© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

When you live a long way out, you make your own fun

Κάθε απόγεμα κάθομαι στο γραφείο, κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, πίσω από την ψευτοσίτα που φυσιέται σα σκισμένο πανί ιστιοφόρου, και βάζω καθολικούς κανόνες να παίζουν δυνατά. Η καρέκλα μου είναι η φτηνότερη που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη της ευμάρειας, αναρωτιέμαι σε τι επενδύθηκε η διαφορά. Στο ντουβάρι που είναι βαμμένο με κάτουρο αραιό ξεκουράζονται σιφωνόμυγες και κουνούπια τρισδιάστατη ταπετσαρία. Η σκοτώστρα κρέμεται από ένα καρφί πάνω από το διακόπτη των φωτιστικών, αλλά έχω παραιτηθεί απ'το κυνήγι. Είμαι ήδη γελοία ηλιοκαμένος και τσιμπημένος σε όση σάρκα περισσεύει από τα ρούχα που δεν έχω πλύνει από τα μέσα του Μαΐου.

Μερικές φορές ο τεμπέλης γιος του προέδρου της κοινότητας έρχεται με το δεξιοτίμονο βαν, παρκάρει πάνω στο δρόμο και ψαχουλεύει στην πετρόχτιστη αποθήκη που είναι απέναντι από το παράθυρό μου. Η γυναίκα του καπνίζει κρακ ή κάποια άλλη αμερικανόφερτη μαλακία και είναι σαν ισχνό ρακούν που δύσκολα το ξεχωρίζεις από τις σκουπιδοσακούλες. Έχουν παντρευτεί και οι δυο τους δυο φορές κι έχουν αθροίσει δέκα ή δώδεκα παιδιά. Είναι πρώτα ξαδέρφια. Τις πρώτες μέρες όταν άκουγα βήματα στα χόρτα έκλεινα τους ψαλμούς και έσκυβα το κεφάλι για να μη με βλέπει απ'έξω ο γιος του προέδρου. Αλλά μόλις αναλογίστηκα πόσες νύχτες θα περάσω με τη μούρη χωμένη στα κωλομέρια του χωριού, παραιτήθηκα και από τις ντροπές.

Σήμερα μόλις έκλεισα το μαγαζί ακούμπησα τον κώλο στο ξεμπριζωμένο πλυντήριο Άλτους που έχει βουλωμένη τη θυρίδα του μαλαχτικού. Απέναντι είναι ένας θολός καθρέφτης με δυο λάμπες που δεν έχουν παροχή και ένα λαβομάνο που έχει καταθαμπώσει από το υφάρμυρο νερό. Κάπνισα με το παράθυρο κλειστό και την πόρτα κλειδωμένη στο πλυσταριό το ένα επί δύο ώσπου έγινα μέσα ένα με την ομίχλη που μυρίζει καραμέλες. Στον καθρέφτη που έχει κλίση πένθους, έβλεπα τις κλείδες μου σαν σκαλοπατιές να οδηγούν στους ώμους που δεν ομολογούν και με πανικόβαλε η σκέψη πως αυτά ακριβώς είδαν ανάσκελοι ή μπρούμυτοι όσοι έχω αγκαλιάσει. Κωλόκατσα στα άσπρα πλακάκια και μέτρησα πόσες φορές έχω κάνει λάθος. Για να παρηγορηθώ, έπαιξα το πουλί μου και έχυσα στις πέντε παιξιές σα να ήμουν δεκαεφτά, με τη μέση να στέλνει σουβλιές ως την κνήμη για να μην αυταπατώμαι. Μετά θυμήθηκα πως είχα ένα τέταρτο πεπόνι στο ψυγείο.

Το έβγαλα, το έφαγα άκοφτο με τα ζουμιά να τρέχουν στους αγκώνες, στο νεροχύτη, στο πάτωμα, στις παντόφλες, κι έπειτα έπιασα με δάχτυλα που κολλούσαν να ανεβάσω το σώβρακο και το ρουμπινί μήντιουμ Τσάμπηον σωρτς. Η βρύση δεν έσταζε σταγόνα. Έμεινα για λίγο δίπλα στο πλυσταριό, μέσα στο κουζινάκι, σκεφτικός, πασαλειμμένος με δυο ειδών... τελοσπάντων, αυτό είναι σαφές. Όταν ξεμπέρδεψα με την κατάρρευσή μου, άνοιξα το παράθυρο πάνω από το γραφείο, και έβαλα πάλι τους καθολικούς κανόνες.

Φτηνές συγκινήσεις, ακριβές συγκινήσεις T. 1

ΦΤΗΝΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Το σκυλί με τα θλιμμένα μάτια σύμφωνο με το είδος
το σπίτι τα γκρέμια η σκόνη η μεσανατολική
το φυσίγγι στο χώμα η αρκούδα χαλί το αρκουδάκι ακόμα στο βυζί
οι αιωνόβιοι στην πλαγιά που κρεμιούνται ρίζα ρίζα

τα κουφάρια που επιπλέουν και ξεβράζονται
οι βόλτες στις πρωτεύουσες
τα ψάρια που τρώνε τους νεκρούς που τρώνε οι ζωντανοί απ'τα θολά νερά του ποταμού
άστυ, βουνό, πολιτισμός

ο έρωτας που αντέχει σε όλες τις φθορές ραμολιά που πάνε αγκαζέ
οι κόποι του βαθύτατα ακαδημαϊκού η σκόνη της κιμωλίας που έχει παρωχυθεί
η μητέρα που έρχεται σε όλα δεύτερη όπως πρέπει
και πρώτο το παιδί

η ιστορία και τα κυλήσματά της
το κλάμα που σπανίζει
το σάλιο κορδόνι του γιου του μεγαλογιατρού
η προσπάθεια που δεν καρποφορεί

ο τζάνκης που ξαιματώνει στη γαλαρία και όλοι μαζεύονται μπροστά
η γυναίκα που χάνεται ολομόναχη στα ΤΕΠ
.
.
.

το χαμόγελό μου στον καθρέφτη


ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Ένας κόκκος άμμου μες στο μάτι
το είμαι πάντα εδώ για σένα
η Β. Όλγας
o Achtzehnruthengraben

η μυρωδιά της μούχλας στο χωλ της πολυκατοικίας
το αυτοκίνητο του μακαρίτη που ρημάζει στη γωνία
οι επιβεβλημένοι χωρισμοί
τα νιάτα στο ημιυπόγειο

τα ποντίκια στα σκουπίδια
εκείνη η αρθρίτιδα στο γόνυ που σε άφησε κουτσό
όσα δεν έχουν ειπωθεί
όσα δίνει ο τυφλός για να αγοράσει την όρασή του και μια θέα στην ακτή

το παλούκι, το σκοινί
ένα καθαρό ανένδοτο στρώμα στο κρεβάτι
η σωτηρία της ψυχής και του κορμιού
τα ιερά βιβλία

το φιλοδώρημα στο ντελιβερά τις νύχτες που βρέχει, τις νύχτες που δε βρέχει
οι αρμονικές στα πρίμα της κιθάρας
το Mohnkuchen, η τελευταία γουλιά της Jever
το πάτωμα του Ζύθου
.
.
.

όσα ξεχνιούνται κρυφά μέσα στα σπίτια

CFU

Ένας σπιρτόζος στο Μαντούκι στα στενά σταμάτησε το αμάξι και την έκανε χάζι, ε, ναι, όπως έχω ξαναπεί, όταν οι εβραίες είναι όμορφες, είναι αδύνατο να τις αντισταθείς. Πήραμε τη Θεοτόκη απ'την αρχή της στο λιμάνι και περπατήσαμε ως απάνω στο μουσείο των χαρτονομισμάτων. Είχα και λίγη περηφάνια που μας είχε έτσι τύχει να είμαστε συντροφιά. Ο ήλιος έδυε όλο του το φως στην πλάτη, στα μαλλιά της. Φορούσε το τριάντα χρονών φουστάνι, το άσπρο με τα λουλούδια της ασκληπιάδας, το ζωντανό νεότερο από το καύκαλό του. Οι γάμπες της γάλα και μέλι πεύκου, τα οστεώδη δάχτυλα ελεύθερα κι έτοιμα να αρπάξουν, να ξηλώσουν, να δείξουν πως δεν έπρεπε να τη βλέπω με τέτοια μάτια απελπισμένος. Κι εκεί στην ανηφόρα μετά την πλατεία Βραχλιώτη, γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου και κοντοστάθηκε απέναντι στον άντρα με τα αυτιά που έμοιαζαν με μισά από πολύτιμα κογχύλια. 

Φύσηξε νοτιαδάκι μια χεριά και σκόρπισαν τα στολίδια της γιακαράντα σαν βώλοι που φεύγουν από την τσέπη ενός παιδιού. Μια γάτα φαγωμένη από παράσιτο και σημαδεμένη σα λεπρή με κοίταξε με νόημα. Μέσα ήμουν άπνους, άσφυγμος και ψυχρός, έξω έλεγα πως ζούσα ακόμα. Ο άντρας είχε το χέρι το αριστερό ως τον ώμο βουτηγμένο σε μαύρο μελάνι της σουπιάς. Πίσω από τα καλόσχημα αυτιά είχε βαλμένα τα μαλλιά του ίσια και στιλπνά σαν ξύλο καρυδιάς λιωμένο σε χυλό. Ένας άντρας του ντορβά, λίγος και περιττός, όπως είμαστε όλοι εξόν από την ώρα των θανάτων. Σκέφτηκα με θυμό: μια γυναίκα σαν αυτήν άξιζε μόνο στην ισόβια παρθενία. Τα χείλη της δεν ήταν για να φιληθούν από το στόμα του αντρός που τραγουδάει και βρίζει ασθενικά στα ιταλικά, τα στήθη της δεν ήταν για να χαϊδέψουν το αδύνατο ανήλιαγό του στέρνο, ούτε αυτού, ούτε κανενός. Το σκίρτημά της ήταν εκχώρηση, ήταν καμένη γη.

Από την υπόσχεσή του ο άντρας μπορούσε μόνο την πίκρα να τηρήσει, και από το ίδιον των ημερών αυτών, η αδερφή δεν είχε παρά να λησμονήσει. Θα ήταν ο ένατος, ένατος, ένατος προσκυνητής, θα ήταν ο βωμός, ο θύτης, το σφαχτάρι. Ήθελα να μουσκέψω τα βλέφαρά του με τη γλώσσα, να τον πιάσω από τον έναν και τον άλλο κρόταφο και να του στρέψω το κεφάλι στη μεριά της. Εδώ βλέπε. Εδώ, εδώ, σε μένα. Πίσω από την ταυτότητά μου του συλλόγου κρυβόταν ένα αληθινό σκυλί, πίσω από την ψεύτικη εξουσία κρεμόταν μια ουρά ανάμεσα στα σκέλια, ποιος ήταν αυτός που αρνιόταν να ενδώσει, ποιος ήμουν εγώ που ήθελα τόσο να τον μεταπείσω, ποια ήταν η γυναίκα; Και πώς είχε συμβεί και είχαμε γνωριστεί οι τρεις μας μουσούδι με μουσούδι;

Ο άντρας ψηλός, λιγνός και Κερκυραίος, διαλύθηκε σαν δάκρυ μες στο αίμα της μικρής. Το βράδυ τον ζήλεψα, το βράδυ τον ζήλεψα πολύ. Κι εκείνη, γέννημα θρέμμα των ελών, ξάπλωσε στρωματσάδα στο δωμάτιό μου κι έχυσε γι'αυτόν.
Σφιχτά τυλιγμένος με το μάλλινο σαν φάσκια, έκανα το ρίγος μου υπομονή ώσπου να το ξεχάσω.

Το ελάφι ακυνήγητο πάει χαραμισμένο.