© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Περί αποφάσεων

Όχθες σβήνουν απαλά μες στο νερό, άπνοια, ψιχάλα, βροχή, κατακλυσμός, παραδείσια πουλιά με τα σμαράγδια στο λαιμό, οι φυλλωσιές αδιαπέραστες, απλώνω τα χέρια περιμένοντας να βρούνε τ'ακροδάχτυλά μου ένα φίδι, έναν αραχνοϊστό, ένα λασπερό κορμό, όμως το δάσος τραβιέται αργά αργά, το σκηνικό ξεντύνεται, βρίσκομαι πάλι στην αρχή, βρίσκομαι πάλι στο νησί, βρίσκομαι πίσω απ'το παρελθόν, πέρα απ'τη σύγχυση της σάρκας.

Η αργή συστολή του κόσμου; Κρεττατούρα στο γυαλί. Έξω μια πόλη άγαλμα απ'το κρύο. Η πάχνη κάθεται στα τζάμια σαν ευχή. Μέσα μια χώρα ζεστά σεντόνια χέρια πόδια και μαλλιά. Κρατώ την ανάσα μου μέχρι σκασμού, η ησυχία θα κλιμακωθεί, ψιχάλα βροχή κατακλυσμός, η καρδιά βραδυπορεί, ώσπου κάθε χτύπος είναι ένα παρακαλητό. Οι υάκινθοι έχουν ανθίσει, τέτοια μοσχοβολιά, η παρηγοριά της κίτρινης λάμπας, κλείνω τα μάτια μου σφιχτά, Τα'χεις δει όλα; Τα'χω δει όλα, τα ρούχα του πάνω απ'τα ρούχα μου, την κόκκινη ζώνη που παραλίγο να με πάρει, κάνε με χήρα σου, τι παράξενο πράγμα να ζητήσει κανείς, και το αίμα δε γίνεται νερό, κι η αμαρτία δεν αλλάζει, πιάνω το σταυρό που κρέμεται απ'το λαιμό μου απ'όνομα σ'όνομα, από σπίτι σε σπίτι, από πληγή σε πληγή, από μένα σε σένα

μια στιγμή στην Κορντιγιέρα Οριεντάλ, ένα ταξίδι απ'τα εύκρατα στις ατόλλες του Ειρηνικού, μια βουτιά εκεί που γεννιούνται οι αστακοί, μια αιώρηση σαν κολιμπρί, ένα κύλησμα στο χωράφι του κριθαριού, μια στάλα κεχριμπαριού στα απόφυκα της λάσπης, μια χούφτα άσπρη άμμος, η πρώτη γουλιά μαύρου τσαγιού η πρωινή μετά από το ξενύχτι, η μουσική απ'το βαμμένο πέπλο, η άλλη εποχή, τα ξένα τους κορμιά...

Η κουβέντα δε γίνεται για το άρπαγμα στις σκάλες που φέρνουν απ'την αυλή, εκεί ακριβώς που προσπάθησα να κρεμαστώ, όμως γίνεται η αρχή, ακούγοντας το βρόντηγμα της πόρτας κατέβηκα τον όροφο σα να'πεφτα σακί, πιαστήκαμε κεφαλοκλείδωμα, γελάσαμε χωρίς λόγο σα να ήμασταν βιαστικό ρομάντζο σε βιντεοκασέττα, στρογγυλά χρόνια, στρογγυλά λόγια, σε θέλω, δες πόσο στρογγυλά.

Δίπλα στη ρηχιά θάλασσα ξεβράστηκε μετά το σαματά της πρωτοχρονιάς ένας κορμός σεκόγιας. Αυτής, ναι, της άξιζε μια ταφόπλακα ομιλούσα (sprechende Grabstein). Έβγαλα τα γάντια, τα έχωσα στην τσέπη, γονάτισα στη λάσπη και χάιδεψα τη γλίτσα που σκέπαζε το θάνατο. Προσπάθησα να σπρώξω το κουφάρι αλλά η ρίζα του πλανήτη το κρατούσε ξάπλα στο σημείο. Ήταν μια σπάνια μέρα νηνεμίας, ένα σπάνιο σιωπηλό ηλιοβασίλεμα, οι αρμυρές λακκουβόλιμνες της παραλίας καθρέφτες, οι γλάροι εξαφανισμένοι, τα χόρτα των αναχωμάτων ακίνητα σαν φωτογραφημένα, ήταν μια μέρα πένθους.

Ακούω με σταθερή, καθαρή φωνή το Hvor er du henne? στη μέση του ποτέ
κι αν είχα ξεχάσει, δε γινόταν παρά να θυμηθώ: τα δόντια, το λαιμό,
τους δελτοειδείς, το αγκομαχητό, τη λύσσα, τον επίμονο εφιάλτη,
το λήθαργο το βαθύ που δεν τον βρίσκει ξύπνημα, θεέ μου την αρρώστια, το ρίγος, τον πυρετό
την αγωνία της ορθόπνοιας, την αγωνία του προσκυνητή.

Ακούω με σταθερή, καθαρή φωνή το όνομά μου, μια λέξη τόσο διαυγής
βουτηγμένη στην ευγένεια και αυτήν τη γλυκονερίστικη προφορά
και με τη σιγουριά της αναγγελίας του θανάτου έπεται το αυτονόητο
τα μάτια ψηλά, η στροφή του κεφαλιού, στο κοίταγμα όλες μου οι ερωτήσεις
στο κοίταγμα και το όχι και το ναι.

Κι ένα παιδί δημοτικού γονατισμένο δίπλα στο κρεβάτι λέει την προσευχή
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω τα εντόσθια απ'το λαιμό ως τ'αχαμνά
όπως κάνουν το χάραμα στα τραπέζια των νεκροτομών.
Κι ένας άντρας γυμνός και αφηνιασμένος τα ίδια και τα ίδια
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω την ψυχή.

Τα ζεστά του δάχτυλα και η τύχη τους... το δεξί χέρι του, ζεστό κι αυτό σα ζυμάρι που χωνεύει, ένα μαλτέζικο παρανήσι που αρμόζει αυστηρά στον ίδιο και σ'όσους αγαπάνε τη ζωή, μια υποτροπιάζουσα σύμπτωση που κρατάει μια στιγμή, μια διακριτική συνάντηση σημείων. Μα αντί να υπηρετήσει το δέον, ήρθε και στάθηκε πίσω μου ακριβώς και σκύβοντας για τις ανάγκες του προβλήματος το στέρνο του και το πάνω μέρος της κοιλιάς του ακούμπησαν απαλά το κεφάλι μου. Δεν κουνιέμαι καριόλη πιθαμή. Παίρνει κι αφήνει ανάσες στα μαλλιά μου, με βρίσκει η μυρωδιά του ώριμου λαιμού του, μια μυρωδιά όψιμου χειμώνα, εκείνη που αναδίδουν τα παράκτια δάση μια αποβροχάδα Κυριακή με ήλιο δειλό. Τα ζεστά του δάχτυλα σαν βηταμπλοκαρισμένα γύρω από τα δικά μου του δεξιού χεριού, τέσσερεις πόντους επί τα εκτός της μηριαίας του πάσχοντος, θέρμη περιλουσμένη στο μικρό άυπνο παγετό, το αίμα μου σα να'χει εξαφανιστεί απ'τα άκρα μου, πρώτος φόβος πρώτης φοράς κι ανάφλεξη στα σκέλια, περί αποφάσεων, περί νόσου της ιερής και πέριξ της σιωπής, δε μπορεί να είμαι σοβαρός! Ώρες ώρες με πλένει ένας ιδρώτας νευρικός πως θα χάσω την παινεμένη μου εγκράτεια και θα του αλφαδιάσω ένα φιλί και ούτε η γη δεν είναι τότε σταθερή, αυτά περί καταστροφής.

Savasana

Ο Μ. ντύνει τα παράθυρα με κομμάτια απ'το κιβώτιο της κουνιστής καρέκλας και στήνει τις λεκάνες όταν είναι να εμφανίσει φιλμ. Στη γωνία ο κουβάς με τα χρώματα για τις μεταξοτυπίες λέρωσε το αβερνίκωτο ξυλοπάτωμα και ήμασταν δυο μέρες μαλωμένοι επειδή ξενοικιάζοντας ο σφίχτης τραπεζίτης θα μου κρατήσει απ'την προκαταβολή. Για να προλάβει μελλοντικές εντάσεις ο Μ. πήγε αγόρασε ένα παλιοχαλί που μύριζε κλεισούρα από την ένωση των καθολικών μοναχών για είκοσι κορώνες. Το πλύναμε τσουλοκώλι στην αυλίτσα και στέγνωσε σε ένα τυχερό απόγευμα νοτιά. Η σοφίτα έγινε εργαστήριο όπως είχαμε πει. Ξεφουσκώσαμε παρέα το σαμπρελόστρωμα, αυτός κρατούσε το στόμιο κι εγώ κυλιόμουν σαν σκυλί στα χόρτα. Αν έχουμε πάλι επισκέπτες θ'ανεβούμε πάνω και ο ένας θα γυμνάζει το γαστροκνήμιο, ο άλλος θα κρατάει το μαρκούτσι στο στόμιο και η ποδότρομπα θα κάνει χχχ-πιιι, χχχ-πιιι, χχχ-πιιι. Τώρα ανεβαίνω εκεί και καπνίζω ενώ αυτός φτιάχνει κουτιά για το σαπουνομάγαζο στο Φλένσμπουργκ. Από τα παράθυρα εποπτεύω τις στέγες της κωμόπολης, τους γλάρους που περπατούν σαν κότες ντυμένες πιγκουίνοι στα κλειστά βροχολούκια, βλέπω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στο ποδηλατάδικο, μερικές φορές τελειώνοντας νωρίς απ'τη δουλειά προλαβαίνω και την ανατολή.

Η φωτογραφία τραβήχτηκε τον Αύγουστο, σε ένα ληγμένο Ίλφορντ από το ψυγείο του Φωτοκέρ. Τυπώθηκε στη σοφίτα. Δείχνει μια γυναίκα κι έναν άντρα, τη μπανάλ βάση της κοινωνίας. Ο άντρας είναι ακουμπισμένος στο ντουβάρι. Αυτή είναι γυρτή προς τη μεριά του και στηρίζεται στον ώμο του. Με τα δυο του χέρια πιάνει το ένα της που το'χει περασμένο στο στήθος του. Δε μπορώ ν'αποφασίσω ποιος απ'τους δυο φαίνεται πιο κτητικός. Ίσως αυτή, που το'χει και στο βλέμμα. Φοράει τη γαλαζωπή (γκρίζα στη φωτογραφία) μπλούζα από το μουσείο τέχνης της Σάντα Μπάρμπαρα που έχει για μπυτζάμα επειδή έχουν σβηστεί οι στάμπες, σουβενίρ από τη ζωή της πριν γνωρίσει τον άντρα. Αυτός είναι γυμνός. Οι περισσότερες λεπτομέρειες χάθηκαν κατά την ερασιτεχνική εμφάνιση. Δε φαίνονται για παράδειγμα τα μικροσκοπικά τριχοειδή που έχει στα μάγουλά της ή τα ίχνη του δερμογραφισμού που έχει στο στέρνο του. Η φράντζα της είναι αλφαδιά και τα λεπτά της φρύδια με το κροταφικό τους μέρος υψωμένο σε αποδοκιμασία. Τα χείλη της βγήκαν σκοτεινά επειδή τα'χε βαμμένα μ'εκείνο το ακριβό κραγιόν. Αυτός τη ρωτά, ποιο; Και αυτή απαντά, λαμπζολού ρουζ κι εκείνος την κοροϊδεύει λα ψωλού ρουζ και εκείνη κάνει πως θυμώνει χωρίς να καταλαβαίνει και το ηλίθιο αστείο δε του παλιώνει, το κάνει και τηλεφωνικά. Στη φωτογραφία φαίνεται η γυναίκα σκέτη σνωμπαρία (παραθέτω sic τα λόγια της αλληνής, ετα θέλω και τα παθαίνω, δε μου συμβαίνουν από λάθος, είναι μέρος της μεσοαστικής μου περιπέτειας μαζί με τα μπουνίδια πίσω από το Πάιονηρ μπαρ στη δανέζικη Φλώρινα) έτοιμη να εκραγεί σε μια ατέρμονη ψυχροπολεμική υστερία, και δίπλα, ελαφρώς εκτός εστίασης, είναι αυτός, δηλαδή εγώ, ο αγαπημένος μου ήρωας. Η φωτογραφία κρέμεται επί της πόρτας του ψυγείου, πάνω ακριβώς από το τσαλακωμένο και ξετσαλακωμένο πωστ-ιτ του Γ. που με αφελή καλλιγραφία λέει Vi de druknede, και πάνω από το προσπέκτους της πιτσαρίας στο Γιέρτιν. Από τα κέρατα του μαγνήτη σε σχήμα ελαφιού κρέμονται και τα λάστιχα που μας δίνουν από το σουπερμάρκετ όταν αγοράζουμε μούρα που έρχονται στο μαλακό κουτί που ανοίγει εύκολα μέσα στη σακούλα αν δεν το ασφαλίσεις.


Κυριακή μες στην Τετάρτη, ο Μ. στολίστηκε και πήγε στη μπυραρία της θείας της τάχα αριστερής, ήξερες πως δεν υπάρχει κομμουνιστική εφημερίδα στη Δανία πια; Ξέρω πως θα σε ταράξει όταν το διαβάσεις, γι'αυτό το γράφω, έχω έναν επίμονο πονοκέφαλο μέσα στην ψυχή, γράφω I miss you σε μια στιγμή αδυναμίας, α δε γαμιέται, σε μια ζωή αδυναμίας, πέντε λεπτά μετά γελώ μόνος μου μέχρι δακρύων βλέποντας ένα σκίτσο του δέρματος των φτερών μιας νυχτερίδας σ'ένα βιβλίο που μάζεψα απ'τα σκουπίδια, το χαλάζι χτυπάει μόνο τα βορειοδυτικά παράθυρα, ξαπλώνω πιο βολικά στον καναπέ κάτω απ'το πάπλωμα που πήραμε παρέα απ'το Ώρχους, κρύβομαι απ'τον κόσμο, κρύβομαι απ'τα πάντα, τα ρούχα μου έχουν ανεβεί, το σωρτς έγινε σαν βρακί και η κοιλιά μου είναι έξω, τα μαλλιά μου με καταπίνουν, ωραία, ωραία είναι εδώ.

Πεθαίνοντας χτύπο χτύπο

Δεν είμαι περήφανος για όσα έκανα χωρίς να σκεφτώ, δεν είμαι περήφανος ούτε για εκείνη την ιστορία το '14, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν την ευχαριστήθηκα. Η ηθική μου είναι σαν καουτσούκι, λέω δεν πρέπει, αλλά αφού θέλω και μπορώ, τότε ίσως και να πρέπει, δε θα το πούμε σε κανέναν, δε θα ακουστούμε τσικ, ανάθεμα στο διόροφο σπίτι στο Λεκ τα βήματα στη σοφίτα κάνουν τα ξύλα του ταβανιού να τρέμουν και πέφτουν πολλές φορές σκόνες, αραχνίτσες και φλύδες ξυλότριμμα. Εγγύηση λοιπόν πως εκείνο το λυτρωτικό γαμήσι που ρίξαμε ακούστηκε στους κάτω, και όλοι ξέρανε και κάναμε ομαδικά τις πάπιες, σίγουρα φώναξα κιόλας, σίγουρα φώναξε κι αυτή, μια φορά χτύπησα και το κεφάλι μου στην επικλινή στέγη και τραντάχτηκε ολόκληρο το δωμάτιο. Μια ήσυχη μαγιάτικη νύχτα που δε λικνιόταν φύλλο άνοιξα το παράθυρο με την καπότα ακόμα στο πουλί και ρώτησα φωναχτά πού να την πετάξω και μου'κλεισε το στόμα πανικόβλητη και μ'έσπρωξε να σκύψω απ'το περβάζι και είδα τη σκιά του πατέρα της στο μπαλκονάκι από κάτω και σα ν'αφουγκραζόταν, ουδέν κρυπτόν ηλίθιε. Μετά θ'άρχιζε τα ριζοσπαστικά της περί ταμπού και κατασκευασμένων αρχών και τι σημασία έχει αφού δεν έχουμε κοινό αίμα, αλλά το μόκο μόκο και αν δεν ήμουν τόσο ενθουσιασμένος δε θα σήκωνα τέτοιο φλόμο, γιατί ήταν κι αυτή επαρχιώτα όσο κι αν ήθελε να περνιέται αλλιώς. Δε θυμάμαι πλέον ακριβώς πόσο τράβηξε αυτή η ενασχόληση, θυμάμαι όμως την προτελευταία μέρα η μάνα της με πέτυχε στα σκαλιά και μου ζήτησε πίσω τα κλειδιά, και μ'έπιασε στα πράσα με την ενοχή κι έγινα πολύ απολογητικός (κάτι που ελάχιστες φορές έχω υπάρξει), και τη ρώτησα με αρρωστημένο δίκιο αν έχω κάνει κάτι κακό, πώς μου ήρθε και το ρώτησα αυτό; Και αυτή απάντησε παραιτημένα όχι, τι κακό να κάνεις εσύ. Το ίδιο βράδυ την άκουσα που είπε στη θυγατέρα πως θα πέσει φωτιά να τους κάψει αν κάνει καμιά λερή πράξη μαζί μου, αυτό της είπε, üble Tat. Άκου üble Tat. Έζησα μερικές μακρόβιες στιγμές μαζί της, στο πατρικό της, κάτω από την ενάρετή τους στέγη, και έπειτα όταν έφυγα από 'κει όλο το στόμα μου γέμισε πληγές που μάτωναν και κατάπινα συνέχεια υφάρμυρα ζουμιά, δε μπορούσα να φάω, να πιω, να μιλήσω. Ο οδοντίατρος είπε είναι από τις εξαγωγές, αλλά εγώ ήξερα πως ήταν από αυτά που είχα κάνει. Πίστεψα πως ο Θεός είχε τελειώσει με την τιμωρία όταν τελικά επουλώθηκαν τα έλκη που έφτασαν να καλύπτουν χαίνοντα όλα τα μαλακά σημεία απ'το όριο των χειλιών ως το φάρυγγα. Ώσπου τρεις περίπου μήνες μετά έμαθα το μαντάτο, ο αδερφός της πέθαινε από ένα αιφνίδιο πρησκάδι. Αυτή ήταν η τιμωρία. Και να πεις πως έγινα ηθικός μετά; Δεν έγινα, συνεχίζω να κάνω ό,τι μου κατεβαίνει με μια μόνιμη σκιά στο βλέμμα, τη σκιά που ρίχνουνε οι βεργιές που περιμένουν.