© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Σκηνικό στο βέρτσχους

Ο Γιέσπερ είναι νευρωτικός. Πίνει κόλα ζήρο, τρώει το ρομκούλε του και το ροσμπήφ με σαλατικά, μια μπουκιά από το γλυκό και μια από το αρμυρό και μια γουλιά κόλα για να ξεπλύνει, ντα κάπο. Αν ήταν ζώο θα ήταν τρωκτικό, μονίμως κυνηγημένος, ισόβιο θήραμα. Τον Γιέσπερ τον γνωρίζω από παλιά, όταν έκανα το τρίτο έτος στο Έππεντορφ και αυτός έκανε άμισθη πρακτική στη γαστρεντερολογική. Μου ρίχνει οχτώ χρόνια. Ήταν αποφασισμένος από τότε και με μεγάλη επιμονή και υπομανιακό ιδρώτα έγινε τελικά γαστρεντερολόγος για τους δικούς του ακατανόητους λόγους. Ο Γιέσπερ είναι ιστορικά μόνος, πέρα από μια βραχύβια ιστορία με μια ακτινολόγα, και ίσως είναι έης αλλά αυτό είναι σπέκουλο. Κάθομαι στο περβάζι, με τα πισωπόδαρα κολλημένα στη θερμάστρα που έχουν μπλοκάρει στο χαμηλό για οικονομία. Τρώω σικαλόψωμο με παντζάρια και πίνω ζεστό νερό. Ευθεία αντιπαραβολή. Η ενημέρωση της Πέμπτης διαρκεί μια ώρα κι ένα τέταρτο, αρκετός καιρός για να ξυλιάσω εκεί μέσα, στο όνομα της τιμής της Ουκρανίας. Οι συνάδερφοι λένε χαλάλι, η θέση τους είναι σαφής, ακολουθεί τη  γραμμή της Δύσης, οι συνάδερφοι είναι το γάλα και είμαι η μύγα που κουβαλάει τη χολέρα.

Ο Σ. Ε. είναι σε κώμα από τις αρχές του μήνα. Ήπιε μέχρι θανάτου, αυτή είναι η διάγνωσή μου. Οι άλλοι έχουν παραγγείλει κάθε διαθέσιμη εξέταση, εργαστηριακή, απεικονιστική, δεν έχει σημασία. Fokusjagt, το κυνήγι της εστίας το λένε. Τους αρέσει το κυνήγι της εστίας, η διαγνωστική του ανίκανου, μια ανοργασμική μαλακία, αρκετή για να κινητοποιήσει τα ατροφικά τους επινεφρίδια. Η τελευταία τους ελπίδα το PET δεν ανέδειξε καμιά εστία. Δεν ανέδειξε καμιά εστία, επειδή δεν υπάρχει εστία. Ο γέρος ήπιε μέχρι θανάτου. Ο Γιέσπερ έχει την αίσθηση πως όταν του έδωσε φλουμαζενίλη, αυτός ξύπνησε προσωρινά. Η φλουμαζενίλη είναι αντίδοτο για τις βενζοδιαζεπίνες, αλλά έχει γενικά διεγερτική δράση στο ΚΝΣ. Πολλοί εγκεφαλικά καμένοι μοιάζουν να αναθαρρούν όταν τους δώσεις μια δυο δόσεις και αν βιαστείς να χαρείς και το παρακάνεις μετά ρίχνουν και μια κρίση Ε, και καταλήγεις να τους δίνεις διαζεπάμη μπόλους, τρύπες στο νερό. Αυτό το ξέρει σίγουρα και ο Γιέσπερ. Όπως και να'χει, προτείνει στην ομήγυρη να ξαναδώσουμε φλουμαζενίλη. Να δώσουμε σταθερά φλουμαζενίλη δηλαδή; Τρεις φορές τη μέρα για παράδειγμα; λέω πως κρύβω την αποδοκιμασία μου αλλά μάλλον σκατά. -Όχι, δεν ξέρω, να δώσουμε να δούμε τι γίνεται. -Αφού είδες τι γίνεται. Δε διαρκεί το αποτέλεσμα. -Δεν ξέρουμε πόσο ακριβώς διήρκησε. -Να τον ξυπνήσουμε να μετρήσουμε πόση ώρα θα μείνει μισοξύπνιος; Να του δώσουμε κάνα χάπι και να τον ξαναφήσουμε να κοιμηθεί; Αυτή είναι μια Ουκρανή που κάποτε ήταν μουνάκι, μετά παντρεύτηκε έναν χοντρό Ιταλό και του έμοιασε. -Όχι εντάξει αν είναι να μη δώσετε, εγώ έκανα μια πρόταση και τώρα μου κάνετε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Ο εγωισμός του Γιέσπερ είναι ευαίσθητος. Η Ουκρανή κάνει να τον εξευμενίσει. -Προσπαθούμε να καταλάβουμε το σκεπτικό σου. -Όχι, μου κάνετε οργανωμένη επίθεση, επειδή είπα τη γνώμη μου. Γιέσπερ, ηλίθιο κουνέλι.

-

Ο Σ. Ε. πέθανε μετά από ενενήντα έξι μέρες νοσηλείας. Ήπιε μέχρι θανάτου, αλλά δεν υπάρχει κωδικός ICD-10 ''πιώμα μέχρι θανάτου'' για να το βάλουμε στο θανατόχαρτο που πλέον δεν είναι καν χάρτινο. Η ατμόσφαιρα είναι πένθιμη στην αίθουσα ενημέρωσης, πρόκειται περί συλλογικής ήττας. Ο Γιέσπερ παραιτήθηκε την περασμένη εβδομάδα. Είπε πως δεν τον σήκωνε το κλίμα. Θα πάει στο καινούριο μπουρδελάκι που ανοίξανε στο Γκιόδστεδ. Η Ουκρανή είπε πως η οικογένεια του Γιέσπερ είναι στο Σίλκεμποργκ και θα του κάνει καλό να είναι κοντά τους γιατί τον έτρωγε η μοναξιά σε ένα καταθλιπτικό διαμέρισμα κοντά στο γροιλανδικό γκέττο. 

-

Φυσάει ένας παγωμένος τρελοαέρας αφότου έριξε χαλάζι που μας έτσουξε τις μάπες, είναι αυτός ο κυκλοθυμικός ανοιξιάτικος καιρός της περιοχής, φρένο γκάζι μουσική. Κάπου έξω απ'το Χέρνινγκ, για να κλείσει το Σάββατο που έχει χωθεί στην Κυριακή. Την έχουμε ήδη ακουσμένη γερά. Μας καταπίνει η κάπνα και το μισόφωτο του βέρτσχους. Η μουσική στο τέρμα και στοίχημα δεν υπάρχει ούτε ένας εδώ μέσα που δεν είναι σουρωμένος. Μια τσέπη παραμορφωμένου χρόνου ανάμεσα στο '60 και το σήμερα, γνήσια βορειοευρωπαϊκή σκουπιδίλα. Δίπλα στο μπιλιάρδο έχει στηθεί χορός, τρεις τραβεστί με γυαλιστερές περούκες και γύρω τους οι κηφήνες, όλα κεχριμπαρένια, ακόμα και η νο-νέημ μουσική που παίζει από την αρχαία λίστα, ακόμα και τα σκληρά ζωγραφισμένα φρύδια, ακόμα και η μάκα στα πλακάκια. Παίρνουμε από ένα ουησκάκι και μια μπύρα και πηγαίνουμε προς τους πάγκους πίσω. Περνώντας από το υποτιθέμενο ντανς φλορ ο Α. με τραβάει να πάρω μέρος, η μπύρα χύνεται και αμέσως κυλάει προς τον αγκώνα μου, χορεύω λοιπόν. Παίρνω τη σοφιστικέ απόφαση να μειώσω το φορτίο και κατεβάζω το ουησκάκι μονορούφι, ο συνοδός μου κάνει το ίδιο, τα μπυροπότηρα πάνω και σκολ, μετά με φιλάει στο στόμα, μικρές ώρες - μικρές στιγμές. Ο Α. μου φωνάζει μες στο αυτί, δε βλέπω καλά απ'το ποτό και φοράω και τα "χαμηλά" γυαλιά που δε με διορθώνουν ακριβώς, αλλά ανάμεσα στους ώμους και τα σβέρκα ξεχωρίζω ένα χαλβαδένιο στέρνο κρυμμένο πίσω από στενό άσπρο πουκάμισο και μαύρη γραβάτα με χρυσόσκονη, ο Γιέσπερ, τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα, τα λίγα μαλλιά ιδρωμένα, το κούτελο γυαλιστερό, μας έχει δει και κάνει πως δε βλέπει, δυο τρία μέτρα παρακείθε, κάτι με θυμώνει και με διασκεδάζει ταυτόχρονα, Na und? Na und? είμαι τόσο γκωλ, βάζω το δάχτυλο εμπρός από το στόμα, Σσσς, ο Α. με οδηγάει προς τον αρχικό μας προορισμό, Heeej Jesper, φωνάζω, και μετά πάλι το δάχτυλο εμπρός από το στόμα, Keinen Mucks! Keinen Mucks, häää! και μετά ανεμίζω τη γροθιά σαν γέρος που κραδαίνει τη μαγκούρα, και ο Α. μου λέει ξανά και ξανά μέσα στο αυτί Vi er ikke i Tyskland du, kom nu, και με καθίζει στον πάγκο με το πέτσινο κάλυμμα. Κατεβάζω ό,τι υπάρχει στο μπυροπότηρο, ο Γιέσπερ εξαφανίζεται από το πεδίο, το ίδιο και ο Α. Formidling, Vermittlung, Formidling, Vermittlung, that's what Albert's doing, σκέφτομαι στ'αγγλικά, σκέφτομαι συχνά στ'αγγλικά τελευταία, σκέφτομαι και είμαι πολύ κοντά στον ύπνο απ'τον οποίο κινδυνεύεις να ξυπνήσεις κατουρημένος. Ο γέρος ήπιε μέχρι θανάτου, πάλι σκοτάδι, ο γέρος ήπιε μέχρι θανάτου, πάλι φως, γελάω με τον ίδιο μου, er hat sich zu Tode getrunken, schlicht und einfach, Kumpel.

Όταν ο Α. με πιάνει από τον ώμο και κάθεται δίπλα μου στον πάγκο, ο Γιέσπερ έχει ξαναπάρει τη θέση του στο κηφηναριό και η ζωή συνεχίζεται. 

-

Ο Α. είπε πως ο Γιέσπερ ήταν ταρακουνημένος που τον είδαμε πιο πολύ, παρά που μας είδε, γιατί του φάνηκε πως του τα είχα κρατημένα και η συνάντηση έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Ίσως και να ήταν αλήθεια, το ηλίθιο κουνέλι, με συφίλιασε, και αν δεν ήταν ο Α. θα του είχα μαυρίσει το σαγόνι. Ο Α. του εξήγησε για λογαριασμό μου πως ήμουν σκνίπα και πως δεν είχα επιθετικές διαθέσεις. Του είπε να μην το ξανασκεφτεί, περασμένα ξεχασμένα, κανείς δε θα σπείρει κουτσομπολιά, εγώ -είπε- ούτε που θα το θυμάμαι την επομένη. Καλύτερα θα ήταν να μη θυμάμαι τίποτα την επομένη, ούτε τον Γιέσπερ, ούτε τη νεύρωσή του, ούτε τις περούκες και τις αποτριχωμένες παρειές, ούτε το μπούγιο δίπλα απ'το μπιλιάρδο, ούτε την εγχώρια παρακμή, αλλά τα θυμάμαι όλα και θυμώνω.

Η καταπίεση είναι παντού σ'αυτά τα μέρη, στα επίπεδα λασποτόπια, στα σκατολίβαδα, στα χωριά που κοιμούνται με τις κότες, στις πανομοιότυπες εκκλησίες, στην εύρυθμη κοινωνία, στα καθαρά ιδρύματα, σ'ένα βέρτσχους γεμάτο κοκκινόσβερκους και αγροτόκωλους, γεμάτο αλκοόλ και καπνό, είναι στο αίμα μου και στο αίμα του Α. και στο αίμα του Γιέσπερ, και στο αίμα ολωνών. Οι επαρχίες με τις δυνατές γυναίκες που κάνουν κουμάντο με το μουνί και τη μαλτεζίλα τους, οι επαρχίες με τους άντρες υποσημείωση που κορδώνονται για το τίποτα, οι επαρχίες με τους αδήλωτους πούστηδες και τα εισαγόμενα τραβέλια, το χώμα το προτεσταντικό, η λέρα του Σαββάτου που το πρωί της Δευτέρας είναι πάλι καθωσπρέπει, η αυτάρεσκη μετριοπάθεια, τα λεφτά, η αξιοπρέπεια του κώλου η αξιοπρέπεια, το θέατρο απ'την αρχή ως το τέλος, το ψέμα το κωλόψεμα, ο πολιτισμός.

Keine Scham, nur Schäume

Τα λευκά πλακάκια και η χλωμή λάσπη και η κρύα κουρτίνα που κολλάει στον ώμο μου, αυτό είναι το σκηνικό. Από το παράθυρο μπαίνει ο καπνός του γείτονα από δίπλα που φουμάρει στο μπαλκόνι. Είμαι λασπωμένος από τα νύχια των ποδιών ως τις ρίζες των μαλλιών, έχω ιδρώσει και ξεϊδρώσει και το πετσί έχει καλυφθεί από στρώσεις λάσπης, ιδρώτα και βροχής και ούτω καθ'εξής, αλλά τώρα θα τα διορθώσω όλα, μην ανησυχείς. Τα μαλλιά γλύτωσαν επειδή ήταν χωμένα στα δυο σκουφιά, τα μαλλιά γλύτωσαν γιατί είναι μείζονος σημασίας, γιατί είναι σημείο αδυναμίας, γιατί στους ελεγχόμενους χώρους δουλειάς μια μακριά κοτσίδα μπορεί να σημαίνει τον αποκεφαλισμό σου ή ένα μοχλό για τον τρελαμένο ν'αρπαχτεί, και τέτοιες Αχίλλειες πτέρνες δε μου τις επιτρέπω. Το φάντασμα στους υδρατμούς και οι πορτοκαλί μασχάλες, το αστείο στο αποστειρωμένο μπάνιο, ο λεκές στη σκανδιναβική καθαρότητα, το νερό καίει το άσπρο κρέας, εξαγνισμός και ιεροτελεστία της συμφοράς. Κάνω σαπουνάδα, λέω φωναχτά στον ίδιο μου Schäume, Schäume, αυτοεξευμενισμός, αλλά ξέρω πως η επίμονη ανάμνηση έρχεται να μ'επισκεφτεί ξανά, όχι, δε μ'επισκέφτεται, με λούζει σαν κωλονερό, τα σεντόνια, η ποδηλατική περιβολή, η κερκιδική, η βελόνα, το νυστέρι, το μεσοπλέυριο διάστημα, η αγωνία σε κάθε γραμμή του προσώπου σου, η κυάνωση περιφερική και κεντρική, όλα λημέρια που είχα φιλήσει και σκόπευα σθεναρά να συνεχίσω να φιλώ, τα νύχια, τα χείλια, τα βλέφαρα, όλα κυανωτικά και εύθραυστα να μας συνοψίζουν σε ένα κι ένα pqrst, η σιωπή σε κάθε σταγόνα του ιδρώτα μου, μετά ένα κενό, η μνήμη μου δεν επικεντρώνεται πολύ στην καλή έκβαση, παρά τη δρασκελίζει βιαστικά και προχωράει στο μηρυκασμό, το μαγικό κελί της απελπισίας, γιατί πάλι; Γιατί τώρα είναι μέρος μου, είναι όργανό μου, πες είναι επινεφρίδιο, είναι μέρος του όλου, τι γιατί; Γιατί με χτυκιάζει, με χτυκιάζει η σκέψη πως είσαι θνητός. Schäume, Schäume, η φωνή μου ακούγεται αθώα, κάτι από εκείνο το αλλοτινό παιδί δεν έχει χαθεί, επιστρέφω στο φως. Ξέρω γιατί και ξέρω ποιον έχεις ερωτευτεί, δε σε κατηγορώ μα ούτε σε καταλαβαίνω. Είμαι αυτός που πάντα ήθελα να είμαι, καταρτισμένος, σίγουρος, ψύχραιμος, μεθοδικός, είμαι αυτός που στέκεται ανάμεσα στο φόβο σου κι εσένα. Είμαι και αυτός που πάντα αγωνιζόμουν να μην είμαι, το λασπωμένο φάντασμα με το πηγαίο σκοτάδι, ηττοπαθής και επαγγελματίας ενδοσκόπος, με τους σπονδύλους από βούτυρο, βάρδα μη σκιστεί η σαμπρέλα και αρχίσει να χύνεται το λασπομελάνι, και τότε τα λευκά πλακάκια γίνονται μουνί, κι όμως σε βλέπω πίσω από την κρύα κουρτίνα με τη μαλαστούπα να σφουγγαρίζεις τις λασποπατημασιές μου. Pas på, når du kommer ud, baby. -Na, bin ich dein Baby? -Du er min baby. -Seit wann? -Det har du været længe.
Ποιος είμαι και ποιος είμαι όταν σε θέλω;