Ο ιδρώτας λιμνάζει στα σπορτέξ μέσα στην αίθουσα της ανάνηψης. Το μολυβένιο στρατιωτάκι, δηλαδή η στολή της ακτινοπροστασίας, βγαίνει μόνο σε γουάν σάηζ. Μόλις διπλοσακουλιαστούμε και με τον προστατευτικό εξοπλισμό για την πανούκλα, πέφτει το ρελέ και αρχίζει ο ιδρώτας. Η αρματωσιά είναι βαριά και όταν στέκεσαι μισολυγισμένος με τις ώρες πάνω απ'το τραπέζι για να περνάς Ζέλντιγκερ ή να ψάχνεις ζουμιά με τον υπέρηχο, όλα τα πλατομουσκουλάκια πιάνονται. Είμαι πιασμένος εδώ και δυο μήνες. Είναι Παρασκευή απόγεμα, δηλαδή εχτές. Στέκομαι στο κεφάλι του τραπεζιού ως Ηγούμενος της Ανάνηψης, είναι ένα σπουδαίο οφίκιο στη μονή, καλά τα έχω καταφέρει ως τώρα, πατ πατ στην πλάτη. Έχω την καθαρή και τη βρώμικη νοσοκόμα και τον καθαρό μου βοηθό που κρατάει πρακτικό παραπίσω. Οι τραυματιοφορείς φτυαρίζουν τον ασθενή απ'το φορείο στο τραπέζι. Είναι δεν είναι καμιά τριανταριά κιλά. Είναι όλος καλυμμένος από ένα βαρύτατο έκζεμα το οποίο τον κάνει να ξεπετσιάζει σύσσωμο και αηδιαστικό. Βρωμάει, φυσικά, όπως όλοι. Το ένα πόδι έχει πεθάνει πριν αρκετές μέρες. Τον ορθοπεδικό στο τηλέφωνο. Ακούγεται ξεφύλλισμα, κάποιος ψάχνει τον αριθμό στο καταλογάκι. Ο καθαρός μου βοηθός μου βάζει το τηλέφωνο στ'αυτί. Χτυπάει δυο φορές. -Άλμπερτ, ορθοπεδικός της πίσω γραμμής. -Μα ανάθεμά σε! Πάει ένας μήνας και. Έστρωσαν τα πράγματα; -Φίλε μου! Έστρωσαν, μια χαρά. Πήρε εξιτήριο ο μικρός. Ο κήπος θα'ναι έτοιμος από βδομάδα για να'ρθεις να ψήσουμε. Εσύ πού είσαι καθικάκι; -Στην ανάνηψη δύο, έχω ένα πόδι για την αυτού μεγαλειότητά σου. -Έρχομαι μωρό μου. Η βρώμικη νοσοκόμα που στέκεται είκοσι πόντους δίπλα και βιδώνει το Βεντολίν στη μάσκα χαμογελάει πίσω απ'το ράσο του χτικιού.
Ο άρρωστος πεθαίνει, αλλά όχι πολύ βιαστικά. Έχει κλωσήσει αυτό το πόδι απ'τη Δευτέρα, ίσως, δεν είναι ούτε κι ο ίδιος σίγουρος. Κρεμάμε ορούς με τις πιέστρες από εδώ κι από εκεί, του εξηγώ τι πρόκειται να γίνει, τον ετοιμάζω για το ξεπόδιασμα. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, το πόδι έχει χαθεί, και σε περίπτωση που πάθει ανακοπή, δε θα γίνει προσπάθεια να τον επαναφέρουμε. Έχει δηλητηριαστεί από το σάπιο κρέας του και είναι σε μια μουδιασμένη κατάσταση, τα νεφρά του έχουν καταρρεύσει, έχει μουλιάσει στην αμμωνία, και δεν ξέρω πόσα απ'αυτά που του λέω πιάνουν στόχο, συμφωνεί σε όλα.
Ο μηχανισμός της διπλής πόρτας γουργουρίζει, και εμφανίζεται ο Άλμπερτ, ντυμένος και ετοιμασμένος. Τα λαμπερά παιδικά του μάτια μου χαμογελάνε πίσω απ'το βιζίρι και τις μάσκες. Είναι κουρασμένος, τα βλέφαρά του είναι πρησμένα. Περνάω το υπέρηχο πάνω απ'τη μηριαία και την ιγνυακή, μηδέν ροή, να, δες, του λέω, το πόδι είναι σιτεμένο, το χουφτώνει, το ζουλάει, Ε ναι, πρέπει να φύγει. Είναι για γενική; -Ψιλοναί. Σε ένα τέταρτο. Α, και είναι μείον μείον*. -Ε, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Ανέβασ'τον στο Ο4 σε είκοσι λεπτά. -Θα σε δω εκεί. -Φιλιά ως τότε.
Απεξάρθρωση ισχίου και ημιπυελεκτομή αριστερά, μας παίρνει η νύχτα. Πλενόμαστε για έξω μετά τα μεσάνυχτα, μέσα συμμαζεύουν οι βοηθοί, ο Θεός να τους έχει καλά να κάνουν λάντζα. Ψιλοκουβέντα ενώ πετάμε όλη τη στολή και μένουμε με τα σώβρακα. Τα πάντα είναι μουλιασμένα απ'τον ιδρώτα. Ο αέρας είναι ιδρωμένος. Το πάτωμα κολλάει. Διψάω λες και σερνόμουν στην έρημο όλη μέρα. Με φρέσκα μπλε και οι δυο πηγαίνουμε στο κουζινέτο για δείπνο. Ανοίγω το παράθυρο που βλέπει στην πίσω αυλή. Ο Άλμπερτ ζεσταίνει ένα τάπερ ρύζι με κάρυ, εγώ αδειάζω μια κονσέρβα ρέγγες πάνω από δυο φέτες σικαλόψωμο. Γεμίζει μια κανάτα νερό με παγάκια. Τη βάζει ανάμεσά μας στον πάγκο, καθόμαστε δίπλα δίπλα στο μακρύ τραπέζι. Είναι μισοσκότεινα. Πίνουμε εναλλάξ απ'την κανάτα. Όταν έχουμε αποφάει, ανεβάζει τα πόδια του στο μπούτι μου. Του ζουλάω τις γάμπες προς τα πάνω για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας. -Θα πετάξω κιρσούς σ'αυτό το πόστο. -Μια απ'τις ευλογίες του επαγγέλματος. Κλείνει τα μάτια του και βάζει τα χέρια πίσω από το σβέρκο. Τον παρατηρώ καλά. Τα βλέφαρα με τις διαφανείς βλεφαρίδες είναι κόκκινα σα φετούλες ντομάτας. -Ρε συ Άλμπερτ; -Τι; -Τα μάτια σου ρε. Κάτσε λίγο. Σηκώνομαι, βρέχω ένα βαμβακερό πετσετάκι από τη ντουλάπα των εφοδίων. Σκουπίζω τα μάτια του απαλά, το πετσετάκι ροδίζει. -Ρε συ Άλμπερτ; ξανά. Με παίρνει αγκαλιά. -Ναι, ξέρω.
Στο σχόλασμα το πρωί τίποτα δεν ήταν όπως χτες, τίποτα δεν ήταν όμως και έκπληξη. Ο άρρωστος πέθανε λίγες ώρες μετά το χειρουργείο. Ο Άλμπερτ κι εγώ δε γυρίσαμε εκεί που έπρεπε να γυρίσουμε. Αντ'αυτού, πήραμε το Ρενώ και πήγαμε σπίτι του. Αυτός τσάπισε τους πανσέδες του, και εγώ ξεράθηκα στην ξύλινη ξαπλώστρα κάτω απ'το χλωμό ήλιο.
*minus minus = όχι καρδιοανάνηψη, όχι εντατική