© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Totem und Tabu: Einige Übereinstimmungen im Seelenleben der Wilden und der Neurotiker

Στέκομαι με το ένα χέρι να ζουλάει το πρησμένο γόνατο και το άλλο να μανουβράρει τη βελόνα της παρακέντησης. Ο άρρωστος παρακολουθεί αυστηρά. Είναι έμπειρος στην αρρώστια του, ξέρει απ'έξω τη διαδικασία. Το τηλέφωνο της εφημερίας ουρλιάζει σαν πολεμική σειρήνα ρυθμισμένη στη σταντέ μελωδία του Νόκια. Η ένταση είναι κλειδωμένη στο μάξιμουμ από την τεχνική υπηρεσία για να μην έχεις δικαιολογία αν κοιμάσαι. Αποσύρω τη βελόνα υπό αναρρόφηση λέγκε άρτις και την σπρώχνω στο καπάκι. Η εξηντάρα είναι ζεστή γεμάτη φλεγμονώδες αρθρικό ζουμί, κολλάω το χαζαμπλάστ και βάζω τον άρρωστο να αυτοπιέζεται. Σουτάρω τα γάντια στο χαίνοντα κάδο των βιολογικών. Πατάω το ευλογημένο πράσινο κουμπί. Λυγίζω το σβέρκο για να κρατάω το τηλέφωνο ανάμεσα στον ώμο και το μάγουλο.
-Ρευματολόγος εφημερίας, λέγετε.
-Έστειλες χαιρετίσματα κι έκανες μισή δουλειά. Η Κατρίνε θίχτηκε που την άφησες απ'έξω.
Γελώ αμήχανα. 
-Ξέχασα πως υπήρχε.
-Αυτή δε σε ξέχασε.
Ξεπροβοδίζω τον άρρωστο και του νεύω να κλείσει την πόρτα πίσω του.
-Δεν έχεις δουλειά;
-Οι γέροι και οι γριές δε σταματάν ποτέ να πέφτουν. Λες και δεν ξέρεις. Έφερα καχβά. Έλα.
Παίρνω το τηλέφωνο με το χέρι και το βάζω στο καλό αυτί. Το μικρό μου δάχτυλο σκαλώνει και ξεσκαλώνει στη μάσκα. Αιωρούμαι και διαστέλλομαι σα να με ρεζίλεψε η όσμωση. Περπατώ πάνω στο τρυφερό γκαζόν ξυπόλητος και μετά τσκλιπ τσκλοπ στις πλάκες της αυλής. Τα γεράνια του συναντούν τη γάμπα μου για λίγο. Το σπίτι είναι σκοτεινό. Το καλοκαίρι παρατείνεται. Φορώ μια μπλούζα λιωμένη από το πλύσιμο που γράφει 1997, την είχε φέρει η Ε. από την Αστόρια τότε, και ένα δανεικό μακό σωρτς από εκείνα που συνήθως αποκαλύπτουν το πουλί. Τα επίσημά μου ρούχα είναι μέσα, κρέμονται από μια καρέκλα της κουζίνας. Καθόμαστε καταγής. Οι επιγονατίδες συναντιούνται ίσα ίσα. Το καχβά έχει γεύση από εσθονικό ψωμί. Είμαστε μια μαλακισμένη φάρα, ένας διαταραγμένος κλάδος που μαίνεται από θεουσισμό και σύνδρομο σωτήρα και πουριτανιά και φόβο του θανάτου και άλλους κοινούς λεκέδες του λαού που στη ρόμπα τη λευκή φαίνονται κάπως πιο καλά, ακόμα και στο ημίφως, αυτό είναι και το νόημα με τα άσπρα, τα πράσινα, τα μπλε, να ανιχνεύεις τη βρωμιά με ένα γρήγορο βλέμμα στα σκοτάδια της ιματιοθήκης. Ακόμα και φορώντας πολιτικά, όταν κοιτάζω τον Α. είναι σα να βλέπω τον εαυτό μου, και όλες οι μαυριλιές μου καίνε τα μάτια παρότι οι ρόμπες μας είναι χωμένες όπως όπως στους φωριαμούς του υπογείου και κλειδωμένες πίσω από τέσσερεις πέντε βαριές πόρτες. Βλέπω την υποκρισία του, και την υποκρισία μου, και την αδυναμία μου στο τζόγο και την αδυναμία του στη χλίδα, και την ανάγκη του για επιβεβαίωση, και τη μόνιμη μάχη μου με το σύνδρομο της απατεωνιάς, και το φόβο μου για την αστάθεια στο χέρι, και το δηλητηριώδη συντηρητισμό που τον γαλούχισε, και όλη η μοναδικότης μας ξεπέφτει σε στερεοτυπίες, και ανάμεσά μας και μέσα στο δαιδαλάκο αυτής της ερρωμένης φιλίας περιέχεται όλη η λέρα του κλάδου, αναίμακτη και αιματηρή. Αλλά το μόνο που μυρίζω είναι το καχβά, κάρδαμο και σαφράν, ζέστη και παρηγοριά, σα γουρούνι που χαίρεται τη λάσπη του. Το καθετί έχει και τη σκιά του, ο κομψός λιγομίλητος εβραίος που γνώρισε μέσα έξω ο Α. δεν είναι εξαιρετέος, ο γερός προστατευτικός μουσουλμάνος που γνώρισα μέσα έξω εγώ δεν είναι εξαιρετέος. Ο ήλιος μας βρίσκει λοξά απ'τα δυτικά, και οι σκιές μας συντήκονται πανύψηλες και τερατώδεις σε ένα μαγικό εξωτικό τοτέμ.


"Διάολε" είπε ο Μπόλτον κεφάτος, "δεν ξέρω γιατί, αλλά μου έχει κολλήσει στο μυαλό η σκέψη ότι κάποιο βράδυ μπορεί και ν'αράξουμε σε κανένα καλό μπαράκι στη Γουότερ Στριτ. Αν πίναμε και κάνα ποτήρι τζιν ή ένα μπουκάλι μαύρη μπύρα, δε θα ήταν άσχημα. Το φαντάζεσαι, Γκρίπερ;"
"Για να πω τη μαύρη μου αλήθεια" απάντησε ο Γκρίπερ με το συνηθισμένο σαρκασμό του, "έχω χάσει εντελώς τη φαντασία μου".
Verne

Οφηλία

Έφυγα απ'το χωριό ενώ σουρούπωνε και με ρούφηξε το δάσος. Πέρασα μονοπάτια και δρασκέλισα χειμάρρους και σκαρφάλωσα βράχους και μισοκρεμασμένα δέντρα και στο τέλος καθετί γνώριμο διαλύθηκε στις φυλλωσιές και το σκοτάδι. Δίπλα στις λιμνούλες μύριζε μούχλα, τα μανιτάρια γυάλιζαν σαν ιδρωμένο δέρμα, πορτοκαλί δακρυμύκητες έκαναν τους πεσμένους κορμούς πουά. Στην πλάτη μου γαντζωμένος ένας επίμονος εφιάλτης, η ραχοκοκκαλιά μου τιναζόταν προς τα εμπρός, έτρεχα σαν κυνηγημένος. Τα ρούχα μου κόλλησαν πάνω μου και άρχισαν να με κρυώνουν, το χνώτο μου ήταν το μόνο φως. Άπνοια, ομίχλη, αφεγγαριά και όλος ο κόσμος είχε ξεκολλήσει απ'το ντουβάρι και είχε κυλήσει κάπου αλλού. Ήξερα πως είχαν αρχίσει να με ψάχνουν, δεν είχα ποτέ άλλοτε εξαφανιστεί έτσι. Γλίστρησα στα μάλτσια και στα σφάγνα και κουτρουβάλησα καμιά εικοσαριά μέτρα σε ένα βάθωμα ντυμένο με λαμπερά βελούδινα βρύα. Έκλαψα ήσυχα και η δροσιά εξαφανίστηκε άηχα στη στρωματσάδα, και μετά κοιμήθηκα ως το χρυσό πρωί. Η λάμψη της ανατολής έγλειφε ανάμεσα στα κλαδιά και την υγρασία, κι εδώ κι εκεί στις σκιές έσπερνε αδραξιές. Έφτασα στην όχθη του ποταμιού. Ξεπαπουτσώθηκα βιαστικά, έβαλα ένα πόδι μέσα, ήταν σκέτο σίδερο, δεν ήμουν τόσο τρελαμένος για να κολυμπήσω απέναντι. Ερχόμασταν για ψάρεμα εδώ παλιά, μια ώρα ποδαρόδρομο κόντρα στο ρεύμα προς την ανηφοριά υπήρχε μια χοντρή γέφυρα ακριβώς κάτω απ'τους καταρράκτες. Εκεί τον βρήκα νεκρό και σκαλωμένο στο ένα στήριγμα της γέφυρας να επιπλέει και να λικνιέται με το ρεύμα του νερού, τα απαλά του βλέφαρα κλειστά, τα μαλλιά μπουκλιδιασμένα πιο πολύ απ'ό,τι συνήθως, τη μυτερή γενειάδα να χορεύει σαν ουρά φιδιού πάνω από τη σφαγιτιδική εντομή ήταν ωχροπράσινος, λίγο απ'το θάνατο και πολύ απ'το νερό το ποταμίσιο. Αδύνατο να τον ξεσκαλώσω, δεν τον έφτανα, η φασαρία και η ορμή απ'τους καταρράκτες και οι στρόβιλοι στη βάθρα και η θολούρα απ'τα σταγονίδια τον κρατούσαν μια σφιχτή αγκαλιά. Απελπίστηκα, φοβήθηκα, άρπαξα το πρόσωπό μου και το ξεκόλλησα από το κρανίο μου σαν γάντι. Το πέταξα και το πήρε το ποτάμι και δεν το ξαναείδα, το κρύο με έκαψε στα εκτεθειμένα μέρη, και άρχισα πάλι να τρέχω για να προλάβω την ψυχή του, όχι θήραμα πια, αλλά ιχνηλάτης. Με γύρισε πίσω. Στις παρυφές του χωριού εκεί που πλάταινε η κοίτη του ποταμιού και μαλάκωναν οι όχθες, πίσω από το νερόμυλο, είδα ένα φεγγαρόφωτο να αιωρείται πάνω απ'το τσεκούρι και τα καυσόξυλα, χύμηξα και το αγκάλιασα, ναι, ήταν αυτός, που χαμογελαστός με ρώτησε Τι κάνεις. Ετοιμάστηκα να απαντήσω, πνίγηκα από αιφνίδιο ενθουσιασμό, για μια τριχούλα χρόνου η ευτυχία μου έφραξε το λαρύγγι, όλα ως τότε ήταν ψέμα και τότε η ασημένια σκόνη έλιωσε στο δέρμα μου και το φως εξαφανίστηκε για πάντα, και έμεινα με άδεια χέρια.



Πείσμα



"Θανατήτας 8 μποφώρια απ'το βορρά έτσι ήταν σ'εκείνη τη μεριά, έτσι πήγαινε η σούφρα μας απ'το κρύο. Εφοβόμουν να θα ρεμπαρτάρει η κολοκύθα και θα πνιγούμε όλοι, μη μας είδατε, να μη μας ξαναδείτε πάει το Χάμπουργκ πάει η Σαλονίκη όλα πάνε, κι αν ξεβραστούμε τσι πέτρες η πούντα θα μας φάει, κι όλ'αυτά για τα βρωμόψαρα, π'ανάθεμά με έλεγα άμα γυρίσω κάθε μέρα πρικαλίδες με λάδι και ψωμί και άλλο τίποτα δε θα τρώγω."

/

Φαίνανε πανὶ στὸν ἀργαλειὸ
καὶ σὲ ταρσανᾶ ξομπλίαζαν κατάρτι
ἀντικρὺ στὸ Νήρυτο καὶ στὸ Δασκαλιὸ
γιὰ ἕνα κοριτσάκι ἀπὸ τὴ Σπάρτη.

Κι ἄρχισε μία τέτοια φασαρία,
πῆρε πέντε τοῦμπες ἡ Ἱστορία.

Κέρδισε τὴ νίκη μία φοράδα
δίχως νοῦ καὶ δίχως γρηγοράδα -
τό ῾γραψε κι ὁ Γέρος στὴν Ἰλιάδα.

Φύγαμε μπατίδοι ἀπὸ τὴν Τροία.
Ἔχω καὶ χαρτὶ καὶ μαρτυρία.
Δὲ θυμᾶμαι μόνο τὴν πορεία.

Σίγουρα κυβέρναγε τὸ διάκι
ἕνας γιὸς τσοπάνου ἀπὸ τὸ Θιάκι.

Εἶχε δαγκωνιὰ στὸ μάγουλό του
ποὺ καὶ κείνη βγῆκε σὲ καλό του.

Γιὰ τὴ ναυτοσύνη δάσκαλο εἶχα
ἕνα γεμιτζῆ ἀπὸ τὴ Δολίχα.

Τσοῦρμο ἀπὸ Κάστο κι ἀπὸ Ἐχινάδες,
ὅλοι τους παιδιά: κλάφτε, μανάδες.

Χίπηδες λεβέντες μὲ μαλλιὰ δασά,
κι ἦταν οἱ χιτῶνες μας τσαντίρια.
Μᾶς ξεπροβοδίζαν ξένα τρεχαντήρια,
πούπουλο κρεβάτι καὶ καλὰ κρασιά.

Κάπου ἐκεῖ κοντὰ στοὺς Λαιστρυγόνες
ἀγκαστρώσαμε ὅλες τὶς γοργόνες.

(Ἂν τὰ τελευταῖα τὰ γράφω πρῶτα
εἶναι ποὺ μπερδέψαμε τὴ ρότα.)

Εἶχες καὶ τὸ φόβο τῆς τιμῆς σου.
Οἱ ἀνθρωποφάγοι τὰ σκυλιά,
πρὶν σὲ φᾶν᾿, σοῦ κάναν τὴ δουλειά,
γιὰ νὰ νοστιμίσει τὸ κορμί σου.

Σμίξαμε κοντὰ στὴν Ἀσκανία
μὲ τοὺς κατεργάρηδες τοῦ Αἰνεία.
Πήγαμε ὅλοι τσοῦρμο στὰ πορνεῖα.

Κεῖνες οἱ ρουφιάνες τ᾿ ἀποσπόρια,
πῆγαν καὶ τοὺς κάψαν τὰ παπόρια.

Νὰ καὶ ἡ Ναυσικὰ ἀπὸ τσοὺ Κορφοὺς
τυλιγμένη μὲς στὴ σαπουνάδα.
Εἶχε τρεῖς φονιάδες ἀδερφοὺς
κάπου στὸ Μαντούκι, στὴ Σπιανάδα.

Φαῖνε, Πηνελόπη, τὸ πανί σου,
κλώσσαγε τὴν τίμια ἀναμονή σου.

Τοῦ θεοῦ τὸ ἀσκί, τοῦ Αἰόλου,
μᾶς σκορπάει κατὰ διαόλου.

Τὴν εὐχή μου! Βρέστε μου, παιδιά,
κάτι νὰ ριμάρει μὲ παιδεία.
Θέλει καὶ κουράγιο, καὶ καρδιά.
Ὅλοι μία φωνή : - Ἕνα ... δύο ...

Κ.Κ. 

Zog nisht keyn mol az du geyst dem letstn veg


 

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είναι ένας Εβραίος διανοούμενος που πορεύτηκε στη ζωή χωλαίνοντας, προσπαθώντας να αποκρύψει την αδεξιότητά του να τη ζήσει.

-

Είναι γλυκό το σούρουπο που φτάνει, ένα ψιλό αεράκι, τα νεροπούλια της λιμνοθάλασσας κόβουν τις τελευταίες βόλτες της ημέρας, η γλίτσα στα βότσαλα σαν απαλό χαλί, πέρα κάποιος καίει χόρτα, ένα σκυλί γαυγίζει. Κάθομαι στα ξεβρασμένα τσιμέντα του παλιού μώλου. Το μπουκάλι με τη σόδα ιδρώνει και του έχει κολλήσει λίγη άμμος. Ψαχουλεύω γύρω μου για πλακέ πέτρες, τις κάνω σωρό, και όταν μαζέψω αρκετές σηκώνομαι, ποζάρω σαν χοντρός που παίζει γκολφ, και τις πετάω για να μετρήσω γκελ. Όταν αρχίζει να πέφτει ψύχρα αναδύεσαι με ένα μάτσο καλκάνια στο σακούλι σου, γυμνώνεσαι και κάθεσαι με τα κωλομέρια στα τσιμέντα να στεγνώσεις. Ο γέρος που βόσκει το σκύλο του στο δρομάκι από πάνω παίρνει μάτι. Δώδεκα βατραχάκια η τελευταία πέτρα, η πιο πλακέ, βοηθάει η ηρεμία της λιμνοθάλασσας, ο ώμος μου έχει πιαστεί από τις ρίψεις και τις παρακεντήσεις της ημέρας. Σε χαζεύω ενώ λες για τα καρότα στον κώλο του τραπεζίτη εχτές που είχαν μάλιστα μουχλιάσει, θυμάσαι πως πεινάς και έτσι περνάς στα μαντολάτα που ξέχασα στο ντουλαπάκι του αμαξιού και στο κουρκούτι που θα φτιάξεις όταν γυρίσουμε σπίτι, και θα οδηγήσεις να ξαπλώσω πίσω στις πετσέτες; Θα οδηγήσω, και μπύρα Βιλλεμόες και καλαμάρι Ατλαντικού κομμένο σε ροδέλες και με κιμωλία στον πίνακα πάνω από το τραπέζι της κουζίνας που έμεινε απ'το πρωί, μια μικρή υβρίδια Χαλκιδική στη λασπερή άμμο του βυθού στα μπάσταρδα νερά, Σανά τοβά μικρή μου, τώρα το μάθαμε το τροπάριο, όπου γης και πατρίς.

We would survive even ourselves, as long as we were together

Α.

Τα χαλίκια στο πέρασμα πνίγηκαν απ'το βροχονέρι. Λάσπη ανέβηκε ανάμεσά τους. Το δέντρο ψιχάλιζε με την αύρα. Ίσιωσα το μουστάκι, έσπρωξα τα γυαλιά να κάτσουν πιο καλά στο μύτο, κατέβασα το γιακά. Κοιτούσα κάτω όπως το συνηθίζω, τα παπούτσια μου και τα παπούτσια του καλύτερού μου φίλου, λασποπιτσιλιές και κόκκοι άμμου. Το κορδόνι σου είναι λυμένο και τα πίνει. Οι συννεφιές μας προσπερνάνε από πάνω βιαστικά, στα σκοτεινά του μάτια καθρεφτίζονται εύκολα οι εναλλαγές, Και τώρα δηλαδή τι; ρώτησε, δεν παίρνει μια στιγμή και αρχίζουμε να γελάμε τρανταχτά. Ένας εβραίος και ένας προτεστάντης, ένας ψηλός και ένας κοντός, ένας άτριχος και ένας τριχωτός, δυο ζευγάρια πλακέ κιτσομπλέ πούμα που δεν πολυσηκώνουν τον υγρό καιρό του WATTEN, κι οι δυο μας ασταθείς σαν αδυνατισμένοι πύργοι Τζένγκα και ταυτόχρονα τελείως ριζωμένοι

Ω.

Έξω από την εκκλησία που ίδρυσε ο Άνσγκαρ πολύ πολύ παλιά μ'έπιασε η μικρή μεγάλη αγάπη της ζωής μου απ'το χέρι και τον ώμο και τραγούδησε μουρμουριστά βαλσάκι και χορέψαμε είκοσι βήματα, και ξαφνικά με άφησε, και μ'έσπρωξε πέρα και στάθηκε ακίνητη απέναντί μου, με τον αυστηρό καθολικό της λαιμοδέτη, το δαχτυλίδι με τη χάμσα και ένα άπιστο μειδίαμα, Μα ποιος είστε; Δε σας γνωρίζω! και στα πεταχτά απ'την κατάμεστη ταράτσα στην Όλγας στις νύχτες στο Σταυρό γυμνοί στο Στρατόνι ντυμένοι στη Ρεντίνα, Α, μη μου δίνετε σημασία, περαστικός είμαι. Ένα ψάρι έξω απ'το νερό και μια θάλασσα που πλημμυρίζει τη στεριά, ο Κρεμασμένος και η Τεμπεράντσα, δυο παλιοκέρματα της διασποράς, πάνω απ'το δεξί της νεφρό γράφει o mar não é um obstáculo é um caminho πάνω απ'το δεξί μου νεφρό γράφει incertum quo fata ferunt, κι οι δυο μας χαμένοι μονίμως στ'ανοιχτά

...