/
Μια απαλή πνοή χαϊδεύει το τοπίο, τα λιόφυλλα τα ασημιά, τα δύσκολα σπαρτά. Στέκομαι στη μικρή βεράντα με το σωρτς. Καπνίζω έναν Άσσο που θα κρατήσει όλο το καλοκαίρι. Απέναντι το φάντασμα του Γρίβα μια σταλίδα. Η Άγια Κυριακή, τα τσιμέντα στη γωνία. Η θάλασσα που ενώνει τα δυο μεριά είναι μολύβι. Στον πάτο βότσαλα και γύρω κοπάδια από μέδουσες καφετιές. Την έχω κολυμπήσει και μ'έχει κατακτήσει. Το πρώτο σούρουπο εκεί έπεσα ανάσκελος κι άνοιξα τα μάτια κι επάνω στον ουρανό απλώνονταν οι νύχτες βελούδινες, η φεγγαράδα, η δροσιά. Κάπου κάπου ακουμπιόμουν με μια μέδουσα απαλά. Απ'τα λιμνία μου εξατμίστηκε η ψυχή αλλά είμαι ακόμα στη ζωή να καπνίζω αυτόν τον Άσσο τον τριμηνίτη. Φτύνω τα τρίμματα του καπνού στα κεραμίδια. Η κουρτίνα σέρνεται μέσα έξω.
/
Μια απαλή πνοή χαϊδεύει το τοπίο, τα λιόφυλλα τα ασημιά, τα δύσκολα σπαρτά. Στέκομαι στη μικρή βεράντα με το σωρτς. Καπνίζω έναν Άσσο που θα κρατήσει όλο το καλοκαίρι. Απέναντι το φάντασμα του Γρίβα μια σταλίδα. Η Άγια Κυριακή, τα τσιμέντα στη γωνία. Η θάλασσα που ενώνει τα δυο μεριά είναι μολύβι. Στον πάτο βότσαλα και γύρω κοπάδια από μέδουσες καφετιές. Την έχω κολυμπήσει και μ'έχει κατακτήσει. Το πρώτο σούρουπο εκεί έπεσα ανάσκελος κι άνοιξα τα μάτια κι επάνω στον ουρανό απλώνονταν οι νύχτες βελούδινες, η φεγγαράδα, η δροσιά. Κάπου κάπου ακουμπιόμουν με μια μέδουσα απαλά. Απ'τα λιμνία μου εξατμίστηκε η ψυχή αλλά είμαι ακόμα στη ζωή να καπνίζω αυτόν τον Άσσο τον τριμηνίτη. Φτύνω τα τρίμματα του καπνού στα κεραμίδια. Η κουρτίνα σέρνεται μέσα έξω.
/
Έχεις χάσει τη λάμψη των ματιών σου, μου είπε στο αεροδρόμιο, θέλω να σε βλέπω ζωντανό. Χαμογέλασα και της έπιασα το κεφάλι. Δεν το πήρα και κατάκαρδα. Αργότερα στο ενοικιαζόμενο στο πουθενά άνοιξα το επικλινές παράθυρο της οροφής. Με θέρισε το κρύο. Όλη η κακία του χειμώνα τρύπωσε από τα μάτια μου εντός μου. Σχεδόν τριάντα χρόνια που έριξαν το Τείχος και τώρα μόλις μπήκαν όλα σε σειρά.
/
Λείπω. Έχω εγκαταλείψει το κορμί. Δεν υπάρχει αίμα παρά μέλαινα χολή. Το ρολόι του Πολυκάστρου δείχνει ώρα στάχτη και νερό.