Η καρέκλα ήταν η συμπάθειά μου κι ας έσταζε λιωμένη η σάρκα απ'την άκρη δίπλα στο εμπρός δεξί πόδι της τα πόδια της λιγνά ψηλά καταπώς τους πρέπει το φουστάνι φαρδύ κάτω κατακαλόκαιρο μέσα Απρίλη τις νύχτες πέφτει ψύχρα έτσι είθισται στις ηπειρωτικές περιοχές τις νύχτες τα φώτα τα σεινάμενα έχουν δεν έχουν περάσει χρόνια κι όμως τα θυμάμαι σα να'ταν χθες -δεν ήταν- να σπάζουν την πήχτρα του καπνού το μάγκωμα της νεογνικής αντίδρασης οι αγκώνες πιασμένοι στο μπαρ με τη μέση σπασμένη η καρέκλα ήταν η συμπάθειά μου κι έτσι έθρεψα εαυτόν ο εαυτός της βελούδινος στην αριστερή μεριά του φάσματος κι αντανακλούσε το παγωμένο μου αίμα βρασμένο σε αιματμούς τα δάχτυλά της μακρυά μ'ακρόνυχα αιχμές η σκέψη τους μονάχα έπινα άλλη μια γουλιά γινόμουν λίγο περισσότερο άνθρωπος όσο χόρευε χόρευε καθιστή κι όρθια μαζί στο άκουσμα των συντονισμένων μας γοητευμένων αναπνοών τα χείλια μου ξερά κολλημένα τα χείλια της χυμοί το στόμα της πληγή περισσότερο απ'των άλλων στο σπίτι με περίμενε η πίστη τρυφερή και μαλακιά ξαπλωμένη στα λουλούδια των λινών αλλά όχι όχι Πάψε να μιλάς έπαψα να σκέφτομαι το βρωμιάρικο στερέωμα δεν είχε ούτ'ένα άστρο κι ο αέρας ρουφιότανε μέσα στο μαγαζί όσο άσθμαινε το ίχνος απ'το κερασμένο μου νερό την άσβεστή μου δίψα τα νώτα στις παλάμες στους βουβώνες όπως μουλιάζουν τα σημεία επαφής οι παρέες με το σκύλο πρωτεύουσες γραμμές ωωω τι παγωμένο πρωινό ξημέρωσε μετά
τι παγωμένο πρωινό ξημέρωσε μετά,
ακίνητος απ'τον πόνο και τη μοναξιά
-