Joy Williams (Dimmer)
26.1.13
Προς τιμήν
Πρέπει να βρέχει στον Ωρίωνα
το σήμα που φτάνει στους φασματογράφους
είναι οι από ετών φωτός σταγόνες που διαλύονται
στ'ανοιχτά του κόλπου της Βεγγάλης
λουσμένοι στο υπεριώδες φως
κάτω από αμέτρητη, αμέτρητη σκόνη
ο κόσμος μας δεν τελειώνει
ο κόσμος μας δεν τελειώνει στις ακτές
---
12.12 / Β' Παν. Καρδιολογική, ΓΝΘ Ιπποκράτειο
20.1.13
#26
Your mother will leave her gloves to dry over the washing machine
the giant grasshopper will overwinter over the sink
this, this mumbling of the house is something else it is
something else we find our ways in. I forget what hangs over my head and you
fall asleep well-fed and educated noon finds me beyond the demanding body
transforming into an echo a
saturated sound escaped an oscillation. You radiate your velvet love the blurry lights from the living people on the other side the chess they use to play in the frost holding their spirits in wide glasses the voices the creaks of their own blessed beds they're gathering on myopic retinas and we can't, we can't make them out
only a sequence of twin blood drops from their dry tuberculous lips will do
this, this mumbling of the house is something else it is
something else the thin texture of our skins that fuse separated by their blood
like a rattling mechanical valve like the rusty mechanical failure
I open my mouth to say you
you hold a pair of thin shoulders, a stained face
and you forgive what hangs over my head
these hands tremble always apart from/and
when they break that's how they stay quiet.
16.1.13
Κύνες θηρευτικοί
.
σε βλέπω καλοκαιρινή λευκή μες στο σκοτάδι και χορταίνει η όρασή μου
κάτω απ'το στέρνο μου οι ανάσες περισσεύουν
το αίμα μου αλλόμενο στ'αγγεία
όπως αλλάζεις κίνηση συστρέφεσαι σαν πλαστικό που λιώνει
τα σάλια σου στην παλάμη μου
παίρνεις μαζί και τα μαλλιά μου κι όλες τις δόξες του Σαμσών απ'το Σεφέρ Σοφετίμ
τα χέρια μου δε χάνουνε ποτέ τη δύναμή τους όταν σου σφίγγουν το λαιμό
το πρόσωπό σου ζωντανεύει απ'τον πόνο
τα δόντια φανερωμένα και σφιχτά η άκρη του στόματος γελάει
η μόνη μνήμη σου οι πρωινές γουλιές του κόκκινου τσαγιού και τ'όνομά σου
.
κάθομαι στην άκρη του σκαμνιού
απ'το παράθυρο μπαίνει η υγρασία και το κρύο που κάνει τέτοιο καιρό τους τελευταίους χειμώνες στο νησί
σβήνει μόνο το μάγουλο, τις παγωμένες μου παλάμες
η λύσσα είναι ρευστή σα να τη φέρνει η αύρα της θαλάσσης
τα μάτια γλαυκά τα ξύλα θολωμένα
μι'αρρωστημένη κυρία
καθρεφτίζει τα γόνατα της στο τζάμι του φούρνου κι οι
σκύλοι που δε φαίνονται
γαυγίζουν πειναλέοι
.
3.1.13
Der Jude mit den langen Haaren
Wie kann ich eigentlich die Haare Samsons begreifen
ihre unermessliche Geheimhaltung, ihr asketisches Geheimnis
den Entzug (ganz verständlich) jeder Bemerkung dazu
die ständingere Angst um diese Locke dank der leichten Berührung der Dalila zu verlieren,
den endlosen Terror
aber ich mache mir um die Haare Absaloms keine Sorgen
sie sehen fein aus, wie die Mittagssonne
wie ein roter Mond der Rache
ihr Wohlgeruch ist süßer als jeder Frauenduft.
Der Mitschuld, der kalte Achitovel, kann es nicht leiden, sie anzukieken
wenn er sich den Grund für dem Davids seine Liebe vergegenwärtigt
diese sind die feinsten Haare des Königreichs, das perfekte Umsturtzmotiv
und dann: das Zweigwerk der Kiefer Armands...
-בתיה גור