'Έξω απ'το γραφείο του κρεμόταν μια φωτογραφία
η γραμματέας σύμφωνη με τα γούστα του, με την κατάλληλη φωνή προπονημένη να μας ρίχνει ματιές της υποτίμησης να μας θυμίζει πώς δε μπορέσαμε ποτέ να δούμε τι ήλιος καίει στο Μαραθώνα
κι αυτός
όταν εμείς θ'αφήναμε το τέταρτο, πέμπτο τσιγάρο να σβήσει κρεμάμενο απ'τα χαλαρώς παραλυμένα δάχτυλα
θα'ρχόταν να πιει τον πρώτο του καφέ τρίζοντας τον πλαστικό του μουσαμά με τα δουλογυαλισμένα μοκασίνια που απ'το κάλυμμα του κουντεπιέ κρέμονται τρεις μικρές σπαρταριστές λωρίδες που απολήγουν σε τρεις πέτσινες μπάλες
η καράφλα του θαμπή σ'αντίθεση με όλων των άλλων που γυάλιζε απ'το απόσταγμα του άγχους, αγκαλιασμένος μόνο με βολικές καρέκλες που γυρνάνε γύρω απ'τον εαυτό τους και γύρω απ'τα δρύινα έπιπλα και ακόμα και η πλάτη πάει πίσω ίσα με εκατόν ογδόντα τσακισμένες ή βρωμιάρες μοίρες
πόσες φορές με κράτησα σαν το αγριόσκυλο που πνίγεται στην αλυσίδα του όπως τεντώνει και χορδίζεται σφιχτά απ'το χέρι του ιδιοκτήτη
περνώντας δίπλα απ'το αυτοκίνητό του παστωμένο καθώς ήταν στο αρωματικό κερί και τη δουλεμένη μυοσφαιρίνη που αγόρασαν τα άπλυτα λεφτά του ήθελα, δεν ξέρω κι εγώ τι ήθελα να κάνω για να το τιμωρήσω αλλά η αλυσίδα τσίτωνε και μου'φευγε η ανάσα
όταν χωνόμουν ως τους αγκώνες σε κάποιον που μισούσα κι ας μην τον γνώριζα ποτέ κάνοντας δρόμο μες στ'άψητα κωλάντερα, η υπογραφή του διευθυντή στο χαρτί που θα'παιρνα στο τέλος με πονούσε
μα ποιον,
μα ποιον υπηρετούσα;
με την ψυχή στο στόμα έξω στη ράμπα των αναπήρων, από κάτω οι αστραφτερές αντανακλάσεις της εθνικής οδού επιθυμία κάθε φυλακισμένου, έβαζα το μουδιασμένο πόδι μου στο κάγκελο κι έψαχνα σε κάποια τσέπη για τα σπίρτα
δίπλα στέκονταν άλλοι μα δεν τόλμησα να τους ζητήσω
ακόμα κι αν δε μ'έπαιρνε να το παραδεχτώ ήταν ένα συροπιασμένο κοπάδι με τις τρίχες κολλημένες, μια μαλακωμένη καραμέλα που ανακάλυψα παιδί κάτω απ'τον καναπέ ένα μεσημέρι αργίας
ώρες ώρες τους παρακολουθούσα που του εμπιστεύονταν τα προβλήματά τους κι αυτός έσκυβε επιδέξια τ'αυτί του για να πείσει πως ακούει, πώς ακούει
πώς ακούει που ανάμεσά μας κι αυτουνού υπήρχαν στρώσεις χίλιες από γλώσσες;
Δε μου'μενε πολύς καιρός -έτσι κάπως με παρηγορούσα
αλλά η ζέστη μου έπινε την υπομονή κι εκείνη τη Δευτέρα δεν πα να μ'έπνιγε σα κοφτερή κλωστή έκανα κόντρα στο λουρί και χάραξα δέκα χαρακιές βαθιές σα λούκια με το κλειδί του φωριαμού την προέκταση του διευθυντή
η γραμματέας, σοβαροφανής και καθωσπρέπει όπως αρμόζει σε κάθε πιστή διοίκηση, με ράντισε με ιδέες μεγαλείου απ'το μικρό παραθυράκι δίπλα στην πόρτα
έφτασε, έφτασε μια λεπτή στιγμή για να κλείσω τα μάτια ν'αρχίσω να μουγκρίζω σα ζώο και να δω κάτι από μέσα μου να αλλάζει από σάρκα σε αιώνια ύλη
έξω απ'το γραφείο του κρεμόταν μια φωτογραφία
που δείχνει μιαν ολόχλωμη νεαρή πνιγμένη στις αρετές της τώρα και
στο αίμα μου όπως πετάχτηκε μαζί με τα κομμάτια του γυαλιού εμπρός στην εμβρόντητη κυρία των σαρανταδύο χιλιομέτρων μακριά μου
ήμασταν δεν ήμασταν όλοι απ'την ίδια τρύπα; είχα ξεχάσει.
Κι αυτή κι οι υπόλοιποι κι ο ίδιος ο διευθυντής ξεπετάχτηκαν πατημένα ελατήρια μες απ'το ίδιο μουχλιασμένο κουτί που έβγαλε κι εμένα; δε θυμόμουν
μόνο μια αφηνιασμένη κασσέττα γύρναγε και ξαναγύρναγε μέσα στο δικό μου το λαιμό
ΜΟΥΝΟΠΑΝΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ
ΣΚΟΥΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΠΤΥΧΕΣ ΓΙΑ ΚΕΡΜΑΤΑ
Δεν άργησαν να'ρθουν να με πάρουν ενώ
συνέχιζα και γύρω μου μαζεύονταν κι άλλοι
κι άλλοι κι άλλοι διευθυντές κι άλλοι κι άλλοι
κι άλλοι απ'τους άλλους του δικού μου σιναφιού
ο δρομέας των μικρών αποστάσεων δε θα δει ποτέ - δε θα δει ποτέ
μα εγώ πια το'χω καταλάβει, ο ίδιος ήλιος που ψήνει τους ρουφιάνους
παρατημένους δίχως στάλα νερό στην ξεραΐλα του πολύτιμου χαρτιού
ο ίδιος φυτρώνει τα πράσινα σπαρτά και όσους ξεχνούν σε τι αγώνα τρέχουν
ο ίδιος φαίνεται και το πρωί στο Μαραθώνα, του δικαίου της πυγμής.