Όχθες σβήνουν απαλά μες στο νερό, άπνοια, ψιχάλα, βροχή, κατακλυσμός, παραδείσια πουλιά με τα σμαράγδια στο λαιμό, οι φυλλωσιές αδιαπέραστες, απλώνω τα χέρια περιμένοντας να βρούνε τ'ακροδάχτυλά μου ένα φίδι, έναν αραχνοϊστό, ένα λασπερό κορμό, όμως το δάσος τραβιέται αργά αργά, το σκηνικό ξεντύνεται, βρίσκομαι πάλι στην αρχή, βρίσκομαι πάλι στο νησί, βρίσκομαι πίσω απ'το παρελθόν, πέρα απ'τη σύγχυση της σάρκας.
Η αργή συστολή του κόσμου; Κρεττατούρα στο γυαλί. Έξω μια πόλη άγαλμα απ'το κρύο. Η πάχνη κάθεται στα τζάμια σαν ευχή. Μέσα μια χώρα ζεστά σεντόνια χέρια πόδια και μαλλιά. Κρατώ την ανάσα μου μέχρι σκασμού, η ησυχία θα κλιμακωθεί, ψιχάλα βροχή κατακλυσμός, η καρδιά βραδυπορεί, ώσπου κάθε χτύπος είναι ένα παρακαλητό. Οι υάκινθοι έχουν ανθίσει, τέτοια μοσχοβολιά, η παρηγοριά της κίτρινης λάμπας, κλείνω τα μάτια μου σφιχτά, Τα'χεις δει όλα; Τα'χω δει όλα, τα ρούχα του πάνω απ'τα ρούχα μου, την κόκκινη ζώνη που παραλίγο να με πάρει, κάνε με χήρα σου, τι παράξενο πράγμα να ζητήσει κανείς, και το αίμα δε γίνεται νερό, κι η αμαρτία δεν αλλάζει, πιάνω το σταυρό που κρέμεται απ'το λαιμό μου απ'όνομα σ'όνομα, από σπίτι σε σπίτι, από πληγή σε πληγή, από μένα σε σένα
μια στιγμή στην Κορντιγιέρα Οριεντάλ, ένα ταξίδι απ'τα εύκρατα στις ατόλλες του Ειρηνικού, μια βουτιά εκεί που γεννιούνται οι αστακοί, μια αιώρηση σαν κολιμπρί, ένα κύλησμα στο χωράφι του κριθαριού, μια στάλα κεχριμπαριού στα απόφυκα της λάσπης, μια χούφτα άσπρη άμμος, η πρώτη γουλιά μαύρου τσαγιού η πρωινή μετά από το ξενύχτι, η μουσική απ'το βαμμένο πέπλο, η άλλη εποχή, τα ξένα τους κορμιά...
Η κουβέντα δε γίνεται για το άρπαγμα στις σκάλες που φέρνουν απ'την αυλή, εκεί ακριβώς που προσπάθησα να κρεμαστώ, όμως γίνεται η αρχή, ακούγοντας το βρόντηγμα της πόρτας κατέβηκα τον όροφο σα να'πεφτα σακί, πιαστήκαμε κεφαλοκλείδωμα, γελάσαμε χωρίς λόγο σα να ήμασταν βιαστικό ρομάντζο σε βιντεοκασέττα, στρογγυλά χρόνια, στρογγυλά λόγια, σε θέλω, δες πόσο στρογγυλά.
Δίπλα στη ρηχιά θάλασσα ξεβράστηκε μετά το σαματά της πρωτοχρονιάς ένας κορμός σεκόγιας. Αυτής, ναι, της άξιζε μια ταφόπλακα ομιλούσα (sprechende Grabstein). Έβγαλα τα γάντια, τα έχωσα στην τσέπη, γονάτισα στη λάσπη και χάιδεψα τη γλίτσα που σκέπαζε το θάνατο. Προσπάθησα να σπρώξω το κουφάρι αλλά η ρίζα του πλανήτη το κρατούσε ξάπλα στο σημείο. Ήταν μια σπάνια μέρα νηνεμίας, ένα σπάνιο σιωπηλό ηλιοβασίλεμα, οι αρμυρές λακκουβόλιμνες της παραλίας καθρέφτες, οι γλάροι εξαφανισμένοι, τα χόρτα των αναχωμάτων ακίνητα σαν φωτογραφημένα, ήταν μια μέρα πένθους.
Ακούω με σταθερή, καθαρή φωνή το Hvor er du henne? στη μέση του ποτέ
κι αν είχα ξεχάσει, δε γινόταν παρά να θυμηθώ: τα δόντια, το λαιμό,
τους δελτοειδείς, το αγκομαχητό, τη λύσσα, τον επίμονο εφιάλτη,
το λήθαργο το βαθύ που δεν τον βρίσκει ξύπνημα, θεέ μου την αρρώστια, το ρίγος, τον πυρετό
την αγωνία της ορθόπνοιας, την αγωνία του προσκυνητή.
Η κουβέντα δε γίνεται για το άρπαγμα στις σκάλες που φέρνουν απ'την αυλή, εκεί ακριβώς που προσπάθησα να κρεμαστώ, όμως γίνεται η αρχή, ακούγοντας το βρόντηγμα της πόρτας κατέβηκα τον όροφο σα να'πεφτα σακί, πιαστήκαμε κεφαλοκλείδωμα, γελάσαμε χωρίς λόγο σα να ήμασταν βιαστικό ρομάντζο σε βιντεοκασέττα, στρογγυλά χρόνια, στρογγυλά λόγια, σε θέλω, δες πόσο στρογγυλά.
Δίπλα στη ρηχιά θάλασσα ξεβράστηκε μετά το σαματά της πρωτοχρονιάς ένας κορμός σεκόγιας. Αυτής, ναι, της άξιζε μια ταφόπλακα ομιλούσα (sprechende Grabstein). Έβγαλα τα γάντια, τα έχωσα στην τσέπη, γονάτισα στη λάσπη και χάιδεψα τη γλίτσα που σκέπαζε το θάνατο. Προσπάθησα να σπρώξω το κουφάρι αλλά η ρίζα του πλανήτη το κρατούσε ξάπλα στο σημείο. Ήταν μια σπάνια μέρα νηνεμίας, ένα σπάνιο σιωπηλό ηλιοβασίλεμα, οι αρμυρές λακκουβόλιμνες της παραλίας καθρέφτες, οι γλάροι εξαφανισμένοι, τα χόρτα των αναχωμάτων ακίνητα σαν φωτογραφημένα, ήταν μια μέρα πένθους.
Ακούω με σταθερή, καθαρή φωνή το Hvor er du henne? στη μέση του ποτέ
κι αν είχα ξεχάσει, δε γινόταν παρά να θυμηθώ: τα δόντια, το λαιμό,
τους δελτοειδείς, το αγκομαχητό, τη λύσσα, τον επίμονο εφιάλτη,
το λήθαργο το βαθύ που δεν τον βρίσκει ξύπνημα, θεέ μου την αρρώστια, το ρίγος, τον πυρετό
την αγωνία της ορθόπνοιας, την αγωνία του προσκυνητή.
Ακούω με σταθερή, καθαρή φωνή το όνομά μου, μια λέξη τόσο διαυγής
βουτηγμένη στην ευγένεια και αυτήν τη γλυκονερίστικη προφορά
και με τη σιγουριά της αναγγελίας του θανάτου έπεται το αυτονόητο
τα μάτια ψηλά, η στροφή του κεφαλιού, στο κοίταγμα όλες μου οι ερωτήσεις
στο κοίταγμα και το όχι και το ναι.
Κι ένα παιδί δημοτικού γονατισμένο δίπλα στο κρεβάτι λέει την προσευχή
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω τα εντόσθια απ'το λαιμό ως τ'αχαμνά
όπως κάνουν το χάραμα στα τραπέζια των νεκροτομών.
Κι ένας άντρας γυμνός και αφηνιασμένος τα ίδια και τα ίδια
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω την ψυχή.
Τα ζεστά του δάχτυλα και η τύχη τους... το δεξί χέρι του, ζεστό κι αυτό σα ζυμάρι που χωνεύει, ένα μαλτέζικο παρανήσι που αρμόζει αυστηρά στον ίδιο και σ'όσους αγαπάνε τη ζωή, μια υποτροπιάζουσα σύμπτωση που κρατάει μια στιγμή, μια διακριτική συνάντηση σημείων. Μα αντί να υπηρετήσει το δέον, ήρθε και στάθηκε πίσω μου ακριβώς και σκύβοντας για τις ανάγκες του προβλήματος το στέρνο του και το πάνω μέρος της κοιλιάς του ακούμπησαν απαλά το κεφάλι μου. Δεν κουνιέμαι καριόλη πιθαμή. Παίρνει κι αφήνει ανάσες στα μαλλιά μου, με βρίσκει η μυρωδιά του ώριμου λαιμού του, μια μυρωδιά όψιμου χειμώνα, εκείνη που αναδίδουν τα παράκτια δάση μια αποβροχάδα Κυριακή με ήλιο δειλό. Τα ζεστά του δάχτυλα σαν βηταμπλοκαρισμένα γύρω από τα δικά μου του δεξιού χεριού, τέσσερεις πόντους επί τα εκτός της μηριαίας του πάσχοντος, θέρμη περιλουσμένη στο μικρό άυπνο παγετό, το αίμα μου σα να'χει εξαφανιστεί απ'τα άκρα μου, πρώτος φόβος πρώτης φοράς κι ανάφλεξη στα σκέλια, περί αποφάσεων, περί νόσου της ιερής και πέριξ της σιωπής, δε μπορεί να είμαι σοβαρός! Ώρες ώρες με πλένει ένας ιδρώτας νευρικός πως θα χάσω την παινεμένη μου εγκράτεια και θα του αλφαδιάσω ένα φιλί και ούτε η γη δεν είναι τότε σταθερή, αυτά περί καταστροφής.
βουτηγμένη στην ευγένεια και αυτήν τη γλυκονερίστικη προφορά
και με τη σιγουριά της αναγγελίας του θανάτου έπεται το αυτονόητο
τα μάτια ψηλά, η στροφή του κεφαλιού, στο κοίταγμα όλες μου οι ερωτήσεις
στο κοίταγμα και το όχι και το ναι.
Κι ένα παιδί δημοτικού γονατισμένο δίπλα στο κρεβάτι λέει την προσευχή
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω τα εντόσθια απ'το λαιμό ως τ'αχαμνά
όπως κάνουν το χάραμα στα τραπέζια των νεκροτομών.
Κι ένας άντρας γυμνός και αφηνιασμένος τα ίδια και τα ίδια
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω την ψυχή.
Τα ζεστά του δάχτυλα και η τύχη τους... το δεξί χέρι του, ζεστό κι αυτό σα ζυμάρι που χωνεύει, ένα μαλτέζικο παρανήσι που αρμόζει αυστηρά στον ίδιο και σ'όσους αγαπάνε τη ζωή, μια υποτροπιάζουσα σύμπτωση που κρατάει μια στιγμή, μια διακριτική συνάντηση σημείων. Μα αντί να υπηρετήσει το δέον, ήρθε και στάθηκε πίσω μου ακριβώς και σκύβοντας για τις ανάγκες του προβλήματος το στέρνο του και το πάνω μέρος της κοιλιάς του ακούμπησαν απαλά το κεφάλι μου. Δεν κουνιέμαι καριόλη πιθαμή. Παίρνει κι αφήνει ανάσες στα μαλλιά μου, με βρίσκει η μυρωδιά του ώριμου λαιμού του, μια μυρωδιά όψιμου χειμώνα, εκείνη που αναδίδουν τα παράκτια δάση μια αποβροχάδα Κυριακή με ήλιο δειλό. Τα ζεστά του δάχτυλα σαν βηταμπλοκαρισμένα γύρω από τα δικά μου του δεξιού χεριού, τέσσερεις πόντους επί τα εκτός της μηριαίας του πάσχοντος, θέρμη περιλουσμένη στο μικρό άυπνο παγετό, το αίμα μου σα να'χει εξαφανιστεί απ'τα άκρα μου, πρώτος φόβος πρώτης φοράς κι ανάφλεξη στα σκέλια, περί αποφάσεων, περί νόσου της ιερής και πέριξ της σιωπής, δε μπορεί να είμαι σοβαρός! Ώρες ώρες με πλένει ένας ιδρώτας νευρικός πως θα χάσω την παινεμένη μου εγκράτεια και θα του αλφαδιάσω ένα φιλί και ούτε η γη δεν είναι τότε σταθερή, αυτά περί καταστροφής.