© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Στη φόρα 15

11/2024

-Η Κουασιμόδα είναι έγκυος.
-Από σένα;
-Όχι.
-Τότε στ’αρχίδια μας.
    Έχουμε μια σακούλα φυστίκια και ένα μπουκάλι σόρλε ανάμεσά μας. Έχει κρύο στο μπαλκονάκι και ο Μ. είναι τυλιγμένος με το φλις κουβερτίνι. Μοιάζει με κουκούλι. Εγώ φοράω το φωσφορούχο μπουφάν της ναυτιλιακής. Τα δέντρα έχουνε μείνει γυμνά. Ένας γέρος γλιστροκοπάει κάτω στο δρόμο, κατηφόρα, η άσφαλτος είναι μούσκεμα. Το φιορδ έχει τη χειμωνιάτικη όψη του, θολερό και άδειο. Τα ιστιοφόρα που κόβουν βόλτες το καλοκαίρι, τώρα είναι δεμένα. Το Μούρβικ είναι ήσυχο, μόνο τα κοτσύφια ακούγονται πού και πού.
    Έχουν περάσει μήνες από τότε που ο Μ. χώρισε την Κουασιμόδα. Αυτή βρήκε γρήγορα αντικαταστάτη, έναν Σλοβάκο που κουρεύεται με την ψιλή και κάνει σοβαρά ποδηλασία. Τόσο σοβαρά, που έχει μια ειδική βάση στο σπίτι του, πάνω στην οποία βάζει το ποδήλατο, για να ποδηλατεί επί τόπου και να διατηρεί τη σωστή αίσθηση. Αυτό το ξέρω επειδή μου το είπε ο Μ.
    Ο Σλοβάκος δουλεύει στην τηλεόραση, σε ένα κανάλι. Είναι καθωσπρέπει, με καθαρό κούτελο, ντύνεται σωστά, είναι έτσι ώστε τη στιγμή που τον βλέπεις, τον έχεις ξεχάσει κιόλας. Κι αυτό μου το είπε ο Μ. Εγώ έχω δει μόνο φωτογραφίες και δικαιολογούμαι που τον ξέχασα αμέσως.
-Είναι του Σλοβάκου;
-Ναι.
-Πόσο έγκυος είναι;
-Τεσσάρων μηνών ή κάπου τόσο.
    Λίγο καιρό αφότου χώρισαν, η Κουασιμόδα πήρε το Μ. τηλέφωνο και του είπε πως είχε ανάγκη να συναντηθούν. Συναντήθηκαν σε μια καφετέρια, όπου η Κουασιμόδα του ανακοίνωσε πως είχε γκαστρωθεί αλλά η εγκυμοσύνη δεν ευωδόθηκε, και ήταν σε κρίση. Φοβόταν πως είχε ελαττωματικό σύστημα και πως δε θα κατάφερνε να πραγματοποιήσει την αιφνίδια επιθυμία της. Ο Μ. την είχε ρωτήσει ποιανού ήταν, και τότε του είπε για το Σλοβάκο. Τον αγαπώ πραγματικά, του είπε συγκεκριμένα.
    Μαζεύω ψίχουλα από φυστικόπετσα από τις δίπλες του παντελονιού μου και σκέφτομαι, αφού η αποβολή και η κρίση της Κουασιμόδας ήταν το καλοκαίρι, δεν πέρασε ούτε μήνας και είχε ήδη γκαστρωθεί εκ νέου.
-Και γιατί μας νοιάζει αυτή η υπόθεση;
-Με πήρε προχτές τηλέφωνο και ήταν πάλι σε κρίση. Μου είπε πως έχει μετανιώσει. Περνάει πολύ δύσκολα με τις ορμόνες και αυτά και τώρα δε θέλει.
-Νωρίς το θυμήθηκε.
-Της είπα, τώρα έκατσες στην τσουλήθρα, θα πρέπει να περιμένεις να σταματήσει το τσούλημα. Και μου έλεγε πως δεν κοιμάται τα βράδια, επειδή δε μπορεί από τις ορμόνες, και είναι όλο κουρασμένη, και ο Σλοβάκος λείπει με το κανάλι. Την είχα ρωτήσει, τότε που μου έσκασε το παραμύθι, πριν χωρίσουμε, γιατί θες να κάνεις παιδί; Και δε μου είχε απαντήσει. Την ξαναρώτησα προχτές, και μου είπε, δεν το είχε σκεφτεί ως τώρα, αλλά τώρα που το σκέφτηκε, συνειδητοποίησε πως ήθελε να κάνει παιδί για να δώσει στους γονείς της κάτι να ασχολούνται.
Γέλασα, αλλά ο Μ. έμοιαζε σοβαρός.
-Τώρα το πλάνο της είναι να το γεννήσει και να το δώσει στους γονείς της να το μεγαλώσουν. Οι γονείς της κοντεύουν εξήντα, δεν τους πήραν τα χρόνια, οπότε αυτό τουλάχιστον βγάζει νόημα.
-Όλα ταχτοποιημένα, λοιπόν. Εσένα γιατί σε πρήζει;
-Δεν ξέρω. Αν δεν ήταν σε αυτήν την κατάσταση θα την είχα βρίσει. Αλλά τώρα που είναι έτσι όπως είναι, δεν ξέρω, σαν να της έχει στρίψει λίγο. Μπορεί να είναι από τις ορμόνες. Της είπα, αγάπη, τα κανόνισες όπως τα κανόνισες, ("Liebe, du hast dir dein Bett gemacht, jetzt mach’s dir gemütlich." - κλασσικός εικονογραφημένος Μ.) κοίτα τη δουλειά σου τώρα και σταμάτα να με παίρνεις τηλέφωνο.
-Έκλαψε;
-Ε, ναι. Με ενοχλεί, το καταλαβαίνεις;
-Ναι. Το θέμα είναι να το καταλάβει αυτή.
-Ήμουν στο γυμναστήριο εχτές και έκανα πόδια. Και έτσι που ήμουν ξαπλωμένος στο μηχάνημα και ζούλαγα για να κάνω έξω μπούτια, άνοιγα έκλεινα τα πόδια, ναι; Και σήκωσα λίγο το κεφάλι και σκέφτηκα, φαντάσου τώρα μαλάκα, από κει ανάμεσα να αρχίσει να πετάγεται ένα μωρουδιακό χέρι. Ζαλίστηκα, είπα θα λιποθυμήσω, σηκώθηκα, έκανα μπρέηκ. Ήμουν τόσο χάλια που ήρθε ένας από δίπλα και μου έφερε ένα Λουκοζέιντ. Πώς στην ευχή τις φαίνεται καλή ιδέα; Αν είσαι ζωάκι εντάξει, να γαμήσεις θες, δεν ξέρεις τα επακόλουθα. Δεν κάνουν τη σύνδεση. Αλλά εμείς, ανώτερα όντα, sapiens και τέτοια;
-Το καλύτερο γιατροσόφι είναι να μη σκέφτεσαι. Sapiens και ιστορίες. Κόψε την υπερανάλυση. Είδες τι παθαίνεις με το να σκέφτεσαι. Κυκλοφορεί ακόμα Λουκοζέιντ;
-Ναι, έχει στον αυτόματο πωλητή στο Φλενσφίτνεςς.
-Πορτοκαλί;
-Ναι. Θα σου πάρω όταν ξαναπάω.

E → C

Fourth step: major third

Behind the veil of reverence
smiles justice. She sees everything
without ever being seen, sword
in hand, a steady grip.

Two men bow before her,
a grain of salt on her golden scale,
a grain of sand, four half-steps from
her blade to their necks.

"Hereby I seal your promise 
to remember, with blood. A promise then,
now an oath. As the beginning, so the end. 
Punishment you shall have, payment in advance!"

The sword comes down, a steady grip,
runs through the necks and clangs
against the block. The sound travels like pain
from their heads to their toes and out in the world.

Imperfect consonance, a wickedness in the cut,
the blood has marked the field. Justice made
two headless knights and she made them thus:
major third, going down.

Batignolles / Clichy

take in the sights, mess around on the L line, be afraid of time,
sleep in, sleep with our heads on the balcony floor and our bodies in the room,
wake up with frozen noses, be glad to wake up,
sleep too little or not at all, drink all the jardin bleu of the country,
make you old, make me young, meet in the middle, 
lie through the teeth to everyone we see,
learn new words like "tu me fais perdre mes moyens",
teach new words like "du verdrehst mir den Kopf" ,
hold hands, forget the world, forget to care,
maybe be seen, maybe get caught,
come together, then part, first light, then dark,
act tough, put on a mask, wipe the tears, stiff upper lip,
on se reverra, then regret, worry more, reviens vers moi, s'il te plaît,
melt my heart, poor little scarecrow, how could I not,
ich finde dich wieder,
forget-me-not, worry-not,
the sun rises and sets and rises again, lanky bird

so busy looking at you, I shot the entire roll out of focus







D → F

 Third step: minor third

Day after day it is winter still. The mud is cold,
cracks with the steps. Behind each heavy leaf there is 
yet another one. The trudge is not a test
it is the only way.

"I want to tell you everything," the hermit said,
"I want to talk until you learn
my heart by heart."

Day after day it is winter still. The air is glass,
shatters when touched. The trees appear like waves 
that froze in time. This forest has no path,
this valley is too deep for light to reach.

The hanged man, his rope a rosary, his turn 
to pray. "There is in me, amidst it all, something holy.
But it is impossible to find in the dark.
Look for it in my blood, please, god."

Day after day it is winter still. The sun is far,
the nights long, the streams trapped in ice.
There is enough savagery in the world.
The first little saffron shoots came through the snow,

tore through it like spears and on its corpse
they'll bloom. "You need no light. This is an altar
where you'll place your offering. Love is loss.
It is pilgrimage." Thus spoke god.

In impenetrable gloom the disciples
kneeled under the burden. The altar creaked. 
Minor third, looking down
going up, losing hope and finding it.

D → G

Second step: perfect fourth

Hidden in the smallest of hours
where no god's big hand can reach
an evil witch under a drape of lead
is laying down the cards

the future appears drop by drop
like beads of sweat on a forehead I touched once
"The future, the present and the past," roars the witch, "are a shadow that's cast."
Released by night's soft grasp

the hermit's face emerged a darker dark
his tight hermit's mouth whispered forbidden words
his bony hermit's hand reached for another man
his tired hermit's eyes closed shut.
It was a ritual, the summoning of a ghost

leaves rustled, branches creaked, birds took flight
and there he was, the hanged man, on his feet
holding his rope as if it were a tail

the evil witch drew her last
"The tower is change", she said, while melting into fog, 
"Lightning strikes, time is flame, nothing stays.
And Only love and death change all things*
I played my best hand, 
for they are a perfect fit, the hermit and the hanged man.
Now jump, go ahead. Let me rest."

In the smallest of hours we took the longing stride, 
perfect fourth, going down
like a dive.


*K Gibran