Χολή στο μωσαϊκό αίμα στη χωρίστρα η αράχνη κόβει τη σταθερή της βόλτα από τη μαλαστούπα στο χωλ όπως κάθε βράδυ την ώρα που οι δίκαιοι κοιμούνται οι άδικοι πληρώνουν μυστικός λαιμός και οι πετέχειες γύρω από τα μάτια σβήνουν γρήγορα και δε μας μυρίζεται κανείς, η ανελέητη λαβή του παντογνώστη, αυτοκαταστροφή και ετεροεπισκευή, πόσες φορές το ράβε ξήλωνε, ποιος κρατάει λογαριασμό; Πάνε εκείνες οι μέρες που ξάπλωνα δίπλα στη Χαμένη στα όνειρά της και της έλεγα σκότωσέ με για λίγο, και έλεγε ούτε για μια στιγμή, οίκτος, ο οίκτος δεν υπάρχει πια, τώρα έχω βαφτιστεί στα ευλογημένα σκατά της Ανάνηψης και είμαι στο έλεος του Θεού, η ενηλικίωση έρχεται όταν παύει να σε προστατεύει η μάνα σου και αναλαμβάνει ο Θεός, κοινό μυστικό πως όταν αναλαμβάνει ο Θεός είσαι τελειωμένος
δάχτυλα που ψαύουν έμπειρα πριν την ώρα τους περιτονίες και οπισθοπεριτόναια, δάχτυλα με μάτια, δάχτυλα τυφλού, τρεις θέσεις, άταστο παλούκι, πρώτη εκατέρωθεν σφυγμός, δεύτερη καρωτιδικά σωμάτια, τρίτη και με βρίσκουν τα φωσφήνια και κατόπιν το σκοτάδι, από το βάθος του διαδρόμου έρχεται μια μουσική τα πρίμα πνίγονται στην ηχώ τους και το μόνο που φτάνει σαφές είναι το κοντραμπάσο, οι χαλαρές χοντρές χορδές και τα σκληρά χέρια της Μαργκερίτ και το τατουάζ κλειδί του φα και ο Τζακ και η φασολιά στον ταρσό όλα αναμενόμενα όλα τόσο ταιριαστά
λοιπόν μικρή μου Ναυσικά, όλοι παίζουμε την ίδια σονατίνα, ο καθένας στ'όργανό του, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά ξεπετσιασμένοι, φυλακισμένοι στα κρανία μας, ρώτα και τη Μαργκερίτ, τις νύχτες περνούσε στη ζούλα ο πατριός της και της χούφτωνε τα μπούτια, όταν στο εκμυστηρεύτηκε πήγες και του 'σκισες τα λάστιχα της Μπέμπας, δεκαπέντε χρονών παιδιά, και τ'άλλαξε απορημένος, και τα ξανάσκισες, και νόμιζε πως έφταιγε που ήταν Δαπίτης και δεν τον χώνευαν οι φίλοι της μάνας της Μαργκερίτ που ήταν Κνίτες, και τους κερνούσε στο μπαρ Ε. για να τους καλοπιάσει, στην τρίτη φορά έβαλε κάμερα στην πυλωτή και πήγες στην εταιρεία και πέρασες της Μπέμπας μερικές χεριές χαρακιές ψωλαρχίδια που τις κουβαλούσε ώσπου την πούλησε, και τότε που η Μαργκερίτ έκλαιγε πριν τις εξετάσεις των θεωρητικών της σκούπιζες τα δάκρυα με τον τσαλακωμένο Καλομοίρη, και εκείνο το αργό καλοκαίρι έξω από το Μέγαρο στην πίσω του μεριά, ο Θερμαϊκός ομίχλα βρωμερή και ντουμάνι από κουνούπια, η Μαργκερίτ με κολλητό παντελόνι έτοιμο να εκραγεί και άσπρη πουκαμίσα, επαγγελματίας πια, τσιγαράκι πέρα δώθε μεταξύ σας, της έλεγες πως ο κώλος της είναι πεπονάτος και αυτή τον χάιδευε και έλεγε αλήθεια τώρα ρε;, εγώ στεκόμουν δίπλα στο θάμνο και τα μαλλιά μου γέμιζαν θαμνομπαμπαλάκια, και σας έβλεπα πίσω από τον καπνό της Αμφοράς, όταν πέρασε ο τρομπέτας που ήταν μέγας γκόμενος η Μαργκερίτ σου έδωσε μια αγκωνιά και γελούσατε με νόημα σαν πορνόγριες, πάντα ήταν εξωτικό, η Μαργκερίτ κι εσύ στις συναυλίες τις σινιέ, αυτή χυμώδης κυρία ονειροπόλα με χαραδροντεκολτέδες και Σκόρπιονς και πέτσινο βρακί και τα μυστικά της επαρχίας, εσύ Σιλκάτ και Κερομύτης και μετά τα τσίπουρα ξερνώντας στο παρτέρι στην Ολύμπου να ουρλιάζεις στις δυο τα ξημερώματα Θα είμαι το συκώτι, θα καθαρίζω για σένα!
αλλά τι, δε μπορούνε οι πληβείοι να είναι σοφιστικέ;
Αυτά σκέφτομαι που λες χαράματα στο μπάνιο όρθιος και ακίνητος σαν άγαλμα, ο ίλιγγος με χορεύει απ'τα μέσα προς τα έξω, μια τιμή για κάθε σφάλμα, όλα θολά θαμμένα στο κλιπάρισμα και στη λο-φάη φασαρία, θνητοί και οι αθάνατες τιμωρίες μας και Προμηθέας Δεσμώτης και η μόνη ευκρίνεια που θα βρω ποτέ είναι κάπου στους απλωμένους αρπισμούς της Μαργκερίτ που διαπερνάνε τα ντουβάρια και τη λάσπη και τα σκατοβουνά.