λέξεις παραταγμένες σε σειρά, δέκα λέξεις πιστολιά στο κούτελο, γιατί όταν καταλαβαίνεις χάνεται η ομίχλη του μυστηρίου και ξημερώνει ξαφνικά. Το τραίνο παίρνει το δρόμο του, τα λιβάδια ποτισμένα από την ασταμάτητη βροχή ξεχύνονται κι αφήνονται στους ορίζοντές μας και κυνηγώ το ένα μοναχικό σπιτάκι κάπου στους χαμηλούς λόφους γύρω απ'το Κόλινγκ ανάμεσα σε μια δεντροσυστάδα και μας παίρνω απ'τα μαλλιά (εσένα, γιατί εγώ τώρα είμαι καραφλός) και μας φυτεύω στην αυλή σαν πλεϋμομπιλένιους και ευτυχισμένους χωρίς χτες, χωρίς αύριο, χωρίς χρόνους εξακολουθητικούς, απλά στίγματα στο ραδιοεντοπιστή, τώρα όχι τώρα ναι, ένα ψήγμα Σαββατιάτικης σιωπής, μια στάλα αρχαίο λικεράκι αγριοφράουλας, μια κλεφτή ματιά του διψασμένου στη βρύση στην Κατάρα, ένα κάτι ελάχιστο, ανύπαρκτο απ'την προσωρινότητά του,  οι πρώτες δυο συγχορδίες του Clair de lune, χάδι στα βρύα στο ντουβάρι της εισόδου ένα βιαστικό απόγευμα, μακάρι να μπορούσα να σου πω γιατί και να σ'ελευθερώσω, αλλά δεν καταλαβαίνω, ψαύω σαν αμβλυωπικός στη νύχτα και ποτέ δεν ξημερώνει. Έτσι είναι τα πράγματα, έτσι κατηφορίζω, γράφοντας γκέλες ανάμεσα στις αγωνίες και μαρτυρώντας σιωπηλά, χωρίς να μπορώ ποτέ να σου εξηγήσω. Το δάχτυλό σου κολλάει στο ζυγωματικό μου, Μη, μέσα στο βαγόνι γκρι και μπλε ταπετσαρία, εμείς και δυο νοσοκόμες του γηροκομείου που δεν έχουν σταματήσει να κουτσομπολεύουν, να πάρει πόσο κουρασμένος είμαι.

511 Space rendezvous

Ο Κ. Σ. ήταν ένας χαρισματικός ορθοπεδικός από τότε που τον γνώρισα, εξωστρεφής και γελαστός. Πιο παλιά είχε φυσιοθεραπευτήριο αλλά δεν του ήταν αρκετό. Σπούδασε ξανά αργότερα, γύρω στα τριάντα. Πρωτοετής στη Σχολή γνώρισε τη νοσοκόμα γυναίκα του με την οποία έκαναν στα γρήγορα δυο τρία παιδιά. Τώρα ο Κ. Σ. ήταν ακριβώς σαρανταπέντε, απαράλλαχτα μυώδης, στιβαρός, με δυνατά χέρια. Είχε ρυτίδες στους έξω κανθούς, που όταν γελούσε γίνονταν γεροντικές και ομολογούσαν τα όσα έπονταν. Κουρεμένος ένα αστείο καπελάκι και μετά βίας λίγα ίχνη γκρίζου εδώ κι εκεί στο ξανθωπό του, με μεγάλα τετράγωνα γυαλιά, πάντα ξυρισμένος φράπα, δεν τον ξεχνούσες εύκολα. Το πρωί το κορίτσι πήγε και τον βρήκε στο εφημερείο 511. Η καφετιέρα έχεζε ζορισμένα λίγο λίγο στο γυάλινο περιέκτη. Ήπιαν καφέ απ'τη σακούλα με την αραπίνα. Ο Κ. Σ. της μίλησε για το διευθυντή που δεν πλήρωνε υπερωρίες και είχε μαζέψει όλους τους επικουρικούς ρόλους στο όνομά του για να αυτοεπιδοτείται ενώ έσκαγε μύτη δυο φορές τη βδομάδα και δεν έβλεπε ποτέ αρρώστους γιατί ήταν πολύ απασχολημένος με το διοικητικό του έργο. Είχε τραβήξει το θέμα στα άκρα, και ο διευθυντής έβαλε τους δικούς του στο σύλλογο για να του κλείσουν το στόμα και να θάψουν την υπόθεση. Την ιστορία αυτήν δεν την ήξερε σχεδόν κανείς γιατί ο Κ.Σ. δεν ανοιγόταν. Ήταν όμως φανερό πως ήταν στα μαχαίρια με το διευθυντή και θα του πήγαινε ανελέητη κόντρα ώσπου ένας από τους δυο να φύγει ντροπιασμένος, και ο σβέρκος του Κ.Σ. ήταν ο πιο χοντρός οπότε δεν έπαιζα τα λεφτά μου στον ξερακιανό πολύτεκνο τεμπέλη. 

Ο Κ. Σ. είχε μια σπάνια ιδιότητα. Σε έναν κλάδο πολιτικά ευνούχο και βαθύτατα συντηρητικό, ήταν αφοσιωμένος του εργατικού συνδικαλισμού με αγνές ρομαντικές ιδέες, ίσως ο μοναδικός αυτής της ράτσας που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια. Η σάρκα που κρυβόταν μέσα από το τσόφλι της ωριμότητάς του είχε μείνει παιδική, είχε μάθει από τα λάθη του αλλά δεν τον είχαν απελπίσει. Το κορίτσι ήταν υπαινιγμός, είχε εκείνη τη διαχρονική φωτεινή περιέργεια στο βλέμμα που είχε ρίξει στα γόνατα άντρες πολύ πιο ανένδωτους από τον Κ. Σ. Δεν ήθελε και πολύ. Ανάθεμα, δε θέλησε καθόλου. Αργότερα εκείνη τη μέρα του κράτησε ανοιχτή τη βαριά πόρτα για το κλιμακοστάσιο, αυτός κοντοστάθηκε και θυμήθηκε την καφετιέρα στο εφημερείο 511. Ανέβηκαν παρέα στον πέμπτο. Η καφετιέρα ξερόχεζε, το νερό κόντευε να σωθεί. Η νυχτοβάρδια θα αργούσε να φανεί, κάτω γινόταν της μουρλής. Το κορίτσι τον άγγιξε στον πονεμένο αριστερό καρπό που είχε επιδέσει με φυσιοθεραπευτική ταινία, τον τράβηξε πολύ απαλά κοντά της. Ο Κ. Σ. ένιωθε σα να τον είχε διαπεράσει το διάφανο κορμί ενός φαντάσματος σε ένα ήσυχο ξέφωτο, σα να τον είχαν ποτίσει δροσοσταλίδες ένα πρωί καλοκαιριού. Ο Κ. Σ. ήταν από εκείνους που πάντα ζεσταίνονται και ιδρώνουν κουβάδες αλλά ακτινοβολούσε ευρωστία. Αυτή υπερθερμαινόταν ξερά, το δέρμα της ήταν συχνά σαν αναμμένο μετάξι. Αυτός ήταν σταχυόχρους, αυτή ήταν φεγγαράδα. Τα σαρανταπέντε χρόνια εξαφανίστηκαν από τους έξω του κανθούς και έγινε όλος νέος. Η μυρωδιά του καφέ, ο απογευματινός ήλιος, το ολόλευκο εφημερείο, τα κολλαριστά σεντόνια, το ανένδωτο στρώμα το σχεδόν σαν πάγκος, τα πράσινά τους πεταμένα εδώ κι εκεί, οι σωρείτες, τα πεύκα και η θάλασσα, δυο ζευγάρια επιδέξια χέρια αγκιστρωμένα σφιχτά το ένα απ'τ'άλλο, κοσμογονία.

Το εφημερείο 511 ήταν γνωστό ως η σουΐτα. Ήταν το μοναδικό γωνιακό με βορειοδυτικό προσανατολισμό και πλατειά παράθυρα και στις δυο πλευρές, λουζόταν γλυκά στο φως και ήταν πάντα ευχάριστα ζεστό. Οργανωνόταν λοταρία κάθε χρόνο γιατί όλες οι ειδικότητες κωλοσκίζονταν για το 511 και πριν εφαρμοστεί αυτή η δίκαια μέθοδος, οι εφημερεύοντες έπαιζαν  ενίοτε σούτια στο διάδρομο. Εγώ εκείνο το διάστημα ήμουν εν πλω, συντεταγμένος πολύ μακρυά από το εφημερείο 511 και ό,τι διημειβόταν εκεί μέσα. Αλλά η εγκατάλειψη που σε ζώνει στην πλατφόρμα δίπλα στον αυτόματο πωλητή σνακς τις βουβές ώρες μου τράβαγε βιαίως τα βλέφαρα ανοιχτά και έβλεπα με ισχυρά κυάλια εντός μου και εκτός μου με τρομακτική ευκρίνεια. Το πρόσωπο του Κ. Σ. το φέρνω ακόμα στο νου μου. Δεν είχε τίποτα μεμπτό. Δεν τολμούσα καν να τον ζηλέψω. Ερωτεύτηκε τρυφερά και βραδυφλεγώς, έδωσε το όμορφο σώμα του θυσία και υπηρέτησε το κορίτσι σα μυστικός σταυροφόρος. Είχαν συναντηθεί στο αχανές κενό του διαστήματος υπό τη στιγμιαία απλάνεια αστεριών και πλανητών.

Death is nothing to fear



Περί ου ο λόγος
τα χρόνια του εσταυρωμένου 
οι μέρες του υπομονετικού θανάτου
βροχή και μισοξαστεριά μαζί

ο Θεός με το'να χέρι σε καρπαζώνει
και με τ'άλλο σ'αρπάζει από το σβέρκο να σταθείς

ο φόβος ήρθε και με βρήκε εκείνη τη φορά
ούτε δέκα μίλια ΒΑ απ'τη Σορροσουέλα
και όταν κακοδρασκέλισα απ'το ντόκο στο Normand Prosper 
και μετά μισή ώρα απ'τους Οθωνούς με το Σπύρο μπερδεμένο
και τότε που γύρισε η παλίρροια νωρίτερα στο Ούτερζουμ το '98
και τα παραμάζωσε όλα κι έτρεχα πλημμύρα στον ιδρώτα και η λάσπη μου ρούφαγε τα πόδια

ο φόβος ξέρει πού να σε βρει
πώς να σε δέσει πότε να σου κλείσει το στόμα
ο φόβος σε ξέρει καλύτερα από σένα

ο φόβος έπαιζε κι εκείνον τον αξημέρωτο έβενο χωρίς τα φώτα του Άη Στέφανου 
η θύελλα κουτάλιαζε το νησί κι άνοιξε πάνω απ'το κρεβάτι μου το διπλό παράθυρο και μπήκε μέσα όλη η θεομηνία με τα ξηλωμένα κλαδιά το χώμα κι όλο εκείνο το νερό ξύπνησα απ'τον κρασωμένο λήθαργο άνοιξα τα μάτια ανασηκώθηκα και είδα τη χερούκλα του Θεού που μ'έπιασε από το λαιμό και με ζύμωσε σα φιγούρα από μαρτσιπάν. 
Το τέλος δεν είναι μυστικό.

Το αίμα πνεύμα σταγόνα στον ωκεανό.

*

DEATH IS NOTHING TO FEAR

Σπινθηρισμοί




Μ'έπιασε σύγκρυο μόλις αναλογίστηκα πως δε μπορώ να αγγίξω το παρελθόν. Κάθε στιγμή και απώλεια δηλαδή. Βλέπω τα φαντάσματα της ζωής μου στις φωτογραφίες και είναι τόσο ζωντανά, και όταν απλώνω το χέρι να τα πιάσω να τα τραβήξω απ'τις εικόνες, να τραβήξω όλα τα σπλάγχνα εκείνης της ζωής στο τώρα, βρίσκω στο τζάμι, όλα αυτά είναι θάνατοι, το αγγειονευρώδες μάτσο της μέρας εκείνης έσβησε στον ορίζοντα, πίσω απ'τα μάτια έμεινε ένα φευγαλαίο ηλεκτρικό αποτύπωμα που θα χαθεί κι αυτό μαζί μου συν τω χρόνω.
Το κεφάλαιο του ηλεκτρισμού συνοψίζεται σε μια λέξη
Θ Υ Μ Α Σ Α Ι
;

Kuando muncho eskurese es para amaneser

Είμαι πολύ θυμωμένος, θέλω να πω. Αλλά δε βγαίνει λέξη. Το στόμα μου έχει κολλήσει. Το ένα μετά το άλλο τα αντικείμενα πετάνε προς διάφορες κατευθύνσεις. Αρπάζω ό,τι στέκεται πιο κοντά. Την τράπουλα, την πετσόδετη Σαρλότ Μπροντέ, την ψηλή κούπα, μια κάλτσα, ένα μικρό κουτί, ένα μεγαλύτερο κουτί, το σακούλι με τα αποξηραμένα βερύκοκα. Πετάω το ένα μετά το άλλο τα πράγματα εδώ κι εκεί στο ευήλιο σαλόνι. Είμαι τόσο πολύ θυμωμένος. Το σώμα είναι χαλαρό σαν ξεφούσκωτο ανεμούριο. Μόνο οι μύες του χεριού που κάνει τις ρίψεις δουλεύουν σπασμωδικά. Είμαι ηττημένος, με έχει νικήσει ο ίδιος μου ο εαυτός. Το πιατάκι με το σχέδιο στο κέντρο σπάει μόλις βρίσκει το καλοριφέρ απέναντι. Το μεγαλύτερο κουτί ανοίγει και ξερνάει πάνω στην πολυθρόνα μπίλιες που κυλούν στο πάτωμα και κάθονται ανάμεσα στα σανίδια και δίπλα στο σοβατεπί. Ο αναπτήρας ξεκουνάει τη μικρή χρυσή κορνίζα με το μπλουμπόνετ και αφήνει ένα σημάδι στο υδρόχρωμα. Τα κλειδιά πέφτουν πίσω απ'τον καναπέ. Παίρνω τον κάδο, τον πετάω κι αυτόν, ψίχουλα, στάχτες, σκισμένα χαρτιά, κάνα δυο μπανανόφλουδες, σκορπίζονται παντού. Αγγίζω το ανθοδοχείο με τα ψεύτικα μικρά λουλούδια. Παύση. Στέκομαι δίπλα στο τραπέζι σαν ηλίθιος. Γύρω το διαμέρισμα μπουρδέλο. Kuando muncho eskurese es para amaneser...

Κακό ύφασμα, όπως η μιτροειδής βαλβίδα χαίνει πλαδαρή στην αριστερή κοιλία μέσα στην καρδιά μου, όπως οι φτηνές φλέβες στα χέρια και στα πόδια, όπως η μούρη μου που θα κρεμάσει στραβοχυμένα σε λίγα χρόνια, ένας ελεεινός χαρακτήρας, ένα κομμάτι κακό ύφασμα σε μια πελαγωμένη περιπέτεια για την ανακάλυψη αυτού που θα καταφέρει να με παρηγορήσει. 

---

Από ανθοφορία σε ανθοφορία το νησί αρμυρό βρεγμένο από το πελαγίσιο κλάμα το κουβαλήσαμε στους ώμους. Όπου να'ναι επιστέφω, σκορβουτιασμένος, ξεμαλλιασμένος, βρώμικος, αναιμικός, αναξιοπρεπής και ενηλικιωμένος, δεν είναι λίγο πράμα, να κουβαλάς ολόκληρο νησί όπου πηγαίνεις. Κουρεύομαι στο νεροχύτη του μπάνιου με το μαχαίρι και το ψαλίδι της κουζίνας. Τίποτα δεν είναι όπως χτες, τίποτα δεν είναι όμως και έκπληξη - μπορεί να μυρίζω νιβέα αφροντούζ και καλαμπόκι (Μυρίζεις καλαμπόκι., σ'αρέσει να λες), αλλά είμαι ακόμα εγώ, όπως με ξέρεις, με τα μελαγχολικά μου μάτια, με τα απαλά ροζ αυτιά μου, με το δερμογραφισμό και τις ξερές πισωγαμπίδες, με το χλωμό κωλαράκι, με όλες τις αμαρτίες μου παραμάσχαλα, τις παλιές, τις τωρινές και όλες αυτές που έπονται, πάντα διχασμένος κι όμως τόσο σταθερός και τόσο αφοσιωμένος. Η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία, είναι το καθαρτήριο των ψυχών.

Ξαπλώνω δίπλα της. Είναι ξεσκέπαστη, το λείο της δέρμα αναδίδει μυρωδιά ροδακινιάς. Χαϊδεύω το στέρνο, τα πλευρά και το παλλόμενο στομάχι και σηκώνεται γύρη από τις πικροδάφνες του Άγιου Μάρκου. Τα κλειστά της βλέφαρα τα'χω δει πια τόσες φορές ν'αποκαλύπτουν το μυθικό πλάσμα με το αργό τους άνοιγμα που δίνει χώρο στη ματιά του μεγάλου αιλουροειδούς, που τα βλέπω και τώρα με τη φαντασία μου να ξυπνούν ξανά και ξανά ενώ κοιμάται του καλού καιρού και να φανερώνουν ένα σούρουπο στους Έρμονες με ψιλό κύμα. Στις χαλαρές παλάμες οι φρέσκιοι κάλοι συναντάνε τους παλιούς και το δέρμα αλλάζει αποχρώσεις κι εκεί με βρίσκουν τα άσπρα μαύρα μετά το σύγκρυο της Παλαιοκαστρίτσας. Κάτω από το μαξιλάρι μισοφαίνεται το βιβλίο που διάβαζε πριν κοιμηθεί, ένα που αγόρασα για δυο κορώνες απ'τα μεταχειρισμένα του Στρατού του Κυρίου, και στην πρώτη σελίδα λέει Τα ξώφυλλα τ'άφηκες λιμπρέττο κι όλοι μας εδιαβάσανε. Τα ρούχα της είναι στο πάτωμα σε ένα μικρό σωρό. Η ώρα είναι τέσσερεις και κάτι, το μαρτυράνε τα κελαηδήματα. Το παράθυρο είναι ανοιχτό και μέσα βλέπει στην πλατεία Θεοτόκη έναν Ιούλιο. Είναι τα μεθεόρτια της Walpurgisnacht. Πιο όμορφη νύχτα δεν έχει η χρονιά. Μάλιστα, σα να'ρχεται καλοκαίρι. Είμαι μισοντυμένος, κουρεμένος και ξυρισμένος, φτωχός χωρίς το στέμμα αλλά κύριος και σαμιαμίδης. Είπαμε θα μπουν τα πράγματα από μόνα τους σε τάξη και η ποινή ποινή... Αλλά η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία, και οι ώμοι τόσο μπορούν να σηκώσουν, πού να το πάμε ολόκληρο νησί; Η ζωή είναι κοντή.




and ahh that full bellied moon she's a shinin' on me
yeah she pulls on this heart like she pulls on the sea

and those broken hearted lovers
they got nothing on me

Akutstue 2

Ο ιδρώτας λιμνάζει στα σπορτέξ μέσα στην αίθουσα της ανάνηψης. Το μολυβένιο στρατιωτάκι, δηλαδή η στολή της ακτινοπροστασίας, βγαίνει μόνο σε γουάν σάηζ. Μόλις διπλοσακουλιαστούμε και με τον προστατευτικό εξοπλισμό για την πανούκλα, πέφτει το ρελέ και αρχίζει ο ιδρώτας. Η αρματωσιά είναι βαριά και όταν στέκεσαι μισολυγισμένος με τις ώρες πάνω απ'το τραπέζι για να περνάς Ζέλντιγκερ ή να ψάχνεις ζουμιά με τον υπέρηχο, όλα τα πλατομουσκουλάκια πιάνονται. Είμαι πιασμένος εδώ και δυο μήνες. Είναι Παρασκευή απόγεμα, δηλαδή εχτές. Στέκομαι στο κεφάλι του τραπεζιού ως Ηγούμενος της Ανάνηψης, είναι ένα σπουδαίο οφίκιο στη μονή, καλά τα έχω καταφέρει ως τώρα, πατ πατ στην πλάτη. Έχω την καθαρή και τη βρώμικη νοσοκόμα και τον καθαρό μου βοηθό που κρατάει πρακτικό παραπίσω. Οι τραυματιοφορείς φτυαρίζουν τον ασθενή απ'το φορείο στο τραπέζι. Είναι δεν είναι καμιά τριανταριά κιλά. Είναι όλος καλυμμένος από ένα βαρύτατο έκζεμα το οποίο τον κάνει να ξεπετσιάζει σύσσωμο και αηδιαστικό. Βρωμάει, φυσικά, όπως όλοι. Το ένα πόδι έχει πεθάνει πριν αρκετές μέρες. Τον ορθοπεδικό στο τηλέφωνο. Ακούγεται ξεφύλλισμα, κάποιος ψάχνει τον αριθμό στο καταλογάκι. Ο καθαρός μου βοηθός μου βάζει το τηλέφωνο στ'αυτί. Χτυπάει δυο φορές. -Άλμπερτ, ορθοπεδικός της πίσω γραμμής. -Μα ανάθεμά σε! Πάει ένας μήνας και. Έστρωσαν τα πράγματα; -Φίλε μου! Έστρωσαν, μια χαρά. Πήρε εξιτήριο ο μικρός. Ο κήπος θα'ναι έτοιμος από βδομάδα για να'ρθεις να ψήσουμε. Εσύ πού είσαι καθικάκι; -Στην ανάνηψη δύο, έχω ένα πόδι για την αυτού μεγαλειότητά σου. -Έρχομαι μωρό μου. Η βρώμικη νοσοκόμα που στέκεται είκοσι πόντους δίπλα και βιδώνει το Βεντολίν στη μάσκα χαμογελάει πίσω απ'το ράσο του χτικιού.

Ο άρρωστος πεθαίνει, αλλά όχι πολύ βιαστικά. Έχει κλωσήσει αυτό το πόδι απ'τη Δευτέρα, ίσως, δεν είναι ούτε κι ο ίδιος σίγουρος. Κρεμάμε ορούς με τις πιέστρες από εδώ κι από εκεί, του εξηγώ τι πρόκειται να γίνει, τον ετοιμάζω για το ξεπόδιασμα. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, το πόδι έχει χαθεί, και σε περίπτωση που πάθει ανακοπή, δε θα γίνει προσπάθεια να τον επαναφέρουμε. Έχει δηλητηριαστεί από το σάπιο κρέας του και είναι σε μια μουδιασμένη κατάσταση, τα νεφρά του έχουν καταρρεύσει, έχει μουλιάσει στην αμμωνία, και δεν ξέρω πόσα απ'αυτά που του λέω πιάνουν στόχο, συμφωνεί σε όλα.

Ο μηχανισμός της διπλής πόρτας γουργουρίζει, και εμφανίζεται ο Άλμπερτ, ντυμένος και ετοιμασμένος. Τα λαμπερά παιδικά του μάτια μου χαμογελάνε πίσω απ'το βιζίρι και τις μάσκες. Είναι κουρασμένος, τα βλέφαρά του είναι πρησμένα. Περνάω το υπέρηχο πάνω απ'τη μηριαία και την ιγνυακή, μηδέν ροή, να, δες, του λέω, το πόδι είναι σιτεμένο, το χουφτώνει, το ζουλάει, Ε ναι, πρέπει να φύγει. Είναι για γενική; -Ψιλοναί. Σε ένα τέταρτο. Α, και είναι μείον μείον*. -Ε, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Ανέβασ'τον στο Ο4 σε είκοσι λεπτά. -Θα σε δω εκεί. -Φιλιά ως τότε.

Απεξάρθρωση ισχίου και ημιπυελεκτομή αριστερά, μας παίρνει η νύχτα. Πλενόμαστε για έξω μετά τα μεσάνυχτα, μέσα συμμαζεύουν οι βοηθοί, ο Θεός να τους έχει καλά να κάνουν λάντζα. Ψιλοκουβέντα ενώ πετάμε όλη τη στολή και μένουμε με τα σώβρακα. Τα πάντα είναι μουλιασμένα απ'τον ιδρώτα. Ο αέρας είναι ιδρωμένος. Το πάτωμα κολλάει. Διψάω λες και σερνόμουν στην έρημο όλη μέρα. Με φρέσκα μπλε και οι δυο πηγαίνουμε στο κουζινέτο για δείπνο. Ανοίγω το παράθυρο που βλέπει στην πίσω αυλή. Ο Άλμπερτ ζεσταίνει ένα τάπερ ρύζι με κάρυ, εγώ αδειάζω μια κονσέρβα ρέγγες πάνω από δυο φέτες σικαλόψωμο. Γεμίζει μια κανάτα νερό με παγάκια. Τη βάζει ανάμεσά μας στον πάγκο, καθόμαστε δίπλα δίπλα στο μακρύ τραπέζι. Είναι μισοσκότεινα. Πίνουμε εναλλάξ απ'την κανάτα. Όταν έχουμε αποφάει, ανεβάζει τα πόδια του στο μπούτι μου. Του ζουλάω τις γάμπες προς τα πάνω για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας. -Θα πετάξω κιρσούς σ'αυτό το πόστο. -Μια απ'τις ευλογίες του επαγγέλματος. Κλείνει τα μάτια του και βάζει τα χέρια πίσω από το σβέρκο. Τον παρατηρώ καλά. Τα βλέφαρα με τις διαφανείς βλεφαρίδες είναι κόκκινα σα φετούλες ντομάτας. -Ρε συ Άλμπερτ; -Τι; -Τα μάτια σου ρε. Κάτσε λίγο. Σηκώνομαι, βρέχω ένα βαμβακερό πετσετάκι από τη ντουλάπα των εφοδίων. Σκουπίζω τα μάτια του απαλά, το πετσετάκι ροδίζει. -Ρε συ Άλμπερτ; ξανά. Με παίρνει αγκαλιά. -Ναι, ξέρω.

Στο σχόλασμα το πρωί τίποτα δεν ήταν όπως χτες, τίποτα δεν ήταν όμως και έκπληξη. Ο άρρωστος πέθανε λίγες ώρες μετά το χειρουργείο. Ο Άλμπερτ κι εγώ δε γυρίσαμε εκεί που έπρεπε να γυρίσουμε. Αντ'αυτού, πήραμε το Ρενώ και πήγαμε σπίτι του. Αυτός τσάπισε τους πανσέδες του, και εγώ ξεράθηκα στην ξύλινη ξαπλώστρα κάτω απ'το χλωμό ήλιο.



*minus minus  = όχι καρδιοανάνηψη, όχι εντατική

El amor en los tiempos del cólera

Los síntomas del amor son los mismos del cólera.
-GGM

Κατεβήκαμε εχτές το απόγευμα στο ποτάμι. Είχε απονεριά και το μονοπάτι ήταν ανοιχτό σχεδόν μέχρι το δέλτα. Περπατήσαμε μέσα στις λασπουριές. Τα χόρτα ως το μπούτι, τσουκνίδες, καλέντουλες και χαμομήλια. Οι αγελάδες έβοσκαν στην απέναντι μεριά. Είχε ήλιο, φυσούσε ένας μικρός ψυχρός πουνέντες. Κάποιοι λιάζονταν στα ποταμοβαρκάκια τους αρόδο, το νερό ήταν σκέτη μούργα. Σύννεφα από μυγάκια εδώ κι εκεί κολλούσανε στα χείλια αν δεν πρόσεχες. Σταθήκαμε στην τελευταία σκάλα πριν το άνοιγμα, έβλεπες ακριβώς πού τέλειωνε η λάσπη και πού άρχιζε η θάλασσα. Όταν ο ήλιος άρχισε να πέφτει πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πάνω που άρχιζαν τα κράσπεδα μετά τη μαρινούλα, ένας θείος στεκότανε με το τσιγάρο στο στόμα δίπλα σε έναν πεσμένο καταγής. Σπαστά ρώτησε αν τον ξέρουμε. Δε φαινόταν καν η φάτσα του, ήταν πεσμένος μπρούμυτα, τα πόδια ακόμα πιασμένα στα πετάλια, ένα ποδήλατο με βαγονάκι γεμάτο μπυροκούτια, ένας αναγεννησιακός πίνακας. Η Ν. γονάτισε και τον τραβολόγησε απ'τον ώμο του μπουφάν. Ε, μπάρμπα! Μπάρμπα! Είσαι ξύπνιος; Ο πεσμένος δεν αντέδρασε. Τον έπιασε απ'το μπουφάν και τον ανασήκωσε. Σιελορροούσε, ήταν τύφλα. Μπάρμπα, ξύπνα να πας σπίτι. Αυτός μούγκρισε πνιχτά. Τον σήκωσε να σταθεί, αυτός ήταν σακί, όχι τόσο γρήγορα. -Σήκω ρε δεν έχω όλη μέρα! Σήκω να μην αρχίσω τις σφαλιάρες. Και μετά γυρνώντας σε μένα: Έχει ένα σάπιο πλεούμενο στη μαρίνα παρακάτω. Θα'ρθει η μέρα που θα τον βρούμε με τα πόδια πάνω δίπλα στο παλούκι της δέστρας. Έχει χέσει και το βρακί του, πουχά, πουχά. Ο πεσμένος άρχιζε τώρα σαν παγωμένο ερπετό να προσπαθεί να κινηθεί. Ρέγχαζε κάθε τόσο χωρίς να βγάζει τίποτ'άλλο παρά φτύμα. Η Ν. του'ριξε δυο και δυο χαστούκια, αυτός άνοιξε δυο μάτια υπεραιμικά και θολωμένα, δεν ήταν καν ενοχλημένος, ήταν πίτα, έμοιαζε εβδομηντακαί αλλά μ'αυτούς ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να'ταν και πενήντα. Σύρε σπίτι να το κοιμηθείς. Και άλλαξε και κάνα βρακί. -Ναιιι κυρία... Του φόρεσα το κασκέτο που'χε παραπέσει, έστησα το ποδήλατο, το πήρε σαν περπατούρα κι έφυγε σέρνοντας τα πόδια του. Ο θείος θεατής κάπνιζε δεύτερο τσιγάρο, και ρώταγε ακόμα αν τον ξέραμε. Άντ'από 'δω κι εσύ... ήταν η απάντησή της. Μπήκαμε στ'αμάξι, καθάρισε τα χέρια της με οινόπνευμα, μου'δωσε και μένα, έβαλε μπρος, έβαλε να παίζει κάντρυ και φύγαμε.


...και τότε ο νεκρός μίλησε από τη μόνιμή του κλίνη, και είπε, σε βαφτίζω τώρα, σε χρήζω τώρα, άντρα της Ντάγκμαρ. Σήκω! 
Και σηκώθηκα.

Live by the sword, die by the sword

νυκτὸς ἀπερχομένης γεννώμεθα ἦμαρ ἐπ᾽ ἦμαρ,
τοῦ προτέρου βιότου μηδὲν ἔχοντες ἔτι,
ἀλλοτριωθέντες τῆς ἐχθεσινῆς διαγωγῆς,
τοῦ λοιποῦ δὲ βίου σήμερον ἀρχόμενοι.
μὴ τοίνυν λέγε σαυτὸν ἐτῶν, πρεσβῦτα, περισσῶν
τῶν γὰρ ἀπελθόντων σήμερον οὐ μετέχεις.

Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς


Περνώ έξω απ'το τσιμεντοκούτι στα ρεπώ και με λούζει κρύος ιδρώτας και δεν προλαβαίνω την ανάσα μου. Όταν έχω υπηρεσία, είμαι συνήθως σε μια κατάσταση αποπροσωποποίησης. Παλιά κατέρρεα στα κρυφά αλλά όχι πια, έχω σκευρώσει. Όταν λυγάς το μαρκούτσι συνεχώς το τσακίζεις και χάνει τη συνοχή του. Χρόνια αυτό το βιολί. Προσδοκούσα πως θα σκλήραινα σαν τις προπονημένες γροθιές σου, μου είχες πει τότε λίγο πριν ορκιστώ: πολλά μικρά τραύματα κάνουν το οστό να επουλώνεται στιβαρότερο, ήταν κάτι που έλεγε ο πατέρας σου πριν από σένα. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για τη νευρασθενική μου ιδιοσυγκρασία και τα έκανα ακόμα δυσκολότερα προσπαθώντας να την απαρνηθώ. Έσπασα στα δυο εκείνη την πρώτη Αυγούστου του '17. Τα βράδια ταλαιπωρούμαι από εφιάλτες. Συχνά ξυπνάω τρομοκρατημένος. Μερικές φορές χτυπάω τον διπλανό μου, ή το ντουβάρι, χωρίς να το καταλαβαίνω, παρά όταν είναι ήδη αργά. Κάποια πρωινά σηκώνομαι με μυστήριες μελανιές και εκδορές που την προέλευσή τους δε θυμάμαι ακριβώς. Φοβάμαι να πέσω για ύπνο γιατί φοβάμαι τους εφιάλτες. Δουλεύω όταν είμαι ξυπνητός και δουλεύω και κοιμισμένος και η αλήθεια του πόστου μου ασήκωτα με βαραίνει. Ανήκω στο φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη. Ο θάνατος και το χτικιό ξεσκίζουν κάθε στρατό στη μάχη. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό.

Σε θαυμάζω γιατί δεν έσπασες ποτέ. Τα κομψά σου χέρια κρύβουν μαρμάρινα κόκκαλα από χρόνια επιμονής. Δε θα σπάσεις ποτέ. Υποφέρεις αξιοπρεπώς χωρίς να φανερώνεις αδυναμία, σα ζώο. Όσο πιο πολύ ζορίζει η κατάσταση, τόσο πιο ζόρικη γίνεσαι κι εσύ. Το πρόσωπό σου γεμίζει γωνίες και τριγυρνάς με μια πέτρινη συνοφρύωση. Στην ανάπαυλα ανάβεις τσιγάρο, φτιάχνεις καφέ στο κόκκινο μαραφέτι, βάζεις να παίξει Κερομύτης και σε κατευνάζεις, κι έπειτα τα μάτια σου γίνονται τόσο γλυκά. Πέφτεις για ύπνο πάντα κατά παραγγελία. Μετράς αναπνοές και κοιμάσαι στρατιωτικά. Ξυπνάς σε πλήρη διαύγεια, δίνεις οδηγίες από τηλεφώνου και κοιμάσαι ξανά σε ένα πεντάλεπτο. Είσαι η αρχή μέσα σ'εκείνο το κρανίο. Οι σκέψεις βαράνε προσοχή, όταν είναι ώρα της σιωπής δεν τολμούν πολλά πολλά. Έχεις προικιστεί με την καρτερία των βουκώλων. Πέφτεις και τρως το ποδοπάτημα με τη μούρη μες τη λάσπη αδιαμαρτύρητα. Και μόλις περάσει η διμοιρία, ορθώνεσαι ξανά και τους παίρνεις στο κατόπι. Δάκρυα ποτέ - παρά μόνο για μένα, τη φρικτή σου αδυναμία, τι κάκιστη, τι σπάνια τιμή. Είσαι κι εσύ, όπως κι εγώ, όπως και τόσοι άλλοι καταραμένοι, ορκισμένη στο σπαθί. Ανήκεις στο φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη. Είσαι κι εσύ ένα από τα πρόσωπα της ήττας, είσαι κι εσύ ένα κοκκίο του πολέμου που δε μπορεί να κερδηθεί. Ο θάνατος και το χτικιό ξεσκίζουν κάθε στρατό στη μάχη. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό. Ο θάνατος και το χτικιό.

Η λευκωπή ομίχλη που αργοπορεί πάνω απ'τα αιμοβαφή πεδία το χάραμα μετά τη σφαγή
η δροσιά στο βελονένιο ντύμα των δασών την πρώιμη άνοιξη που γλείφει τα κουφάρια
το πούσι το άπνοο πρωί πριν την κακοκαιρία που κάνει το κατάστρωμα να γλιτσιάζει
η αχλή της παγωνιάς στα πλακόστρωτα της μαύρης πόλης
το χνώτο του αλόγου που το'τρεξες μέχρι τα όριά του
το υπερχειλίζον ήσυχο κλάμα
ο θάνατος και το χτικιό
η μαρτυρία
ο πόνος
το φάντασμα του άγνωστου στρατιώτη.

Εσπερία

    A woman in the shape of a monster
a monster in the shape of a woman
the skies are full of them

a woman      ‘in the snow
among the Clocks and instruments
or measuring the ground with poles’

in her 98 years to discover
8 comets

she whom the moon ruled
like us
levitating into the night sky
riding the polished lenses

Galaxies of women, there
doing penance for impetuousness
ribs chilled
in those spaces    of the mind

An eye,

          ‘virile, precise and absolutely certain’
          from the mad webs of Uranusborg

                                                            encountering the NOVA

every impulse of light exploding

from the core
as life flies out of us

             Tycho whispering at last
             ‘Let me not seem to have lived in vain’

What we see, we see
and seeing is changing

the light that shrivels a mountain
and leaves a man alive

Heartbeat of the pulsar
heart sweating through my body

The radio impulse
pouring in from Taurus

         I am bombarded yet         I stand

I have been standing all my life in the
direct path of a battery of signals
the most accurately transmitted most
untranslatable language in the universe
I am a galactic cloud so deep      so invo-
luted that a light wave could take 15
years to travel through me       And has
taken      I am an instrument in the shape
of a woman trying to translate pulsations
into images    for the relief of the body
and the reconstruction of the mind.

A. Rich



Stella splendens

Τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στον πάτο του βραδιού ο κοκκινολαίμης κελαηδά. Στο υπόγειο η λάμψη λευκή κατάλευκη λευκή σπρώχνει πέρα το σκοτάδι, ο θάνατος σαν έντομο στη λάμπα και γύρω σύννεφο νεκροί. Τσαλαβουτώ στο αίμα και οι λακκούβες γεμίζουν στα στεγνά, ντουβάρια υποπράσινα με μάτια με αυτιά - από χρόνια, από χρόνια στο Ασκληπιείο οι βαρυποινίτες ψάχνουν φτερά θεραπειών, από χρόνια απελπισμένοι γεννιούνται, γεννάνε και πεθαίνουν, κι ο κύκλος συνεχίζει να κυλά σα σκευρωμένη κακή ρόδα. Παλουκωμένοι σ'όλες τις τρύπες και ξαπλωμένοι στην κοιλιά, τα ψυγεία ροχαλίζουν από τα μέσα τους, και οι νοσοκόμες που ήξεραν οι άρρωστοι παλιά με τα ψιλά χεράκια και τις πέρλες νύχια είναι τώρα αγριεμένες στιβαρές κυρές με χαρτοπλαστικές ποδιές και αρκουδοπούστηδες με καθαρά κούτελα και πόδια πύργους και γδέρνουν ανελέητα κώλους εκτεθειμένους. Και στο κεφάλι του ιερού λόχου των Θηβών στέκομαι για τη νύχτα εγώ, με έναν ηλίθιο λιωμένο ακινάκη, διπλά γυαλιά και φωτοστέφανο από τρίχες. Επιθεωρώ περπατώντας νωθρά απ'τον τεκέ της αιμοκάθαρσης ως την τέντα των εξεταστηρίων, η λάμα χτυπάει στα κλειδιά, με ανακοινώνει η τρομπέτα του ασυρμάτου που βαραίνει το τελειωμένο λάστιχο του παντελονιού. Θα σας ξαποστείλουμε όλους, ζώα καταραμένα, έναν έναν, υπομονετικά με ωρομίσθια μέθοδο, και οι μούρες σας θα κολλήσουνε στον κατουρλιάρη μουσαμά και η γαλότσα η ποδοναριασμένη θα σπάσει δόντια, θα αλέσει ζυγωματικά, θα συνθλίψει σαγόνια αδηφάγα, και τελειώνοντας τη μάχη θα βάλουμε φωτιά τόσο πικρή που τα παλιοτσίμεντα θα λιώσουν σαν ώριμες ντομάτες στη χούφτα της γριάς.

-

Τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στον πάτο του βραδιού ακούμε τα αηδόνια στο Σταυρό. Στο μάρμαρο του περβαζιού παίζεις με μια κωλοφωτιά. Δίπλα σου στέκομαι απόστρατος εγώ, το κεφάλι μου ακουμπά τις σανίδες της δρυός του ταβανιού που γέρνει, απέναντι στην άλλη μεριά του δρόμου η λεύκα ψιθυρίζει, η λεύκα τραγουδά και ρίχνει μια χούφτα φύλλα στη βάρκα που μας περιμένει να τη σύρουμε την Κυριακή στη σκάλα. Οι μυρωδιές... οι μυρωδιές του κήπου της Εδέμ, η ψιλοδακρυσμένη χλόη, τα κρυψίνοα βουνά, το χώμα που μου'δωσε το χαλκό του, οι πέτρες του σπιτιού, της μάνας σου η απαλή φωνή και το χλωμό της δέρμα φάντασμα στο φως του φεγγαριού, το μυστήριο του Στρυμονικού και τα λουλούδια της Ρεντίνας, και παρελθόν και μέλλον, θυμάμαι και σιωπώ, να ελπίσω δεν τολμάω. Στο Γιέλλερουπ τις ώρες εκείνες τις αναθεματισμένες τις μικρές τις ώρες τις δικές σου στη χυλωμένη ζέστη του Ιουλίου στο μπάνιο του Χόλτεγκααρντ σου ζήτησα να με παντρευτείς κι έπειτα βγήκαμε στη νύχτα. Κάπνιζα ακόμα τη μπαγιάτικη Αμφορά που κρατούσα στο ψυγείο, άπνοια, ξαστεριά και ο καπνός κοντοστεκόταν. Το πρωί μας ξύπνησαν οι φασιανοί. Οι κυρίες έπιναν μαύρο τσάι στην αυλή. Από τότε υπομονή, λίγη ακόμα υπομονή, να τελειώσει ο πόλεμος και να σε ξαναδώ.

-

Stella splendens in monte
ut solis radium /



ΜΙ

Δε θα ξεχάσω ποτέ τον Τάτση να λέει όλοι περαστικοί είμαστε, όλοι περαστικοί. Τρώγαμε την ίδια ώρα κάθε μέρα με στρατιωτική πειθαρχία. Αν δεν πήγαινα στο γιατρείο επειδή ήταν Σάββατο μερικές φορές ξεχνούσε και μπερδευόταν. Οτιδήποτε δεν ακολουθούσε το πρόγραμμα τον τάραζε όπως ακριβώς κι εμένα. Ήθελε κάθε μέρα να έχει τις ίδιες τελετουργίες, να ξέρει τι να περιμένει, και να μην τον ενοχλεί κανείς, όπως κι εγώ. Η δική μου παρουσία δεν τον ενοχλούσε, με ζητούσε πάντα όταν ήταν στο νησί. Όταν έλειπε μου άφηνε τα κλειδιά για το μεγάλο σπίτι. Εκεί θυμόμουν τα παιδικά μου καλοκαίρια, με το μόνιμο φλοίσβο και τους μπούφους τα βράδια. Μπορούσα να διαλέξω όποιο κρεβάτι ήθελα, ακόμα και το υπέρδιπλο με τα αρχαία κομοδίνα που είχανε μέσα τα Ρισπερντάλια, αλλά κοιμόμουν πάντα στο κρεβάτι εκείνο που κοιμόμουν και μικρός. Τα ίδια σεντόνια στις ντουλάπες, το ίδιο απαράλλαχτο ντεκόρ, οι ίδιες οικοσκευές, η ίδια σκόνη, η ίδια μυρωδιά. Οι αναμνήσεις με ταράζουν πλέον περισσότερο από ό,τι δεν ακολουθεί το πρόγραμμα. Φοβάμαι να θυμάμαι, γιατί φοβάμαι πως θα πιάσω πράγματα που δε θα ξαναδώ. Και έτσι τις περισσότερες φορές με ξαπλώνω αυστηρά στο σημερινό χαράκωμα με σφιχτές τις παρωπίδες και όλα παίρνουν το δρόμο τους. Αλλά κατάλαβέ με, για ένα πλάσμα της συνήθειας είναι δύσκολο να κάνει συνέχεια καινούριες διαδρομές.



TERRAFORMING




Βοριαδάκι, οι κουρτίνες φούσκωναν και ξεφούσκωναν, μύριζε ψωμί. Το Ντεπώ και οι αρχές του '90, στην ακτή της λίμνης της δυστοπίας, στις αμμουδιές της σκοτεινής συνείδησης. Τα δωμάτια στις άκρες με τα πέτρινα ντουβάρια είχαν ένα παρήγορο φως, ακτίνες μέσα απ'τις γρίλλιες των πατζουριών και ο χορός της σκόνης. Ο λευκός γρανίτης μου'λεγε πως οι πατούσες μου δεν ήταν πάνω από 3-4 χρονών, ήμουν για μια ακόμα φορά παιδί. Αν υπήρχε παράδεισος και μετά θάνατον ζωή, θα ήταν εκεί, ξαπλωμένοι σαν πάχνη πάνω απ'το γρανίτη του σπιτιού, το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνεις θα ήταν ν'αφήσεις τα πόδια σου να σ'εγκαταλείψουν. Η χοντρή γάτα τρίφτηκε στις γάμπες μου και με αποσταθεροποίησε. Η θεία έστρωνε τραπέζι, σε μια καρέκλα καθόταν το φουσκωτό σοβιετικό κουνέλι, σε μιαν άλλη ο θείος έπινε τσίπουρο χωρίς, έφερα την πορτοκαλιά μου πιρούνα. Κανένας δε μιλούσε, αλλά η θεία ήταν χαμογελαστή, ήταν η ΕΣΤΙΑ. Δίπλα στο τραπέζι που στεκόμουν είδα στο χέρι μου το γνώριμο δαχτυλίδι, και είχα τα δυο καμένα δάχτυλα απ'το προχτεσινό ατύχημα, ο χρόνος δίπλωσε και συναντήθηκαν τα τότε και τα τώρα δα, έστρωσα το γιακά μου, και τότε είπα στα πόδια μου Αρκετά!, τα γόνατα λύγισαν και μ'ένα μαλακό παφ έγινα ανάμνηση

Τώρα είσαι δίπλα μου για πάντα, πέρα από τους φυσικούς περιορισμούς του PQRST
ηλεκτρικές αναλαμπές και στίγματα άνθρακα γράφουμε ο ένας στον άλλον από ΤΕΠ σε ΤΕΠ
από κελί σε κελί από αγωνία σε αγωνία από πλανήτη σε πλανήτη από τότε σε άλλοτε
προσωρινά πάθη, προσωρινές ανωμαλίες, προσωρινές παθολογίες
Ναυσικά, τώρα για λίγο είσαι δίπλα μου για πάντα
και είμαι ξεχωρισμένος απ'το σώμα, είμαι το φάντασμα και το σακί του
πανέτοιμος να σβήσω μες στην πάχνη

Ο ΑΡΗΣ ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΓΗ ΟΣΟ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝ ΖΩΗ
ΟΠΩΣ ΤΟΣΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΡΙΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ

Ρεπώ #3


Μια βρέχει μια δε βρέχει, τα ρεπώ περνάνε ταχέως, πότε στέκομαι πάλι στην αίθουσα της ανάνηψης με τ'ακουστικά στ'αυτιά ούτε που το παίρνω πρέφα, αλλά σήμερα κρύβομαι στο ωραίο νοικιασμένο μου διαμέρισμα σε έναν ωραίο ήσυχο παράλληλο κόσμο, με το σωρτς που ξέβαψε σε δυο σημεία από κάποια παλιά χλωρίνη, λουσμένος και μοσχομυριστός.

Ρεπώ #2


η λέζελάμπε τυλιγμένη με τεϊοσακούλα για να μην τυφλώνομαι το χάραμα

ῥίζα

Ο προπαππούς μου Ν.Λ. γεννήθηκε το 1886 σε ένα κωλοχώρι της σημερινής Λευκορωσίας, το Ανανίτσι, τέταρτος από έξη αδέρφια. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Οδησσό. Πρόσφυγας στη Γερμανία απ'την ΕΣΣΔ και ο μόνος που έφυγε. Έχασε τρία αδέρφια από αυτοχειρία και ένα από καρκίνο. Παντρεύτηκε το 1924, έκανε ένα παιδί και χώρισε, αλλά συνέχισε να μένει με τη σύζυγο και μετά το διαζύγιο. Μιλούσε καλά αρκετές γλώσσες και δε δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά. Όταν τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν, η γυναίκα και το παιδί του φυγαδεύτηκαν στο Σλέσβιχ Χόλστειν. Μόνο το παιδί τα κατάφερε, η γυναίκα σβήνεται από το χάρτη. Το πήρε υπό την προστασία της μια καλή οικογένεια στο νησί. Αυτός συνελήφθη στο Βερολίνο και πέρασε ένα μήνα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ζάχζενχάουζεν στο Ορανίενμπουργκ, από όπου διέφυγε με άγνωστες τακτικές. Παρέμεινε όμως στο Βερολίνο, κρυμμένος εδώ κι εκεί, μέχρι το τέλος του πολέμου. Τελικά εμφανίστηκε πάλι στα χαρτιά στο βρετανικό τομέα της πόλης. Μετακόμισε στο Αμβούργο, ελπίζοντας να ξαναδεί το παιδί. Εκεί έζησε άνεργος για κάποια χρόνια. Συναντήθηκε με το γιο του δυο φορές μεταξύ 1948 και 1950. Το 1950 μετανάστευσε στη Βοστώνη και λίγα χρόνια αργότερα πέθανε καθιστός στην καρέκλα μπροστά στη σόμπα από εγκεφαλικό.

Ο παππούς μου Ε.Λ. γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1924. Κατάφερε να γλυτώσει από τον πόλεμο σαν μια υποσημείωση στον ποδόγυρο εκτενούς κειμένου, περνώντας στην ασημαντότητα. Δε μιλούσε ποτέ πολύ γι'αυτό, παρότι μιλούσε πολύ γενικώς. Στο Νορντφρήσλαντ, στη μέση του πουθενά, υπήρχε υψηλή καθαρότητα στον πληθυσμό. Παλιοί γηγενείς, το τοπικό μείγμα Ολλανδών, Γερμανών και Δανών, περικυκλωμένοι και ταυτόχρονα φυλαγμένοι από τις λάσπες για αιώνες, κάθε νησί τη δική του διάλεκτο, προτεσταντισμός και ομοιομορφία. Ο Ε.Λ. είχε έναν εντυπωσιακό στόμφο και μια αδιάκριτη αυτοπεποίθηση, καταπιανόταν με κάθε λογής ασχολία χωρίς να τα καταφέρνει ιδιαίτερα σε τίποτα, αλλά δεν καμπτόταν ποτέ. Παρότι μεγάλωσε σε μια ομίχλη ανυπαρξίας, δεν ξέχασε ποτέ τα γίντις, και οι προτεστάντες που τον υιοθέτησαν τύποις δεν προσπάθησαν να τον κάνουν να ξεχάσει, απεναντίας τον έφεραν σ'έπαφή με την κοινότητα στο Αμβούργο. Δούλεψε αρχικά ως τραπεζοκόμος, και μετά ως νοσοκόμος στο Αμβούργο, έπειτα στο μικρό νοσοκομείο του Χούζουμ και τελικά στην κλινική του νησιού, το οποίο θεωρούσε επίγειο παράδεισο, μάλλον γιατί του έσωσε τη ζωή. Παντρεύτηκε μια γνήσια νησιώτισσα, πολύ έξυπνη, δημιουργική και με αγάπη για την αισθητική, η οποία σοκάροντας την τακτική της οικογένεια αλλαξοπίστησε, ίσως η μόνη επαναστατική κίνηση στη στωική ζωή της, το 1956 απέκτησαν τον πατέρα μου και δέκα χρόνια αργότερα την αδερφή του, που ήταν επιληπτική αλλά το ξεπέρασε. Ο παππούς ήταν κακός χαρακτήρας, αντιπαθής, αυταρχικός, ξερόλας και ξεροκέφαλος και δε φερόταν καλά στη γυναίκα του, την οποία μείωνε διαρκώς, πιθανώς γιατί ένιωθε μειονεκτικά. Τα τελευταία χρόνια ακολούθησε μια κατιούσα πορεία, ώσπου έφτασε να βράζει ακτινίδια αντί για πατάτες, να νομίζει πως τα ρολόγια το βράδυ πήγαιναν προς τα πίσω, στο τέλος μιλώντας μόνο γίντις, αρνούμενος κάθε βοήθεια. Τον είδα τελευταία φορά το 2016, στο σπίτι του στο νησί, πλέον βρώμικο, θλιβερό και παραμελημένο, δε με αναγνώρισε, του προκαλούσα αμηχανία, και ρωτούσε ξανά και ξανά τον πατέρα μου ver iz der har (ποιος είναι ο κύριος). Καυγάδιζε αχόρταγα με τον πατέρα μου μέχρι που πέθανε πέρσι, σε πλήρη αποδιοργάνωση, από βαριά καρδιακή ανεπάρκεια.


Ν.Λ., από τα αρχεία των επιβιωσάντων του Ολοκαυτώματος


Intermezzo

Δε βρίσκω ρούχα στο νούμερό μου στην ιματιοθήκη. Παίρνω τα λαρζ που με κάνουν να μοιάζω με πολύ πεινασμένο σκιάχτρο χωρίς πλάτη, αλλάζω στα γρήγορα και ανεβαίνω στα εξωτερικά. Κάποιος με αρπάζει απ'τον αγκώνα στις σκάλες μεταξύ δεύτερου και τρίτου.
-Πρέπει να σου μιλήσω.
-Τι έγινε;
-Πού ήσουν τρεις μέρες;
-Αναρρωτική.
-Γιατί; Κάτι σοβαρό; Είσαι άρρωστος;
-Όχι. Αυτό ήθελες να μάθεις;
-Σε χρειάζομαι.
-Στα ΤΕΠ;
-Παντού.
Έχω το ένα πόδι στο πλατύσκαλο, το άλλο δυο σκαλιά πιο πάνω και είμαι σε μια αστεία παύση κίνησης. Αυτός στέκεται στο πλατύσκαλο λίγο πιο κάτω. Πρόσωπο με πρόσωπο και κάπως σταυρωτά. Ακούω απ'το ισόγειο η πρωινή ενημέρωση έχει τελειώσει και οι άλλοι αρχίζουν να ανεβαίνουν προς τα πάνω.
-Ξέρω πως έχεις γυναίκα. Έχω κι εγώ τώρα μια φίλη, μετά από χρόνια.
Τον αγκαλιάζω σφιχτά, κι αυτός εμένα. Μου ζουλάει όλο τον αέρα απ'τα πνευμόνια. Γύρω μας γνωστοί συνάδερφοι μας προσπερνάνε ανεβαίνοντας για τις κλινικές που βρίσκονται στον τρίτο και τον τέταρτο ρίχνοντας ματιές δικαίως.
-Θα περάσει. Κάνε υπομονή.
Με φιλάει αργά στο μάγουλο.
Και ο καθένας στο πόστο του.

/

Το βράδυ ξυπνώ λούτσα στον ιδρώτα. Ανακάθομαι λαχανιασμένος. Έχω μπερδευτεί. Δε μπορώ να θυμηθώ αν αυτό ήταν γεγονός ή με ταλαιπώρησε μες στο κεφάλι μου. Μια φωνή από δίπλα μου λέει μαλακά
-Ησύχασε. Εδώ είμαι.
Ξαπλώνω προσεκτικά στο πλάι χωρίς να δω σε ποιον ανήκει. Ένα χέρι με τραβάει κοντά, και μένει γύρω μου. Αποκοιμιέμαι γρήγορα και δεν ξαναξυπνώ.

Περί θεραπειών




Περί θεραπειών

Χαμόγελο απ'άκρη σ'άκρη
το χώμα ξεδιψά

μια τρύπα στον ουρανίσκο
αρχαία τοιχογραφία στο υδρόχρωμα

η χορεία του απαγχονισμού
βαθιά στη νύχτα

ασθενές ολοσυστολικό φύσημα
δροσερή αύρα θαλασσινή

κάποια εστενωμένη μιτροειδής
κάποια ανεπαρκής

μια αργή ήσυχη φθίση.
Υπομονή. Υπομονή.

Ο Θεός δουλεύει το δρεπάνι




Κανείς δε δίνει μία

Οι μέρες διαδέχονται η μια την άλλη και όλες μαζί λιώνουν προς πουρέ και δεν ξέρω πότε ήταν χτες πότε είναι σήμερα. Κοιμάμαι σε ώσεις των σαράντα λεπτών, δουλεύω νύχτα μέρα, Σάββατα και Δευτέρες, γιορτές και αργίες, οχτάωρα, δεκάωρα, δεκαεπτάωρα και σαρανταοκτάωρα, σε ταχύ κυλιόμενο όπως το έχει βαφτίσει το τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, όπερ σημαίνει σπαστικά εναλασσόμενο, από μακρύ νυχτέρι σε νούμερο γερμανικό και πάλι πίσω. Απ'το μισθό που είτε γράψεις νύχτα είτε γράψεις μέρα είναι σταντέ, παίρνω ένα καλό σαράντα τα κατό χωρίς γκρίνια, τα υπόλοιπα τα παίρνει η εφορία για το κοινωνικό κράτος, κατά κύριο λόγο για να πληρώνει αποκλειστικούς παιδαγωγούς για εξηνταπεντάχρονους καθυστερημένους που δεν έχουν δει ποτέ μέρα έξω από το κρεβάτι τους, για τους πολυάριθμους ντόπιους που είναι πολύ αγχώδεις για να δουλέψουν οπότε βγαίνουν σε πρόωρη σύνταξη στα εικοσιδυό τους, για να ληστεύει τους πρόσφυγες από τα χρυσαφικά τους και να χρηματοδοτεί φυλακές σκουρόχρωμων μεταναστών, διότι είναι ακριβή ενασχόληση η κοινωνική πρόνοια άμα την εφαρμόζεις φορώντας τσίγκινο βρακί. Οι άνθρωποι αρρωσταίνουν και μ'αρρωσταίνουν. Η συναδερφική αλληλεγύη είναι ένα αστείο που λέω στον εαυτό μου για να γελάμε όταν κατουράω στο ελικοδρόμιο περιμένοντας να παραλάβω τη διακομιδή απ'την πλατφόρμα στ'ανοιχτά. Το κρύο είναι διουρητικό.

Σήμερα ξέχασα το δίπλωμα οδήγησης στην τσέπη των μπλε. Είχα ποδηλατίσει ήδη ένα τέταρτο προς το σπίτι υπό βροχήν όταν το θυμήθηκα. Έπρεπε να γυρίσω να το πάρω. Τα μπούτια μου ήταν κουρασμένα. Η επιστροφή πήρε ένα μισάωρο, σε κάθε πεταλιά έπρεπε να με εμψυχώνω. Ουφ και ουφ σαν χοντρός ασθματικός. Πέτυχα έναν Βιετναμέζο εμπρός στην κλειδωμένη είσοδο των εξωτερικών. Έμοιαζε με πρεζάκι, αλλά δεν ήταν αυτό, ήταν η φυματίωση. Τι θες; Είναι κλειστά. -Θέλω τα φάρμακά μου. -Δεν έχει τώρα, να'ρθεις αύριο. -Δε μπορώ, δεν έχω λεφτά. Μπήκα και τον έμπασα κι αυτόν. Εδώ οι γιατροί δεν έχουμε πρόσβαση στις φαρμακαποθήκες και στα φαρμακοψυγεία, γιατί για χρόνια πρεζωνόμασταν. Φώναξα μια νοσοκόμα απ'την κλινική. Πήρα το δίπλωμα οδήγησης απ'το φωριαμό στην άκρη του διαδρόμου και την άκουσα που έλεγε στο Βιετναμέζο να έρθεις αύριο, τώρα είναι κλειστά και δε μπορώ να σε εξυπηρετήσω. -Δε σε φώναξα για να τον ξαποστείλεις, τον ξαπόστελνα κι εγώ. -Μα γιατρέ, ξέρετε πως δεν επιτρέπεται εκτός των ωρών λειτουργίας.

Κρέμασα ένα τσιγάρο στο στόμα και έφυγα. Είχα να μαζέψω μπουτοκουράγιο για το δρόμο. Αυτό είναι το ΣΥΣΤΗΜΑ. Έχει ώρες λειτουργίας μόνο για τους βολεμένους, που πάνε σπιτάκι τους μόλις το ρολόι δείξει 1500 εξόν Παρασκευής, που όλες οι ανατομικές καρέκλες έχουν αδειάσει απ'τις 1400 για οικογενειακούς λόγους, έχει ώρες λειτουργίας βαρύνουσας σημασίας αποκλειστικά και μόνο για να βολεύει τους ήδη τρυφερόβυζους και να ξεβολεύει εκείνους που τους έχει έτσι κι αλλιώς χεσμένους. Σε αρπάζει απ'τις τιράντες, σε σέρνει κωλαρηδόν σ'ένα ξεχασμένο αποθηκάκι, σου κολλάει τη μούρη στο σπασμένο μωσαϊκό και σε πατάει με το άρβυλο ώσπου να φτύσεις 32 δόντια. Και το κτίριο έχει αναρίθμητα ξεχασμένα αποθηκάκια, κάθε ένα κι από έναν τσαλαπατημένο, και στη μόστρα έχει ένα Μεηντάνο*, μια τράπεζα και ένα νυχάδικο, και εκεί αράζουν οι σωστοί του κόσμου, και κανείς δε δίνει μία.


Αυτοπαρατίθεμαι:


ΠΑΣΧΩΝ
(μανιφέστο)

Τα σκοτάδια των ανεξερεύνητων δασών
τα φίδια τους, η χολέρα, οι πυρετοί
κάθε κλήμα και μια κρυφή μας καταδίκη
κάθε πιθήκι που χαμογελά τέσσερεις λάμες δόντια

η σιωπή θανάτου της άπνοιας η σιωπή
το κύλισμα το στάλαγμα το αίμα
ο ίκτερος λιακάδα, η φθίση διαδοχή των εποχών
η απέραντη ομορφιά στα δυσδιάκριτα κορμιά

ιδρώτας στην εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών
ένα μελαχροινό βλέμμα όλο λάμψη ένα δέρμα όλο χρυσό
εστάδου πορτουγκές ντα ίντια νέα στέμματα για παλιά κεφάλια
σταφύλια χάντρες αλεξανδρίτη καταμεσιού Γενάρη

νόμος του Γιέντε, ευμάρεια και αρετή
η έπαρση των αποικιοκρατών συν Θεώ και φιλιόκβε
ο φόβος για τη μεσοποτάμια αναρχία, τις τιμωρίες της ερήμου
τα ανελέητα καλοκαίρια, η ξεδιαντροπιά, η σκληρή γη

ποιος είναι τελοσπάντων στο κουπί;
από τη γάστρα ανεβαίνει μια μπόχα ιστορική
εβραίοι Ινδοί και μουσουλμάνοι απολίτιστοι μελαμψοί
κάποιος ψάχνει πάλι να δει ποιος στάζει σάπιο αίμα

αλλά δεν είμαστε εμείς
contre vents et marées

είστε εσείς, οι καθαροί




*Μεηντάνο: Μακντόναλντς στα κερκυροαμερικάνικα

Pet the moss, the soft moss

Δυο μοναχικές παπαδίτσες σφυρίζουν στερεοφωνικά. Η άμπωτη είναι στο ζενίθ της, τα νερά είναι έξω, ακούγεται το απόκοσμο θρόισμα του βυθού που τραβάει το σεντόνι απ'την ακτή. Δεν έχω ξυπνήσει ακόμα. Πιθανώς να μην ξυπνήσω και ποτέ, έτσι που πάει το πράγμα. Πριν μια τετραετία περίπου έπαιξα και έχασα μισό μύριο στα χαρτιά, και ούτε τότε το άκουσα το ξυπνητήρι. Δεν άλλαξαν πολλά, μα ξαφνικά η δουλειά έγινε αναγκαίο κακό - και τότε μες στο μόνιμο λήθαργό μου, δουλεύοντας άρχισα να κουράζομαι. Μεγάλωσα κάτι παραπάνω από ευκατάστατος δίπλα σε μαρμάρινο τζάκι, άργησα να πάρω είδηση πόσο κοστίζει ένας μισθός και πόσο μια χασούρα. Ως τα είκοσι μ'έλεγαν παιδάκι, έπειτα κάποιος μ'άρπαξε απ'τις βάτες και με κρέμασε με μανταλάκια από ένα απροσδιόριστο προσωπείο αντρός για μια δεκαετία, αλλά μέσα, μέσα γινόταν ο κακός χαμός. Τώρα σα να έκοψε ο αέρας που ίσιωνε τις μπούκλες των προβάτων, δε βλέπω ακόμα τίποτα, είναι η αργή ώρα που κατακάθεται το ντουμάνι. Κοίτα εμπρός σου, τι κοιτάς όλο κάτω εβραιόπαιδο κέρματα ψάχνεις; αυτή ήταν η γιαγιά όταν πηγαίναμε στο φούρνο τα πρωινά. Δε διορθώθηκα, ακόμα περπατώ με το κεφάλι κάτω, κυρίως γλιτώνω τα σκατά, δυο τρεις φορές το μήνα τιμώ τον τίτλο μου και βρίσκω κι από κάνα δεκαράκι. Οι άνθρωποι περνώντας από κοντά σου σε παλιώνουν, ο χρόνος δε μετράει άλλο παρά αυτούς. Σήμερα στο Μάρμπαικ ποδαράτος απ'το δάσος φτάνω στην ακτή, βλέπω τον ήλιο επιτέλους κατάφατσα, με λούζει και με κάνει μαγικό με πορτοκαλί φωτοστέφανο, μια ώρα δρόμος με το κεφάλι κάτω, και ξαφνικά είμαι ψηλός, η γη απομακρύνεται, τα μαλακά βρύα μικραίνουν και μικραίνουν, και τότε μια έμπνευση, κοιτώ εμπρός, κοιτώ απάνω, κοιτώ γύρω μου, μμ, γιατί όχι τόσα χρόνια; Τι στην ευχή περίμενα; Η άμπωτη, η βόρεια θάλασσα, οι λασπουριές του Βάττεν, η πεσιά η πεσουλίτσα, τα πευκώδη, η ξαστεριά, τα βρύα, κι ανάμεσα σ'όλα αυτά εγώ και όλοι αυτοί κι όλα αυτά που πέρασαν και με παρέσυραν στο τώρα, στο εδώ. 

Ι.

ΙΙ.

ΙΙΙ.



Άσπρο πάτο

Πορτοκάλια απ'τη Γιάφα όχι πια
ώμοι αδημονώντες ώμοι δυναμωμένοι
κι ο τένων του δικεφάλου θαμμένος λες στα μούσκλια
δάσος της μαύρης πεύκης στο λαιμό

βουτιά στο στέρνο ανάσα μάγουλα και γωνιές
γωνιές γωνιές του σαγονιού
αφρός θαλασσαφρός ιδρώτας πλύμμα
αμήν κι ανάθεμά με πού

αμήν κι ανάθεμά με που κρύβεσαι μες στη δική μου τύφλα
ζουμί χρυσό μέλι φιλί και περιποτάμια απελπισία
απ'τα οροπέδια του Γκολάν στους βάλτους του νότιου Σλέσβιχ
από τα θεοσκότεινα βάθη στις βάσεις των πνευμόνων

στο ξημέρωμα της μυδρίασης του φόβου της νόστιμης αγωνίας
δέκα μαλακές μιλιές σαν φρέσκια ψωμόψιχα στα δάχτυλα παιδιού
τραβάμε το κουπί εναλλάξ εγώ κι εσύ
και η βάρκα πλέει στο αίμα





In bocca al lupo

Κρέμομαι με τ'ακρόνυχα απ'το γκρεμό του λαρυγγιού
ένα γκουλπ και θα'μαι κι εγώ στην αδιάφορη μέση ηλικία
το σμαράγδι του δαχτυλιδιού στο μικρό δάχτυλο παραμονεύει κάτω απ'το γάντι
παραβιάζω τους κανόνες του εργασιακού χώρου ένας αληθινός επαναστάτης
η σύριγγα γεμίζει αιμοβαφές λεπτόρρευστο πλύμμα μιας ποδοκνημικής

ο μύλος κάνει όλες τις μέρες σκόνη πέτρα με πέτρα οστό με οστό
και στο κέντρο γλιστερό εκχύλισμα αίμα και πεθαίνεις στην παραγωγή
κι έπειτα κάποιος άλλος βαρυποινίτης θα σε φορτώσει στο σακί
για να θρέψεις έναν λαό σκουλήκια - μια δίαιτα ακριβή
στον πυροσίδηρο της δύσης δυο ελάφια πυροβολημένα στο λαιμό σέρνουν τ'αλέτρι
και λιώνουν προς το τίποτα τα καταπίνει η ρευστή φωτιά

κάτω μένει μόνο χώμα

-

Στο σκιάδιο του αμαξιού κρύβεται ακόμα η καρτ-ποστάλ απ'το Μονπελιέ
the formative years η νεαρή καμηλοπάρδαλη τα χλωροκλάδια για πόδια 
ν'ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες των δοντιών ένα τρομερά χρωματιστό σκοτάδι
κοπάδια άντρες με τα μικρά σκούρα μάτια των ζεστών κλιμάτων
δουλεύουν τ'άγονα χωράφια στη σαβάννα

τα νερά υποχωρούν και υψώνεται το χώμα. Η λίμνη που άλλοτε ήταν έγινε λασποβροχή ένα καλοκαίρι.
Προσεύχομαι το καστανό του παλιού Ισραήλ που μου'χει μείνει
να με βοηθήσει να τα βγάλω πέρα, αλλά προσεύχομαι σαν ετοιμοθάνατος
βλέπω τον κρεμασμένο μπλαβή και ολόπρηστο να λικνιέται απ'την οξιά στο φύσημα του αέρα
βλέπω το κουφάρι που μ'έφερε στον κόσμο μασημένο απ'τα μυστήρια του βυθού
με κόβει ένας κοντός ιδρώτας και μετά κάνω να δω τι χεριά κρατάω τόσην ώρα

καλά χαρτιά δυο χούφτες χώμα

Gott ist Liebe


Δευτέρα βράδυ στην ουρά του κάψωνα εσωτερική εφημερία στην Εξοχή, γρύλλοι χορωδιακοί και τέτοια ησυχία που άκουγες τις πευκοβελόνες να πέφτουν μια εδώ και μια εκεί, πήγα απ'την παραπηγμένη πύλη με τη λουκεταριά για να μη μας δει ο θυρωρός. Μας παρέλαβε με ξένα πράσινα με όνομα αλλουνού στο γείσο της βυζοτσέπης με τα μαλλιά ξανά στις περασμένες δόξες. Πιάσαμε την ψιλή κουβέντα στο ελεεινό γραφείο. Το μαστίγιο του ΕΣΥ η θεότητα του τόπου, οι καμτσικιές παντού, στους χαρτονένιους φακέλους, στα σαμπώ των νοσοκόμων, στο παλιομοδίτικο τηλέφωνο με καντράν, στο πράσινο μωσαϊκό με τους σεληνιακούς κρατήρες, αυτή η ιδιωτική μας οικειότητα, η πριβέ μας παρακμή στο ναΐσκο της κλινικής. Έχει μετανιώσει. Το γήρας σα να επισημοποιείται μόλις περάσεις το διακριτικό σύνορο του ενός ανήκεστου σφάλματος. Μοιάζει ολοένα στον πατέρα της. Και ο πατέρας της τώρα βετεράνος της ορθοπεδικής κάθεται παρέα με την κοιλιά και το κρασί του  στο λιτό ντιβάνι της φωτογραφίας, μια φανταστική σύνοψη της βορειοελλαδίτικης επαρχίας που κλείνει με το μάλλινο σκούρο κεραμιδί ριχτάρι. Η γοητεία είναι κληρονομική και, αν είσαι τυχερός, διαχρονική. Από τις αρχές του '90 έχω στη Σαλονίκη μια φωτογραφία με μένα νήπιο βολεμένο στο στιβαρό μπράτσο του πατέρα της, που χαμογελάει λοξά κάτω από ένα λεπτοφροντισμένο μουστάκι, με την ίδια πονηριά στο βλέμμα. Της γνωρίζω τη γυναίκα, από εδώ η γυναίκα, τι δουλειά κάνεις, τράσμαν λέει, γυρνάει και με κοιτάει, σκουπιδιάρης δηλαδή, σωστά; Σωστά. Κάθεται πίσω στη σάπια καρέκλα που της φυτρώνουνε τα σφουγγαρογεμίδια στην κωλήθρα, το πρόσωπό της γίνεται αφηρημένο, κλασσική στιγμή αμπελοφιλοσοφίας, και με το τσιγάρο στο στόμα λέει, καθαρή, ειλικρινής δουλειά, όχι σαν τη δική μας λέρα. Το ΕΣΥ έχωσε στομίδα στο ατίθασο παιδί της Χαλκιδικής, και τώρα το αόρατο χέρι τραβάει τα λουριά, ανάθεμα πόση πίκρα φέρνει ο καιρός. 
-Σ'ακούω, πες μου.
-Δεν ανήκες ποτέ εδώ, χαίρομαι για σένα τώρα. Όχι, αλήθεια. Ντάζεντ χι λουκ ντένις; Χι λουκς βέρυ ντένις., γυρνάει στη γυναίκα.
-No, not really. He doesn't look Greek though either.
-Ω γιες, εγκζότικ μπιούτυ, ε;
Ρουφάει μαύρο καφέ από τη βρώμικη κούπα, γκλουπ γκλουπ η γουλιά κατεβαίνει ζεστή μέσα στη ζέστη, έτσι έκανε πάντα.

Οι αρχαίοι σατανάδες όλοι δίνουν αναφορά σε έναν στρατηγό, και κόβουμε δρόμο μήπως και δε μας πάρει είδηση εκείνο το αχ-και-δάγκωμα-του-δείκτη αλλά θες δε θες η σκέψη θα σε βρει γυμνό και θα σου τσιμπήσει τα καπουλάκια. Κανένας τόπος δε σε χωράει παρά αυτός, ούτε στην κωλο-Βέροια δεν άντεξες έξη μήνες, και εκεί στην Εξοχή σα σκυλί με κοντό σκοινί δε βλέπεις την ώρα να γυρίσεις στο Σταυρό, κι εγώ δε βλέπω την ώρα να σε φαντάζομαι εκεί να καλαμπουρίζεις στην προβλήτα με τους Ρώσους απ'το εμπορικό που ξεφορτώνει τζάμια, να ξέρω πως βρήκες τη θεραπεία της μοναξιάς
Ναυσικά, αλάτι της πληγής μου,
Ναυσικά, αλάτι της ζωής μου.

Συναδερφικότητα

Έναστρη γλυκιά νύχτα αρχές καλοκαιριού. Έξω από το πλουσιόμερος αμαξοσυρροή. Έδωσα τα κλειδιά σε έναν κυστικά ακμαίο παρκαδόρο με κάθε επιφύλαξη. Στο φουαγιέ ίσα που χωρούσε να σταθείς. Όλοι οι ρευματολόγοι της χώρας καλεσμένοι, σπουδαίο γεγονός. Από τα όψιμα είκοσι ως τα χρόνια της βετερανίας, καλοπλυμένοι, καλοντυμένοι και ευδιάθετοι. Φορούσα κάλτσες πάκμαν και ξεκούμπωτη ζακέτα και ήμουν πιθανώς ο πρωταθλητής του κάζουαλ εκεί μέσα. Είχα όμως περάσει κεδρόλαδο τις τρίχες και είχα πλύνει τα γυαλιά, είχε γίνει μια προσπάθεια. Σερβιτόροι τριγυρνούσαν με ψηλόκωλα σαμπανοπότηρα. Η τιμώμενη τροφαντή θεία έκανε εντυπωσιακή εμφάνιση από τις κύριες σκάλες με ολόκληρο επιτελείο σφουγγοκωλάριων, της δίνανε ανθοδέσμες, τις πέρναγε υπηρεσιακά στα χέρια του επιτελείου, έκλεινε τόσα χρόνια πρόεδρος της ένωσης, είχε συνεισφέρει πολλά, τώρα θα αποσυρόταν αλλά όλοι ήταν ευγνώμονες και θα τους έλειπε και τα λοιπά. Ήξερα πολλές φάτσες, αλλά κατά το σύνηθες δε θυμόμουν ονόματα και ιστορίες, και αγαρμπωνόμουν κάθε φορά που έπρεπε να απαντήσω στη φιλοσοφικά φορτισμένη ερώτηση τι κάνεις. Αιωρούμουν με μια συνεχή μικρή γουλιά σαμπάνιας στο στόμα. Είχανε προσλάβει λευκοντυμένη τζαζ μπάντα στη μια άκρη, κάποτε παίξανε και ένα παρένθετο βαλσάκι για να χορέψει η θεία με τους υποστηρικτές. Μας σέρβιραν ωμό γουρούνι και περίεργα λαχανικά, κάποιος χτύπησε το κρασοπότηρο με το κουτάλι και έβγαλε λόγο. Κάπου εκεί, μετά το ελαφρύ γκουρμεδοδείπνο, αρχίζει το μπέρδεμα. Είχα πιει τρεις σαμπάνιες και μισό ποτήρι κρασί όταν μαζέψανε τα πιατικά και εμφανίστηκαν οι μπάρμεν. Πήρα μια μπύρα την οποία κατέβασα πολύ διψασμένος και μέσα σε ένα τέταρτο κάτι με χτύπησε κατακούτελα. Αποφάσισα να μου δώσω μια ευκαιρία στην τουαλέτα, δε μπορούσα να ξεκουμπώσω το παντελόνι, μετά χρειάστηκα μια αιωνιότητα για να ξεκλειδώσω την πόρτα από το μοντέρνο σύρτη. Έψαξα μέσα στον κόσμο το διευθυντή. Ενοχλήθηκε, τι στην ευχή; Αύριο το πρωί έχετε την ανακοίνωση. Πάνε σπίτι να το κοιμηθείς. -Πού να οδηγήσει έτσι; Ο συνάδερφος Α. προσφέρθηκε ιπποτικά να με πάει σπίτι με το Νισσάν. Πάντον και ξαναέλα. 

Ο συνάδερφος Α. είναι για μένα μια ιδιαίτερη ιστορία. Πριν τον γνωρίσω έμαθα πως χώρισε τη γυναίκα του, με την οποία οι γονείς του τον πάντρεψαν συστημένο στα δεκατέσσερα για να έρθει απ'την Καμπούλ στο Ώρχους. Έχουν κι ένα παιδί στην αρχή της εφηβείας. Περνούσε ζόρι και επιδώθηκε σε ανεύθυνες επενδύσεις, ακριβό σπίτι με αυλή, τρία αυτοκίνητα, έξη βδομάδες το χρόνο στον Καναδά και την Ελβετία για σκι. Όταν δεν ήταν εκτός, δούλευε βάρδιες σε τρία διαφορετικά νοσοκομεία. Τον γνώρισα τελικά ένα Πάσχα, πριν επιστρέψει στην κλινική, σε ένα μπάρμπεκιου του διευθυντή. Εγώ ήμουν χτεσινός από εφημερία, αυτός φρεσκαδούρα διακοπίσια, του έκανα κάποια εντύπωση αλλά δεν είπε πολλά, κι εγώ ζήτημα να είπα δέκα λέξεις όλο το απόγευμα. Η επόμενη φορά που τον είδα ήταν στην κλινική, να λέει μαλακίες για το Ντόναλντ Τραμπ με το διευθυντή, και επιδεικτικά εγκατέλειψα το γραφείο γιατί μου καίγανε το χρόνο. Ο διευθυντής ένιωσε τότε την ανάγκη να με πιάσει πριβέ να με ρωτήσει αν είχα προσβληθεί, και εξήγησε πως ο Α. είναι καλαμπουρτζής. Δεν είχα προσβληθεί, αλλά την επόμενη ο Α. με πέτυχε στο διάδρομο και απολογήθηκε που καταχράστηκε την ενημέρωση για τις μαλακίες του. Έκτοτε συνεργαζόμαστε πολύ ομαλά, είναι καλός γιατρός και χρήσιμος συνάδερφος, και οι μαλακίες την ώρα της ενημέρωσης έχουν περιοριστεί όταν ο πάρτυ πούπερ είναι παρών.  Ο Α. είναι άθεος, τρώει γουρούνι αντιδραστικά και έχει μεσόκοπου τύπου καραφλίαση την οποία ξυρίζει ευλαβικά, αλλά όταν είναι ζορισμένος, μπορείς να δεις τα γκριζομελαχροινά μαλλιά της περιφέρειας να κάνουν πιεστικά την εμφάνισή τους. Έχει σχήμα Σπάηκ, εικάζω λόγω μονοπαντίασης στο γυμναστήριο, μιλάει αργά με απροσδιόριστο αξάν, φοράει διαννοουμενίστικα γυαλιά και έχει ένα χαρακτηριστικό βήμα, σα να ακροπατάει φοβισμένα αλλά να μη θέλει να το παραδεχτεί. 

Με πήρε προστατευτικά και με φόρτωσε στο Νισσάν, έβαλε ήπιο ράδιο και με ρώτησε αν μ'ενοχλούσε στο κεφάλι, οδήγησε τα ογδόντα χιλιόμετρα για το διαμέρισμά μου σταθερά είκοσι πάνω από το όριο. Θυμάμαι πολύ καθαρά την έναστρη νύχτα της διαδρομής, τη θαύμαζα μισοξαπλωμένος από τη θέση του συνοδηγού, τόσα πολλά αστέρια, αφέγγαρη νύχτα, γλυκιά νύχτα με μυρωδιά φρέσκιας χλόης. Όταν φτάσαμε, με ανέβασε τους δυο ορόφους, περάσαμε τα γείτονα διαμερίσματα, πού μένεις; Εδώ δε μένεις; Είναι κανείς στο σπίτι; Η γυναίκα σου είναι στο σπίτι; Δε μπορούσα να απαντήσω. Πήγαμε πόρτα πόρτα, μ'εμένα κρεμασμένο απ'τις μασχάλες και τον Α. να κοιτάει τα ονόματα στις πόρτες πάνω από το κεφάλι μου. Τελικά το βρήκε, 2ΤΒ. Έψαξε αργά αργά στις τσέπες μου, έβγαλε τα κλειδιά, η αντίληψή μου είχε στενέψει τρομερά, χέρι, τσέπη, δάχτυλα, κλειδιά, κλειδιά, κλειδαριά, χέρι, στέρνο, χέρι, τι γλυκιά ζέστη, μπήκαμε στο διαμέρισμα που φωτιζόταν από τις πορτοκαλιές οδολάμπες. Με το που έκλεισε η εξώπορτα ήταν σα να άλλαξαν οι νόμοι της φυσικής του κόσμου εκείνου, και βούλιαξα σε μια πολύ περίεργη ησυχία, στην οποία άκουγα μονωμένα και διαδοχικά την ανάσα του Α., τον ήχο του φάρυγγά του καθώς κατάπινε το σάλιο του, το δέρμα των χεριών του που μ'έπιανε πιο καλά από τις μασχάλες, τα γένια του που τρίβονταν στην κορυφή του κεφαλιού μου, και μετά δεν άκουγα τίποτα. Ένιωθα τη θέρμη του κορμιού του να πλησιάζει παράδοξα, ήμουν ντυμένος ακόμα γιατί έβλεπα τις άκρες της μπλε ζακέτας μου, τα γόνατά μου μέσα στο παντελόνι, τις κάλτσες πάκμαν, αλλά ο Α. ήταν εντελώς γυμνός. Γύρισα και τον φίλησα εδώ κι εκεί, δε θυμάμαι τη μυρωδιά του στόματός του, θυμάμαι μόνο τη στιβαρή κατασκευή του που με έκανε να φαίνομαι ακριβά εύθραυστος, με μεταχειριζόταν σα να ήμουν ακριβά εύθραυστος, και ήμουν, ήμουν ένα πολύ ραγισμένο διακοσμητικό πιάτο με πορτοκαλί ανθάκια. Με έπιανε πολύ τρυφερά, σα να με αγαπούσε, ήμουν αφημένος με όλη μου την εμπιστοσύνη, σα να τον αγαπούσα, έριξα κατά λάθος το βασιλικό από το περβάζι με το πόδι μου, είπε με τα χείλη θα το μαζέψω εγώ, χωρίς ήχο, πάνω στα δικά μου.

Το επόμενο πρωί το ξυπνητήρι που δεν είχα βάλει εγώ χτύπησε στις εφτά, ο Α. περίμενε ξυρισμένος και παρφουμαρισμένος με τη δικιά μου κολώνια στο σαλόνι πίνοντας καφέ που δεν ήξερα καν πως είχαμε στο διαμέρισμα. Πήγαμε με το Νισσάν πίσω στο πλουσιόμερος, δώσαμε την ανακοίνωση για τη ρευματική πολυμυαλγία και τη γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα και ο διευθυντής ήταν ικανοποιημένος. Ο Α. κι εγώ δε μιλάμε πολύ, αλλά κάθε φορά που συναντιόμαστε σε κάποιο διάλειμμα, με χαιρετάει πολύ ντροπαλά και πολύ τρυφερά με ένα χαμηλόφωνο, μαλακό hej που με καυλώνει τρομερά, μετά βγάζει το κινητό του, το χαζεύει για δυο τρία λεπτά, και μετά με τη συνηθισμένη αντρώδη φωνή του, σε αλλαγμένο τόνο, σίγουρο και αυτοπεποιθησάτο, μου παραπονιέται για ό,τι τον ενοχλεί, και τον ακούω, και το διάλειμμα σα να κρατάει μια στιγμή.

Κοντή ενδοσκόπηση


Ώρα χέσε μας το πρωί η αναστήλωση της πλάτης από το μικρούλη λήθαργο της νύχτας. Τρώω γουήταμπηξ με ξινόγαλο ρομποτικά, σαπουνίζω τα κρουστιασμένα βλέφαρά μου, βουρτσίζω την κώμη και περνάω πέντε λάστιχα για να μη φεύγει τρίχα. Ντυμένος εισέρχομαι στα φωσφορούχα ποδοβράκια, αμπαρώνω το μπουφάν και φορτώνω τις γαλότσες. Πιο έτοιμος από ποτέ κατηφορίζω τα διακόσια μέτρα απ'το σπίτι στην προβλήτα. Με παίρνει το S&S για Γκορμ. Στο καμπούνι διαβάζω το δελτίο καιρού. Τέσσερεις με δώδεκα, σποραδικές βροχές, εφτά οχτώ μποφώρ Δ-ΒΔ, στανταριές. Το ξέρω πως δε γράφω όπως παλιά. Η νιότη μου έδινε μια φανταστική πολυχρωμία στις σκέψεις. Τώρα γύρω στο ζενίθ μου οι μπογιές έχουν ξεπλυθεί. Δεν τα έχω δει όλα, η γραφική παράσταση αυτής της διαδικασίας είναι ασύμπτωτη, αλλά πλησιάζω και θα πλησιάζω και θα πλησιάζω χωρίς ποτέ να αγγίξω τα όλα αυτά, τελεολογικά και πάντα προλαβαίνει ο θάνατος. Ο περιέχτης μου λικνιέται δώθε κείθε μες στο πλεούμενο και τα γόνατά μου βρίσκουν στα γόνατα του Σόφους του αυτοματιστή που κάθεται αντίκρυ και παίζει ποδοσφαιράκι στο κινητό του. Πίσω μας χαράζει, εμπρός ομιχλοσκόταδο. Τρεις μέρες στη μεταλλοσημαδούρα με το βραδύ της βόμβο, με τον ύπουλο σφυγμό της, με το μόνιμο τικ τοκ τακ τικ τοκ τακ της πινγκπονγκιέρας και το σσσσσς των αυτόματων πωλητών Μαρς, Σνίκερς και πατατακίων. Υπηρετώ απρόθυμα τους πάντες απ'τα δεκαοχτώ τους και μετά, μετέφηβα πρεζούλια, δύστυχα λιγνά δράματα, καθωσπρέπει κύριους και κυρίες, γηραλέα κατάλοιπα, επισκόπηση, ακρόαση, επίκρουση, ψηλάφηση, διάγνωση και θεραπεία ή διάγνωση και αναγγελία, η δουλειά μου είναι να υπηρετώ όποιον κακοτύχησε τη μέρα της υπηρεσίας μου, αλλά η εξειδίκευσή μου είναι αυτή: ο άτυχος εργάτης. Πρόκειται περί πολιτικής δήλωσης, η διαιώνιση του είδους μου είναι μια ιδέα απορριπτέα - ο έντιμος θάνατος και η εν ζωή παρηγορία όμως είναι μια άλλη ιστορία, και η συμπόνια μου αφορά αποκλειστικά τα μπλε κολάρα και το χειρονάκτη, όπου και εκεί εξαντλείται. Μεγαλώνοντας μεγάλωσε και η αποστροφή μου για τη διανόηση, τους σοσιετέδες και τους μαξιλαρωμένους κώλους, ως εκπρόσωποι της κάστας του συμβιβασμένου γλείφτη του συστήματος μου είναι αηδείς. Ναι, διακρίνω βάσει επαγγέλματος, δυο άλλωστε κατάρες σε βρίσκουν κατάσβερκα, κάποιος που σε πετάει στη ζωή απ'το πουθενά και μετά κάποιος που σου ζητάει νοίκι ώσπου να γίνεις σκόνη. Οι τυχεροί που τους γέννησε μουνί λουσάτο είναι χωριστή κατηγορία και απογειώνονται αλλιώς, οι μακρογλώσσηδες σκαρφαλώνουν χρησιμοποιώντας το φτύμα τους για κόλλα, κάτω μένουν αυτοί που πάνε μήνα μήνα, και θέλω να σου πω, δε φταις εσύ που είσαι εδώ, δε φταίω εγώ που είμαι εδώ, αλλά ανάθεμά με φταίμε για όλα τα υπόλοιπα. Κάπου στο βάθος κρύβεται ένας σαδομαζοχισμός. Η ζωή που σώζω με όρεξη είναι μονάχα η ζωή της βιοπάλης, η ζωή στο ζόρι, και όταν αδειάζει η αίθουσα της ανάνηψης και μένω μόνος με τον κύριο της καθαριότητας και τα μηχανήματα ρεύομαι μια πίκρα, έζησε άλλη μια μέρα για να δουλέψει άλλη μια μέρα, γιατί; Και με πιάνω απ'το γιακά-αγιακά του Μάο και με ταρακουνάω: έζησε άλλη μια μέρα για να χαρεί άλλη μια μέρα, κάποια μέρα, ίσως, όπως εσύ όταν ξυπνάς δίπλα μου ένα Σάββατο πρωί με ένα χαμόγελο απ'το ένα στο άλλο αυτί. Ίσα που έφυγα και δε βλέπω την ώρα να γυρίσω. Τα γνωστά.

Dagmars mand

Πήγαμε στην εκκλησία την προτεσταντική όπως μας είχαν διατάξει, κανείς μας δεν ήξερε τι με περίμενε. Ήμουν ντυμένος κυριακάτικα, πουκάμισο ριγέ και μάλλινο πουλόβερ και καλό πανταλόνι, από κάτω κρυμμένες οι κάλτσες με τις μπυρίτσες, φαίνονταν μόνο όταν καθόμουν και κόνταινε το μπατζάκι. Η εκκλησία από τα χίλια εξακόσα τόσα, και μέσα έμοιαζε ολόκληρη σαν κιβωτός από υπερώριμο μελωμένο ξύλο, αλλά ήταν στ'αλήθεια μαυσωλείο. Τα ντουβάρια όλα είχαν ράφια ράφια και στις εσοχές κοιμόντουσαν αιωνίως χίλιοι πεθαμένοι. Ο παπάς, μια παραδοσιακή στιβαρή Σκανδιναβή ντυμένη με λευκά πλεχτά, μας υποδέχτηκε σε παλιομοδίτικα νοτιοδανέζικα - βορειογερμανικά. Με οδήγησε ενώπιον ενός ξύπνιου νεκρού που είχε τα μάτια ανοιχτά και παρακολουθούσε. Ήταν καλυμμένος ως τη μέση του στήθους με ένα βαθύ κόκκινο βελούδο. Όλα τα μαλακά μέρη του προσώπου ήταν φύλλα χρυσού, και τα μαλλιά ήταν συστάδες ιξού σε πλήρη  εντυπωσιακή ζουμερή καρποφορία. Τα μάτια ήταν μάτια νεκρού, το στόμα ήταν στόμα νεκρού, το σώμα, υποψιαζόμουν, ήταν σώμα νεκρού. Εξηγούσε ο παπάς, εκτελούσα εγώ. Κρύος πηλός απ'τον κουβά, βουλιαγμένα τα πόδια μου ως τους μηρούς, ένα απόγευμα άμφω φλαμίνγκο να στεγνώσει το μείγμα, κι έπειτα με το βαρύ εκείνο εξάρτημα, ξάπλωσα ανάσκελα πάνω στο νεκρό, με προσοχή να μη μετακινήσω το βελούδο, κι ο νεκρός δεν κουνήθηκε τρίχα, μα έβγαλε έναν αναστεναγμό που με πάγωσε ολόκληρον, και ένα, μόνο ένα καρδιοχτύπι, με πέταξε βίαια στο λιωμένο μάρμαρο, και το εκμαγείο έσπασε σε τέσσερα - πέντε μεγάλα αδρά κομμάτια, και τα πόδια μου από μέσα χωρίς δέρμα πια πότισαν τους πόρους και τα χαραγμένα ονόματα και ημερομηνίες από τις ταφόπλακες του πατώματος με αίμα εβραϊκό, με αίμα μακρυνό. Ο παπάς στάθηκε από πάνω μου, μια τεράστια Σκανδιναβή με το έμφυτο θάρρος της φυλής της να πέφτει σαν ηλιόπεπλο στο πρόσωπό μου που ακουμπούσε καταγής, και τότε ο νεκρός μίλησε από τη μόνιμή του κλίνη, και είπε, σε βαφτίζω τώρα, σε χρήζω τώρα, άντρα της Ντάγκμαρ. Σήκω! 
Και σηκώθηκα.
Η Ντάγκμαρ στεκόταν στο κέντρο του ιερού, το πρωινό χειμωνιάτικο φως αναδείκνυε κάθε κόκκο αρχαίας σκόνης στον αέρα, η ανάσα της καπνός μέσα στο κρύο του ναού, φόρεμα λευκό με κεντήματα αιματιά, η αυθόρμητη, φυσική θέρμη του κορμιού που φυτρώνει σε άδεντρα, επίπεδα, χαμηλά λιβάδια που τα ξυρίζει η παγωνιά, η φλόγα τυλιγμένη στον ατέλειωτο Δεκέμβρη, τα παγερά μάτια, τα χλωμόχρυσα μαλλιά, το λείο, ήπια στάχυνο δέρμα, το πιο απαλό δέρμα που φτιάχτηκε ποτέ. Άπλωσε το χέρι, με τράβηξε μαλακά, πλησίασα, το μουσούδι της μύριζε ζεστό βούτυρο, ολόκληρο το σώμα της κέρας της Αμάλθειας, μου'πε στ'αυτί κάτι που δεν αφορά κανέναν παρά εμάς, με την κομψή, σταθερή φωνή της, και δάκρυα σαν από λιωμένο χιόνι κύλησαν στα μάγουλά της, και από τα δάκρυα αυτά ήπια κι έπαψα να αιμορραγώ-

24-08-19

Τα γεγονότα του Χολομώντα

Μια καλύβα στην πλαγιά κρυμμένη ανάμεσα στα μαύρα πεύκα, το πατρικό μου σπίτι. Ύστερα από χρόνια αποχής απ'το βουνό, επέστρεψα στα τριαντακάτι. Οι γονείς μου ήταν το ζευγάρι που θα γίνονταν αν δεν αυτό και δεν εκείνο, και ήταν σκαλωμένοι στα σαράντα. Δεν το αμφισβήτησα, ήταν η φυσική τάξη του κόσμου, οι κανόνες με συμπαθούσαν πάντα. Ίσως ήταν βράδυ του Σαμπάτ, ίσως ήταν και χειμώνας, κρύο υγρό σε αιώρηση, γάλα σε ροδακινοζούμι. Καθόμασταν γύρω απ'το βαρύ τραπέζι καρυδιάς, πιατάκια με κάθε λογής νοστιμιές από όλες μας τις χώρες, και χτύπησε η πόρτα, και η μάνα μου άνοιξε για να μπει η γυναίκα που δε γνώρισα ποτέ. Ήμασταν κάποτε συμμαθητές, δεν τη θυμάσαι από παιδί; ρωτούσαν οι γονείς με δικιολογημένη απορία στα σιωπηλά χωρίς ν'ανοίγουν τα στόματά τους, κι εγώ κοιτούσα σαν ηλίθιος, μπερδεμένος ως το μεδούλι. Η γυναίκα αναθάρρησε μόλις με είδε δίπλα στο τραπέζι, τα σφιχτοδεμένα μαλλιά δεν άφηναν πολύ μπόσκο στα φρύδια, φάνηκε όμως που δεν ενέκρινε το θέαμα. Στρογγυλά αυτιά σαν πεταλίδες, μάγουλα με γλυκές καμπύλες, αποσπασματικές μαρτυρίες, οι αργές μου αισθήσεις μ'άφησαν πρώτα να χρονοτριβήσω με τα ψιλά, προτού να δω την έγκαστρη κοιλιά. Δεν υπήρχαν περιστροφές στον κόσμο μας, δεν υπάρχουν περιστροφές στον κόσμο μου, βραχνοκόκκορας απ'το λαιμό ξεραμένο απ'το μελτέμι δεν έχασα λεπτό: Ποιανού; Κι αυτή παίζοντας επιδέξια το σκάκι του μυαλού μου, απάντησε αμέσως. Του Μπέρτι. Έκλεισα τα μάτια μου, το αριστερό ημιθωράκιο με τις ζωγραφιές που είχε φιλοξενήσει το δεξί μου μάγουλο ξανά και ξανά, εκείνο το ζεστό ημιθωράκιο είχε αγγίξει τις ροζέτες της των άλλων εποχών, τώρα οι κόσμοι μου κατέρρεαν ο ένας μέσα στον άλλο. Ο πατέρας μου είχε τη φαεινή ιδέα να οδηγήσουμε στο χάνι, ψηφίδα άλλης περιοχής, στην προκειμένη σκαρφαλωμένο στο βουνό αντί για το λάκκωμα της άλοφης πατρίδας. Τους φόρτωσα όλους στο 19 και τότε η γυναίκα που δε γνώρισα ποτέ ανακοίνωσε πως γεννάει. Κουβάλησε τον εαυτό της στο άδειο πορτ μπαγκάζ, ξάπλωσε πάνω στο κιλίμι που έχω για τους υπνάκους στις ερημιές, τα φιλντισένια πόδια της κρεμασμένα έξω από το αμάξι, το μακρύ μάλλινο φουστάνι ανεβασμένο ίσα ίσα. Ο πατέρας στάθηκε δίπλα, άναψε τσιγάρο και είπε έλα λοιπόν, γιατρός δεν είσαι; Στερέωσα τις πατούσες μου στη γη, μισόσκυψα και περίμενα τη γυναίκα να κάνει ό,τι ήτανε να κάνει. Ο πόνος της ακουγόταν σα μακρυνό τριζόνι, οξύς τοκετός, γλίστρησε στα έτοιμα χέρια μου ένα μωρό διαφανές, ένα μεδουσομωρό. Δια της ζελεδένιας σάρκας το μόνο περιεχόμενο εκείνου του κορμιού που διακρινόταν ήταν ένα ζευγάρι πλακέ ατροφικά πνευμόνια. Το γύρισα ανάποδα και το ταρακούνησα κρατώντας το απ'το ένα πόδι. Θεός του κεφαλιού μου του έδωσα πνοή στόμα με τσουχτροστόμα και του μασάζωσα το στήθος, δεν έμοιαζε ν'αλλάζει, ήμουν έτοιμος να το βαφτίσω νεκρογέννητο, για μια στιγμή, το'βαλα πάνω στην κοιλιά της, κάτω από τη σκέπη του φουστανιού, και τότε πήρε χρώμα, τότε πήρε δέρμα, αίμα, οστά, τότε ανάσανε και τότε ήρθε στη ζωή. Αυτή το άρπαξε αμέσως και το πέταξε πάνω μου, κι έτρεξε ξεβράκωτη μέσα στο δασένιο πούσι. Η μάνα μου, δυνατή όπως τη θυμάμαι, την πήρε στο κατόπι, την κεφαλοκλείδωσε και ριχτήκανε στο κρεβάτι από κοκκινόχωμα και πευκοβελόνες, ο πατέρας μου, αδύνατος ακόμα, βοήθησε στο κουβάλημα και τήνε φέραν πίσω, την κάτσανε στο πίσω κάθισμα, σφάδαζε, οδυρόταν. Η μάνα κάλεσε τους ασθενοφορτζήδες απ'το μαρμάρινο τηλέφωνο στο σπίτι, που ήρθαν σε ένα δεκάλεπτο και πήραν το μωρό, και μου είπε, οδήγα στο νοσοκομείο. Καβάλησα το αμάξι, συνοδηγός ο πατέρας μου, και πίσω η μάνα μπράτσωνε τη γυναίκα να μη συστρέφεται πολύ. Πάρε τηλέφωνο το Μπέρτι. Πήρα τηλέφωνο το Μπέρτι. Κι εκεί ήρθε επιτέλους η στιγμή η ίδια διψασμένη γουλιά φρέσκο νερό, η βαθειά φωνή του το ανθρώπινό του πάθος
-Τι θες;
-Γέννησε η γυναίκα σου.
-Α, ναι;
-Θέλεις να της μιλήσεις;
-Όχι.
Το είδωλο της μάνας μου στον κεντρικό καθρέφτη έγειρε στο αυτί της τρελαμένης γυναίκας και της ψιθύρισε κάτι θεραπευτικό, και την έστειλε κάπου κάτω από τους κώνους της πυκνής ελάτης πιο ψηλά στο βουνό, την σκέπασε μ'ένα σαγρέ πλεχτό σκοτάδι, την έβαλε για ύπνο, και τότε οι τρεις τους χάθηκαν. Οδηγούσα κατηφόρα φουρκετίδι ομίχλη μες στο δάσος κατάβαση προς Αδάμ τιμονιά με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσα το τηλέφωνο στο αυτί χωρίς κανείς μας να μιλάει.

Δουλειά και εκπομπή

Το σκάψιμο μέρα νύχτα το σκάψιμο του λάκκου
κάποιος σκαρφίστηκε την αιώνια τιμωρία μετά την ισόβια δοκιμή
κι οι απελπισμένοι τρώνε τη μούφα γενιές τώρα

σκολιωτική πλάτη ψηλοκάβαλος κώλος λεπτός
κακοποιημένος λαιμός τρίγωνα αυτιά χορολαβές
χορεύεις; -Χορεύω
στην κρεμάλα μόλις το βάλει στα πόδια το σκαμνί

η πιο ένδοξη ώρα σου ίσως είναι αυτή
τα μετέπειτα λεκές στο χαλί σακί με φερμουάρ
κουβάς στην υπόγα έξη ώρες με το φυσερό και μετά
ψυγείο και μετά εις χουν κι οι σκηνές παίζουν σ'επανάληψη

σε όλες όλες όλες όλες όλες τις τηλεοράσεις
το σκάψιμο μέρα νύχτα το σκάψιμο του λάκκου
το S1-S2 και οι δώδεκα αναπνοές σου το λεπτό 
η καημένη σου καρδιά τα καημένα σου πνευμόνια

και αυτά τα καημένα σου μαλλιά κι ο καημένος σου γιακάς
μη χολοσκάς. Το πένθος σπάνια επιμένει, κι αν αυτό συμβεί
το πολύ πολύ να κρατήσει λίγο, ας πούμε μια ζωή.

Κρύβε λόγια

Πας για ύπνο κάθε βράδυ με γεμάτη την κοιλίτσα. Όταν το αχτένιστο κεφάλι σου πέφτει μαλακά στο μαξιλάρι μ'ένα φουπ το μέτωπο της κούρασης κουτουλάει το μέτωπό σου. Άλλα χέρια άλλα όπλα, καμιά συγχώρεση για τους αμάχους, χωρίς τις μουνιές αυτές καύσιμο γιοκ. Σε λίγο θ'αρχίσει ένα γατίσιο χρίπισμα στο μπάντζο και θα ξημερώσει μια Δευτέρα. Ο άγιος Βικέντιος χαράζει ένα επαμφοτερίζον χαμόγελο, ξημέρωμα και σούρουπο μαζί, μισό υπομονή, μισό διαπλοκή. Η σκόνη η αιωρούμενη στην εκκλησία οστέινο τρίμμα. Το ένα πόδι στην αφηρημένη παπαρολογία και ένα στα μαθηματικά.

Όλη νύχτα τσουλήθρα απ'τον έναν στον άλλο εφιάλτη. Σε είδα στο φυσικό σου περιβάλλον, στα αμπέλια της βόρειας Χαλκιδικής, με τη σκληρή σου μούρη, τσιγαράκι, άσπρη αμάνικη Μινέρβα, ψάθινο καπέλο, γύρω σου σωροί από φίδια, όλα γραμμένα στ'αρχίδια σου, χάρηκα. Μόλις πλησίασα και είδα πιο καλά, φανερώθηκε στο γλυκό φως, τα μάτια σου ήταν ξηλωμένα, το αίμα είχε πήξει, σ'έτρωγαν οι μύγες και τα παιδιά τους μέσα στις ματότρυπες, τ'αμπέλια είχαν τυλιχτεί και σου'χαν μπηχτεί στα πόδια. Το στόμα ήταν χαμογελαστό και κοχλάζοντας μου είπε να κρύβω λόγια.

Εδώ στη γουρνοχώρα όταν οι μαθητές τελειώνουν το σχολείο καβαλάνε ένα τρύπιο φορτηγό, κρεμάνε ένα πανό με κάποια ηλίθια εξυπνάδα, γίνονται γκωλ και περιφέρονται στην περιοχή κορνάροντας, χορεύοντας, τραγουδώντας και φωνάζοντας ενώ παίζει αισιόδοξο ντουμπουντάμπα. Τα θυμάμαι αυτά από παιδί, τα κάνουνε και στο νησί. Εχτές περίμενα μες στ'αμάξι ένα τέταρτο να μπω σε μια κυκλική πορεία χαζεύοντας αποφοίτους να τρέχουνε γύρω γύρω κρατώντας το καπεταναίικο καθίκι πάνω απ'τα ψωλαρχίδια τους που φλαπώνονταν πέρα δώθε έτσι κι αλλιώς, τριχωτοί κώλοι σε διάφορα προπονητικά στάδια, και οι μαλτέζες γκόμενες με αναψοκοκκινισμένα αλογομάγουλα χαχάνιζαν απ'το φορτηγό που ήταν παρκαρισμένο παραδίπλα, και οργιζόμουν ολοένα.

Βράζω και στο κατσαρολί αχνίζει ο θυμωμένος μου χυλός. Στον πάτο έχουν κολλήσει τα αναιμικά πετσιά μου. Δουλεύω 82 ώρες τη βδομάδα ο δόκτωρ καραγκιόζης, κυρίως απογεύματα και νύχτες,  πληρώνομαι μισά, και έχω κρεμάσει μπαμπακοσακιά απ'τα κάτω βλέφαρα, και δεν έχει ούτε πίσω ούτε μπρος, μόνο επί τόπου το τσαπί και τον ολόδικό μου λάκκο. Το μουνί απ'τις Φερόες με ξύπνησε να κατέβω να κάνω τη δουλειά της γιατί δεν είχε κοιμηθεί πολύ, και αντί να χέσω στην παλάμη μου και να της κολλήσω τα σκατά στη μούρη, έκλεισα το τηλέφωνο και κατέβηκα να δω τον εγκεφαλικάριο μαλάκα φουκαρά, γιατί στατιστικά ίδια μαλακισμένη στόφα θα ήταν κι αυτός, αλλά αν δεν ήταν, να τον άφηνα να ξεροσταλιάσει;

Ένα μεσημέρι δως μου να σε πάρει η ευχή, ξάπλα δίπλα δίπλα στο Στρατόνι. Έχω πεθάνει προ πολλού, πέθανες κι εσύ, και τώρα να, τώρα σαπίζουν τα κρέατά μας, ησυχία δε βρίσκεις αν δε φας πρώτα την ξεφτίλα. Κόλαση επί γης και επί γης ειρήνη και όλα τα καλά, η θεία τιμωρία δεν έρχεται μετά, η τιμωρία είναι να σου λείπουν τα παλιά, η τιμωρία είναι τώρα, πάντα, ώσπου να σβήσεις απ'αυτήν.

Το νήμα

1956 σωτήριον έτος μεσοχείμωνο στον Αρίλλα Κέρκυρας γεννιέται η μάνα μου από μάνα Ισπανοεβραία και πατέρα αιμομιγμένο Παρακερκυραίο. Σπουδάζει μηχανικός στον Ασπρόπυργο. Το '80, αφού έχει μαζέψει άγνωστο αριθμό εραστών, γνωρίζει τον στοϊκό πατέρα μου σ'ένα σάπιο στέκι στην Άλτονα. Είναι η πρώτη και τελευταία της αγάπη. Παντρεύονται εβραϊκό γάμο στο Αμβούργο με δυο καλεσμένους. Δουλεύει 9 μήνες το χρόνο κάθε χρόνο και καπνίζει μαλμπουριά αρειμανίως. Το '87 ανάμεσα σε δυο συμβόλαια με πετάει στο νησί και φεύγει. Ο πατέρας μου κι εγώ μεγαλωνόμαστε μεταξύ μας εν τη απουσία της προσμένοντας τα τρίμηνα και ζούμε μια μικροεπαρχιώτικη ζωή που μυρίζει προτεσταντίλα. Το Μάρτη του '96 μια Τετάρτη απόγευμα πηδάει απ'το κατάστρωμα του αλιευτικού στ'ανοιχτά του Σταβάνγκερ και δεν την ξαναβλέπουμε. Αφήνει σημείωμα στον πατέρα μου πως τον αγαπάει.