Πάντα μιλούνε ο ένας ενάντια στον άλλο
ο πρώτος αναφέρει το δεύτερο, μετά ταλαντώνεται
ατελεκτατούν. Η Βιεννέζικη μάσκα του πνιγμού
γύρω απ'τα μάτια και οι διάτρητες κηλίδες
τα κυανωτικά τους χείλια βρέχονται από λάδι
στο φως του πρωινού
είναι ξεκάθαρο πόσο πολύ γλιστράνε μικρές μεγάλες στάλες αντανάκλασης.
Βάζω το φακό κόντρα. Οι σκοτωμένοι τώρα το ξέρουνε κι αυτοί
χέλια ξεριζωμένα απ'τις πλημμυρισμένες τους στοές
σταγόνα σταγόνα η μέρα τους χαρίζεται
ως το γόνα φτάνουν τα χέρια του ελέους
οι πατούσες ξεκολλάνε μουσκεμένες
δεν τους λυπάμαι, δε θα'ξερα και πώς
τους βλέπω να κοροϊδεύουν τον υπόλοιπό τους χρόνο
σε κλειδωμένες τρώγλες.
Αυτούς και μερικούς ακόμα
τους ξεκλήρισε ο νάρκισσος
η δυσωδία είναι κι αυτή αξέπλυντη
μπροστά απ'τους θαλάμους
μέσα σώνονται τετράδες άρρωστοι που όλοι μας θα θέλαμε νεκρούς, ΧΩΜΑ
το καθήκον τα χέρια στα σκατά και το βλέμμα κάπου αλλού.
Πάντα μιλούνε ο ένας ενάντια στον άλλον
και όταν κοιμούνται συζητούμε
μην τύχει και μάθουνε κι αυτοί και κλέψουνε τα χνώτα μας.