© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Cheap

The only life that ain't cheap is the rich man's life
or so it says on the bottle
yet when it goes, see
cheap as all else

hand in hand from death to death
our bras de fer of fear
days to come and days gone by
we know where we're headed

oh we know
we're cheap as dirt

and so are you

The devil's got a grip on me

We close our eyes, wait for the night to come. It just takes time. This boy is why we've come from far away, but who saves whose life? Day after day, skin burned in deadly heat - a fractional piece. Night after night, it becomes clear to me that I'm wasting time. We've tried and we're tired, but there's still much to be done. Let's not lose sight. 3:00 AM comes, he calls them to their knees and I pray we're right.

Gregor Samsa


Στη φόρα 8

Πάνω που πάει να με πάρει ο ύπνος χτυπάει το κωλοτηλέφωνο και κάθε φορά η καρδιά μου δίνει μια ριπή μαρμαρυγής, όλα μαυρίζουν, η ακοή μου σβήνει, περιμένω υπομονετικά, και έπειτα σαν η βιντεοκασέτα να ξαναπαίζει, το λευκό φως επιστρέφει, το κωλοτηλέφωνο χτυπάει, απλώνω το χέρι, απαντώ, και ούτω καθ'εξής ώσπου έχω παραπάνω από εμπεδώσει το βασανιστήριο και μπορώ να μετανιώσω για τα πάντα, ακόμα και για όσα δεν έχω κάνει καν.

Βρίζω μια άρτι ορκισμένη πρώτη γραμμή που με ξυπνάει 0145 για να με ρωτήσει μια μαλακία, ξέρω δεν πρέπει να τη βρίσω, θα το θυμάται για χρόνια, αλλά ανάθεμά το, και ξανακοιμάμαι τάχιστα με το τηλέφωνο δίπλα στο μάγουλο. 

Όταν ξυπνάω έχει βγει ο ήλιος, οι κουρτίνες είναι ανοιγμένες πέρα πέρα, το αναρριχώμενο φυτό στις παρυφές των τζαμιών κάνει το φως να πεταρίζει, κάθομαι στην πολυθρόνα, εμπρός μου το ασορτί σκαμπώ και είμαι σκυμμένος εμπρός και πάνω στο σκαμπώ διαβάζω το ίδιο εθνολόγιο που διάβαζα παιδί, όταν φτάνω στο τέλος της σελίδας κάνω να γυρίσω και αντί για το εφημεριδόχαρτο πιάνω ένα χέρι, το οποίο περιστρέφεται μερικώς, και πάνω του είναι σκαλισμένο το εξώφυλλο του εθνολογίου. Με διαπερνάει ένας κρύος ιδρώτας, εκεί ακριβώς πάνω από την οσφύ, ξέρω το χέρι, φυσικά. Η φωνή είναι παρήγορη όπως πάντα, Θέλεις να διαβάσεις, ε; Πολύ μ'αρέσει να σε βλέπω να διαβάζεις, είναι αστείο που κοιτάς το βιβλίο υπό γωνία λες και σε τυφλώνει. -Αφού ξέρεις πως δεν έχω γερά μάτια. -Νωρίς για τέτοια, νωρίς. -Ο πατέρας μου χειρουργήθηκε για καταρράχτη στα 35. -Το θυμάμαι. Έλα, γύρνα το χέρι, αφού δε βλέπεις. Όντως δε βλέπω, ο ήλιος πέφτει στις σελίδες και τις κάνει πολύ φωτεινές και οι χαρακτήρες δεν ξεχωρίζουν πια, προσπαθώ να γυρίσω το χέρι αλλά δε μπορεί να περιστραφεί αρκετά ώστε να βλέπω, ψηλαφώ και ψηλαφώ το αντιβράχιο, τις τρίχες, το δέρμα, τα αόρατα αγγεία, και χωρίς να βλέπω, βλέπω την επιθυμία απέναντί μου, τώρα ξέρω πως δεν έχω ξυπνήσει, βλέπω το παιχνιδιάρικο χαμόγελο, ακούω τη φωνή, αλλά το εθνολόγιο άφαντο, το δωμάτιο χωρίς όρια, με την περιφέρεια να λιώνει σαν καμένη πόλαροηντ. -Δεν είσαι εδώ. -Είμαι εδώ, ακριβώς εδώ. Το χέρι χτυπάει το στήθος, μια υπέροχη αίσθηση και μια ανησυχία, φυσικά, όλα είναι σκηνοθετημένα από την πεμπτουσία μου.

Όταν ξυπνάω είναι ακόμα σκοτεινά, φοράω ακόμα τη στολή, έχω ακόμα αλλεργία από το χαρχαλολάστιχο, τα χάπια μου έχουν πέσει από την τσέπη, το τηλέφωνο παρακεί, δεν υπάρχει εθνολόγιο, τα μόνα χέρια τα δικά μου, το στόμα μου είναι μια πληγή, έχω πονοκέφαλο, αν κοιταχτώ στον καθρέφτη θα'χω μαλλιά σαν χιόνι, δεν αξίζει τον κόπο αυτή η τρέλα

(-Δεν αξίζει τον κόπο αυτή η τρέλα. 
-Εντάξει, αυτός είμαι εγώ, τελείως ήρεμος. Τίποτα δε με αγγίζει, όλα γλιστράνε γύρω μου, είμαι γρασαρισμένος, είμαι γυμνοσάλιαγκας σε ένα βαρέλι μύξα, είμαι φρικαλέα ευάλωτος και φρικαλέα ανήμπορος. Στα μάτια του που είναι σαν ουρανός το καλοκαίρι σπεύδουν δάκρυα.
-Τι εντάξει;
-Μόλις είπες-
-Δεν το εννοούσα γαμώ το κέρατό μου. Δε μπορείς να πεις κάτι σωστό;
-Έχω σάντουητς με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα στο τάπερ. Μαρμελάδα σμέουρο.
Η κατάσταση είναι σοβαρή. Η Σουκριγιέ ακόμα δεν έχει ιδέα.)

αλλά είναι τα λεφτά στη μέση, και το καθήκον, και αυτό το χρέος που έχω στον Ασκληπιό, γιατί χωρίς αυτά τα γυμνάσια δε θα είχα βάλει το Μπυλάου, ίσως το είχε κάνει κάποιος άλλος, ίσως και να μην είχε προλάβει κανείς, ποιος ξέρει, η Σίσσι είπε πριν λήξει την τελευταία μας συνεδρία πως η σχέση αυτή περιπλέκεται από στοιχεία εξουσίας, -Μα αυτό ήρθε μετά. -Αυτό σου έδωσε μυθικές διαστάσεις στο νου του. -Ωραία. -Μιλάς εσύ ή ο εγωισμός σου; και σώπασα, γιατί δεν είχα κουράγιο να της πω πως εκείνο το επεισόδιο με στοιχειώνει, με πληγώνει, με τρομοκρατεί, με κάνει τόσο μικροσκοπικό, και όταν κατά λάθος ακουμπήσω τη μικρή ουλή πάντα τραβάω το χέρι μου σα να με χτυπάει ρεύμα, αλλά είναι εντυπωμένη στο μυαλό μου σαν σιδερόσταμπα σε μπούτι αγελάδας, η δουλειά με έχει τσαλακώσει με τρόπους που δε χωράνε σε καμία συνεδρία, η Σίσσι δε μπορεί να καταλάβει. -Δεν έχεις ιδέα για αυτή τη σχέση. -Σε θυμώνει η τοποθέτησή μου; Γιατί; 

144 ώρες βάζω αυτή τη βδομάδα, έχουν μείνει 7,5, είμαι κομμάτια, η αϋπνία κάνει τις σκέψεις να μου οργώνουν το κεφάλι, οι κοντοί ύπνοι είναι γεμάτοι όνειρα, και μετά τις πρώτες δυο τρεις μέρες τα όνειρα και η πραγματικότητα αρχίζουν να μοιάζουν ύποπτα μεταξύ τους, τώρα θα πέσω να κοιμηθώ αλλιώς θα μου στρίψει, και αύριο θα φορέσω το γκρι πουκάμισο και θα συναντηθούμε για πρωινό στο φούρνο BRØD που σημαίνει ψωμί και θα πάρω βιεννέζικο κρουασάν και ίσως να κάνει και καλό καιρό και θα γυρίσουμε να κοιμηθούμε στον καναπέ και η μέρα θα κρατήσει για πάντα.

Υποτροπή στο χαντάκι

Όταν είσαι στις καλές σου είσαι υπέροχος. Όταν δεν έχεις κέφια... ο θεός να με φυλάει. 

Γράφω συνταγές και σηκώνω τηλέφωνα στο γραφειάκι δίπλα στο τριπλό παράθυρο. Έχω το μεσαίο ανοιχτό και η αύρα με κρυώνει στο λαιμό. Διεξέρχομαι τη ντάνα με τα κωλόχαρτα, η προϊσταμένη χτυπάει το καμπανάκι για το βραδυνό, οι συνάδερφοι ανασύρουν τα γιαουρτάκια και τα καροτάκια από τα κοινόχρηστα ψυγεία, αυτοί που έχουν περάσει μερικά εμφράγματα κατεβαίνουν στην καντίνα, πέφτει ησυχία. Από το παράθυρο με κυκλώνει ο βόμβος του εξαερισμού του διπλανού κτιρίου της ογκολογικής. Βλέπω και δε βλέπω μια κεφαλή καρφίτσας ένα μικρό σκότωμα του Schrödinger στα δεξιά του οπτικού μου πεδίου, μικροαιμορραγίες, μικρό σκότωμα, μικρό το κακό. Σηκώνομαι να ξεμουδιάσω, στηρίζομαι στο λερό περβάζι το περασμένο με λαδομπογιά, βγάζω το κεφάλι έξω. Δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμα. Οι μέρες μεγαλώνουν αλλά εμένα μου φαίνεται πως σκοτεινιάζουν όλα όλη την ώρα. Βλέπω το δέντρο από πάνω, βλέπω τις στέγες, τους σουλήνες του εξαερισμού, βλέπω πάλι το δέντρο, τις ρίζες που έχουν ξεκουνήσει τις πλάκες του πεζοδρομίου, μένουν σαφείς οι πλάκες του πεζοδρομίου, ακριβώς κάτω από το παράθυρο είναι η σκάλα της εισόδου, με τα κάγκελα του προπερασμένου αιώνα, οι πλάκες του πεζοδρομίου, η σκάλα της εισόδου, τα κάγκελα. Σκέφτομαι κάτι που δεν πρέπει, σε βλέπω με εκείνη την αποδοκιμασία σε όλη σου τη μούρη, αλλά το σκέφτομαι, και η διπλοβρακωμένη μάσκα ρουφάει μερικά μικρά δάκρυα, μικρή απελπισία, μικρό το κακό.

Η αλκώλα του θαλάμου 30 τα τίναξε αφού πέρασα όλη νύχτα να μεθοδεύω γιατροσόφια για τη θεραπεία της αναπνευστικής ανεπάρκειας. 48 + 6 ώρες στη γραμμή παραγωγής υγείας και πτωμάτων. Με πήρε ο ύπνος στη συνάντηση για τις ανοσοθεραπείες, ο Νορβηγός που δε χωνεύει τους μελαμψούς με σκούντηξε στον ώμο, ξύπνησα βιαίως, Εδώ συζητάμε για ανοσοθεραπεία, όχι για υπνοθεραπεία, η διευθύντρια, -Είμαι με δυο 24ωρες σερί. (πολύ ενοχλημένος) -Ε σιγά, όπως είναι τα Σαββατοκύριακα. Σιγά το πράγμα. Δεν είναι σωστό να ρίξεις φούσκο στη διευθύντρια, μην είσαι χωριάτης, είναι PhD MPH, έχει γράμματα και πτυχία, εσύ τι έχεις, τ'αρχίδια σου στριμμένα και τις υπερωρίες σου αγγούρι στην κωλότρυπα, γι'αυτό δουλεύεις εσύ τις δυο και τρεις 24ωρες σερί, ναι, και τα Σαββατοκύριακα, και όχι η διευθύντρια, χωριάτη ε χωριάτη.

Η ανατομία έχει χάσει κάθε ίχνος μυστηρίου πια, αλλά ακόμα αναλογίζομαι με δέος τα άπατα της δυστυχίας που μπορεί να χωρέσει ένα σώμα, μερικές φορές η μούργα είναι τόσο πυκνή και το πηγάδι τόσο βαθύ που εντυπωσιάζομαι για λίγο πριν επιστρέψω στο εργόχειρο της μελαγχολίας. Δεν καταλαβαίνω γιατί, μετά από τόσα χρόνια, σε διαλύει ακόμα έτσι αυτή η φοβερή μου δεξιότητα, σου είχα πει όταν καπνίζαμε πίσω από το κοτέτσι της μάνας σου Ich bin ein schwarzes Loch, σ'το είχα πει όταν με έβλεπες με λαμπερά μάτια το καλοκαίρι στην Ολυμπιάδα, κι όταν μου καθάριζες το αίμα από το κούτελο στα πλακάκια του κουζινέτου στον Εύοσμο, κι όταν μάζευες τα σπασμένα δίπλα στην παλιά πόρτα, και ένα σωρό άλλες φορές που δε θυμάμαι, το λέω συχνά και γελώντας για αστειάκι, αλλά πάντα κάνεις πως δεν το ακούς και η συνέπεια απευθείας από το δικό σου στόμα: Όταν είσαι στις καλές σου είσαι υπέροχος. Όταν δεν έχεις κέφια... ο θεός να με φυλάει. Ο θεός δε σε φυλάει, σε γράφει στ'αρχίδια του, γι'αυτό σε καταπίνει η μαύρη τρύπα και είσαι λες και κάποιος σου έχει στραγγίξει όλο το αίμα, εντάξει, ίσως και να ξέρω ποιος καριόλης σου ξηγιέται έτσι, δεν είμαι σίγουρος, αλλά ίσως. Και άμα τον πιάσω στα χέρια μου θα - σε σκεφτώ και θα του στρώσω τα μαλλιά αντί να τον τουλουμιάσω. Ίσως.