ΦΤΗΝΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ
Ο ήλιος με βρίσκει κατάφατσα κάθε πρωί στις έξη. Το νησί είναι τόσο μικρό που μοιάζει με καράβι. Η υγρασία γλείφει τα πάντα. Η πετσέτα η χτεσινή κάνει δυο μεσημέρια να στεγνώσει. Οι ασθενείς τα ξέρουν όλα. Δεν έχω τίποτε καινούριο να τους πω, ούτε και θέλω. Κουβαλώ το ηλίθιο κεφάλι μου στο σπίτι εδώ, στο σπίτι εκεί και παίζω την παράσταση του μικρού καθηγητή. Μετρώ σφυγμούς, μετρώ αναπνοές, μετρώ τις μέρες που απομένουν, και με ακρίβεια λεπτού χάνω το λογαριασμό. Κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο, είμαι σίγουρος πως κάποιος πάλι ψευτοπεθαίνει. Σπάνια σπαρμένη στους κατά φαντασίαν ασθενείς όμως είσαι εσύ, ή ο πατέρας που καλεί ανάμεσα στο ένα και στο άλλο πολιτισμένο περιστατικό (βλέπει τριάντα στο οχτάωρο, βλέπω εφτά). Ξαφνικά η χάλκινη γραμμή έχει χωρέσει όλη τη Γερμανία διπλωμένη σαν το πανάκι που καθαρίζεις τα γυαλιά. Η τάση φυγής με ακολουθεί ακόμα και όταν φεύγω, και τώρα τουλάχιστον έχω καταλάβει: η θεραπεία είναι η επιστροφή.
ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ
Η λάμψη των ματιών της Ν. όταν με καλημερίζει την κάνει να μοιάζει με παιδούλα. Μου φέρνει λουλούδια κάθε Τρίτη και Παρασκευή. Τα πετάω από το παράθυρο του υπνοδωματίου. Έχει χτιστεί ένα νεκρό βουνό από γαρύφαλλα και ορτανσίες που σαπίζουν πάνω στα άγρια χόρτα. Τα κύματα γυρίζουν σαν κορδέλες όταν τα βλέπω κάτω από το νερό. Ο ήλιος σκεδάζεται στους μικρούς στροβιλισμούς της άμμου. Αν από τα εφτά μέτρα αργήσω να ανεβώ για αναπνοή, η καρδιά μου βραδυπορεί, βραδυπορεί ώσπου αρχίζω να ξεπλένομαι από τα δάχτυλα προς το κέντρο. Οι καπεταναίοι της περιοχής είναι πρώτοι στο κέρατο και στο κακό τιμόνι. Τα μισά βράδια φεύγουν ήσυχα παρέα με ανθρώπους που φυτρώνουν απ'το χώμα. Η μία γάτα πέθανε έναν αιφνίδιο θάνατο. Την πέταξα στην τάφρο με τα φύκια. Το βιβλίο που είχε αφήσει η γκόμενα του Δ. δίπλα στο κρεβάτι που της πήρε την παρθενιά είναι το μοναδικό που ακόμα μπορεί να με δακρύσει. Τώρα κάθε τρίτη νύχτα κοιμάμαι σ'εκείνο το στρώμα το αιμομειχτικό. Πότε θα έρθεις πάλι για να σε συνοδέψω στα καντούνια να κοιταχτείς με τον άντρα που αρέσει και στους δυο; Πότε θα πιω μια σόδα απέναντι από το μαγαζί; Πότε θα ξαναφύγω; Είδα ένα πεφταστέρι κι έκανα μια ευχή. Τις Τετάρτες προσεύχομαι. Τα Σάββατα δουλεύω. Ο Θεός να συγχωρεί.