"
Ich höre das Geräusch, das der Körper hervorbringt, wenn er unterfällt
den Regen, der das Blut aus die Straße abschwemmt
Ακούω τον ήχο που κάνει το σώμα όταν σωριάζεται στη γη
τη βροχή που ξεπλένει το αίμα στο δρόμο
"
(Sep 2001, aus meinem Schulheft / Σεπ 2001, από το μαθητικό μου τετράδιο)
---
PAST IS PAST. PAST IS PAST
NOW IS NOW. NOW IS PAST
7.11.12
Sc.
-how we disallow ourselves
touching is how our
health improves
our health
shines
his small fingers are clean
fresh cut nails, fleshy tips
but
he'd be threatened by this
I'll keep my voice down
muffle your shiver it's
creaking against the bed now
shave him from head to toe, wash him in the tiled hall
then we'll walk him bare
or carry him, if he can't-
A nurse will roll the film. The actors step in.
Στα διπλανά δωμάτια άλλοι ιδρώνουνε αλλιώς και έτσι σπέρνεται ο επταετής κνησμός από βουβώνα σε βουβώνα τα σεντόνια το επόμενο πρωί κοροϊδεύουν καθαρά κι όλοι αυτοί που στις 1100 στο φουαγιέ προσπερνιούνται βιαστικοί ήταν αγκαλιασμένοι και μιεροί στο δρόμο για το σπίτι η άσφαλτος στρέφει τούμπα μια σκηνή σουρρεαλιστική μια ταινία του Möbius
μην κάνετε πολιτική κύριε καθηγητά,
μόνο μάθημα.
5.11.12
#24
Τα περιστέρια γουργουρίζουν σ'όλα τα περβάζια την ίδια γλώσσα
τα εμπορικά περιστρέφονται γύρω απ'τον εαυτό τους
ο κούτσαυλος κύριος που γνώρισε η συμπαθέστατη δεσποινίδα
τρέφει γι'αυτήν ό,τι κι αυτή γι'αυτόν
ένα κοπάδι πέστροφες
το χτένι της μαγδαληνής δεν άφησε καρπό για καρπό αχάραχτο
ακόμα και τώρα, μέρες που δεν έχει πια καμιά σημασία, καμία
τα πλοιάρια του λιμενικού, το φέρρυ
η αδειανή προβλήτα απέναντι που κρύβεται απ'την ομίχλη
η αδειανή προβλήτα απέναντι που κρύβεται απ'την ομίχλη
τα ψάρια του γλυκού νερού είναι παχειά στο δηλητήριο
---
κι εκείνη η μάνα τα μαγείρευε παρολαυτά
κι εκείνα τα παιδιά τα τρώγανε και ζούσαν
warum um Gottes Willen,
warum bin ich davongezogen?
---
κι εκείνη η μάνα τα μαγείρευε παρολαυτά
κι εκείνα τα παιδιά τα τρώγανε και ζούσαν
warum um Gottes Willen,
warum bin ich davongezogen?
31.10.12
Komm ich zeig dir einen schöneren Traum
Ich sitze hier bei meinem Feuer
der neue Tag ist noch so weit.
Die Stunden meiner Lust sind teuer
sie sind aus einer anderen Zeit.
(cough, cough)
13.10.12
Φίλυρο
Τα βελανίδια θρυψαλιάζονταν στην αυλή. Πατούσαμε επίτηδες με δύναμη χαιρόμασταν τον ήχο, αυτή έτρεξε ανάμεσα στα δέντρα. Μείναμε πίσω και τη βλέπαμε που χόρευε αβαρής που κυνηγούσε καρδερίνες που σκιαζε τα έντομα
από δίπλα μου ο άλλος αναστέναξε απαλά ίσα να βγει λίγη φωνή μαζί
όταν τον κοίταξα μου είπε ότι πονούσε. Χάιδεψα το λαιμό του, κάθυγρος από λεπτό ζουμί χωρίς σπαργή
η λάσπη παχειά παγωμένη και πάνω αφράτοι σωροί τα φύλλα απ'τα πλατάνια τον τράβηξαν κάτω και γονάτισε
κι αυτή εκεί στην άκρη του πεδίου ξαπλώθηκε στη γη
η χλωμάδα και τα τεράστια μάτια και τα δάχτυλά της που τελειώνανε σε στρογγυλά ρηχά νύχια και η κάπα της μάλλινη που άρπαξε ξεφτίδια τι ευτυχία που της ήταν, ένα γλυκό παιδί
πετσοκομμένος απ'το ξύρισμα το αμφημερινό θαμπός μέσα στο κρύο δεν τον λυπήθηκα άλλο
στάθηκα πιο πέρα
κράτησα τον καπνό στο στόμα εκατομμύρια σημειακές γεύσεις
η πάχνη που αιωρούνταν διαθλούσε το φως σε χοντρές δέσμες, το δασικό τρεμούλιασμα έκανε τις εικόνες ασταθείς τα μόρια της δροσιάς και του αέρα μεγάλα σα νιφάδες
η ησυχία, η ησυχία
...
το βράδυ το βουβοθάλασσο ήταν πάστα από κάρβουνα
ξεκολλούσε απ'τις ξύλινες παρυφές της προβλήτας σα να'ταν λαδωμένες
τα παπούτσια μου βγάζαν το βήμα του φασίστα
ταπ ταπ ταπ ταπ ταπ ταπ
ταπ