Sommerwende
26.6.20
Death is nothing to fear
Περί ου ο λόγος
τα χρόνια του εσταυρωμένου
οι μέρες του υπομονετικού θανάτου
βροχή και μισοξαστεριά μαζί
ο Θεός με το'να χέρι σε καρπαζώνει
και με τ'άλλο σ'αρπάζει από το σβέρκο να σταθείς
ο φόβος ήρθε και με βρήκε εκείνη τη φορά
ούτε δέκα μίλια ΒΑ απ'τη Σορροσουέλα
και όταν κακοδρασκέλισα απ'το ντόκο στο Normand Prosper
και μετά μισή ώρα απ'τους Οθωνούς με το Σπύρο μπερδεμένο
και τότε που γύρισε η παλίρροια νωρίτερα στο Ούτερζουμ το '98
και τα παραμάζωσε όλα κι έτρεχα πλημμύρα στον ιδρώτα και η λάσπη μου ρούφαγε τα πόδια
ο φόβος ξέρει πού να σε βρει
πώς να σε δέσει πότε να σου κλείσει το στόμα
ο φόβος σε ξέρει καλύτερα από σένα
ο φόβος έπαιζε κι εκείνον τον αξημέρωτο έβενο χωρίς τα φώτα του Άη Στέφανου
η θύελλα κουτάλιαζε το νησί κι άνοιξε πάνω απ'το κρεβάτι μου το διπλό παράθυρο και μπήκε μέσα όλη η θεομηνία με τα ξηλωμένα κλαδιά το χώμα κι όλο εκείνο το νερό ξύπνησα απ'τον κρασωμένο λήθαργο άνοιξα τα μάτια ανασηκώθηκα και είδα τη χερούκλα του Θεού που μ'έπιασε από το λαιμό και με ζύμωσε σα φιγούρα από μαρτσιπάν.
Το τέλος δεν είναι μυστικό.
Το αίμα πνεύμα σταγόνα στον ωκεανό.
*
DEATH IS NOTHING TO FEAR
13.6.20
Σπινθηρισμοί
Μ'έπιασε σύγκρυο μόλις αναλογίστηκα πως δε μπορώ να αγγίξω το παρελθόν. Κάθε στιγμή και απώλεια δηλαδή. Βλέπω τα φαντάσματα της ζωής μου στις φωτογραφίες και είναι τόσο ζωντανά, και όταν απλώνω το χέρι να τα πιάσω να τα τραβήξω απ'τις εικόνες, να τραβήξω όλα τα σπλάγχνα εκείνης της ζωής στο τώρα, βρίσκω στο τζάμι, όλα αυτά είναι θάνατοι, το αγγειονευρώδες μάτσο της μέρας εκείνης έσβησε στον ορίζοντα, πίσω απ'τα μάτια έμεινε ένα φευγαλαίο ηλεκτρικό αποτύπωμα που θα χαθεί κι αυτό μαζί μου συν τω χρόνω.
Το κεφάλαιο του ηλεκτρισμού συνοψίζεται σε μια λέξη
Θ Υ Μ Α Σ Α Ι
;
14.5.20
Kuando muncho eskurese es para amaneser
Είμαι πολύ θυμωμένος, θέλω να πω. Αλλά δε βγαίνει λέξη. Το στόμα μου έχει κολλήσει. Το ένα μετά το άλλο τα αντικείμενα πετάνε προς διάφορες κατευθύνσεις. Αρπάζω ό,τι στέκεται πιο κοντά. Την τράπουλα, την πετσόδετη Σαρλότ Μπροντέ, την ψηλή κούπα, μια κάλτσα, ένα μικρό κουτί, ένα μεγαλύτερο κουτί, το σακούλι με τα αποξηραμένα βερύκοκα. Πετάω το ένα μετά το άλλο τα πράγματα εδώ κι εκεί στο ευήλιο σαλόνι. Είμαι τόσο πολύ θυμωμένος. Το σώμα είναι χαλαρό σαν ξεφούσκωτο ανεμούριο. Μόνο οι μύες του χεριού που κάνει τις ρίψεις δουλεύουν σπασμωδικά. Είμαι ηττημένος, με έχει νικήσει ο ίδιος μου ο εαυτός. Το πιατάκι με το σχέδιο στο κέντρο σπάει μόλις βρίσκει το καλοριφέρ απέναντι. Το μεγαλύτερο κουτί ανοίγει και ξερνάει πάνω στην πολυθρόνα μπίλιες που κυλούν στο πάτωμα και κάθονται ανάμεσα στα σανίδια και δίπλα στο σοβατεπί. Ο αναπτήρας ξεκουνάει τη μικρή χρυσή κορνίζα με το μπλουμπόνετ και αφήνει ένα σημάδι στο υδρόχρωμα. Τα κλειδιά πέφτουν πίσω απ'τον καναπέ. Παίρνω τον κάδο, τον πετάω κι αυτόν, ψίχουλα, στάχτες, σκισμένα χαρτιά, κάνα δυο μπανανόφλουδες, σκορπίζονται παντού. Αγγίζω το ανθοδοχείο με τα ψεύτικα μικρά λουλούδια. Παύση. Στέκομαι δίπλα στο τραπέζι σαν ηλίθιος. Γύρω το διαμέρισμα μπουρδέλο. Kuando muncho eskurese es para amaneser...
Κακό ύφασμα, όπως η μιτροειδής βαλβίδα χαίνει πλαδαρή στην αριστερή κοιλία μέσα στην καρδιά μου, όπως οι φτηνές φλέβες στα χέρια και στα πόδια, όπως η μούρη μου που θα κρεμάσει στραβοχυμένα σε λίγα χρόνια, ένας ελεεινός χαρακτήρας, ένα κομμάτι κακό ύφασμα σε μια πελαγωμένη περιπέτεια για την ανακάλυψη αυτού που θα καταφέρει να με παρηγορήσει.
---
Από ανθοφορία σε ανθοφορία το νησί αρμυρό βρεγμένο από το πελαγίσιο κλάμα το κουβαλήσαμε στους ώμους. Όπου να'ναι επιστέφω, σκορβουτιασμένος, ξεμαλλιασμένος, βρώμικος, αναιμικός, αναξιοπρεπής και ενηλικιωμένος, δεν είναι λίγο πράμα, να κουβαλάς ολόκληρο νησί όπου πηγαίνεις. Κουρεύομαι στο νεροχύτη του μπάνιου με το μαχαίρι και το ψαλίδι της κουζίνας. Τίποτα δεν είναι όπως χτες, τίποτα δεν είναι όμως και έκπληξη - μπορεί να μυρίζω νιβέα αφροντούζ και καλαμπόκι (Μυρίζεις καλαμπόκι., σ'αρέσει να λες), αλλά είμαι ακόμα εγώ, όπως με ξέρεις, με τα μελαγχολικά μου μάτια, με τα απαλά ροζ αυτιά μου, με το δερμογραφισμό και τις ξερές πισωγαμπίδες, με το χλωμό κωλαράκι, με όλες τις αμαρτίες μου παραμάσχαλα, τις παλιές, τις τωρινές και όλες αυτές που έπονται, πάντα διχασμένος κι όμως τόσο σταθερός και τόσο αφοσιωμένος. Η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία, είναι το καθαρτήριο των ψυχών.
Ξαπλώνω δίπλα της. Είναι ξεσκέπαστη, το λείο της δέρμα αναδίδει μυρωδιά ροδακινιάς. Χαϊδεύω το στέρνο, τα πλευρά και το παλλόμενο στομάχι και σηκώνεται γύρη από τις πικροδάφνες του Άγιου Μάρκου. Τα κλειστά της βλέφαρα τα'χω δει πια τόσες φορές ν'αποκαλύπτουν το μυθικό πλάσμα με το αργό τους άνοιγμα που δίνει χώρο στη ματιά του μεγάλου αιλουροειδούς, που τα βλέπω και τώρα με τη φαντασία μου να ξυπνούν ξανά και ξανά ενώ κοιμάται του καλού καιρού και να φανερώνουν ένα σούρουπο στους Έρμονες με ψιλό κύμα. Στις χαλαρές παλάμες οι φρέσκιοι κάλοι συναντάνε τους παλιούς και το δέρμα αλλάζει αποχρώσεις κι εκεί με βρίσκουν τα άσπρα μαύρα μετά το σύγκρυο της Παλαιοκαστρίτσας. Κάτω από το μαξιλάρι μισοφαίνεται το βιβλίο που διάβαζε πριν κοιμηθεί, ένα που αγόρασα για δυο κορώνες απ'τα μεταχειρισμένα του Στρατού του Κυρίου, και στην πρώτη σελίδα λέει Τα ξώφυλλα τ'άφηκες λιμπρέττο κι όλοι μας εδιαβάσανε. Τα ρούχα της είναι στο πάτωμα σε ένα μικρό σωρό. Η ώρα είναι τέσσερεις και κάτι, το μαρτυράνε τα κελαηδήματα. Το παράθυρο είναι ανοιχτό και μέσα βλέπει στην πλατεία Θεοτόκη έναν Ιούλιο. Είναι τα μεθεόρτια της Walpurgisnacht. Πιο όμορφη νύχτα δεν έχει η χρονιά. Μάλιστα, σα να'ρχεται καλοκαίρι. Είμαι μισοντυμένος, κουρεμένος και ξυρισμένος, φτωχός χωρίς το στέμμα αλλά κύριος και σαμιαμίδης. Είπαμε θα μπουν τα πράγματα από μόνα τους σε τάξη και η ποινή ποινή... Αλλά η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία, και οι ώμοι τόσο μπορούν να σηκώσουν, πού να το πάμε ολόκληρο νησί; Η ζωή είναι κοντή.
and ahh that full bellied moon she's a shinin' on me
yeah she pulls on this heart like she pulls on the sea
and those broken hearted lovers
they got nothing on me