Χνωτίζω μες στη μπλούζα και η ανάσα μου μυρίζει από το σνους που λιάστηκε δυο μέρες στο ταμπλώ του αυτοκινήτου. Φτύνω σκουριά στο λαβομάνο. Το στόμα μου έχει δυο πληγές, εκεί κι εκεί που κάθεται η συνήθεια. Τα σάλια που τρέχουν σε αφθονία είναι ξινά. Φοράω τα ίδια ρούχα από τη μέρα που φυσούσε, ποια απ'όλες; Όλες όλες εκείνες του νησιού που ο αέρας ίσιωνε και νέγρικα μαλλιά. Το παντελόνι από μαλακό ύφασμα είναι ελάχιστα λερωμένο από μια; δυο; τρεις; σύντομες χαρές. Είμαι σύσσωμος αδειανός αλλά μπορώ πάλι και χύνω, έτσι παίζει η φύση και γελάει χα - χα. Δέκα μέρες μετά στάθηκα στη μπανιέρα, τα γόνατά μου έτρεμαν, το νερό άφησε δυο σημαίες στα μπούτια, ξύρισα τ'αχαμνά με ένα ξυράφι εφτά μηνών, το αίμα έτρεξε, το αίμα μου έτρεξε και μύρισε όπως το αίμα ολωνών, τι περίμενες; Φάνηκε για δυο στιγμές ένας χάρτης της ρευστομηχανικής, το αίμα στο νερό και πάνω όλο το φάσμα στον αφρό λες κι ήτανε πετρέλαιο σε λιμάνι. Μετά ξεπλύθηκαν τα πάντα και τα ήπιε το σιφώνι. Βρεγμένος όπως ήμουν, έχωσα τα σημεία μου στο βρώμικο παντελόνι και φόρεσα απ'τα άπλυτα τη μπλούζα των σαλαμικών ΤΟΥΛΙΠ από το χασάπη μας στο Τόντερν, την ίδια μπλούζα που φορούσε και ο φίλος μου ο Μ. όταν ήταν στη Στοκχόλμη, και φορώντας την πηδούσε την Άγκνες που έκλαψε έξη ώρες σε ώσεις του τετάρτου όταν τον έπιασε να μου φωνάζει στο τηλέφωνο mein Herz brennt für dich du Drecksack. Αν ξεχνούσα τόσο εύκολα όσο λέω, δε θα θυμόμουν λέξη, αλλά είμαι ψευταράς. Στέκομαι απέναντι απ'τον καθρέφτη. Έχω τα βλέφαρα μισόκλειστα γιατί με πονάει το φως από τη μια λάμπα, η άλλη είναι καμένη. Φτύνω σκουριά στο λαβομάνο. Στα πλακάκια μ'έχουν επισκεφτεί οι λίμνες της Μιννεσότα. Βλέπω αυτές, βλέπω τα μέρη που δε μ'έχουν δει ποτέ, αλλά στον καθρέφτη δε μπορώ να δω κανέναν.
Το πρωί βγήκα να περπατήσω ως το Ρώσο, όχι πάνω από τριακόσια μέτρα. Στα μισά της διαδρομής κάθισα σε μια είσοδο, κρέμασα το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, και καθώς με ζέσταινε ο ήλιος με πήρε και ο ύπνος. Μια πενηντάρα επιστρέφοντας από την αγορά χαμήλωσε με τις σακούλες της δίπλα μου, με ακούμπησε μ'ένα ιδρωμένο χέρι στην ωμοπλάτη και ρώτησε, είσαι καλά; Της είπα γρήγορα entschuldigenSiebitte και την άφησα με την απάντηση που είχε κι είχα φοβηθεί. Στο μπαλκόνι της κουζίνας έφαγα μια χούφτα πατατάκια με γεύση κρέμας και μασουλώντας χριπ χραπ χριπ χραπ έλεγα στον εαυτό μου πως όλα έχουν τελειώσει τώρα, τώρα και τώρα και τώρα, τόσο μακρυά απ'το νησί, τόσο μακρυά από το φίλο μου το Μ., τόσο μακρυά από σένα, τόσο μακρυά από ό,τι μου'δινε αξία. Αλλά να, σύννεφα χαμηλά, πυκνά και αδιαπέραστα, ήλιος βροχερός πίσω από τις τρύπες του υφαντού, καπέλο της προόδου, και γύρω οι πέντε και πέντε και έξι και πέντε και πέντε και πέντε όροφοι, και στη μέση το κελί, τίποτα δεν έχει τελειώσει, μένει ακόμα μισό σακούλι πατατάκια.
Το Μέγα Σάββατο στη γωνία του κρεβατιού μ'ένα λεπτό χαδιού ο κόσμος χάθηκε τονικοκλονικός, από μένα κατέληξα σε μένα. Είχα ονόματα αρκετά να επικαλεστώ, ανάθεμά με αλλά δεν ήξερα ποιο να διαλέξω, κι έτσι έχυνα σιωπηλός, σκεφτόμενος το φίλο μου το Μ. όταν ήταν στη Στοκχόλμη και είχα πάει να τον βρω και είχαμε αγαπηθεί απελπισμένα στο δωμάτιο του Λορντ Νέλσον δίπλα στο πορτατίφ και το καρτόνι με το mjölk, σκεφτόμενος κι εσένα, την αδύναμη ζέστα σου και το μικρό κορμί σου που μ'έκαναν να σου πω φτηνά με τη μούρη στο μάγουλό σου oj oj esisoschööön, και γέλασες χα - χα, και το γέλιο εκείνο το'νιωσα απ'τους μύες της πυέλου, ήταν το πώς θα σε θυμόμουν, πώς θα σε θυμάμαι όταν είμαι δυστυχισμένος, χλωμή και γελαστή χαμένη στα όνειρά σου.
Έχω επιτυχώς συνοψιστεί στα βρώμικά μου ρούχα.
Αν σου ζητούσα να περιγράψεις τον εαυτό σου με τρεις λέξεις...; Χαζογέλασα γιατί αυτή η ερώτηση δεν είναι ιατρική, αλλά αυτός ήταν σοβαρός. Τελικά του είπα την εξυπνάδα
άδειος τρεις φορές. Το σημείωσε στο χαρτί που είχε γράψει την ιστορία μου. Ποια ιστορία; Μια λέξη αρκεί. Μα όποιος εμπλέκεται με την ψυχιατρική, μαθαίνει να πολυλογεί. Ήθελα να τον χτυπήσω στο λαιμό και να του χώσω το χαρτί βαθιά στον κώλο. Όμως πιστεύω στη συναδερφική αλληλεγγύη σχεδόν πιο πολύ απ'ό,τι πιστεύω στην ανοιχτή χειρουργική, γι'αυτό τη γλίτωσε.
Himmel Arsch und Zwirn
ich habe meinen Pass zwischen Büchern verloren. Das Haus ist eine Schweinerei,
ich bin Pack und über beide Ohren angelogen
haltlos, übel, hohl, geschlagen und besiegt
der Tod is leichter wenn er gezwungen ist
TOD IS LEICHTER ALS SEHNSUCHT
immer treu
immer falsch
X