© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

The right note, hidden as a wrong note

The composer says he took a minimalist approach and wanted to include noises of “humanity” that many sound engineers try to edit out. In many of the game’s songs, for example, you can hear the soft brushing of his fingers across nylon strings as he changes chords.

The composer describes this as trying to capture “primitiveness”. “It really adds up,” he explains. “It creates a tension and texture that make [music] more human, and I’m looking for that, you know? The right note, hidden as a wrong note.”
A Brown on G A Santaolalla, NME


/

Through the windows my father's ghost appeared, sitting in the closed yard, smoking. There is a barn door leading to the yard and to the two entrances of the house, and it's never locked. We walked from the sunny street into the shade. Every year the swallows return to find their nest. They make little ones and they chirp and shit a lot through summer. My father places newspapers under the nest and tries to leave them in peace. The corner gets covered in cobwebs and dirt fast. When you let things be in the countryside, nature makes haste to reclaim.

“Aatj, wi san her.” 
“As det din frinj? Hi as ja en lütt dring.”
“Jo.”

My father greeted the Frenchman with a smile and a nod. The Frenchman posed like a toy soldier and saluted, which was received with a chuckle.
“Nö, hi as en Spaßvogel, eh?”
“What did he say?”
“He said you are a funny one.”

[...]

Few people I know have been here. It's so out of the way, and I've moved around so much, it was never practical. It wasn't practical for the Frenchman either, but he had been talking about it since winter. He had made up his mind to spend this summer on the island. It was of the essence. I don't like bringing people here. I was inclined to find some excuse in order to avoid the visit. But he insisted tirelessly, [...] until it stopped looking like a threat and started looking like a favor.

---

“Has this ever happened to you, that your hearing just disappears for a few moments? That you can't hear a thing?”
“When I'm about to faint.”
“I'm waiting for the sound to come on again but it's not.”
“Well, it is quiet.
“That's not what I mean.
“Then I don't know what you mean.”
“A premonition.
“Nothing can find you here.

[...]

“Is he there to remind you not to play with a heavy hand?”
“It hasn't worked now, has it? He always sleeps. I've never seen him awake. I think he's deaf.”
“Look at him. He's happy. He's comfortable. He's enjoying it.”

He picked up my guitar from the stand.
“A left handed one, for God's sake. This is going to take a while.
“I have nowhere else to be.
“Let's assume the strings won't snap.
“They're not too stale.
He took his time tuning it to the piano. He brought it to a modal tuning, DGDGAD or DADGAD or something of the sort. The piano itself is way overdue for the tuner. So the two instruments were right between them, but wrong in the world. He fumbled around, strummed here and there, looking for whatever it was he had in mind. I always pictured the guitar like a keyboard laid out scrambled. It was the only way I could make it make sense. He paused many times, tried one odd thing after another. On second thought, he looked more like he was trying to remember. His face lit up after the progression repeated consistently a few times.

“B♭maj to... what the hell is that? Oh, I know what you're doing.
“Play,” he said.
He made room on the bench.
“Stay on Am.
I put my hands on the keys and hung onto Am. He kept traversing from chord to chord, skipping thirds, before returning to the Am. My mind was busy figuring out the chords, working like a hand grain mill: B♭maj, B♭ add ♭5 no 3rd, now this was a creative one, it took me a while, Gm, Gm7 no 3rd, middle step - booze in milk, B♭maj again? No, B♭maj in the first inversion, Dm, Am. 
“Hey! Don't follow. Stay on Am.
This time I focused and stayed on Am for real. From a tear in reality, emerged things belonging to a strange memory. There was the hiss of his soft finger pulps sliding on the wire strings, the occasional clicking of my ring against the keys, the creaky bench, the old floor. And then the sun appeared between the shaking leaves outside the window, and the sounds morphed into a vision, and
he spoke through me, he spoke through the instruments, he spoke through everything, like God;
I hung onto the Am in trepidation, a mortal.

---

[...]

“You never wanted to leave this place.”
“No.”
“Why leave at all then?”
“I had to go study. Make a living.”
“Do you think about coming back?”
“Every day.”
“Don't. You will turn into a savage.”
“Right. The city's civilizing effects.”
“The city keeps the mind open, if you have the aptitude for it.”
“Do you want to hear about the heron?”
“Tell me.”
“The heron nests close to other herons. They make villages that are called heronries. A heronry is most often near a body of water. It might be on a tree, or in a bunch of bushes or by a pond. No matter where, they are always populous. No heron nests in the middle of nowhere alone. When the heron is looking to nest, he wants to be surrounded by others of his kind.”

/


¡Y tenía corazón!

-Ορίστε, το έκανε πάλι!
-Έκανα τι;
-Ζητάω βοήθεια, έρχεσαι στο θάλαμο, παίρνεις τον οδηγό και βρίσκεις αμέσως το σημείο. Το κάνεις να φαίνεται τόσο εύκολο.
-Ο χρόνος το κάνει εύκολο.

Η μικρή γυναίκα με τη φράντζα ακριβείας μου σκάει ένα χαμόγελο. Έχω τα μάτια στραμμένα στην ετοιμασμένη πλάτη του αρρώστου και τον οδηγό με τη βελόνα, αλλά βλέπω το χαμόγελό της με την περιφερική μου όραση. Τα χέρια της αιωρούνται ακριβώς κάτω από τα δικά μου, μια τρίχα από το αποστειρωμένο πεδίο.

-Κάνε μου μια χάρη.
-Ναι;
-Πάρε τα χέρια σου απ'το πεδίο.
-Φυσικά.

Η μικρή λευκή γυναίκα έχει όνομα μεγάλης μαύρης γυναίκας. Γεννήθηκε στη Ζιμπάμπουε την εποχή που η "πρώιμη βροχή ξεπλένει τα άγανα πριν τις ανοιξιάτικες καταιγίδες" δηλαδή την εποχή της αιματοχυσίας. Αργά το απόγεμα στο τέλος μιας κουραστικής εργάσιμης τη ρώτησα στον άδειο διάδρομο Ποια είναι η ιστορία με το όνομά σου; -Α, ναι, αυτό... όλοι με ρωτάνε γι'αυτό. -Θα επιβιώσω και χωρίς την ιστορία. Και μετά, σαν να μην ήταν εντελώς σίγουρη πως θα επιβίωνα χωρίς την ιστορία, μου έκανε τη χάρη. Ή ίσως εγώ της έκανα τη χάρη, που έγινα πρόθυμος ακροατής. Οι γονείς ήτανε ευκατάστατοι πατατο-Δανοί που είχαν μεγαλώσει στο Ρινγκιόμπινγκ, δεν τους έλειπε τίποτα, είχαν καλή ζωή, όχι κάτι εξαιρετικό, αλλά ποτέ βασανιστικό. Εκεί ήγκειτο και το πρόβλημα, όλα ήταν επίπεδα, σαν τα βαλτοτόπια γύρω απ'το Ρινγκιόμπινγκ. Η λύση ήταν να πάνε στη Ζιμπάμπουε για έναν ανώτερο σκοπό, για παράδειγμα να μάθουν στα αραπάκια να διαβάζουν. Η μάνα της μικρής γυναίκας γκαστρώθηκε εκτός γάμου, σύμφωνα με τη χαλαρή Δανέζικη ηθική, αλλά η Ζιμπάμπουε ήταν άλλος κόσμος. Το παιδί μιας άγαμης μάνας δε μπορούσε να υπάρχει: δεν δικαιούτανε χαρτιά. Ένας γραφειοκρατικός εφιάλτης που έπρεπε να αποφευχθεί. Ο μαύρος παπάς ο ομόθρησκός τους, τους πάντρεψε εμπρός σε ένα αβοκαντόδεντρο. Και η μικρή λευκή γυναίκα -τότε μικρό λευκό παιδί- γεννήθηκε κάπου στη μέση του πουθενά, σε μια καλύβα με αχυροσκεπή, πάνω στα βουνά, ώρες λασπόδρομο από το ανατολικό σύνορο, πήγε στο σχολείο μαζί με τα μικρά μαύρα παιδιά, έμαθε να γράφει, να προσεύχεται, να αρρωσταίνει. Η οικογένεια επαναπατρίστηκε οχτώ χρόνια μετά, επειδή οι γονείς είχαν παίξει αρκετά τους ιδεολόγους και το κάλεσμα είχε αλλάξει: αφορούσε πια στο κονσερβαρισμένο Δανέζικο σενάριο με μονοκατοικία στα προάστια, τρία-τέσσερα παιδιά, κονφιρμασιόν στην εκκλησία και καλοκαίρι στο σόμμερχους. Όταν έγινε δεκαοχτώ, η μικρή γυναίκα έπρεπε να διαλέξει αν ήθελε να είναι υπήκοος Δανίας ή Ζιμπάμπουε, η τελευταία χώρα απαιτεί αποκλειστικότητα, μία ήταν η λογική επιλογή. Το μόνο που έμεινε να ομολογεί το ασυνήθιστο παρελθόν της ήταν αυτό το περίεργο όνομα που σήμαινε κάτι ευγενές. Η μικρή γυναίκα μου είπε την ιστορία γιατί είχε αποφασίσει πως άξιζα τον κόπο. Δεν είχε σημασία αν τον άξιζα όντως ή όχι, αυτές οι αποφάσεις είναι αυθαίρετες τελεσιδικίες. Στάθηκα εκεί πειθαρχημένος στο διάδρομο και την άκουσα με προσοχή, σαν καλός μαθητής, αλλά εντός μου σκεφτόμουν γαμημένοι αποικιοκράτες.

Τα μάγουλα της γυναίκας με το όνομα το κλεμμένο από τους Σόνα κοκκινίζουν ένα βαθύ κόκκινο κλεμμένο από τα τριαντάφυλλα δίπλα στο ντουβάρι του παλιού νοσοκομείου του Αγίου Ιωσήφ, που τώρα είναι εφορία. Τα τριαντάφυλλα δίπλα στο παλιό νοσοκομείο του Αγίου Ιωσήφ τα βλέπω τα πρωινά που πηγαίνω στη δουλειά στο καινούριο νοσοκομείο. Όταν ψιλοβρέχει μοσχοβολάνε και η βροχή λάμπει μέσα τους σαν άστρα. Η γυναίκα έχει κοφτερά ζυγωματικά και αδύναμο πιγούνι, μικρά ταχτοποιημένα δόντια και δυο μάτια σαν λουλακί μπίλιες. Είναι κι αυτή κοκκινότριχη, διαφορετική εκδοχή από μένα, ξανθωπή, τα μαλλιά της είναι όπως μου είπε jordbærblond, φραουλοξανθά, πυκνά τόσο που μοιάζουν με περούκα. Είναι καλή, όχι πολύ έμπειρη, αλλά γι'αυτό υπάρχει αναπόφευκτη θεραπεία. Το σημαντικό είναι πως έχει τη σπίθα στη ματιά, το στίγμα του σαμάνου. Την έκανα μια ντουζίνα χρόνια μικρότερή μου, τελικά ήταν μόλις τέσσερα. Δεν ξέρω τι έκανε όλον αυτόν τον καιρό που εγώ γερνούσα και σκοτείνιαζα, όπως και να'χει πάντως, αυτή παρέμεινε μικρή.

-Ξέρεις, αν κάναμε παιδιά, θα ήταν αλεπούδες, μου λέει μέσα στο paternoster, ανάμεσα στον ημιώροφο και το ισόγειο. Γελάω, γελάει κι αυτή, χα-χα-χε-χε, μεσόκοπο καμακάκι στο κλιμακοστάσιο που δεν έχει αλλάξει απ'τη δεκαετία του '70, στην προτεσταντική κωλόπολη, στα πρόθυρα της λάσπης, ο εξωτισμός μας είναι απλό ντεκόρ, στην πραγματικότητα είμαστε μέρος του σκηνικού.

---

27 του μήνα είμαι στο τμήμα, και είναι η τελευταία μέρα του κουτσού συμβολαίου. Μετά μένω για πρώτη φορά έξω από τη νοσοκομειακή πιάτσα από το '15. Είναι περίεργη μέρα, δεν έχω πολλή δουλειά, οι άρρωστοι δεν είναι πολύ άρρωστοι, εξόν από εκείνον που πεθαίνει, στον οποίο δεν έχω τίποτα πια να προσφέρω. Την ώρα της μεσημεριανής ενημέρωσης μαζεύονται οι νοσοκόμες και η γριά Γ. μου δίνει μια ανθοδέσμη και ένα κρασί και βγάζει λόγο, πως είμαι καλός και αυτά και εκείνα και πως τις στεναχωρεί που η διοίκηση δε με αφήνει να συνεχίσω, οι νοσοκόμες είναι θυμωμένες με τη διοίκηση επειδή τις έχει γαμήσει συστηματικά, τώρα είναι θυμωμένες παρεμπιπτόντως και για λογαριασμό μου. Με έχουν πιάσει ενώ τρώω μια μπανάνα και έχω τα πόδια απλωμένα πάνω στην απέναντι καρέκλα, και είμαι σαν παιδί που του κάνουνε πάρτυ-έκπληξη, λέω ευχαριστώ, ήταν καλή συνεργασία, μυρίζω την ανθοδέσμη, μυρίζει ωραία, και οι νοσοκόμες χαίρονται, γιατί νομίζω πάντα έχουν την τάση να με βλέπουν σαν παιδί, όπως άλλους έχουν την τάση να τους βλέπουν σα μνηστήρες, είναι οι ποικίλες σχέσεις των εργαλείων μεταξύ τους όταν δεν τα κοιτάς, η βάρκα και τα κουπιά, το βόδι και το άροτρο, η σκούπα και το φαράσι, ο γιατρός και η νοσοκόμα. Διπλώνω τη μπανανόφλουδα με ενδελέχεια και την κάνω σαν σεντόνι σε μαγαζί με σεντόνια.

Όταν ανεβαίνω ξανά στο τμήμα, με περιμένει στο γραφείο η μικρή γυναίκα με τη φράντζα ακριβείας, έχει ανέβει απ'τα ΤΕΠ, και κάθεται στο φαρδύ περβάζι, δίπλα στο χαρτομάνι. 
-Μου είπε ο Α. κάτω πως δε θα έρχεσαι άλλο;
-Αλήθεια είναι.
Οι λουλακί μπίλιες βουρκώνουν. Ιδρώνω στο σβέρκο, κάτω απ'τα μαλλιά.
-Γιατί;
-Δεν αξίζω τα φράγκα της διοίκησης.
-Και τώρα ποιος θα με επιβλέπει; Ποιος θα με βοηθάει;
-Ο Μ., λέω και γελάω, επειδή ο Μ. κάθε δεύτερη μέρα φεύγει επειδή τον πιάνει κρίση πανικού ή πονοκέφαλος ή ξερατό ή κάποια άλλη δικιολογία. Τον υπόλοιπο καιρό είναι άχρηστος, αλλά δεν είναι δικό μου πρόβλημα.
-Δεν έχεις καρδιά, καλά λένε.
-Ποιοι λένε;
-Η Σ.
-Πού την ξέρεις εσύ τη Σ. διάολε;
-Ήμουν συμφοιτήτρια με την αδερφή της. Είχαμε τον ίδιο υπεύθυνο στη βασική εκπαίδευση.
-Μμμ.
-Ασθενής; ρωτάει και δείχνει την ανθοδέσμη και το μπουκάλι.
-Όχι, οι νοσοκόμες από το τμήμα.
-Τι λες να μοιραστούμε το κρασί μετά τη δουλειά; Και θα σου πω τι μου είπε η Σ.

---

Ναι, είπα ναι. Μετά τη δουλειά φύγαμε μαζί και περπατήσαμε ως το δάσος του σανατορίου. Με πήγε στη μεγάλη λίμνη, στο κόκκινο παγκάκι που έχει τις δυο καρδιές και το λένε παγκάκι της αγάπης (kærlighedsbænk). Σαν γυμνασιόπαιδα, σαν ηλίθιο αστείο. Έχω κάτσει σ'αυτό το παγκάκι άλλοτε και έχω καπνίσει, τότε ήμουν γέρος, τώρα γυμνασιόπαιδο. Η μικρή γυναίκα φορούσε ένα καλοκαιρινό φουστάνι με άσπρα λουλούδια και ο αέρας μου το έφερνε και το έπαιρνε πίσω. Τα μάγουλά της ήταν τριαντάφυλλα, στην άλλη μεριά της λίμνης ήταν ξαπλωμένα τα ελάφια, τα ψαρόνια κελαηδούσαν, ο ήλιος περνούσε ανάμεσα απ'τις φυλλωσιές, το παραμύθι της δυτικής ακτής. 

Για καλή μας τύχη το κρασί δεν είχε φελλό, ήταν για πληβείους, δηλαδή ιδανικό. Έπινε κυρίως αυτή, έμοιαζε να το χρειάζεται. Ίσως και να με κολάκευα, είναι πιθανό, ίσως το χρειαζόταν για άλλους λόγους που δεν είχαν να κάνουν με την αφεντιά μου.
-Δε θες να ξέρεις τι μου είπε η Σ.;
-Τι σου είπε η Σ.;
-Τα καλύτερα.
-Μμμ.
-Μου είπε, αυτός δεν έχει καρδιά. Μακρυά, μου είπε. Μακρυά! Μου είπε πως είσαι ο πιο ανήθικος άνθρωπος που έχει γνωρίσει, και να μείνω μακρυά. Είπε πως είσαι ντροπή για το επάγγελμα. Και πως δεν γνωρίζεις από σεβασμό. Είπε κι άλλα, θες να σου τα πω;
-Όχι.
-Τη ρώτησα τι είχε συμβεί, αλλά μου είπε πως δεν άξιζε τον κόπο να μου εξηγήσει. Προφανώς μετά έπρεπε οπωσδήποτε να μάθω. Δεν ήθελα ν'αρχίσω να ρωτάω άσχετα άτομα και να με περνάνε για περίεργη. Εννοείται δεν ήθελα να ρωτήσω την αδερφή της. Οπότε το σκέφτηκα μεθοδικά. Έγραψα στην Κ.Μ., κάνει αναισθησιολογία στο Σβένμποργκ. Ήταν στο πανεπιστημιακό όταν ήσουν κι εσύ.
-Ναι, την ξέρω, μια σγουρομάλλα. Δεν ήξερα πως ήξερε. Γιατί με κουβέντιαζες με τη Σ.;
-Τη συνάντησα στο σεμινάριο διοίκησης μετά το Πάσχα. Της είπα πως είμαι στον τομέα Α' και πως έχω έναν ειδικό που θα παντρευτώ και τα παιδιά μας θα είναι αλεπούδες. Και η Σ. με ρώτησε αμέσως αν ήσουν εσύ.
-Ανάθεμα.

Πήρα το μπουκάλι και ήπια μερικές ηχηρές γουλιές, γκλουπ - γκλουπ - γκλουπ. 27 του μήνα, η μέρα που η αυτοπεποίθησή μου τρομπαρίστηκε επιθετικά, και ξαφνικά ήμουν πολύ δημοφιλής, και καθόλου δημοφιλής ταυτοχρόνως. Κεκτημένη ταχύτητα, κακό σκυλί, έπιασα το χεράκι της μικρής γυναίκας, τα νύχια της ήταν μαλακά και καθαρά, το δέρμα της ήταν λείο και ελαστικό, μύριζε αχνά κάτι σαν αγιόκλημα, δεν υπήρχε τίποτα να της καταλογίσω εξόν από το γούστο της στους άντρες. Στον επόμενο τόνο το καλοκαιρινό φουστάνι έκρυψε τη λίμνη, η μικρή γυναίκα με είχε καβαλήσει και ζουλούσε το σηκωμένο μου καβλί. Δάγκωνε επίμονα τα χείλια της και είχαν γίνει πολύ γυαλιστερά και είχαν πάρει το χρώμα που έχουν τα κόκκινα μύρτιλλα στο νησί τέτοιον καιρό, τη φίλησα σχεδόν από περιέργεια, μου έσπρωξε το μουσούδι με το δικό της διδακτικά και μου έδειξε πώς να είμαι τρυφερός. Έβαλα τα χέρια μου κάτω απ'το φουστάνι, ο στρογγυλός της κώλος ήταν αφράτος και είχε καταπιεί το βρακί. Ήταν όλη τόσο ζεστή, ολόζεστη, ήταν η μέρα εκείνη η καλοκαιρινή ενσαρκωμένη. Έβαλε την παλάμη της στρατηγικά στο στήθος μου, τέταρτο πέμπτο μεσοπλεύριο αριστερά, έμεινε ακίνητη για λίγο, καρδιακή ώση, όπως την περιγράφουν τα ιερά βιβλία, την είχα ξαναδεί αυτήν την παράσταση. Η ζωή σε ατέρμονη επανάληψη, οι παραλλαγές στο ίδιο θέμα, όσες προλάβεις ως την κόντα.
-Τελικά ήταν ψέμα. Έχεις καρδιά. Μπορεί να μη χτυπάει γρήγορα, αλλά χτυπάει δυνατά.

---

Είχε αρχίσει να νυχτώνει, και αυτό σήμαινε πως ήταν ήδη αργά, γιατί ο ήλιος δύει μετά τις δέκα αυτή την εποχή. Την πήγα έξω απ'το παλιό νοσοκομείο του Αγίου Ιωσήφ και της έδειξα τα τριαντάφυλλα. Δες, της είπα, τα μάγουλά σου. -Είσαι φρικτός, είπε, αλλά χαζογελούσε. Δεν ήταν θυμωμένη που δεν την πήδηξα στο παγκάκι της αγάπης. Είχε αρχίσει να πασπατεύει τη ζώνη μου και της είπα μη. -Γιατί; -Γιατί υπηρετώ άλλη πριγκιπέσσα. -Δεν ήταν εμπόδιο όταν έκλεβες τον άντρα της Σ. -Δεν έκλεψα κανέναν. -Δεν απαντάς. -Έχουμε μια συμφωνία. Οι άντρες δεν την νοιάζουν. Μόνο οι γυναίκες. Όχι γυναίκες. -Τι διαφορά έχει; -Για μένα καμιά. Γι'αυτήν δεν ξέρω, ίσως πρέπει να τη ρωτήσεις η ίδια σου. Δεν είπε τίποτα άλλο, αλλά είχε ένα βλέμμα πεισμωμένο. Η συμφωνία είναι συμφωνία, έτσι έχουν τα πράγματα, αλλά υποψιάζομαι πως η μικρή γυναίκα θα κάνει κι άλλη κρούση, επειδή ήταν φοβερά καυλωμένη, χωρίς ντροπές, σαν θηρίο, μια φανταστική τιμή, ένα καλαμπούρι που δεν παλιώνει και με πιάνει πάντα απροετοίμαστο, ίσως έφταιγε η σχιστοσωμίαση που πέρασε μικρή στο υποτροπικό δάσος, ίσως της άφησε κάποιο κουσούρι.

Mικρή γυναίκα με το κλεμμένο όνομα, σπόρος βρωμοαποικιοκρατών, μάγισσα με τις πέτρες τις δισθενείς, μια μέρα καλοκαιριού στις παρυφές της λάσπης, από όλα αυτά αυτό που με ταλαιπωρεί είναι το εξής: έχω καρδιά. Και όπως στη ζωγραφιά του Σιμονέτ, ο γέρος ανατόμος την έχει ξεριζώσει και την κρατάει πάνω απ'το ανοιγμένο κουφάρι μου. Έτσι όπως την κρατάει σε κοινή θέα, με διαπερνάει σαν σπαθί τέτοιος πόνος αψύς στο στήθος πέρα πέρα και ακούω και αισθάνομαι τη λάμα που αφού με σκίσει βρίσκει στο μάρμαρο του τραπεζιού, ξέρεις λοιπόν, το μέλλον εμφανίζεται ψήγμα ψήγμα στο παρελθόν, η παλάμη που ψηλαφεί την καρδιακή ώση με σιγουριά είναι η θεία δίκη, έξυπνο μαγισσάκι με το όνομα-ξόρκι, εκεί που στάθηκε το χέρι της το πετσί έχει καεί, στο μάρμαρο του τραπεζιού χύνεται κάτι ξινό, σκάβει την επιφάνεια και εμφανίζονται ίχνη σαν φλέβες, οι ρίζες του κακού, μέσα εκεί κυλάει το αίμα. Στις ανατομές κράτα γαλαζωπή κλωστή για να μπορείς να βρεις το δρόμο. Αν δεν προσέξεις μια στιγμή η προφητεία χάθηκε και χάθηκες κι εσύ.

---

Ήταν καλοκαίρι, ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτος στο κρεβάτι σου στο Σταυρό, κάτω από εκείνο το επικλινές ταβάνι, και διάβαζα το μεγάλο τόμο για την ιατρική στην τέχνη που σου είχε πάρει δώρο η μάνα σου από την Πρωτοπορία όταν ήσουν ακόμα στη Σχολή, ένας τόμος με πολυτελείς εικόνες και λίγο κείμενο, και έψαχνα ψηλαφητά το πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι να βρω τη φωτογραφική. Έκανε ζέστη στεγνή, φυσούσε ένα ψιλό αεράκι που κουνούσε πέρα δώθε την κουρτίνα, κι εσύ ήσουν δίπλα με το κεφάλι στηριγμένο στην παλάμη, άχνιζες σχεδόν από εκείνη την κούραση που σε ψήνει πάντα μετά τις βουτιές, σαν καρβουνιά, σαν πυρωμένη πέτρα, και έλεγες, ναι, είναι αλήθεια, ακόμα και οι πουτάνες έχουνε καρδιά, απ'αυτήν την κατάρα κανένας δε γλυτώνει! 

---