© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα text. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα text. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Χώρια

απ'το νησί μου στο νησί
η θάλασσα μακραίνει και μακραίνει και ρηχαίνει
τι ομίχλη πίνει την ησυχία, από σκόνη λάσπη και ψυχή
κάτω από τη στέγη των κλαδιών ανθίζουν οι χαμένοι

οι κορμοί είναι πετρωμένοι τους σπρώχνεις και δεν τρίζουν
τα φύλλα χύνουν ζουμί παράξενο σα μέλι
ζώα δεμένα απ'το λαιμό ξερνούν τα σωθικά τους
ζώα μεταναστευτικά διψώντας μαθαίνουν τη χολέρα

οι κυνηγοί στήνουν χορό ντέφι βαράν οι ρόγχοι των αρρώστων τους στις ρίζες
σε κάθε κνήμη και από ένα ηλιοβασίλεμα και από ένας πυρετός
στα μάγουλα ντροπή και κάψα ερυσιπελατοειδής
ένα κομμάτι παραδείσου σε μια πνοή μαϊστραλάδας τον Ιούλη
γρήγορη λήθη και η έβδομη εντολή μαζί και μια σταγόνα στον κουβά

λερό νερό γουλιές βρύα και κουνούπια πέτσα στην ποτίστρα
ο αέρας αέρας εγκλεισμού οι τοίχοι λαμαρίνα σαγρέ λαδομπογιά
ακόμα κι εδώ στα σκοτεινά μάνα σε παρτίδα με έναν παίχτη όλα μέσα
μπλόφα και απελπισία ξέπλυμα ντροπές και μαλακίες το θαλασσί των σεντονιών

δίχρωμη πορσελάνη σκιές στην αορτή το χρώμα αδειάζει χείλη μάτια αμμοβολή
μια παροδική βροχή μια ξαφνική φουσκονεριά κάνε υπομονή κι άσε ό,τι έχεις να βραχεί




Πούντα και βασκανία

Λίγο πριν το φανάρι στο μαγαζί με τους κουλοχέρηδες η ρόδα έγλειψε το κράσπεδο του πεζοδρομίου και βούτηξα στις πλάκες. Πάνω μου έπεσε το ποδήλατο. Το δεξί γόνατο στήριξε όλο μου το βάρος και η αριστερή κνήμη βρήκε στην κόψη του τσιμέντου, υποπεριοστικό αιμάτωμα. Δυσκολεύομαι να κάτσω οκλαδόν και να ανέβω σκάλες. Όταν χτυπάει το αλάρμ για τις ανακοπές μισοτρέχω κουτσαίνοντας στο κελί εκείνου που τολμάει να το σκάσει απ'το μπουρδέλο. Είμαι ο πιο γρήγορος στην αναγγελία των θανάτων. Κανείς δε θέλει να γυρίσει πίσω και να ξαναγεννηθεί λίγο πριν το μόνιμο φευγιό του. Κι αν δεν ήμουν υποχρεωμένος δε θα έπιανα ούτε απινιδωτές ούτε αδρεναλίνες.

Αυτές τις μέρες η θάλασσα στεγνώνει και μένουμε αποκλεισμένοι ανάμεσα σε δυο στεριές από στεριά. Περιμένω όρθιος στην ψωλοπαγωνιά με τα χέρια μες στα γάντια μες στις τσέπες κρυμμένος σε ένα μαξιλάρι γούνα της κουκούλας. Δε φυσάει αν δεν ισιώνουν οι μπούκλες των προβάτων αλλά να σου πω, τα πρόβατα όλων των νησιών της Βόρειας θάλασσας έχουν μαλλί σιδερωμένο από τον αέρα που σταυρώνει (όπου κι αν γυρίσεις τον τρως μετωπικά). Τα χείλη μου ματώνουν σταθερά, δεν τρώω ξινά, δεν τρώω αρμυρά, το δέρμα στο κούτελό μου ξεπετσιάζει, η μύξα ρέει λεπτή, το μάλλινο κασκώλ που μου φέρνει αλλεργία στο λαιμό ποτίζει από σάλια.

Δε μπορείς να διανοηθείς την ησυχία στο νεκροθάλαμο, ούτε τη μπόχα. Στο χωλ έχουν στήσει ένα τραπέζι με ένα βάζο ψεύτικα λουλούδια κι εκεί αφήνω το τσάι μου να αχνίζει πρώτο πράγμα το πρωί όταν μπαίνω να χαιρετήσω τον ναό και πάντα με την ίδια προσευχή: pallor algor rigor livor. Μερικές φορές έχουν ήδη καλοντύσει τα κουφάρια και τους έχουν βάλει ένα τριαντάφυλλο στο χέρι, δεν ξέρουν όμως πως τα ξεντύνω εκεί στη μοναξιά και ρίχνω το αλλοιώσιμο δώρο στο καλάθι με τα χρησιμοποιημένα γάντια. Κάποιοι είναι ψημένοι κατάστερνα και άλλοι είναι σκουληκιασμένοι ως το μυαλό. Ώσπου να τελειώσει η βάρδια, ακόμα σκέφτομαι το βάζο και τα ψεύτικα λουλούδια.

Ανεβαίνω τα σκαλιά για το κατάστρωμα 1 και κρατιέμαι και από τις δυο πλευρές. Στο στένωμα το πολύ πολύ να πιάσει ένας μικρός αφρός, όμως μέσα στο αδιάσταλτο κρανίο ο κόσμος πηγαίνει πέρα δώθε. Ένα μικρό παιδί κάνει να περάσει από εμπρός μου για να χωθεί εμπρός στη τζαμαρία. Σπρώχνει το πόδι μου και το κρατάω σταθερό. Σπρώχνει πάλι, δεν ενδίδω. Από τη φάτσα του είναι φανερό πως είναι η πρώτη φορά που γνωρίζεται με το όχι. Μένει παραδίπλα να με βλέπει επίμονα προδωμένο. Μετά σκέφτομαι πως θα φωνάξει τη μάνα του. Δεν αντέχω το ρίσκο, οπότε περνάω το υπόλοιπο δρομολόγιο δίπλα στον εργάτη του κάβου έξω. Στο τραίνο μια πρεζού θέλει κουβέντα. Μιλάει αλλά δεν την καταλαβαίνω. Λέω nå, ja, της χαμογελώ και από τα χείλη που μισανοίγουν και σκίζονται, νιώθω να κυλάει μέσα μου το αστικό δηλητήριο. Τουρτουρίζω απ'τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών, εγώ που στους -26°C μετά τη χιονοθύελλα στο Τάλλινν ξάπλωνα στο χιονόλουστο παγκάκι με τη φανέλα και το σώβρακο, αυτός ακριβώς (ποιος ήμουν τότε; Δεν ξέρω πια. Πίναμε βάνα τάλλινν και καφέ, τρεις μέρες στο πόδι, με πήρε ο ύπνος στην τουαλέτα του καφενείου της Ματίλντε και μου έφαγες το κέηκ με τα μύρτιλλα.).

Το πάρκην είναι γεμάτο οικογενειάρχες, καρότσια και παιδιά, μια αξιοσέβαστη φασαρία, σκληροί και ενάρετοι πελάτες που πηδάνε υπαλλήλους τις αργίες. Βγαίνω από το Πεζώ, παίρνω βαθειά ανάσα και αγκαλιάζω τον τεράστιο άντρα βιαστικά για να ξεμπερδεύω και μ'αυτή την υποχρέωση, τεχνική του κωλοδαχτυλώματος και ευχές να μην είναι σκάρτο το γάντι, αλλά τελικά το δύσκολο έπεται, και είναι να τον αφήσω. Πώς; που αυτό σημαίνει παλούκωμα στην αποβάθρα του Γήσινγκ για 55 λεπτά, και όλα τους τραβάνε δυο ώρες το καθένα, και κρυώνω ασταμάτητα. Ένα ηλίθιο γυμνό δέντρο που δε δίνει, ένα δέντρο που θα έκανε τον Σελ Σιλβερστάην να κλάψει ξεραίνεται δίπλα στο γλιτσερό ποτάμι του Βάρντε. Τι στην ευχή; θα πει ο τεράστιος άντρας, αφού έχει τις μισές ρίζες μέσα στο νερό! Και άντε να του εξηγήσω... ευτυχώς κανείς από τους δυο μας δεν έχει χρόνο να μιλήσει περισσότερο, η μέρα τρέχει.

Θα ήθελα πολύ να ξυπνήσω ένα αργό ηλιόλουστο πρωί στο ζεστό μου δωμάτιο όπως το ήξερα παλιά, να γυρίσω πλευρό και να δω το μικρό στρογγυλό αυτί σου, τους χαλαρούς σου ώμους, την ξεκούραστή σου πλάτη, θα ήθελα πολύ να μην ξυπνήσω άλλη φορά.

Ο γιατρός σας

Κάθε μέρα είναι μια μέρα πιο κοντά
ανεβαίνω δέκα σκαλιά, κάνω στάση, ανεβαίνω άλλα δέκα, κάνω στάση, δέκα ακόμα,...
ξεκλειδώνω το φωριαμό, ντύνομαι τη στολή της φιλανθρωπίας και κατεβαίνω τρεις ορόφους δυο δυο και τρία τρία, αυτό θα πει όρεξη για δουλειά
23 χρονών πολλά παιδιά και μεθαμφεταμίνη κόλλησε γρίπη
40 χρονών πεθαίνει από καρκίνο του τραχήλου και έχει ημικρανία
60 χρονών δε μπορεί να γυμναστεί να κάνει μάουντεν μπάηκ βάζει τα κλάματα μέσα στο γιατρείο και ανάθεμά με αν θέλω να τη βαρέσω να ξυπνήσει
70 χρονών τα χέρια και τα πόδια λεπρά από τις μυρμηγκιές, α είναι έτσι 40 χρόνια τώρα
80 χρονών ματώνει απ'τον κώλο αλλά το μόνο που έχει σημασία είναι το ποτό

Ζήτησα από το γιατρό να με εξετάσει για μπορρέλια και δεν το έκανε. Να αλλάξεις αμέσως γιατρό!
Εγώ γιατρέ πιστεύω πως έχω μικροσκοπική κολίτιδα.
Δε βλέπω κάτι παθολογικό στο υπέρηχο. Δε γίνεται όμως να έχει ρευματοειδή αρθρίτιδα χωρίς να υπάρχει εύρημα στο υπέρηχο; Είσαι σίγουρος πως κοίταξες καλά; Μήπως να ρωτήσεις έναν πιο έμπειρο; Δεν έχει τίποτα η χοντρή σου σύζυγος, πήδα την συχνά, χύσε άλλα τρια τέσσερα μικρά για να ξεχνιέστε και όλα θα πάνε κατ'ευχήν και σύμφωνα με τα υψηλά ιδανικά.
Με πονάει το γόνατο, η μασχάλη, μουδιάζει μια περιοχή σε σχήμα μονοκατοικίας στο αριστερό κωλομέρι, έχω λίγη ναυτία, λίγο πονοκέφαλο, πιστεύω πως έχω σκλήρυνση κατά πλάκας. Και ο συνάδερφος σου έγραψε μαγνητική σπονδυλικής, δε γαμιέται το τριακοσάρι; Το πληρώνουμε δουλεύοντας κάνοντας δηλαδή τον καραγκιόζη για να γυρνάς το απόγευμα στο σπίτι στο σύζυγο που σε κερατώνει και στα δυο ανάγωγα παιδιά και να παίρνεις το ασθενοφόρο γιατί παθαίνεις κρίση υστερίας. Στερνή μου γνώση ε; Αλλά βιάστηκες να παντρευτείς γαμώ το ξινό μουνί σου.

F32 επειδή είμαστε ποντίκια που τρέχουμε σε τροχό;
F32 τιμωρία;

Πότε θα βρω το θάρρος σου;

La reina Ester

Το παιδί της καθαριότητας είναι ένα αδύνατο κλαδί
κάθε πρωί με βρίσκει στην κλινική την ώρα που αδειάζει τα σκουπίδια
και μου λέει κοιτώντας χαμηλά
God morgen, Herre.

Μέσα στην κούπα του τσαγιού είναι πάντα νύχτα
η κάπνα που βγαίνει απ'τα φουγάρα είναι γάλα και αφρός
κάθε φορά του απαντώ σπαστά
Dav, dreng.

--

Στις έντεκα το κατακάθι έχει πήξει
από το κατράμι αναδύεται η καστανή εκδοχή του μαρτυρίου
με πρόσωπο ταλαίπωρο, μαλλιά πιασμένα κότσο
και με το πανανθρώπινό της σώμα παλιό όσο ο κόσμος
γελάει και κοροϊδεύει Shir lashir...

και όσο με πλησιάζει σοβαρεύει ως τα χείλη της να αγγίξουν το αυτί μου
ναι, άκουσα καλά
Θέλω μέσα μου το ζεστό καυλί σου.
Πολλοί θα πλήρωναν για τέτοια ιπτάμενα λόγια κι εγώ που με λένε τυχερό
τ'ακούω με μόνο τίμημα το φέσι της περιαγωγής.

--

Skov

Το ποδήλατο μου πέφτει μικρό. Ο κώλος μου ακουμπάει στο καλάθι μέσα στο οποίο έχω φορτώσει δυο μηλοχυμούς και μια σκουπιδοσακούλα που θα πάει βόλτα τρία χιλιόμετρα κόντρα στον πουνέντε. Είναι το φωτεινό παράθυρο της μέρας, οι δυο ώρες που δε βρέχει. Πριν αρχίσουν οι λόφοι να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, υπάρχει μια πλατεία με ένα ξύλινο τραπέζι εκδρομής και έναν κάδο. Εκεί πετάω τα σκουπίδια της βδομάδας γιατί η σπιτονυκοιρά δε θέλει να πληρώσει τα εφτά ψιλά το χρόνο τέλη της σκουπιδιάρας. Η άμμος καταρρέει στις άκρες της ασφάλτου, ο δρόμος υποχωρεί, στο τέρμα της κατηφόρας βρίσκεται η ακτή, το αρμυρό πλατώ, τα μπητς μπάγκυ, οι ταμπέλες για το γουίντσέρφ, οι πατημασιές των επισκεπτών, η γλίτσα, τα σκουλήκια, τα πανάκριβα σκυλιά και οι φτηνοί τους αφέντες, όλα θολά από το σπρέη του αλατιού. Γύρω αντηχεί στους λόφους και τα βαφτισμένα σπίτια το γουργουρητό του σχεδόν Ατλαντικού, και εκεί, στην κωλοτρυπίδα του νησιού στέκομαι εγώ, με το ένα πόδι στο πετάλι και το άλλο καταγής, κατακτητής του κόσμου.

-

Στα γόνατα με το κεφάλι κάτω, στη θέση μου κάτω από τις νοσοκόμες, ελέγχω τις CRP και τις αιμοσφαιρίνες, ενώ ταυτόχρονα κρυφοκοιτώ τις λευκοντυμένες γάμπες που κουράζονται γράφοντας άσκοπες διαδρομές. Οι κομψές αυτές γάμπες ανεβάζουν τη ματιά σε μπούτια που ενώνονται σε περίνεα που έχουν τσιτωθεί, εξιδρώσει και σκιστεί μια και δυο και τρεις και πιο πολλές φορές για να γεννήσουν παιδιά της χρηστής φυλής. Το τέταρτο παιδί του διευθυντή της ενδοκρινολογικής είναι καθυστερημένο. Δεν ήταν οιωνός, ήταν στραβοκοντυλιά, ε και; Τώρα η γυναίκα του είναι γκαστρωμένη έκτη φορά. Οι άντρες εδώ χύνουν πάντα μέσα, τι λέει γι'αυτό ο λουθηρανισμός σου; Τι λέει η μια και η άλλη πλυμένη θρησκεία του βορρά; Εγώ διαφωνώ, αλλά ορίστε το αστείο, είμαι σταγόνα γκέττο στο νερό του ενυδρείου με τα (γ)κόυ. Οι ζωές τους φέγγουν για λίγο και ασθενικά, τα μουνιά ξηλώνονται, τα ζουμιά σκουπίζονται σα να μην έτρεξαν ποτέ και έτσι κλείνει ο κύκλος.

-

Το δάσος έχει παραλύσει. Τα σύννεφα τρέχουν, κάτω εδώ στα χαμηλά δεν πνέει ούτε φιλί. Με σκεπάζει η κουβέρτα του πλανήτη, το μάγουλό μου ζουλιέται στα σάπια φύλλα, οι μύξες έχουν παγώσει στο μουστάκι. Το ποδήλατο με περιμένει δίπλα στο δρόμο. Ετοιμάζομαι να κοιμηθώ δυο ώρες με τα πόδια από εκεί, άγνωστος και κρυφός στο δάσος με την άμμο για στρωμάτσα, γιος μιας Σάρρας που έσβησε μόνη στην έρημο Νεγκέβ πριν βρει την άκρη της κλωστής. Είπα πολλές φορές πράγματα που τώρα παίρνω πίσω. Όμως υπήρξαν και στιγμές επιθανάτιας ειλικρίνειας για τις οποίες δε δικαιούμαι να αναθεωρήσω. Η επιστροφή είναι μια μυστήρια κατηφόρα, γεμάτη λαγότρυπες που καραδοκούν να σου καταπιούν τους αστραγάλους. Στο τέλος θα βρεις το παλιό παρατηρητήριο και τις τέσσερεις ταμπέλες, στο τέλος θα βρεις και τη στάχτη του Ισραήλ.

-

Ξαπλώνω στο παράξενο κρεβάτι και ξαπλώνω στη σοφίτα του κτιρίου της Χόλμπεργκσπλαςς, σβήνω το φως και σβήνει μια μακρά εγκόσμια ιστορία. Τα τζάμια τρόμαζαν από το τραμ κάθε είκοσι λεπτά. Ανάμεσά μας ζεσταινόταν εκείνος ο χρυσός σταυρός σου, η αληθινή θρησκεία, η πίστη της σαρκός.

-

καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς..., καὶ διεχώρισεν...

Το ανεμούριο του καμπαναριού δείχνει πού θα πάμε όταν μας θερίσει ο Θεός (κάτω). Τις άπνοες μέρες βρέχει. Από την πόλη απέναντι δεν ξεχωρίζει τίποτα παρά η λάμπα του ψηλού φουγάρου, το φως της βιομηχανίας, το θαύμα της ανάπτυξης. Ο ύποπτος ατμός του σβήνει στην αρμυρή αχλή και λέμε ο αέρας είναι τόσο καθαρός, απάτη και αυταπάτη. Η θάλασσα στο στενό είναι το πλύμα της βρωμιάς όλου του κόσμου, πρόσεξε τις γωνίες στις προβλήτες και τα χέρια σου απ'τους κάβους. Η άμμος στα στεγνά είναι ξανθωπή, αλλά δε με γελάει, είναι το ψέμα της λασπουριάς την ώρα που τραβιούνται τα νερά.

Οι σκούρες ώρες λιγοστεύουν. Στον πάτο του πηγαδιού η μέρα με τυφλώνει: δεν έχει άλλη κατρακύλα. Ο αέρας είναι τόσο καθαρός, τι μαλακίες. Ο αέρας μας σκοτώνει. Ένα ένα τα έργα της γενέσεως προχωρούν και πίσω μένει μούργα. 

Ρίχνω βραστό νερό στην κούπα. Τα κλαδάκια του τσαγιού έχουν ταριχευτεί, δε δίνουν άλλο. Η σακούλα που έχει μέσα τις πράσινες πατάτες θροΐζει, ένα μικρό καφετί ποντίκι κάνει ανασκαφή. Θέλω να καπνίσω μια βδομάδα τώρα. Μια βδομάδα τώρα! Σε μια βδομάδα χτίστηκε ολόκληρος κόσμος δυστυχίας από τα θεμέλια ως την κορφή...

/

Ορισμένα σφάλματα δεν παλιώνουνε ποτέ: το μουστάκι μου στα γένεια, η γλώσσα σου στα χείλη, εκείνα τα αλησμόνητα μάτια του βαρισκίτη. Άφησα την πρώτη μου γυναίκα και όσες με βρήκαν έπειτα απ'αυτή, χαμογελώ, θα περιαυτολογήσω, ήταν αρκετές. Άφησα δυο πατρίδες και ανάθεμά με αν ήξερες, πώς το ν'αφήνεις σε σκίζει και σε ξαναγεννά.

Οι άγκυρες μαϊνάρονται ήσυχα, τα λιμάνια πιάνονται χωρίς πολλά πολλά. Το φυλαγμένο στένωμα και οι ήμεροι καιροί κάνουν τη γκρίνια ακριβή, το κλίμα δε σηκώνει τσιριμόνιες, παρά το γκέμι και το βήμα, απετάλωτα στις πέτρες με τα βρύα, κλιπ, κλωπ, κλιπ, κλωπ, και τις στάλες της βροχής που στραγγίζουν από το κεφάλι στα μανίκια, πλιπ, πλωπ, πλιπ, πλωπ. Οι μέρες μπαινοβγαίνουν ομαλά, και η ζωή χάνεται σαν ατμομηχανή σε ράγες που μακραίνουν.

/

Για να σε ξαναμυρίσω σπρώξε τη μούρη μου στο χώμα
και δοκίμασε να πεις: Θυμάσαι μήπως; Η γη είναι χωρισμός.
Η γη είναι οι θάνατοι, η θάλασσα οι γέννες
και στις ακτές στεκόμαστε λιγνοί σκυφτοί και προδωμένοι
ζητώντας ρέστα απ'το Θεό.

Ήμουν άπιστος, θα απαντήσω,
αλλά όχι πια.

/



the dust, the spray of the salt
the fog, the mist, the sand

the foam, the fish, the weeds
the pebbles on the shore

the clouds, the fleeting sun
the feet, the shoes, the stead

oh I know you'll make me sad
but I don't mind at all

Urd



Δακρύζω από τον αέρα. Πηγαίνω σκυφτός για να του πάω κόντρα. Ό,τι και να φορέσω το κρύο με ξεντύνει. Η δισδιάστατη γεωγραφία εξηγεί τα δυο μέτρα της ζωής. Η θάλασσα θα καταπιεί τα πάντα. Όλο της το νερό θα είναι στενοχώρια και όλο της το αλάτι, όλο της το αλάτι θα είναι το αίμα που με μύησε στο μικρό, στρογγυλωπό της σώμα.

Προχτές έκοψα την απτική επιφάνεια του δείκτη κόβοντας το ψωμί. Το επόμενο πρωί, πέρασα την πληγή πάνω από τις ρώγες της, κάτω από τα σκεπάσματα. Με αγκάλιασε από το λαιμό, τράβηξε το χέρι μου και το'βαλε στη θέση για να πιάσω αυτό που έμελλε να γεννήσει αργά και μαλακά, τη νέα ζέστη του μηνός.

Μου πήρε την ιδεολογία, μου πήρε τις αρχές. Δεν πονούσε όπως τις προηγούμενες φορές. Ήταν μια σιωπηλή εμμηναρχή, ένα γλίστρημα από τα εκεί στα εδώ.

Από γυναίκες σαν αυτή γεννιούνται μόνο απαντήσεις.

Πετέχειες χιονιού

῾Ηδὺ θέρους διψῶντι χιὼν ποτόν, ἡδὺ δὲ ναύταις ἐκ χειμῶνος ἰδεῖν εἰαρινὸν Στέφανον·
ἥδιον δ᾿, ὁπόταν κρύψιη μία τοὺς φιλέοντας χλαῖνα καὶ αἰνῆται Κύπρις ὑπ᾿ ἀμφοτέρων.


Το ψιλόχιονο πέφτει και λιώνει αμέσως πάνω στους λεπτούς της ώμους. Ξεπλένει σταλάζοντας το αίμα. Αυτή η χειμωνιάτικη σιωπή δεν αποκαλύπτει τις ώρες της ακατανόητης αγωνίας της που σχεδόν με παραλύουν. Της έχω κρατήσει τα χέρια στα σιωπηλά ώσπου οι συσπασμένοι μύες της να παραιτηθούν. Έχει σκουπίσει τις μύξες της στο στέρνο μου. Είναι μια ατίθαση μικρή και μου αρέσει ανυπόφορα.

-

Γιατί τόσο μίσος για το ασήμαντο κορμί; Γιατί τόσο μίσος για αυτή την ημιτέλεια;
Η φλόγα της ζωντάνιας μου είναι ο θυμός, η πρώτη ύλη όλων των λίγων συναισθημάτων σου, όπως μου είχε πει κάποτε μια διάττουσα γυναίκα. Μια θαμπή φωτογραφία 35χιλ. από το 1987 ενώ εκκολαπτόμουν μέσα στη θυμωμένη κοιλιά που μ'έφερε στον κόσμο ήταν το πρώτο μου πορτραίτο. Η γύρα του κόσμου μέσα από τις γέφυρες των κρουαζιέρων ήταν μια ζωή ατέρμονης οργής, θεέ μου πόσα κώμπλεξ έχω κι έγινα μεταναστευτικός όχι για να..., αλλά επειδή... Ο θυμός είναι κι αυτός κληρονομήσιμος: η μάνα μου πολύ πριν από εμένα έκαιγε τις φωτογραφίες μιας ξεχασμένης γκόμενας του πατέρα μου στην αυλή του σπιτιού που τότε νοίκιαζε στο Στάντε χορεύοντας σαν πνεύμα γύρω από τη φωτιά, βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Η ζήλεια είναι μια άλλη αμαρτία, από την οποία με έσωσε ευτυχώς το πρώιμο τελετουργικό. Η ζήλεια της χωρούσε στη φωτιά, ενώ ο θυμός της ξεχείλισε στις δυο χαρακιές που αλφάδιασε με το αντικλείδι του σπιτιού στον πήχη του τότε εραστή της (τώρα εκείνος μετανιώνει που δεν έμεινε σημάδι). 

Τα γυαλιά μου κόστισαν μισό χιλιάρικο. Το θυμάμαι όταν προσπαθείς να με αγκαλιάσεις, αλλά πάντα το ξεχνώ όταν με τιμωρώ. Πέφτουν στο πάτωμα και αναπηδούν χλιαρά ή ξεκρεμιώνται από το ένα αυτί και μισοκάθονται στο μάγουλο που έχει παντζαριάσει. Το δεξιό αυτί, αυτό από το οποίο συνήθως ξεκρεμιώνται, αντιστοιχεί στο δεξιό το χέρι που είναι πιο δυνατό. Ακούω ένα βουητό και ζαλίζομαι και παραπατώ. Κάθομαι πάνω στη ράχη του καναπέ, κοιτιέμαι στον καθρέφτη και δε βλέπω καθαρά, αλλά γελώ με ό,τι μαντεύω και μου ρίχνω άλλη μια, ή δυο, ή τόσες μέχρι να κουραστώ ή να σκοτεινιάσουν όλα. Στο βάθος κάπου ανησυχώ νευρωτικά αν έσπασε ένα μικρό αγγείο στα κροταφικά εδάφη, γιατί σ'αυτήν την περίπτωση θα με χωρίσει η γλώσσα, και τι θα είμαι, αν είμαι στερεμένος από λόγια;

Είμαι ντυμένος με αυτή τη "συναινετική" βία. Γιατί το ίδιο σάλιο που καταπίνει κάποιος όλη μέρα, γίνεται βρωμιά όταν το φτύσει στο πρόσωπο ενός άλλου; Μετά απ'όλα και μέσα στη βραδινή μου ησυχία, όταν παίζει το βινύλιο του 1977 για τη ζούγκλα της Μαλαισίας και έχω ήδη πιει τη σόδα μου, ανακαλώ το πώς τραβιέσαι φοβισμένη όταν κινώ τα χέρια μου για να σε πιάσω, για να σε χαϊδέψω. Κάποτε, όχι μια φορά ή δυο, με τα ίδια χέρια, στο ίδιο κρεβάτι, σε έχω πονέσει έστω λίγο. Hei, ich hau dich mal nicht., σου λέω προς μαλακισμένη υπεράσπισή μου, και γελάς, γιατί γελάς; Du tust's einfach so, langsam, denn es gefällt dir so sehr, wenn ich Angst hab'. Το παράπονο στη φωνή σου... Μπορεί να έχω καιρό να σε χτυπήσω, αλλά δεν είναι πως δεν το επιθυμώ πολύ, δεν είναι πως δε βρίσκω άλλους δρόμους για τη "συναινετική" μας βία (αν και πάντα είναι υπέροχα να επιστρέφω στα παλιά). Η βία πίσω από τα καθαρά σιδερωμένα ρούχα και τη μάσκα του πολιτισμού, δηλαδή το ότι ακούω μόνο τρίτο πρόγραμμα και NDR Kultur και διαβάζω όλα εκείνα τα βιβλία που διαβάζουν μόνο οι πούστηδες και οι γκόμενες, μαγειρεύω, δεν έχω τρίχες στην κοιλιά, μιλάω λίγο, γράφω πήματα και γοητεύομαι από αμελητέες αηδίες, είναι το ίδιο γελοία με την "απρόσμενη" βία, δηλαδή τη βία που ζει τους δημοσιογράφους και τους ήρωες του κώλου, και το ίδιο τρομοκρατική: ένα ανάξιο ζώο που μ'ένα κρακ του λαιμού δε θα είναι ποτέ πια, να αποκτά τόση σημασία.

Η συμπάθειά μου για τη βία λερώνει τα πάντα σαν το μελάνι της σουπιάς, αλλά δεν είναι τίποτε άλλο παρά απάτη. Το ίδιο μου το σώμα είναι απάτη. Όφειλε να ομολογεί ειλικρινά τα όσα κρύβει, δηλαδή τις ασύμφορες ιδεολογίες, τις διαστροφές, την εγωπάθεια, την πλαδαρή βαλβίδα και το νευροστόμαχο. Σπάνια μόνο καταρρέει λίγο και διακριτικά: όταν έπαιρνα τα αντιπηκτικά στο δεύτερο έτος, συνειδητοποίησα πως ο λαιμός και το ένα μου μάγουλο ήταν στικτά από μικροσκοπικές σκούρες φακίδες. Μα εγώ δεν είχα ποτέ φακίδες. Δεν ήξερα ακόμα πολλά από ιατρική, και ο Β. Ε., που τότε ήταν έκτο έτος και νεοναζί, και τώρα είναι νεοναζί και καρδιολόγος, μου είπε, Αυτά ρε συ είναι πετέχειες. Χτύπησες πουθενά; Για λίγους μήνες αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τις αγαπητές μου πρακτικές. Η εποχή εκείνη συνέπεσε με μια ατυχή συγκυρία (ξέρεις καλά ποιος είσαι και σε χαιρετώ) που με σύστησε στο νέο κόσμο της μεταβατικής βίας, μια αληθινή Αμερική. Οι σανίδες του διαμερίσματος της παλιάς πολυκατοικίας στο παράκεντρο της πόλης ήρθαν κοντά στο πρόσωπό μου. Ήμουν τόσο πολύ θυμωμένος που απομνημόνευσα με ακρίβεια τα νερά, τις πληγές και τους λεκέδες των σανιδιών που χωρούσαν στο οπτικό μου πεδίο. Πιαστήκαμε μουγκρίζοντας στα χέρια. Στο τέλος είχαμε και οι δυο τα ρούχα μας σκισμένα. Έφυγα τρεχάτος και ο άλλος βρόντηξε πίσω μου την πόρτα. Κατεβαίνοντας τη σκάλα τον άκουσα που φώναξε Καριόλη!. Αγόρασα μια μπύρα ΚΕΟ από το μαγαζάκι της γωνίας που τώρα έχει κλείσει και την ήπια μονορούφι. Το επόμενο απόγευμα ξαναβρεθήκαμε στο διαμέρισμα με καλύτερες διαθέσεις. Μ'αρέσει πολύ να υπονοώ... τι; Ό,τι υπονόησα κι εδώ. Αυτό το κείμενο είναι παραδοχή συστηματικού λάθους. Η μάνα μου ήταν έγκυος το καλοκαίρι του 1987 και τράβηξε αυτή τη θαμπή φωτογραφία με την Κάνον που έχω τώρα εγώ, χωρίς να έχω καταφέρει να βγάλω ούτε μια με την ίδια τρυφεράδα.

-

Η κακοκαιρία στο μικρό νησί μπορεί να σε στραγγαλίσει. Ο αέρας σκίζει το αλάτι απ'το νερό και το πετάει σαν άμμο πάνω στα θολωμένα τζάμια. Στη σκοτεινιά δεν ξεχωρίζει το χιόνι από τις στάλες του ιδρώτα. Τα λίγα δέντρα προσκυνάνε. Η λάμπα τρεμοπαίζει. Ο δρόμος είναι κολυμπήθρα. Το κατώι έχει κρυφτεί. Οι κουβάδες κάτω από τις γνώριμες τρύπες της σκεπής σιγοντάρουνε το χάος. Κι έπειτα βρισκόμαστε στο μάτι. Μια ανάπαυλα σιωπής, μια ιστορία αγάπης.



Delirium σκέτο

τρικυμία αδιαπέραστο σκοτάδι πυκνότατη βροχή
τραμπάλα σε μια σκάφη χωρίς κουπιά χωρίς φανάρι
ο Χριστός κατέβηκε και μου'δωσε φωτιά νερό κι ένα τραπέζι
-Γιατί με βοηθάς; Υπάρχουν πολλοί καλύτεροι από μένα.
-Το μόνο που έχει σημασία είναι να μετανιώνεις.
















?

Wêr wennest do dan?

ή Όταν το ομολογήσεις, παύει να είναι σύμπλεγμα

Στην κοιλιά μιας φάλαινας στην άμμο μιας ρηχής ακτής περιμένοντας τη φουσκονεριά να πλύνει τα ζουμιά που καίνε τα πάντα εκτός απ'τα οστά, ποιο ταξίδι απέτυχε απ'όλα;

Το δεύτερο νησί: εκεί που η λάσπη κολλάει στις πατούσες και κάθε βήμα βεντουζώνεται στη γη, εκεί χώνοντας την παλάμη στο χυλό δεν ήξερα τι κρυβόταν από κάτω, ένα σκουλήκι, ένα φαγωμένο χτένι, μια δράκαινα, ή απλά μια σούπα σαπισμένα φύκια. Το νερό με περίκλειε σφιχτά και σκοτείνιαζε αμέσως. Η θολούρα γύρω ήταν μια πρόσοψη θανάτων. Τα ψάρια που ενδιαφέρονται μυρίζουν αν ματώνεις από δεκατέσσερα μίλια μακρυά, τα ψάρια που ενδιαφέρονται βρίσκουν γρήγορα τα κουφάρια. Από το ύψωμα η θάλασσα φαινόταν εξωτική σαν καλλαΐτης. Από κοντά ήταν όπως οι αιθέριες γυναίκες, πυκνή, αδιαπέραστη. Το σύγκρυο που μ'έπιανε μόλις μου'γλειφε το λαιμό μου έλεγε χωρίς να μου μιλήσει πως είμαι ξεχασμένος. Η ομίχλη έκοβε τον κόσμο καθαρά, και δεν υπήρχε άλλο νησί, άλλη στεριά, παρά εκείνη η σταγόνα στενοχώριας. Και δεν υπάρχει άλλο νησί, άλλη στεριά... Το χνούδι των καρπών μου και των εγγύς φαλάγγων έλαμπε όταν στεκόμουν στον ήλιο, σχεδόν σα να κόστιζε κάτι, όμως πιο ακριβό ήταν το αλάτι απ'όλα. Το μάζευα στην πετσέτα, μου το νόθευε το χώμα και λυπόμουν, και λυπόμουν.

Το πρώτο νησί: έχω άλλοτε γράψει άλλα γι'αυτό που δε θα μπορέσω ποτέ ξανά να φτάσω, που σήμερα όταν θυμάμαι δυσπιστώ, πώς βρήκα τόσες και τέτοιες λέξεις; Πού; Ποιος ήμουν τότε κι έγραψα, και είπα, και σκέφτηκα αυτά; Στη μεγάλη παραλία με τη "ζαχαρένια άμμο" (εδώ παραθέτω τον ίδιο μου τον εαυτό) ξαπλώσαμε, ο φίλος μου κι εγώ, ανάσκελοι δίπλα δίπλα, όπως κάναμε συχνά. Δεν ήταν όμως μια μέρα θλίψης, δεν είχε συννεφιά, δεν έπεφτε ψιλοβρόχι, μα φυσούσε μια ήσυχη πνοή, κι έφεγγε ένα όμορφο καλοκαιρινό φως, και ακούγαμε την άμμο που κατρακυλούσε από τους αμμολόφους, και τις φτέρες της αρμύρας, και το κύμα εκείνο το βαθύ, το κύμα της ανοιχτής θαλάσσης. Τότε μου είπε κόπηκα στη γραμμική άλγεβρα (ik hab V-Algebra nicht bestanden), η πρώτη από πολλές φορές, και τα μαλλιά σου μοιάζουν με κριθάρι την ώρα της δύσης (dein Haar sieht wie Koarn bei Sinneundergong aus). Γέλασα κοροϊδευτικά κι έκαψα μια τούφα με τον αναπτήρα, δε θα ζούσα στην παρένθεση μιας γλυκερής ταινίας. Πιο δίπλα ένα τεράστιο γλαρί έσκουζε kruwwk, kruwwk. Αν δεν κάνουν οι άνθρωποι το σπίτι, το κάνει η μαρτυρία. Η θάλασσα εκεί δεν ήταν χωρισμός. δεν ήταν τιμωρία.

Εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν ερωτευμένος με το νησί. Εικοσιοχτώ χρόνια!

Wêr wennest do dan?
Στην κοιλιά μιας φάλαινας στην άμμο μιας ρηχής ακτής.


O, mam an aatj sat uun de blä dörnsk bi de letj trinj boosel
an iidj marig an braaset eerpler mä kniiwer, furken an skaaia...


Η αθώα σταθερά

Το ανυπόφορο δάκρυμα των Ιονίων Νήσων και οι πέντε ξύπνιες νύχτες που πέρασα στα γόνατα στίβοντας τις πετσέτες μέσα στον κουβά μου έδωσαν να καταλάβω πως δεν είναι όλα τα νησιά νησιά, και όλα τα σπίτια σπίτια. Όσο οι φακοί απροθυμούν ολοένα να ενδώσουν, και επιτάσσουν να βγάλω τα γυαλιά για να ράψω ή να διαβάσω, οι αδυναμίες μου γίνονται ιδιοσυγκρασιακά μυστικά, και η απρόσφορη επιθυμία να φανώ σκληρός σαν εφηβικό καυλί σβήνει (dim.). Μετά τη δύση του ηλίου γίνομαι φωτοφοβικός. Τα φανάρια του αμαξιού φέγγουν ένα αχνό κίτρινο φως. Ο Μ. στο συνεργείο, που έχει μείνει χωρίς φρύδια από τη χημειοθεραπεία, πρότεινε να δώσω τα εκατόν πενήντα για να έχω μια μόνιμη μέρα εμπρός από το καπώ, και του είπα την αλήθεια, πως τα αποκαλυπτικά φώτα με κάνουν νευρικό. Δε λυπάμαι τα λεφτά. Προτιμώ να μαντεύω, παρά να αναγκάζομαι να δω.

Εξετάζω τις γωνίες του ξένου κρεβατιού, και έπειτα σαν υστερική κυρία ξαπλώνω τελείως ντυμένος και άκρη άκρη, γιατί το στρώμα είναι πηγάδι βουρκωμένο. Κάθε απόγευμα δίνω μια αστεία μάχη ενάντια στο ξερατό, και στις πιο πιεστικές ώσεις της ναυτίας, εστιάζω στα χέρια μου που έχουν μεταμορφωθεί σε χέρια κάποιου άλλου, και ό,τι έχουν παλαιότερα πράξει έχει σβηστεί από τη μνήμη τόσο τη δική μου, όσο και αυτωνών, το άδειασμα αυτό το συναντάς μαζί με τα άλλα βάτα και αγριόχορτα στη διαδρομή. Η Πολωνέζα από το ανθηρό μου παρελθόν μου στέλνει κάθε χρόνο κάτι νοσταλγικό για τα γενέθλια και κάθε φορά η γλύκα της με βρίσκει πιο μακρυά από εκείνη την τυφλή αφοσίωση στο χλωμό κορμί και τις χαρές που είχε να δώσει. Παντρεύτηκε το φυσιοθεραπευτή, της εύχομαι τα καλύτερα αλλά δε θα το πω ποτέ γιατί δε θέλω να απαντήσω σε ό,τι γράφει.

Ξόδεψα τη συντροφιά σου σκεπτόμενος τη στενοχώρια των μεγάλων αποστάσεων. Παραπατούσα μια στο νερό και μια στις πέτρες. Δίπλα ήταν μια συστάδα αχινοί. Ο πουνέντες σφύριζε ανάμεσα στο φάρο και στο βράχο, μια βδομάδα αποκλεισμένοι στον τόπο της εξορίας αγκαζέ με τα πνευμονικά οιδήματα και τη φυάλη του οξυγόνου, δε σε άγγιξα ούτε για να σε καλωσορίσω, ούτε δα. Σε μύριζα δίπλα μου και σχεδόν σε σιχαινόμουν. Είπες αυτολεξεί γίνεσαι βήμα βήμα λιγότερο ερωτικός. Κι ενώ ξεστόμιζες αυτή τη σαχλαμάρα, η όρασή μου εξαντλιόταν στα βρεφικά σου βλέφαρα, και όλο το υπόλοιπό μου σώμα είχε μείνει κάπου πίσω, είχε ξεχαστεί. Έχω μόλις περάσει το δεύτερό μου μπρις, οι θάνατοι ξεχώρισαν το αίμα μου από την πνοή όπως η μαγείρισσα στο φτηνοφαγάδικο ξεχώρισε το κρέας απ'το κόκκαλο την Κυριακή που είχατε νηστεία. Ξέσυρα σε κλίματα που με αρρωσταίνουν, είναι όλα στροφές του τιμονιού, έχω δική μου την ευθύνη, δεν είμαι στάλα ενοχικός, δεν είμαι και πολλά, αρχίζω και τελειώνω στη μια μου ιδιότητα, κι αν πέρασα χρόνια απαρνούμενός την, κακώς, γιατί της έχω ορκιστεί. Είμαι έτοιμος, σχεδόν αδημονών, για περισσότερους πάσχοντες, για περισσότερους νεκρούς, για νέες ευγνωμοσύνες που ξεχνιούνται στο λεπτό. Μια γκόμενα με έγλειψε νιώθοντας υπόχρεη που δεν είχα χύσει, τα σάλια της μου βρέξαν το βρακί, την έσπρωξα πέρα γελώντας από την αηδία. Αυτό με κάνει λιγότερο ερωτικό; Κάποτε θηλυκώνω το λαιμό μου τραβώντας μαλακία. Αυτό; Σε σκέφτομαι συχνά, γρήγορα σε ξεχνώ, στο τρίωρο αλλάζει ο καιρός. Δε με απασχολεί το μεγαλείο των παθών, με απασχολεί το βολόδερμα ανάμεσα στις συγκινήσεις. Αν γίνομαι... ας γίνομαι. Έχω κάπως βρεθεί με το προνόμιο. Εσύ είσαι που δεν αλλάζεις, δε γίνεσαι μα είσαι, είσαι η αθώα σταθερά.

Η χαρά της νιτρογλυκερίνης

ο σκώρος αφήνει ταλκ κεραμιδιού στο μέσο και το δείκτη
αίμα λαμπρό στάλες βροχής τα ματοβόλβια έξω απ'το κρανίο
η λάσπη της αργύλου γλείφει το κουφάρι της δεύτερής μου γάτας

ποντίκια σαύρες σούρτα φέρτα όλο αυτό το γελοίο ενδιαφέρον
δεν είπαμε στο γιατρό πως είχε πέσει κουφάλες δε σας έχει τιμωρία
δε σας έχει και ευτυχία παρά τα βρώμικα λεφτά

κάποιος γκάζωσε στα τριάντα μέτρα για αυτόν μόνο το λόγο
η θάλασσα τραβιέται συνωμοτικά τρεις μέρες τώρα
το μέτωπο του καιρού τρέχει προς την ανατολή και αύριο

θα ξημερώσει νύχτα, χαλάζι και αχλή
οι γονείς που μ'έβγαλαν από το τότε του θανάτου
πλήρωσαν για να τριγυρνώ τον κόσμο πότε λογικός και πότε ψεύτης

αυτή ήταν η τιμή του μπανάλ θαύματος της γέννας
το χέρι στο στέρνο η χλέπα αυτή του Πριντσμετάλ
αίμα θαμπό στάλες ξερές οι μύγες κόβουν κύκλους

η μοναξιά είναι στενή και πνιγηρή όπως και η κρεμάλα
αλλά το χύσιμό της είναι αλλιώς και αν η μόνη σου αναστολή
είναι η ατίμωση του τι θα πούνε οι λεχρίτες

όταν σε βρουν γυμνό μαλακισμένο κρεμαστό από το πομολάκι
ε γάμησέ τα μια γουλιά κονιάκ για κάθε όνομα σωστό
ξεπλένει τη ντροπή και δώσε να τους δω πίσω από το παραβάν

δε φτάνει μια διαστροφή δε φτάνουν δυο
δε φτάνει ο καιρός για να γυρίσω πίσω

συνάδερφε που θα μου φτιάξεις τη βαλβίδα στρίψε μου δυο γύρες και τ'αρχίδια
στο μεταξύ περνάμε χαλινάρι στην καρδιά
πέφτω ανάσκελος τρυπάει την πλάτη μου και βγαίνει στο κρεβάτι

Ε Π Ι Σ Κ Ε Π Τ Η Ρ Ι Ο Ν

Η ήπειρος που κείται ανάμεσά μας είναι η ετοιμοθάνατη χοντρή που ξεψυχάει στα χέρια μου κι εγώ δε βρίσκω φλέβα. Ο θεός με βλέπει και με γαργαλά με τον ιδρώτα ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Το σώμα της θα το φυλάξουμε εγώ και η σκόνη του σπιτιού μου σομερίμ ώσπου να έρθει ο γείτονάς μου ο παπάς και να τη στείλει να βρει το χώμα πάλι. Οι συγγενείς της είναι όλοι στις Αμερικές και θα έρθουνε μετά. Στο μεταξύ ένα εικοστετράωρο θα την έχω πεθαμένη να κοιτά την αφίσα με τα καράβια της ναυτικής εκπαίδευσης.

Στα οχτώ ολόκληρά της χρόνια της χηρείας, είχε προλάβει και είχε δοκιμάσει όλους τους παντρεμένους του νησιού. Είχε να δείχνει ένα μουστάκι τουρκικό και δυο μπράτσα ένα μπούτι έκαστο μοσχαρίσιο. Δεν πένθησε ποτέ αλλά τίμησε τον φυτεμένο ζηλευτά, ξέρει αυτή πώς και εσωτερικά. Έπλεκε ζακέτες για τον τεράστιο εαυτό της για να είναι μακρυές και μου είχε φέρει λουκουμάδες δυο φορές. Αυτή ήταν η ετοιμοθάνατη χοντρή, νυν νεκρή. Η χηρεία της ξεκίνησε εκείνον το Σεπτέμβρη που έτυχε κι έπαιξες το κακό χαρτί και έχασες τέσσερα χιλιάρικα κορώνες και την αξιοπρέπειά σου, στα οχτώ ολόκληρά της χρόνια χηρεμένη, εμείς προχωρήσαμε αργά προς τα ενδότερα του κώλου. Όσα συνέβαιναν εκεί, στο νησί, στο Φλένσμπουργκ, στο Όσλο, στη Σαλονίκη, κι όσα συνέβαιναν εδώ, στην Κέρκυρα, στη βραχονησίδα, στο κατωχώρι, στο "ντράφο" από πίσω, στο σπίτι της με τις πέτρες, ήταν από το '87 γραμμένο να ανακατευτούν και να μη βρίσκουμε άκρη.

Οι φασιανοί έχουν φωλιάσει πίσω από το γιατρείο. Τουφέκισέ τους να φάμε δείπνο μυστικό! Τουφέκισέ τους αλλιώς θα τους τουφεκίσω εγώ! μου λέει ο αλογατζής στο καφενείο. Το πρωί οι κοτοπουλίσιοι γείτονές μου κρώζουν και κορδώνονται με το γυαλιστερό τους φτέρωμα και μου ρίχνουν βλέμματα τόσο αθώα και περίεργα πίσω από τη τζαμαρία που θέλω να τους πάρω έναν σε κάθε μασχάλη και να φύγω τρέχοντας για την Ιταλία και από εκεί το τραίνο και γραμμή για το διαμέρισμα στο Χάμπουργκ - Φέντελ όπου θα είμαστε εγώ και οι φασιανοί μου. Πριν συμβούν όμως αυτά, πρέπει να μεσολαβήσουν άλλα, απρόσμενα, και κάποια σχεδιασμένα μα κρυφά. Πρέπει να αφήσεις το αρκουδάκι σου στην ακριβή σπηλιά που έχετε υποθήκη και να μου φέρεις τα καπνά και να σε κεράσω μπράντυ Πιλάβα με καφέ και άλλα τέτοια φιλικά και αντρικά αρκεί να το θέλει και ο καιρός αρκεί να το θέλει και ο θεός
γαμώ, γαμώ, γαμώ...



Χρόνια νοσήματα

one day you'll be a boy too old to have a dad
fear prepares you every day for that

x

zwischen Wind und Wasser liegt ein Dingi ja liegt nur da mal bewegungslos
du, hilflos, fisperst irgendwas aber es verschwindet den Wellen zwischen
verloren schon?

x

το γήρας σε βρίσκει μέσα από τους θανάτους των άλλων
μείνε μόνος μη δίνεις στόχο


Περί εντοπιότητος

ΕΧΤΕΣ τις ώρες τις νυχτερινές έμεινα ξυπνός κοιτώντας σε στα μάτια. Ήσουν καθισμένος μόνος σε έναν από τους πάγκους της εκκλησίας από όπου ξεκίνησε ο λαισταδιανισμός. Κάτω από τη στεγανή σκεπή, στη ζέστη που μύριζε από το μοναδικό κερί, ήμασταν ομόθρησκοι και ομοεθνείς. Η ιστορία μας περίμενε έξω, με τα μνημεία της, τους νεκρούς, τους επιζώντες, μάλιστα, έφτανε ως εκεί, στου διαόλου τον κώλο, δεν τολμούσε όμως να πλησιάσει παραπάνω εκείνους που αμαρτάνουν στον κόρφο του προτεσταντισμού, θέλει να είσαι ξεχασμένος για να οργίσεις έτσι αυτόν τον ολιγαρκή θεό.

Η γυναίκα μου είπε πίνοντας το κονιάκ πως η ιστορία έχει τελειώσει. Έψαξα τον αναπτήρα στην τσέπη του πουκαμίσου. Αν η ιστορία έχει τελειώσει, εγώ τι θα έχω για να περηφανεύομαι; Μια σύντομη ευημερία; Αυτό;

Δεν είμαστε ό,τι έχει προηγηθεί, δε μας ορίζουν οι διαδοχικές οργανωμένες συνευρέσεις που έτυχε να καρποφορήσουν. Έτσι ήθελα να πιστεύω, αλλά το βούτυρο στα χείλη σου είναι το Βόρειο Σέλας, και στα δικά μου απόδειξη ενοχής, οι λάσπες στα πόδια της πικρής κυρίας είναι ταυτόσημες με τα λεπτά μαλλιά της, και τις νύχτες το πρόσωπό της μοιάζει με πανσέληνο υπερκορτιζολική πάνω από το νησί, εγώ είμαι περαστικός της. Οι γονείς της είναι γηγενείς, το αίμα τους απρόσμεικτο, βρασμένο είναι ίδιο με το συρόπι από τα μούρα των θάμνων της πίσω αυλής του πατρικού σπιτιού της. Πάνω από το τζάκι τους έχουν το πορτραίτο δυο γέρων από δυο αιώνες πριν, και ξέρουν πως μουνί μουνί τους έχουν φέρει από εκεί σ'αυτό το μέρος, σ'αυτό το παρόν. Όλα τα χρόνια ζήλευα τις οικογένειες της κλειστής επιμειξίας. Τώρα έμαθα πως είναι προτιμότερο να είσαι μπάσταρδο σκυλί παρά καθαρόαιμος κρετίνος. Δεν υπάρχει τίποτε ανάξιο στον παππού που γλίτωσε κρεμασμένος κάτω από το βαγόνι χίλια χιλιόμετρα δρόμο μόνο και μόνο για να πεθάνει καθιστός υπνωτισμένος από τη φωτιά που έκαιγε μέσα στη σόμπα όταν τα πράγματα είχαν στρώσει. Δεν υπάρχει τίποτε ανάξιο στον πατέρα που πεθαίνει κάθε μέρα από λίγο καθιστός σύμφωνα με τη σύντομη ιστορία μας. Δεν είναι μεμπτό που γράφουμε παράδοση που ξεχνιέται κάθε δυο γενιές, γιατί έτσι τα λάθη τα οικογενειακά είναι εφήμερα και προσωρινά όπως και εμείς.

Η γυναίκα υπήρξε κάποτε δική μου, μα τώρα τα οξυγονωμένα νύχια και ο τρυφερός λαιμός της δε με αφορούν. Η ιστορία μπορεί να έχει τελειώσει αλλά θα επιμείνω. Ο αναπτήρας άφαντος, καλύτερα, να γυρίσω και στα σπίρτα.

Στην είσοδο του γιατρείου κρέμασα μια άδεια μεζουζά, δεν την παίρνει είδηση κανείς αλλά και που τη φιλώ δε με παρηγορεί. Θα ήθελα να ντυθώ χασιδιστής και να εξαφανιστώ πίσω από επτά άψυχα παιδιά στο Ισραήλ και να δω τη Μέση Ανατολή καμένη γη τόπο νεκρών. Αλλά αυτό θα ήταν αυταπάτη, το ανήκειν δεν επιτρέπεται στους γύφτους. Ντύνομαι άγαμος κόρη της αρετής χωρίς άποψη και πίστη, και εξαφανίζομαι ανάμεσα σε Ελληνοϊταλούς και Ιλλυρίους, μέσα στο πηχτό σκοτάδι της ελλειπώς ηλεκτροδοτούμενης περιοχής.

φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ

(το πλατώ)

Sprich nicht!
Du redest in den Wind...

Είδα τον ήλιο που το έσκαγε για την Ιταλία. Και τώρα ξεκινάει το δύσκολο τρίτο της ζωής.

Ένα κιβώτιο βιβλία στέκεται δίπλα στο κρεβάτι για παρηγοριά. Από την κρεμάστρα στο απέναντι ντουβάρι, εκείνο που έχει και την αφίσα από τους αγώνες ιστιοπλοΐας, κρέμεται η σάκα μου και ένα φουστάνι της μικρής. Ντυμένος στα μαύρα από το σώβρακο ως τις κάλτσες, είμαι εγώ όπως με ξέρεις, μισοκαθιστός, ακουμπισμένος σε δυο μαξιλάρια, χωρίς καμιά βιασύνη. Στο στρώμα κάπου χωνιασμένα βρίσκονται τα γυαλιά μου, τα γκρίζα, όχι τα χρυσά, τα σπίρτα, ο Βίκτωρας Ουγκώ και τα ρυθμονόρμ. Αυτή η κομπανία δεν κάνει φασαρία. Το μόνο που ακούγεται είναι τα άρουρα που μπαινοβγαίνουν στις φωλιές τους, κάτω ακριβώς από τα παράθυρα. Σε λίγο, μόλις καλοσκοτεινιάσει, θα ανάψω το κερί.

Ένας άντρας που παραλίγο να πεθάνει στα χέρια μου ήρθε εχτές και μου έρραψε τον αγκώνα στη μασχάλη με ράμμα συρματόρραμμα. Με χαιρέτησε και έφυγε από τη σκηνή. Έμεινα ξαπλωμένος στο εξεταστήριο. Πού στην ευχή έμαθε να ράβει;

Κάνω γιατρείο με τα ίδια ρούχα που κοιμάμαι και το βράδυ. Δε φοράω ρόμπα, δε φοράω μάσκα, τις μισές φορές υποδέχομαι τους ασθενείς με κάλτσες και φλιφλόπια, αλλά για να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου, είμαι ευλαβικός με τα γάντια από το Λιντλ. Τα αποστειρωμένα είναι μόνο για τα Σάββατα. Η μελλόνυμφη που της λείπει το κωλάντερο και έχει κιρσούς από τους αστραγάλους ως τα μουνόφυλλα παραπονέθηκε. Η προηγούμενη γιατρός ήταν καθωσπρέπει. Ο τωρινός; Έτσι έκανε όταν ήταν στη Γερμανία; Εκεί η πίπα έσταζε κοστούμι και γραβάτα και ο φλόμος έδινε κι έπαιρνε στα ευγενικά. Κι εκεί κι εδώ το στόμα μόνιμα κλειστό, τα λεφτά είναι έτσι κι αλλιώς λειψά.

Την ερχόμενη βδομάδα θα ορκιστώ στα ισπανικά. Δε θα ψευδορκήσω. Θα γίνω σένιος και θα φωτογραφηθώ με τον καινούριο μου σκοπό από στομάχι κατσικίσιο. Δε θα είσαι εκεί για να με δεις. Θα προσπαθήσω να σε θυμηθώ.

Στην κίτρινη σακκούλα από τα αφορολόγητα του Ντύσσελντορφ κρύβονται εικοστρείς καπότες που δε θα χρειαστώ, το Βε-Ντε-Φίρτσικ, ένα μπουκάλι υγρό για αναπτήρες, τα ζάναξ και σαπούνια υποαλλεργικά μέσα στα κουτιά τους. Σκέφτομαι κάθε μέρα πότε θα μ'επισκεφτείς. Σχεδιάζω από τώρα πώς θα σε... και πώς μετά θα σου ζητήσω ήσυχα μια φορά αυτό που είναι να σου ζητήσω, και θα με χτυπήσεις χωρίς αναστολή μέχρι να αρχίσω το παρακαλητό, και την επομένη τούμπα. Έχεις μετρήσει πόσα λέγονται και πόσα εννοούνται, το ξέρω που κρατάς λογαριασμό. Είμαστε τόσο ειλικρινείς για όλα εκτός απ'το γιατί.

-

Είναι ένα ξέφωτο στην ανατολική πλαγιά, χωμένο στα πεύκα και τις οξιές, στο οποίο φτάνεις με γλίστρημα και κωλοτσούλημα σε ένα μονοπάτι μονίμως γλιτσερό που έχει το πλάτος μιας πατούσας. Στο ξέφωτο αυτό υπάρχει μια οικογένεια αιωνόβιες ελιές που μοιάζουν με σεκόγιες. Εκεί, ανάμεσα σ'εκείνες τις ελιές, βγαίνουν βόλτα οι μπεκάτσες. Δεν πάω εκεί τα απόβραδα για να τις τουφεκίσω. Πάω για να κρυφτώ.

-

Τα πόδια του κρεβατιού, του γραφείου, της καρέκλας είναι φουσκωμένα. Η μεταλλική ντουλάπα που προοριζόταν για τα μητρώα έχει αναρριχόμενη σκουριά. Οι κάλτσες και οι πετσέτες στα κάτω ράφια μυρίζουν ρουφιάνα γη. Το κιβώτιο με τα βιβλία λερώνει το σεντόνι στο κρεβάτι. Το πάτωμα είναι όπως η ακτή μας το πρώτο δίωρο της άμπωτης. Χωματοσκούληκα, ισόποδα, ακρίδες και κουνούπια πλέουν και βυθίζονται πνιγμένα στο ανάλατο νερό, ανάμεσα σε λάσπη λευκή, χαλίκια και ξηλωμένα χόρτα. Στο κέντρο της γελοίας μικρής καταστροφής είμαι εγώ όπως δε με έχεις ξαναδεί, άπλυτος, γυμνός, σκεπασμένος μέχρι τη μέση με το πράσινο κουβερτάκι, καθιστός, τελείως νικημένος, με τα τραπουλόχαρτα να βόσκουν ανάμεσα και πάνω στις ζάρες. Δε σου είπα βέβαια κουβέντα για το θέμα, η ήττα είναι πάντα μυστική.

(Δεν ήταν η βροχή, ούτε η απομόνωση, ούτε η αργομισθία, ούτε η κρίση της στηθάγχης Πριντσμετάλ, ούτε τα νιτρώδη που δανείστηκα από το φαρμακείο του μαγαζιού μου, ούτε το όταν έρθω θα σε βοηθήσω. Δε νικιέμαι από τέτοιες μαλακίες. Αυτό που με έκανε κομμάτια ήταν που δεν έβγαινε η πασιέντζα.)

מכות מצרים

το νερό εξοιδαίνεται ζεστό
από τα αγγεία στην κοιλιά των πνευμονιών

παλιόχαρτα πέφτουν δίπλα στο υγρό κρεβάτι
δίπλα σ'εκείνον που κάνει πως κοιμάται
οι μύγες πηγαίνουν πρώτα για τα μάτια των νεκρών

η απελπισία κρύβεται πίσω από το παραβάν
τι χείλη αγοριών, τι χείλη κοριτσιών

όλα περιφρουρούν τα ίδια άδεια λόγια
-

9/2012
ο καρδιογράφος μαρτυρά τα μυστικά μου
ξαπλώνω στο τραπέζι με τις απαγωγές βεντουζωμένες
δεν έχω ξανανιώσει τόσο αβοήθητος και τόσο ευτυχισμένος
-

9/2016
το ρολόι του πάνω στον κλιβανάκο μετράει το χρόνο που μας μένει
και πάνω του μετρώ πόσες αναπνοές απ'τον κουβά χάνει στο λεπτό

οι μέρες στενεύουν σαν κορσές
κράτα το κεφάλι σου ψηλά
κάνε υπομονή
καλωσήρθες στον πραγματικό κόσμο
είναι αργά για να μετανοήσεις τώρα
τι σόι νησιώτης είσαι που δεν αντέχεις έτσι

κάτω απ'τη γλώσσα λιώνει ένα πενσορντίλ
πάνω απ'τη γλώσσα διέρχεται η μπύρα
ένα σκουπίδι για γιατρός σε ένα σκουπίδι τόπο
αλλά ο Θεός θα ΔΩΣΕΙ
ό,τι είναι να δώσει


Basslauf goes long (δείγμα)


Οι εικοστέσσερεις της παραμονής ήταν μέρα ηλιόλουστη και κρύα. Μια μέρα αρκετά καλή. Ολόκληρη η περιοχή ήσυχη σα νεκροταφείο. Στάθηκα εμπρός στην πόρτα της αποθήκης. Την κλώτσησα δυο φορές. Άνοιξε ένας άντρας υποψιασμένος. Είχε πέσει το σύρμα πως κάποιος θα’ρχόταν να τον βρει. Το είδα στο διαλεγμένο άδειασμα της αποθήκης. Τίποτε δικό του δεν έστεκε στα ράφια, τίποτε στο τραπέζι. Το κρεβάτι δεν είχε στρώμα. Πόδια και τάβλες μόνο κι ένα γυμνό μαξιλάρι πάνω. Το πρόσωπο του άντρα ούτε που σφίχτηκε μόλις με είδε. Ήταν έτοιμος και δασκαλεμένος.
Προτού προλάβω να κόψω μέσα μέσα, έβαλε το χέρι πάνω στον αγκώνα μου και τον λύγισε απ’τα έξω. Είχε στραβώσει η δουλειά. Α, το κατάλαβα αμέσως. Μα δε μπορούσα να το βάλω και στα πόδια, να σωθώ και να σωθεί κι αυτός. Έκανε να μου ξηλώσει το μαχαίρι από τη χούφτα αλλά ήταν σα να προσπαθούσε να μου ξηλώσει το άντερο. Πρώτα θ’άφηνα την ψυχή μου κι έπειτα το μαχαίρι. Έτσι με άρχισε στο ξύλο, όσο προλάβαινε έτσι που κυνηγιόμασταν σκυφτοί. Στο πρόσωπο, στο στομάχι, στ’αχαμνά, στο σβέρκο, στα βυζιά. Του κατάφερνα από καμιά με το ελεύθερο χέρι. Το άλλο του μαχαιριού το φύλαγα γιατί το είχε στο μάτι. Το’πιασε να το στρίψει να το σπάσει. Τον κλώτσησα στο γόνατο. Πήρε φόρα. Ο κρότος στο κεφάλι μου έφερε κουφαμάρα. Νύχιασε τα σκυλομάγουλά μου. Με πήρε απ’το λαιμό. Με πήγε στο ξυλοντούβαρο. Μου έτριψε τη μούρη στις ακίδες. Δεύτερη μες στο μάτι. Η γροθιά εκείνη ήταν αρβυλιά, εκατό πονοκέφαλοι μαζί. Πέσαμε στη γη. Νόμισε πως η λαβή μου θα ενδώσει. Γυρίσαμε τρεις τούμπες. Απλώθηκε να πάρει μια τάβλα απ’το κρεβάτι. Αν την έφτανε θα είχε φύγει σώος. Δεν την έφτασε. Τον γύρισα άλλη μια. Σήκωσε το χέρι με τα δάχτυλα καρφιά. Σκόπευε να τα μπήξει στις κόγχες των ματιών μου. Τότε είδα τη λάμα που λύγισε μια στιγμή πριν βγει από την άλλη μεριά της παλάμης του. Τράβηξα το μαχαίρι πίσω. Δεν είχε φτάσει η ώρα μου ακόμα. Η δική του όμως είχε ‘ρθεί.
Του έσκισα το λαιμό πέντε γύρες δώθε πέρα για να σιγουρευτώ. Η μύτη και το στόμα μου έσταζαν αίμα πάνω στο αίμα του. Ήταν αξεχώριστα στο μάτι, εκείνου όμως ήταν αίμα του πεθαμένου κι εμένα του ζωντανού. Με το ζόρι έβαλα κόντρα στα δάχτυλα να σηκωθώ. Κοίταξα τριγύρω για θεατές. Άλλος στην αποθήκη δεν υπήρχε. Πέταξα το μαχαίρι. Βγήκα ξανά έξω στο φως.
Μόλις έστριψα να πάρω το χωματόδρομο προς τη Ζυρόνα, είδα και το φυγά. Απομακρυνόταν τρεχάτος, ένα σκίτσο από κάρβουνο κόντρα στη λιακάδα. Εμένα το χαρτί μου είχε ένα όνομα. Εδώ τα νέα είχαν φτάσει ζεστά και περίμεναν απ’οίκω δυο.
Οι σόλες του τρίβονταν στο χιόνι και το χώμα.
Κρρρκ. Κρρκ. Κρρρκ. Κρρκ. 
Κρρρκ κρρκ κρρρκ κρρκ.
Παρέλαση βιασύνης.
Απομακρυνόταν όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κράδαινε ένα τουφέκι. Δεν κοιτούσε πίσω. Ήξερε τι θα έβρισκε να δει. Βλαστήμησα όλους τους Αποστόλους του Χριστού. Ξαναμπήκα στην αποθήκη. Έψαξα τα ρούχα του νεκρού. Μισό ψωμί στη μια τσέπη. Ένα φλασκί στην άλλη αδειανό. Πιστόλι δεν είχε. Στάθηκα και παρατήρησα το εσωτερικό της αποθήκης: ξυλοκιβώτια, καπάκια σε στοίβα χωριστή, σακιά με αλεύρι, σακιά με φασόλια, ένας κουβάς, χαλί από παλιό άχυρο και στεγνωμένη λάσπη, λίγη αλογοκοπριά. Δυο άντρες, μια καραμπίνα. Αυτός ήταν ο όρος του παιχνιδιού; Δεν είχα περιθώριο για άλλο χασομέρι. Μάζεψα το μαχαίρι από κάτω. Έτρεξα προς τους λόφους με όλη μου τη δύναμη.
Ο άλλος δεν είχε πάει μακριά. Είχε διαλέξει να τρέχει μέσα στα χωράφια, εκεί που ήταν απάτητο το χιόνι, για να με δυσκολέψει. Τα βήματα βαθούλωναν και γλιστροκοπούσαν. Έβγαζα χνώτα σαν αλόγου σκαρφαλώνοντας την ανεβασιά. Το αίμα μου έσταζε δραματικό έτσι που ζοριζόμουν. Ζεστό όπως ήταν, το χιόνι κάτω από τις σταξιές γινότανε νερό.
Ο άντρας έτρεχε κι αυτός όπως μπορούσε. Ήταν τροφαντεμένος. Ποιος ξέρει πόσο πιο νωρίς είχε πάρει να τρέχει και δεν τον είχα δει. Η καραμπίνα κουνιόταν σα ραβδί δεξιά κι αριστερά. Είχα λαχανιάσει τόσο να τον προλάβω που με άκουσε. Γύρισε να με δει. Μας χώριζαν πενήντα μέτρα. Πενήντα μέτρα το πολύ. Επιτάχυνε βογγώντας. Το σώβρακό του ξεκουμπώθηκε. Ξεκρεμάστηκε. Πια κυνηγούσα δυο κωλομέρια μέσα στην παγωνιά.
Σε λίγο θα περνούσαμε τον κίτρινο φράχτη. Μισό χιλιόμετρο από εκεί βρίσκονταν τα πρώτα σπίτια. Έπρεπε να λύσω το πρόβλημα μέσα σε λίγες δρασκελιές, αλλιώς θα φανερωνόμασταν στους κατοίκους των σπιτιών, κι εκείνος θα ήταν ένας ολοκαίνουριος μπελάς που χρειαζόταν άλλου είδους μέτρα.
Έβγαλα μια φωνή. Τα μπούτια μου είχαν πάρει φωτιά. Κόντευαν να μαγκώσουν. Έβγαλα μια φωνή για να μπορέσω να τα αγνοήσω. Ο άντρας σταμάτησε και με σημάδεψε. Έδωσα ένα σάλτο. Έπεσα πάνω του. Τη στιγμή εκείνη το τουφέκι εκπυρσοκροτούσε διαγράφοντας μια καμπύλη πορεία προς τον ουρανό. Έκανε να στρέψει την κάννη στη μεριά μου ουρλιάζοντας αλλά την είχα κάτω απ’την κνήμη μου και το σίδερο με έκοβε καθώς έβαζε κόντρα. Κάρφωσα το μαχαίρι μια φορά στη λακκούβα του λαιμού να μη φωνάζει. Μετά άλλες δυο φορές στις καρωτίδες. Το αίμα του σαν συντριβάνι της στιγμής πήγε προς το δρόμο που είχαν χαράξει τα σκάγια από πριν κι επέστρεψε βροχή του μελανιού πάνω μας και στο χιόνι.
Κοιτούσα παρανοϊκά τους λόφους του λευκού και του πρασίνου. Δεν υπήρχε κανείς. Τις αποθήκες τις είχαμε αφήσει πίσω. Δυο σπουργίτια σε χαμηλή πτήση έξυσαν το περίγραμμα του αγρού. Τινάχτηκα σαν κουνέλι.

Έπρεπε να εξαφανιστώ το γρηγορότερο.