© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὸν Νῶε καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ

...καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.


Ο Κνουτ δεν κοίταξε ποτέ τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ποτέ δεν αναλογίστηκε πώς στην ευχή ήταν έτσι, καμπούρης, κουτσός, αλλήθωρος, με το κρέας στον αριστερό κρόταφο και στο ζυγωματικό λιωμένο από κάποια προηγούμενη λοίμωξη των μαλακών μορίων, με τη μύξα να τρέχει σαν κλωστές, με το βλέφαρο γυρισμένο μέσα έξω επειδή το ελαστικό πετσί είχε αντικατασταθεί από ανένδοτη ουλή. Δεν τον είχε απασχολήσει ποτέ πώς είχε καταντήσει έτσι, κατουρημένος και στεγνωμένος και ξανακατουρημένος στα λιγδερά του ρούχα που είχε να αλλάξει τουλάχιστον από τετραετίας, δεν έπαιρνε καν πρέφα πως μύριζε σαν ψοφίμι μαριναρισμένο σε φτηνό κρασί. Δεν τον είχε ανακόψει η φτώχεια της αγροτικής του οικογένειας, η μισοτελειωμένη του τεχνική σχολή, η αποτυχία του στις εξετάσεις του διπλώματος οδήγησης, η χρόνια ανεργία του, η καθολική του αδεξιότητα, τα χρέη του, η μίζερη σκουπιδοζωή του. Τέτοιες ασημαντότητες δεν απασχολούσαν τον Κνουτ. Τον διασκέδαζε να λέει μαλακισμένα αστειάκια του τύπου δώσ'της μια στον πισινό από μένα, χα χα χα, και πού να σε τρώει ο κώλος σου και να μη φτάνεις να τον ξύσεις, του άρεζε να πίνει φτηνά και να καπνίζει φτηνά. Γκάστρωσε την αγελαδινή γυναίκα του που πιστεύει πως ο άνθρωπος δεν πάτησε ποτέ στο φεγγάρι αλλά ήταν ένα θεατράκι που σκηνοθέτησαν κάποιοι για ακατανόητους λόγους. Τη γκάστρωσε τέσσερεις συναπτές φορές και αυτή ξεπέταξε τέσσερεις διαδόχους, δυο λιγνούς και δυο χοντρούς, ισάξιους της γοητείας του Κνουτ, τον έναν χειρότερον από τον άλλον, με τα σκατένια γονίδια του Κνουτ και τα λιαλιαδιασμένα ποντικίσια μαλλιά της μάνας τους. Κνουτ, ηλίθιε χιμπατζή, δε βλέπεις πώς είσαι; Δε βλέπεις πώς η ύπαρξή σου ευλογεί τον κόσμο; 


Το μόνο που έκανε ο Κνουτ ήταν να χύσει σε ένα σακί. Έτσι κατάφερε να εξασφαλίσει την παράταση της κυκλοφορίας του φανταστικού του κρεατοϋφάσματος στον κακόμοιρο πλανήτη. Έτσι ακολούθησε τις λέξεις του Κυρίου κατά γράμμα. Ποιος; Ο Κνουτ, ένας άχρηστος.

Δε θέλει σκέψη, δε θέλει δουλειά, δε θέλει τίποτα παρά ένα μουνί και μια πούτσα, όπως προέβλεψε ο Κύριος. Και ευτυχώς για το θείο πλάνο, ο κόσμος είναι γεμάτος Κνουτ. Έτσι συνεχίζεται και συνεχίζεται και συνεχίζεται το πανηγύρι της ζωής και του θανάτου, και κάθε φορά ο κάθε Κνουτ και η κάθε αγελάδα του συγκλονίζονται από το θαύμα της ζωής και από το δράμα του θανάτου, ακριβώς γιατί δε θέλει τίποτα παρά ένα μουνί και μια πούτσα, και ό,τι μπανάλ είναι μαγεία.

Διόραση

Από τον αριστερό παράμεσο
όλοι οι δρόμοι και η Ρώμη

οι στάλες τρίζουν σαν σπίθες 
οι πόρτες ανοίγουν στην ίδια χαβούζα

ανάμεσα στις δυο μείζονες πράξεις
επαιτεία και χαρτοβούνι

γεννημένος στη ζούλα τελειωμένος στη ζούλα
χωρίς τίτλους και χρόνους

αγνώστου μητρός
γνωστές ιστορίες

τι μέρες τι νύχτες τι μήνες τι χρόνια
τι μικρός που είναι ο κόσμος

κουβέρτα απλωμένη
στα πόδια του δρυΐδη

σακάτης σακάτης αλλά
βλέπει καθαρά σε μεγάλα βάθη

λερός εντός κι εκτός
μοναδικός

ίδιο πετσί σάρκα πεζή
μάτι μέσα στο στόμα
μαύρο αίμα

ούτε πρόβατο ούτε λύκος
αλλά κάτι πολύ, πολύ χειρότερο:
όχι όπως οι άλλοι

τα πόδια βουλιάζουν στη γη
ο σταυρός της διόρασης
το βάρος του να μην είσαι κανείς

άπαξ και πέσεις στο βούρκο
το μούλιασμα που κάνει το πανί!
ασήκωτος ο μανδύας του νεκρού.

Άπαξ και πέσεις στο βούρκο
το μούλιασμα που κάνει το πανί!
ασήκωτος ο μανδύας του ξεχασμένου.

Alp

Το μεγάλο παράθυρο φέρνει μέσα νύχτα μέρα-νύχτα. Ξαπλώνω ανάσκελος με το κουτάκι του καπνού στο στέρνο. Gentleman caller για την ιστορία. Ο αναπτήρας έχει μείνει από ζουμί. Το ψιλό χαλάζι βρίσκει το τζάμι. Στις σκιές στο ντουβάρι φαίνεται μια φιγούρα ψηλοκάβαλη με ξεχειλωμένα άκρα και κεφάλι σαν διαμάντι. Είναι πιο σκοτεινή από τις σκιές. Ένα υγρό σαν λιωμένος όνυχας στάζει από το ταβάνι στο ξυλοπάτωμα και φτιάχνει λίμνη. Στη λίμνη βλέπω το πρόσωπο του πλάσματος με κάθε λεπτομέρεια. Βλέπω ακόμα και πίσω από τη μάσκα. Ο πατέρας του πατέρα μου ο Ε. Λ. ήξερε πολλά γι'αυτές τις δοξασίες και διηγιόταν. Τη φιγούρα την ταΐζει ο πόνος μου. Βρίσκει δυστυχισμένους και αγκιστρώνεται πάνω τους σαν βδέλλα και πίνει το δυστυχισμένο αίμα τους. Ο δυστυχής δε μπορεί ποτέ να δει τι τον έχει τσακίσει. Είναι η φύση της κατάρας τέτοια. Αλλά εγώ τη βλέπω και όταν τη βλέπεις σημαίνει πως μπορείς να την ξεφορτωθείς με κοφτερό μαχαίρι. Στο στρόγγυλο τραπεζάκι δίπλα μου στέκεται το Τίφφανυς λαμπατέρ, τα γυαλιά μου, το πολύμπριζο και ένα ασημένιο μαχαιράκι. Βολική σκηνοθεσία, ε; Τι δουλειά έχει το μαχαιράκι στο υπνοδωμάτιο; Μη χρονοτριβείς με φιλοσοφίες. Τεντώνω το χέρι να πιάσω το εργαλείο, μόλις αγγίζω το κρύο μέταλλο με διαπερνά μια αίσθηση σαν να έχω δαγκώσει πάγο, τα δάχτυλά μου γίνονται λιωμένος όνυχας και χύνονται στο πάτωμα.

-

Η πριγκίπισσα της κοιλάδας της Ρεντίνας - μέρος Α'

Ένα παιδί έκλαιγε μες στη νύχτα. Δεν ήταν εφιάλτης, δεν κοιμόταν. Ήταν όραμα. Ήλιος που ξέβαφε τα πάντα. Μια γυναίκα το κυνηγούσε καβάλα σε ένα καστανό άλογο. Αίμα ανέμιζε σαν κάπα απ'τα μεριά του. Η γυναίκα ήταν γυμνή, το άλογο ασέλωτο.

Ένα παλικαράκι ίδρωνε μες στη νύχτα. Εφιάλτης και μέσα στον εφιάλτη το όραμα. Η γυναίκα είχε ένα βυζί μικρό κι ένα μεγάλο, σαν απατεώνισσα Αμαζόνα. Τα μαλλιά της είχαν πιαστεί στο στόμα της απ'τον αέρα και τα δόντια της έλαμπαν ανάμεσα στις τρίχες.

Ένας άντρας άγρυπνος. Ολόγιομο φεγγάρι, εκείνες οι χτυκιάρες νύχτες.

Η κοιλάδα αρπάζει μια γυναίκα απ'τα σωθικά. Ένα παιδί γεννιέται με οξύ τοκετό ανάμεσα στη λίμνη και στη θάλασσα. Οι γονείς του το κάνουνε δέμα και το στέλνουνε στο Σπαλτ. Όμως τα δάχτυλα της γης είναι μακριά και τα νύχια βαθιά μπηγμένα. Το παιδί ανήκει στην κοιλάδα.

Βλέπει τα αμπέλια πρώτη φορά εφτά χρόνια μετά. Το αίμα και το χώμα σε αρμονικές, δεν υπάρχει αμφιβολία. Το παιδί έχει μια κρυφή αναπηρία: δεν ξέρει να διαβάζει. Το εξετάζουν ειδικοί, άλλοι λένε εγγενής ατέλεια, άλλοι λένε πολιτισμικός διχασμός. Το παιδί είναι της φύσης, δεν παίρνει τα γράμματα. Γροθιά στο στομάχι, οι γονείς και οι δυο σπουδαγμένοι, και το παιδί να μην τους φτάσει. Απ'την άλλη, η γη θέλει εργάτες, και το κόμμα ευλογεί. Η μάνα το έχει άχτι, πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα, αλλά όχι το δικό της το παιδί. Τρύγος και αποσταχτήρια, τα άλογα, ο ήλιος που τα ξεβάφει όλα, και τα φύκια του Στρυμονικού, το παιδί θα μείνει στο χωριό, ο πατέρας χτυπάει το χέρι στο τραπέζι από αγανάκτηση και κερατώνει τη μάνα με τις ξένες, το παιδί είναι βαριά δυσλεξικό.

Κάπου στα δεκατρία και κουρεμένο όπως όπως πηδάει το φράχτη απέναντι απ'το σπίτι. Οι πατεράδες στα τσίπουρα, οι μανάδες πίσω στρώνουνε τραπέζι. Καθαρά Δευτέρα γαρ. Ο πατέρας της στουπί. Η φοραδίτσα βόσκει αμέριμνα, το παιδί τη λύνει, την καβαλάει ασέλωτη και της αστράφτει μια στο καπούλι που ακούγεται σαν κρότος. Οι άντρες λαρυγγίζουνε και θυμίζουν χιμπατζήδες. Είναι αργά, απέταλες οπλές καλπάζουνε στο δρόμο, μην τις είδατε και παίρνουν την ανηφόρα, οι λιγότερο σουρωμένοι βάζουν να τρέξουν, πού, το παιδί και η φοραδίτσα είναι καπνός*. Ο πατέρας βάζει μπρος το ξώφτερνο, μια ντουζίνα άντρες ανεβαίνουν αιμοδιψείς στο Αγνάντι και το παιδί τρώει δυο σκαμπίλια που αφήνουνε χεριές που φαίνονται ώρες μετά.

Ένας άντρας άγρυπνος, ολόγιομο φεγγάρι, αυτές οι χτυκιάρες νύχτες. Θυμάμαι, θυμάμαι πολύ καλά. Ήμουν εκεί, με μάτια σαν χριστόψαρου, το όραμα, ο εφιάλτης, ήταν αληθινά.

Η πριγκίπισσα της κοιλάδας της Ρεντίνας με σάρκα και οστά, το αίμα και το χώμα, μια λαϊκή δοξασία, μια χούφτα γιαροσίτης, ένα παιδί και ο χείμαρρος του χρόνου. Η πριγκίπισσα της κοιλάδας της Ρεντίνας, εισπνοή κι εκπνοή, προσωρινή και διάττουσα σαν κύμα, θνητή όπως κάθε άλλη, κι όμως, το δαιμόνιο, ο χρησμός, τα σκοτεινά και φωτεινά απ'τον ήλιο που παίζει ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων, το μυστικό της δροσιάς του Ρήχιου, η οργή της μοναξιάς, οι σιωπηλές γωνίες του Σταυρού, το όπλο του Θεού να σε σημαδεύει στο κούτελο: αυτό θα πει είναι γραφτό.


*Γι'αυτό έχω ξαναγράψει κι εδώ