Μη μου λες πόσο μοναδικοί είμαστε εγώ εσύ αυτός και όλοι οι άλλοι το μόνο που μου λείπει είναι μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια να εδώ μπαμ σε περίμενα να μου πεις πού στην ευχή να πάω από δω και πέρα αντ'αυτού πήρα τ'αρχίδια μου με δεμένα μάτια, μου είπες Περπάτα και μέσα στο σκοτάδι και τη φασαρία άκουγα το ρυθμικό σου βήμα στο αφράτο δασοπάτωμα με τα φύλλα και τις λάσπες και τα βρύα
οι μέρες είναι άσπρες πράσινες και μπλε κάθε πρωί ανεβαίνω από την κεντρική είσοδο πέρα από τη γαστρεντερολογική και πάνω και μόλις ανοίγει η συρόμενη τζαμόπορτα με χτυπάει κατακούτελα η μπόχα της κλινικής και τα κόκκαλά μου λιώνουν και κάθε πρωί κάτι απροσδιόριστο με σπρώχνει έτσι πουρέ να συνεχίσω ενημέρωση ανάληψη καθηκόντων γάντι μάσκα και ποδιά σήμερα το θέμα της ημέρας ήταν η Γροιλανδέζα δυο χρόνια μικρότερή μου που έχει έναν πήχη δυο δάχτυλα φαρδύ και εξαϋλώνεται σταδιακά δε μπορεί ούτε το κινητό της να σηκώσει πια καραφλή με μόνιμα τρομαγμένα μάτια και ο χοντρός της σύζυγος και κάπου παρά κεί κι ένα μικρό παιδί όπως συνήθως για να ολοκληρώνεται η σκηνή του δράματος μη συννεφιάζουμε και τζάμπα
προχτές στην ουρά της εφημερίας με πήρε ο σφίχτης απ΄τη μονάδα που μια ασθενής μου κρεμάστηκε και πήγα και ήταν όντως κρεμασμένη από το τσουνί του οξυγόνου στο ντουβάρι και η μούρη ήταν τουμπανιασμένη και όλοι κοιτούσαν παγωμένοι ώσπου να πάρω την πολιτί ώσπου να'ρθουν να την ξεκρεμάσουμε παρέα ο ξανθός μπάτσος κι εγώ με τα κεφάλια μας ν'ακουμπάνε αυτός χωρίς γάντια εγώ με και μετά όταν ο τραυματιοφορέας έσυρε το πτώμα με τα ροδούλια στο νεκροθάλαμο παίχτηκε ένας φωνακλάδικος καυγάς εμπρός μου που η νοσοκόμα της μονάδας είχε αφήσει το πόστο της για δέκα λεπτά να προλάβει μπάγκελ με πουλί από το κυλικείο και τηλέφωνο στο διευθυντή του αναισθησιολογικού και τηλέφωνο στη διευθύντριά μου για να τα βρούνε μεταξύ τους να ξέρουνε και τι θα πούνε αν οι συγγενείς ψάξουν να ρωτήσουν τι και πώς έγραψα το πρώτο θανατόχαρτο με το ρίγκορ - λιβόρες, για την αιτία θανάτου δεν είχα δικαιοδοσία να μιλήσω, θα την έδινε ο ιατροδικαστής το επόμενο πρωί
η μούρη του κρεμασμένου είναι σαν παραβρασμένο λουκάνικο η γλώσσα γίνεται μπλαβί μπαλόνι και προέχει σαν κρετίνου τα μάτια καρβουνότρυπες
η μούρη του κρεμασμένου
η μούρη του κρεμασμένου
η μπόχα της κλινικής κάθε πρωί
ο πήχης δυο δάχτυλα φαρδύς
στολή στολή στολή
περνάω τρέχοντας απέναντι με τα βρώμικα υπό μάλης βρέχει και βρέχονται τα βυζιά μου είμαι με το πολιτικό παντελόνι και τα σαμπώ και μια μπλε μάσκα από τη ντάνα μπαίνω από την πίσω πόρτα της πνευμονολογικής κατεβαίνω τη στενή σκάλα πόρτα μικρό χωλ δεύτερη πόρτα κάρτα κωδικός και είμαι στο διάδρομο της ιματιοθήκης ρίχνω τα βρώμικα στο καρότσι και στρίβω στην ιματιοθήκη δύο εκεί συναντιέμαι με τον Άλμπερτ κατόπιν συνεννόησης παίρνει πράσινα παίρνω μπλε Τι μας κάνεις μόστρα που είσαι λεπτός; και μου ρίχνει μια τσιμπιά στο δεξιό λαγόνιο και του σηκώνω τη μπλούζα και του κάνω κλαστικό στοματοτρομπόνι περιομφαλικά τα ράφια με τα καθαρά σκοτώνουν την ακουστική και τα γέλια είναι πηχτά μες στην υπόγα το πρώτο φως της μέρας από τους φεγγίτες και τα φύλλα των θάμνων που πηγαίνουν πέρα δώθε απ'τη βροχή και τον αέρα μάτια τόσο τρυφερά καθρεφτίζονται στους αμφιβληστροειδείς και φωτογραφίζονται στον κώλο του μυαλού μου μάτια τόσο φωτεινά ναι καριόλα Μήε σκάσε μύτη δε δίνω μόνο την κρεμ μπρουλέ μου στον Άλμπερτ αλλά και άλλα πράγματα πολύ πιο σκανδαλώδη πήρες τη λάθος σύζυγο τηλέφωνο γιατί η δυναμική Ευρωπαία Τουρκάλα του Άλμπερτ θα πέθαινε από στεναχώρια αν τον άκουγε να μου λέει Άσε με να σ'αγαπήσω, ενώ τη χωριάτα Ελληνίδα μου την ακούω ήδη να λέει μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω και το τσακ του τσακμακιού, είναι έξυπνη επιχειρηματική κίνηση όπως και να το κάνουμε, ρευματολόγος μαζεύει τους αρθριτικούς και ορθοπεδικός τους κάνει σακατορόμποκοπ, όπως γυναικολόγος και παιδίατρος, όπως ογκολόγος και ψυχίατρος, από την παραγωγή στην κατανάλωση, οι σωστές αδυναμίες κυνηγάνε συμφέροντα, το γράφω μισοχαμογελώντας και δεν το εννοώ, το σύμπαν θρύψαλα που απλώνονται σαν πυροτέχνημα και αρπαζόμαστε απελπισμένοι ο ένας απ'τον άλλον κι έπειτα χανόμαστε για πάντα
πρρρρρρρ πρρρρμπρμπρρρτς
οι φεγγίτες και τα φύλλα
μάτια τόσο τρυφερά
Άσε με να σ'αγαπήσω
το τσακ του τσακμακιού
το τσακ του τσακμακιού
κι έτσι δεν πάω ούτε πίσω ούτε μπρος και όταν κάμπτεται το ηθικό σηκώνεται η πούτσα και όλα παίρνουν το δρόμο τους και αρπαζόμαστε απελπισμένοι καθώς χανόμαστε για πάντα, μια ισόβια πτώση, το ταξίδι στο σκοτάδι, καμιά αρπαγή δεν έχει όμοιά της ακόμα και με δεμένα μάτια βλέπω τα ίδια πρόσωπα μη μου λες πόσο μοναδικοί είμαστε το έχω εμπεδώσει, είμαστε και δεν είμαστε.