...καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.
Ο Κνουτ δεν κοίταξε ποτέ τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ποτέ δεν αναλογίστηκε πώς στην ευχή ήταν έτσι, καμπούρης, κουτσός, αλλήθωρος, με το κρέας στον αριστερό κρόταφο και στο ζυγωματικό λιωμένο από κάποια προηγούμενη λοίμωξη των μαλακών μορίων, με τη μύξα να τρέχει σαν κλωστές, με το βλέφαρο γυρισμένο μέσα έξω επειδή το ελαστικό πετσί είχε αντικατασταθεί από ανένδοτη ουλή. Δεν τον είχε απασχολήσει ποτέ πώς είχε καταντήσει έτσι, κατουρημένος και στεγνωμένος και ξανακατουρημένος στα λιγδερά του ρούχα που είχε να αλλάξει τουλάχιστον από τετραετίας, δεν έπαιρνε καν πρέφα πως μύριζε σαν ψοφίμι μαριναρισμένο σε φτηνό κρασί. Δεν τον είχε ανακόψει η φτώχεια της αγροτικής του οικογένειας, η μισοτελειωμένη του τεχνική σχολή, η αποτυχία του στις εξετάσεις του διπλώματος οδήγησης, η χρόνια ανεργία του, η καθολική του αδεξιότητα, τα χρέη του, η μίζερη σκουπιδοζωή του. Τέτοιες ασημαντότητες δεν απασχολούσαν τον Κνουτ. Τον διασκέδαζε να λέει μαλακισμένα αστειάκια του τύπου δώσ'της μια στον πισινό από μένα, χα χα χα, και πού να σε τρώει ο κώλος σου και να μη φτάνεις να τον ξύσεις, του άρεζε να πίνει φτηνά και να καπνίζει φτηνά. Γκάστρωσε την αγελαδινή γυναίκα του που πιστεύει πως ο άνθρωπος δεν πάτησε ποτέ στο φεγγάρι αλλά ήταν ένα θεατράκι που σκηνοθέτησαν κάποιοι για ακατανόητους λόγους. Τη γκάστρωσε τέσσερεις συναπτές φορές και αυτή ξεπέταξε τέσσερεις διαδόχους, δυο λιγνούς και δυο χοντρούς, ισάξιους της γοητείας του Κνουτ, τον έναν χειρότερον από τον άλλον, με τα σκατένια γονίδια του Κνουτ και τα λιαλιαδιασμένα ποντικίσια μαλλιά της μάνας τους. Κνουτ, ηλίθιε χιμπατζή, δε βλέπεις πώς είσαι; Δε βλέπεις πώς η ύπαρξή σου ευλογεί τον κόσμο;