© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Gannet E

The Gannet field lay shrouded in fog for weeks on end. The grayness fed on my guts.
The world drank from my blood.

A statue, a lost man, the sentinel of sadness.

Two weeks later a husk crawled from the harbor to the tenement, up to the second floor, and entered my apartment.

---

Passepied A'

"How did you get that?" I asked, pointing at his black eye.
"That? Oh, I fell."
"Down some stairs?"
"Yes, exactly."
"Right."

---

Passepied B'

"Play," he said.
"You want to have a laugh."
"Yes."
"Okay."

[...]

I played Elgar’s Salut d’amour, the arrangement by Ciccolini. The Frenchman sat on his duvet on the floor, staying out of my vision. When I finished, there was silence. My face and ears caught fire. I was overcome with terrible shame—a sad pawn, picking at the bones of my studies, in front of an up-and-coming, bright pianist.

"You have a heavy hand, like a Russian," he said. "And this is one of the best love songs ever written."
"You were supposed to laugh."
"Ha-ha. I laughed."
"Thanks. Now your turn. Let us listen to some actual music."

---

Passepied C'

"What’s wrong with your eyes?" he asked.
"I was hit by a rod, and the pupil got paralyzed."
"Can you see me?"
"Yes."
"Normally?"
"Yes."
"How do I look?"
"Like a heron standing on still water. There are rings around your legs—they grow bigger and bigger, and then they disappear."

---

The heron has large wings and flies without a rush, with slow, wide movements. [...] It’s easy to spot a heron in flight. There’s a pause between each flap of its wings, so it looks as if it’s hovering. Its way is very distinctive.

---

Passepied D'

He held both my hands and squeezed. I tensed up. He squeezed harder, until he hurt me.
"Don’t do this, please."
"Don’t leave."
"I have to."
"Please."
"The heron has large wings and flies without a rush, with slow, wide movements."
"What?"
"It’s easy to spot a heron in flight. There’s a pause between each flap of its wings, so it looks as if it’s hovering. Its way is very distinctive. I’ll find you again. Don't worry."
"Don’t you think it’s too much effort?"
"It’s some effort."
"But you’ll do it regardless?"
"I guess I might."
"Can you play Salut d’amour again? I want to record it."
"So you can laugh on demand?"
"Yes."
"Alright."

After all was said and done, he sat on his duvet again and cried.
I pulled him close and held him until it was time to go.

And then I went, as I was bound, to Gannet E.

Το βυρσοδεψείο

Κάθε τόσο ο φύλακας χτυπάει το ρόπαλο στα κάγκελα, κάθε τόσο οι καταδικασμένοι ξυπνάνε με ένα τίναγμα. Είναι πάντα σκοτεινά και μόλις τους φεύγει η τρομάρα, τους ξαναπαίρνει ο ύπνος. Τα κελιά αυτά δε γνωρίζουνε δραπέτες. Αν δε θες να αποτρελαθείς, πρέπει να βιδώσεις το βλέμμα στον ύπνο και το ελεεινό φαΐ και έτσι περνάει ο καιρός, έτσι γράφεις τα χιλιόμετρα ακίνητος μέσα στο κελί.

Σ'αυτή τη φυλακή όλοι είναι θανατοποινίτες, φυλακισμένοι και φύλακες μαζί, και όλο το υπόλοιπο προσωπικό, επιστάτες, κυρίες της καθαριότητας, γραφιάδες και χαρτογιακάδες, όλοι έχουν στο κούτελο χαραγμένη την ίδια ποινή που έρανε το χέρι του Θεού, όλοι έχουν στο σβέρκο τη μυτερή αιχμή του δρεπανιού που περιμένει, όλοι ζέχνουν απ'το λάδι που τους βάφτισε, τα μάτια τους είναι θολά και όταν φέξεις με το φακό, δε βλέπεις την αντανάκλαση της λάμψης αλλά βλέπεις την ίδια τους τη μούρη, μια ζωγραφιά μέσα στη ζωγραφιά, το κακό μες στο κακό, σκοτάδι στο σκοτάδι.

Αν είσαι βραδύς έρχεται η μέρα που κάθεσαι στην ηλεκτρική καρέκλα και κλαις με χοντρά, καυτά δάκρυα, κλαις απελπισμένα, σαν μωρό, γιατί δεν είσαι έτοιμος, γιατί θες άλλη μια μέρα, άλλη μια γύρα. Αν προλάβεις και εμπεδώσεις το δίδαγμα της ποινής, μετά τους σπασμούς της ηλεκτροπληξίας θα κρεμάσεις λυτρωμένοςΈτσι είναι, άσπρο - μαύρο, δεν έχει αποχρώσεις, δεν έχει διακυμάνσεις, είναι σαν το όχι και το ναι, είναι σαν την ψεύτικη νύχτα του κελιού και την ψεύτικη μέρα του φακού, ή είσαι έτοιμος ή δεν είσαι, ή πόνεσες αρκετά ή το πετσί σου θέλει κι άλλο κοπάνημα για να μαλακώσει.

Ο δικαστής που αποφασίζει πώς θα πας αποφασίζει και το πότε, πάντα με τελεσιδικία. Ο δικαστής, με το ιερό του χέρι, αυτός που βλέπει πίσω απ'την κουρτίνα των πούστικων ματιών σου, αυτός που ξέρει τι έχεις κρύψει μες στον κώλο, αυτός που σε παρακολουθούσε να ξεπηδάς σαν κακιά φύτρα από τη λέρα της μάνας σου και του πατέρα σου, ο δικαστής που αποφάσισε το πότε και το πώς για όλους όσους ήρθαν πριν από σένα και θα έρθουνε μετά, αυτός αποφασίζει και για σένα, τυφλός, κουφός, βουβός, αυτός σπέρνει, αυτός θερίζει.

---

Η κρύα λαμαρίνα ξαπλώνει κάτω απ'το μουσαμά, και πάνω απ'το μουσαμά ξαπλώνει η κρύα πλάτη μου. Το χαμηλό ταβάνι με τις πλαστικές σανίδες τρίζει, το σκοτάδι είναι μια μελανιά, το φως μια μελανιά, ο αέρας βαρύς, κρύος και υγρός με τρίβει από τα μέσα σαν βούρτσα από σύρμα, η θάλασσα μιλάει χωρίς λόγια, το έλαβα το μήνυμα γλυκιά μου, είμαστε ένας λεκές σε έναν τέλειο καμβά, μια ακίδα σάπιου ξύλου στο δάχτυλο μιας πανέμορφης μικρής, μας θέλεις όλους νεκρούς γεύμα για τα ψάρια, κάθε κορόιδο και μπουκιά. Ξέρω πως οι άλλοι εδώ πάνω δε σ'ακούνε όταν μιλάς, αλλά εγώ σ'ακούω καθαρά, επειδή το πετσί μου έχει τρυπήσει απ'το κοπάνημα, επειδή είμαι από φτηνιάρικο υλικό. Βλέπω τα σχήματα που παίρνει ο θυμός σου, έχω την πίκρα της αρμύρας σου στο στόμα. Είμαι ένα τέρας μέσα στην κοιλιά του τέρατος που όπου το πιάνεις διαλύεται προς μια λεπτή σκόνη. Μη βιαστείς να ανακουφιστείς, κοίτα τα λερωμένα χέρια σου, θα μπορούσε να είναι χώμα, αλλά κάθε κόκκος είναι ένα καινούριο τέρας, μια ατέρμονη ασχημονία, ένα άρρωστο γέλιο που σου τρυπάει τ'αυτιά, μάτια συμπαγή που σκοτώνουν κάθε φως, λιωμένη κακία σαν λιωμένο μέταλλο, το κακό μες στο κακό, σκοτάδι στο σκοτάδι. Η κοιλιά μου πάλλεται από την αορτή που σφύζει, κι αν αυτό δεν είναι η ενσάρκωση της κτηνωδίας, τότε μίλα μου και ζήτα μου συγγνώμη. Μίλα μου και πες μου πότε θα φύγω από εδώ. Πότε τελειώνει η τιμωρία!

---

Sterbensmüde

Όταν ήμουν μικρός και πηγαίναμε να δούμε τον παππού στο Ούτερζουμ στο σπίτι του που ήταν δίπλα στου φωτογράφου, και τύχαινε να είναι αργά, δηλαδή μετά τις τέσσερις πέντε, τον βρίσκαμε να κάθεται κάτω από το στέγαστρο της βεράντας, στον πάγκο, ακίνητος σαν άγαλμα, και να κοιτάζει το κενό. -Πατέρα, γιατί ο παππούς δεν κάνει τίποτα; -Γιατί είναι κουρασμένος.

Αλλά μόλις μας έπαιρνε πρέφα με την άκρη του ματιού του μεταμορφωνόταν σαν γκαργκόυλ και θα ορκιζόμουν πως άλλαζε και χρώμα, σηκωνόταν και έσπευδε να μας προϋπαντήσει, αιφνιδίως αναστημένος, θεραπευμένος από εκείνη την ανυπέρβλητη προηγούμενη κούραση που τον μαρμάρωνε.

Είναι Οκτώβρης στο νησί και οι ομίχλες σέρνονται από τη μια στην άλλη μέρα. Βιάζεται να νυχτώσει. Αν σκύψω και φέρω τη μούρη κοντά στη χλόη, είναι σπαρμένη με δροσιά, τα τελευταία λουλούδια είναι διακοσμημένα με ολοστρόγγυλες σταγόνες. Μυρίζει η βρεγμένη γη, μυρίζει ο βρεγμένος αέρας, μυρίζει εκείνη η αιώνια μυρωδιά που έχει το νησί, που έχουν όλα τα νησιά με τη μικρή παραλλαγή τους, σκόνη αλμυρή και μούχλα, και ο ουρανός και η θάλασσα είναι μια ενιαία κουβέρτα που πίσω της κρύβονται όλα τα τερατουργήματα του πέρα κόσμου.

Δε βρέχει, αλλά η ομίχλη είναι βαριά και κατακρημνίζεται λίγη λίγη, ψιλή σαν κοροϊδία. Κάθομαι μαζί με τον πατέρα στην πίσω αυλή, με τα χέρια στα γόνατα και μια μισοαρχινημένη μπύρα στο τραπεζάκι. Είμαστε και οι δυο ακίνητοι σαν αγάλματα και κοιτάζουμε το κενό. Τα μαλλιά μου έχουν νωτίσει. Το κρύο δεν έχει σφίξει ακόμα, δε μας πιάνει τρέμουλο παρά την ακινησία. Έχω τα μάτια ανοιχτά αλλά δε βλέπω. Είμαι τόσο αβάσταχτα κουρασμένος, που δεν ξέρω τι θα μπορούσε να με θεραπεύσει.

Το νήμα που έφτασε σε μένα φίδι επίμονο από γενιά σε γενιά έφτασε και στο τέλος του. Αν ακουμπήσω τον αντίχειρα με το δείκτη θα βρω ανάμεσά τους την ξεφτισμένη άκρη. Έχει αρχίσει να ξεστρίβει. Το ντόμινο των κουρασμένων σταματάει κάπου εδώ, σ'αυτά τα χέρια που ακουμπάνε σ'αυτά τα γόνατα.

---



Άλογα, αλογάκια, αλογότριχες

Τα άλογα πάντα του φαίνονταν κωμικά: ένα βαρέλι που ισορροπεί πάνω σε τέσσερα αδύνατα ποδαράκια σαν μπαμπού. Και πάντα έβλεπε με δέος πώς το βαρέλι κατάφερνε να ισορροπεί σ'εκείνα τα μπαμπού. Όταν μπήκε στη Σχολή και διάβασε ανατομία έμαθε πως τα άλογα περπατάνε πάνω στο μοναδικό νύχι του καθενός από τα τέσσερα άκρα τους. Αυτό δε βελτίωσε την ιδέα που είχε για τα άλογα. Ούτε βελτίωσε και την έλλειψη της πίστης του. Αν όλα φτιάχτηκαν σύμφωνα με το θείο πλάνο, τότε ο θείος ήταν ηλίθιος. Αν δεν ήταν ηλίθιος, δε μπορεί παρά να ήταν διεστραμμένος. Τι μιζέρια, να είσαι καταδικασμένος να περπατάς στο γαμημένο νύχι σου με όλα τα πεντακόσια σου κιλά. Τι μιζέρια, που το νύχι εύκολα ξεκολλάει από τα γύρω υφάσματά του και κουτσαίνεσαι. Και τι μιζέρια να είσαι κουτσάλογο, που ως γνωστόν κάνει μόνο για κιμά. 

Προφανώς και δεν υπήρχε θείο πλάνο. Τόση αρρώστια δεν υπάρχει στον κόσμο ολόκληρο, ακόμα κι αν μαζέψεις όλες τις αρρώστιες μαζί και τις ζυμώσεις και τις κάνεις μια στρόγγυλη μπάλα, έναν πλανήτη σκέτη αρρώστια. Όχι, όλα αυτά έχουν προκύψει κατά τύχη. Έτσι μπορούσε να κοιμάται τα βράδια. Αν διάλεγε άλλο παραμύθι θα έμενε άγρυπνος να βασανίζεται. Βασανιζόταν αρκετά τη μέρα, τι χρωστούσε να υποφέρει και τη νύχτα; Δεν έφταιγε αυτός που ήταν φτιαγμένος όπως ήταν φτιαγμένος, μαλακισμένα, σαν άλογο, και μάλιστα κουτσό. Για τη φκιάξη του δε φταίει κανείς, αλλά τιμωρείται σαν να φταίει. Ένα περίεργο πράγμα, που όταν το καλοσκεφτόταν, τον έκανε να αναρωτιέται αν τελικά όντως υπήρχε τόση αρρώστια στον κόσμο.

Ήταν και εκείνη η άλλη ιστορία, για τα σκουλήκια αλογότριχες. Όσο το πατρόν των αλόγων τον απομάκρυνε από την πίστη, τόσο τα σκουλήκια αλογότριχες του έσπερναν αμφιβολίες. Τα σκουλήκια αλογότριχες λέγονται έτσι επειδή όταν τα δεις μοιάζουν με αλογότριχες. Είναι παράσιτα που ζούνε το μεγαλύτερο μέρος της αρρωστημένης ύπαρξής τους μέσα στα αλογάκια της Παναγίας. Το αλογάκι της Παναγίας τρώει ένα μαμούνι που είναι μολυσμένο με τις νύμφες του σκουληκιού. Μέσα στο στομάχι του, η νύμφη βγαίνει από το μαμούνι που λιώνει από τη διαδικασία της πέψης, σαν ένα δώρο που βγαίνει από το περιτύλιγμα, και εγκαθίσταται στο αλογάκι της Παναγίας. Σαν τον Ιώβ αν γλύτωνε από τη φάλαινα για να ξυπνήσει μέσα σε μια μεγαλύτερη φάλαινα. Εκεί τρώει αυτά που τρώει το αλογάκι της Παναγίας και το ίδιο το αλογάκι της Παναγίας και γίνεται αλογότριχα. Εξαφανίζει το αλογάκι της Παναγίας από τα μέσα και του κάνει κουμάντο. Όταν έρθει η ώρα να γαμήσει το σκουλήκι, διατάζει το αλογάκι της Παναγίας-όχημα μέσα από χημικές εντολές στο νευρικό του σύστημα να πάει εκεί που το φως πολώνεται οριζόντια, δηλαδή το νερό. Το αδειασμένο αλογάκι της Παναγίας βουτάει αυτοκτονικά στο νερό και το σκουλήκι αλογότριχα σκίζει το τσόφλι και βγαίνει στο νερό, ελεύθερο να πάει να χαρεί το θαύμα της ζωής ή θαύμα της δημιουργίας ή θαύμα της μητρότητας και της πατρότητας ή όποιον άλλο ευφημισμό αρέσει σε όποιον ντρέπεται να πει γαμήσι και τα μεθεόρτιά του. Ο απόλυτος σκοπός είναι να ξεπετάξει περισσότερα σκουλήκια αλογότριχες. Αυτά τα σκουλήκια αλογότριχες είναι συμπυκνωμένη διαστροφή, κάπως όπως οι άνθρωποι. Το ότι μετατρέπουν τα αλογάκια της Παναγίας σε Δούρειους Ίππους μοιάζει με ηλίθιο αστείο, είναι όμως γεγονός. Σίγουρα δε μπορεί τέτοια αρρώστια να είναι καθαρά αποκύημα της τύχης; Τέτοια διαστροφή θέλει κάποιος βαθιά διεστραμμένος να κάτσει επισταμένα και με αφοσίωση να ασχοληθεί με το έργο του, και να καταστρώσει τις λιγδερές πτυχές του σιχαμερού σχεδίου του. Ίσως δηλαδή και να υπάρχει θείο πλάνο, και ο θείος να είναι πιο άρρωστος από όσο θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί, πιο άρρωστος και από όλους τους άρρωστους του κόσμου ζυμωμένους: να είναι ένας κρύσταλλος καθαρής, πυρωμένης, βαρύτατης αρρώστιας. Ίσως η πίστη ολόκληρη να είναι ένας ευφημισμός, σαν το παραμυθάκι που λένε στις παρθένες για να μην ενίστανται όταν έρχεται η ώρα να φάνε κρέας.

Γι'αυτόν περισσότερη σημασία απ'όλα είχε να υποφέρει όσο το δυνατόν λιγότερο. Έπρεπε να κοιμάται τα βράδια. Και αν η τιμή που έπρεπε να πληρώσει ήταν η απιστία, ε, θα την πλήρωνε και θα την ξαναπλήρωνε χωρίς διαμαρτυρία. Όταν είσαι μόνος σου σε μια κατασκότεινη σπηλιά, δε φοβάσαι πως είσαι μόνος σου στην κατασκότεινη σπηλιά. Φοβάσαι μήπως δεν είσαι μόνος σου στην κατασκότεινη σπηλιά. Ήταν πολύ πιο καθησυχαστική η σκέψη πως όλο αυτό το μαρτύριο, όλη αυτή η αηδία, όλη αυτή η ανωμαλία είχαν απλά προκύψει. Το ενδεχόμενο να υπήρχε κάτι πίσω από όλα αυτά τον κοτοπούλιαζε.