תהילים 143
Είμαι δικός του
Το Νέξανς Αουρόρα είναι αγκυροβολημένο απέναντι απ'το σπίτι. Το μπουμπουνητό του ρελαντί κάνει τα τζάμια να δονούνται. Το γουργούρισμα του θηρίου, ένα από τα χέρια της θεραπευτικής. Ο ζεστός βόμβος βοηθάει το αίμα στο ταξίδι του.
---
Ανάσκελος στο εξεταστικό κρεβάτι βλέπω τη Λένα πίσω από το παραβάν που ανεμίζει. Είναι μια στρογγυλή Δανέζα με μεγάλα τρυφερά μάτια που μοιάζει μονίμως έγκυος. Έχουμε δουλέψει πολλές νύχτες μαζί στην ανάνηψη. Είναι ισόβια υφιστάμενη, δε θέλει ν'ανελιχθεί. Με βλέπει κάπως ντροπαλά. Είναι ανήσυχη. Είμαι παραδομένος. Ξέρω πού πηγαίνει η υπόθεση.
Περνάω τη νύχτα στο θάλαμο του πέμπτου δίπλα στο ελικοδρόμιο. Συνήθως έρχονται 3-4 ελικόπτερα τη βάρδια, αλλά αυτές τις μέρες έχει αδιαπέραστη ομίχλη. Ακούω την εκπομπή της Λ. στο ράδιο. Δεν πονάω τόσο. Η μουσική με νανουρίζει. Η νυχτερινή νοσοκόμα με το τσεμπέρι περνάει κάθε δίωρο και παίρνει ζωτικά, κάθε φορά η ίδια στιχομυθία: -Ήρθα να πάρω ζωτικά. -ΟΚ. -Πώς αισθάνεσαι; -ΟΚ. -Ωραία.
Ο Νέμποσα περνάει κατά τις δέκα. Φ. εσύ αποφασίζεις. Θες ή δε θες να χειρουργηθείς; -Άσε το καζίκι, εγώ είμαι ασθενής. -Θέλω να έχω την ενθουσιαστική σου συγκατάθεση. -Κόψε με σε παρακαλώ. -Από πού στην Ελλάδα; -Σαλονίκη. -Σαλονίκη! Και τι δουλειά έχεις εδώ; Γιατί έφερες και την καημένη την Ν. εδώ στη μιζέρια; Με πήρε η Ν., μου λέει, να χειρουργήσεις τον άντρα μου. Λέω άη στο καλό! Κάθε χρόνο κατεβαίνουμε Τριστινίκα! Το μέρος μου στον κόσμο. Δουλεύω όλο το χρόνο για εκείνες τις 4 βδομάδες στο Έθνικ, στον ήλιο, αραχτός. Δε μείνατε κάτω; Γιατί; Η Ν. όλο για τη Χαλκιδική λέει. Ιερισσός, όλο για την Ιερισσό. Να μπούμε χειρουργείο με τη Ν. και να μην ακούσω για τη Χαλκιδική, κάτι θα έχει συμβεί. Η γυναίκα μου τα ίδια. Την ξέρεις τη γυναίκα μου, τη Μ.; -Την ακτινολόγο; -Ναι! -Λέμε, να ήμασταν στην Ελλάδα, δε θα πηγαίναμε πουθενά. Έστω, στη Σερβία. Εδώ; Πφφφ... -Σκατά καιρός. -Σκατά όλα, Φ. Σήκω να πάμε Σαλονίκη, ναι; Θα σε χειρουργήσω τώρα. Θα περάσει η αναισθησιολόγος και θα σε περιμένω κάτω. Ο Νέμποσα μοιάζει με τον πατέρα σου, για τ'ανάθεμα.
Ο Π. με κατεβάζει στον ημιώροφο. Του λέω Ήρεμα τις λακούβες και κάθε φορά που πλησιάζουμε σε διαχωριστικό στο πάτωμα σχεδόν σταματάει. Έξω από το χειρουργείο 05 με παρκάρει, ρίχνει ένα ζευγάρι παντόφλες Αντίντας στο πάτωμα που εμφάνισε από το πουθενά και βάζει το πόδι του κόντρα για να τις φορέσω. Μπαίνω στο χειρουργείο, ξαπλώνω στο τραπέζι. Είναι όσο σκληρό και άβολο το φανταζόμουν όλα αυτά τα χρόνια. Η εργαλειοδότρια με ρωτάει Τι προφορά είναι αυτή. Είσαι Ολλανδός; Κάνουμε ψιλή κουβέντα ενώ η βοηθός της αναισθησιολόγου μου ματσαλιάζει τις φλέβες.
Η αναισθησιολόγος μου ρίχνει προνάρκωση και ροκουρόνιο. Ακούω από το μόνιτορ πως κάνω ταχυκαρδία, Σκέψου κάτι ωραίο, σκέψου κάτι ωραίο, μου λέει η βοηθός ενώ με μπουκώνει με τη μάσκα, και σκέφτομαι τον Άλμπερτ μοντέλο σε κατάλογο του ΙΚΕΑ και ξεραίνομαι. Το σκοτάδι είναι τυλιγμένο γύρω από ένα κουκούτσι, εκεί που ρήχυνε η αναισθησία, ακούω κάτι επιτακτικό στις φωνές τους, ακούω τη φωνή του Νέμποσα αλλά πιο πολύ ακούω τη φωνή της αναισθησιολόγου, ακούω εργαλεία, τότε θυμόμουν τι λέγανε, τώρα δε θυμάμαι πια.
Στον όροφο της ανάνηψης πια, πάλι ένα κουκούτσι, -Κλαίει; -Πονάει. -Θα σου δώσω κάτι για να μην πονάς. -Πονάς; -Λίγο, λέω, εμφανίζεται ένα χάπι και ένα ποτήρι, -Δε μπορώ να πιω, και εκείνη την ώρα κάτι με ζεσταίνει στον πήχη και ξεραίνομαι εκ νέου. Όταν ξυπνάω βλέπω έναν χοντρό που έχει ναυτία και προσπαθεί να σηκωθεί, ακούω μια γριά που ροχαλίζει, το κρεβάτι δίπλα μου είναι άδειο, βλέπω τη στάση των νοσηλευτριών, από την οποία περνάω και τις γνέφω κάθε πρωί.
---
Μετά το χειρουργείο είμαι σχεδόν διεγερτικός. Όταν μπαίνεις στο θάλαμο, βρίζεις. Γιατί είμαι τόσο χλωμός, πόσα εμέλ με άφησαν οι μαλάκες να αιμορραγήσω, κοιτάς τους επιπεφυκότες και το μέσα του στόματος, Άντρας είσαι εσύ ή χαλασμένο αυγόκομμα; Ο Άλμπερτ μου φέρνει σούπα από το συσσίτιο και μισό λίτρο κόκκινο χυμό. Τα βάζει στο τραπεζάκι, το ρυθμίζει να μου είναι σωστό στο ύψος. Σκεπάζει το ποτήρι και του φυτεύει μεταλλικό καλαμάκι που βγάζει από την τσέπη του. Στέκεται δίπλα μου και περιμένει. Θα φας; -Ναι. -Να σε βοηθήσω; -Όχι. -Θα φάμε μαζί. Κάθεται στην πολυθρόνα με το υποπόδιο, βγάζει ένα σάντουητς με το γκρίζο σουηδικό ψωμί και τρώει. Γεμίζει ψίχουλα τη μπλούζα του. Τρώω απροσδιόριστη σούπα. Είναι αρμυρή. Διηγιέμαι την εμπειρία μου και με ακούτε σαν να ακούτε τη θεία λειτουργία. Μετά κόβω βόλτες στο τμήμα φορώντας τα σπορτέξ σαν παντούφλες και με το άσπρο πετσετέ παντελόνι των δανέζικων απολυμαντηρίων να σέρνεται. Βλέπω την αντανάκλασή μου στη τζαμαρία που κοιτάει προς το υδραγωγείο. Μια θολή γραμμή. Με οδηγείς στο σαλόνι και με καθίζεις στο πιάνο. Παίξε. -Τι; -Ό,τι γουστάρεις. Παίζω το Hist, hvor vejen slår en bugt. Ήταν από τα πρώτα τραγούδια που έμαθα στο πιάνο όταν ήμουν ακόμα παιδί, ίσως έξι ή εφτά. Οι στίχοι αιωρούνταν κάτω από τα πεντάγραμμα στα δανέζικα, και σε παρένθεση στα γερμανικά. Είναι ένα ποίημα του παρθένου H.C. Andersen. Είναι από τα λίγα έργα που θυμάμαι τους στίχους έναν-έναν. Στο τέλος λέει
moder klapper barnets kind,
se, hvor sødt det sover ind,
drømmer om de engle smukke
i sin lille, pæne vugge.
η μητέρα χαϊδεύει το μάγουλο του παιδιού,
δες πόσο γλυκά αποκοιμιέται
ονειρεύεται τους όμορφους αγγέλους
στην ωραία μικρή του κούνια.
Sove ind σημαίνει αποκοιμιέμαι, σημαίνει και πεθαίνω. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ πριν, αλλά το σκέφτομαι τώρα.
---
Η νυχτερινή νοσοκόμα το βράδυ είναι εκείνη η μικρή κοκκινομάλλα. Τραβάω το κόκκινο καλώδιο ενώ χορεύω από ρίγος, έρχεται, μου φέρνει θερμοφόρες, τις βολεύω στις μασχάλες, κάθεται στο πλάι μου. Είσαι κι εσύ ένας από εμάς, λέει, -Τι; Είμαι βραχνός σαν σκυλάς σε δημόσια υπηρεσία ένα πρωί Δευτέρας. -Τα μαλλιά. Έχω κάνει τέσσερα χειρουργεία. -Γιατί; -Προβλήματα με τους ουρητήρες. Ο γενικός γιατρός μου είχε πει πως αν δεν είχα αυτά τα μαλλιά ίσως να ήταν πιο εύκολα. -Ναι, γαμώ τα γονίδια, ε; -Ναι. Μου χαϊδεύει το χέρι που είναι ελεύθερο από γραμμές, πολύ απαλά, τα δάχτυλά της είναι πολύ ζεστά και ενυδατωμένα, εγώ είμαι παλιά περγαμηνή.
---
Όταν πιάνει η πρωινή βάρδια, η Λ. σπεύδει να ξεκινήσει τη γύρα από μένα, δεν αφήνει τις βοηθούς. Είναι ασθενής μου στα εξωτερικά, έχει ρευματοειδή αρθρίτιδα. Έρχεται και μου λέει για το γόνα της. Είναι σαν πεπόνι. Θα στο ταχτοποιήσω από Δευτέρα. -Α, μπορεί να περιμένει! Πρώτα να γίνετε καλά γιατρέ. Αλλά να όταν ανεβαίνω τις σκάλες πονάει. Δεν ήξερα πως ήμασταν γείτονες! Μένω δυο πολυκατοικίες δίπλα από εσάς. Αλλά θα μετακομίσω σε ισόγειο, για το γόνατο, και για τους αστραγάλους. Για να μην πονάνε. -Μμμ.
Έχω ένα τουμπανιασμένο περίεργο μπακάκι με έξι ράμματα, ο αφαλός είναι μελανιασμένος, η προποφόλη με έκαψε στη φλέβα και το δεξί χέρι είναι ανώδυνο μόνο σε ουδέτερη θέση. Βλέπω πού με άρπαξε ο Νέμποσα, έχω μελανιές από τις δαχτυλιές του στο δεξί μου μπούτι. Δε θέλω να ξέρω τι έγινε και χρειάστηκε να μ'αρπάξει έτσι. Τώρα που ξεθύμανε η δεξαμεθαζόνη είμαι άψυχος σαν εκείνους τους ξερακιανούς γέρους με τις δαιδαλώδεις νοσηλείες που βλέπω μερικές φορές στη δουλειά. Ο ιδρώτας μου μυρίζει σαν φαρμακείο. Το στόμα μου είναι πληγιασμένο. Ό,τι με ακουμπάει με πονάει.
Η Λ. με ξεντύνει και με βοηθάει να πλυθώ. Δεν είχα παρατηρήσει πόσο σωματώδης ήταν. Το νερό με πονάει. Κλαίω μέσα στο μπάνιο δίπλα στην αναπηρική χέστρα και τα πόμολα για τους αβοήθητους. Η Λ. μου πιάνει τον ώμο για συμπαράσταση. Με ντύνει, μου δίνει ένα κουτί με χάπια με τις ημερομηνίες και τις ώρες. Ξέρω πως την επόμενη φορά που θα τη δω στα εξωτερικά, θα κάνουμε σαν να μη συνέβη τίποτα.
---
Το σύστημα από όλες τις πλευρές του. Το έχω δει και με έχει δει, κάθε δίπλα και πτυχή, κάθε κρυφή πληγή, στο φως και στο σκοτάδι. Είμαι δικός του. Από τα χρόνια τα φοιτητικά, τις νύχτες των χειρουργικών μαχών, τις νύχτες της ανάνηψης, τις Κυριακές της μοναχικής επίσκεψης στην κλινική των σπανίων νοσημάτων, τα ΤΕΠ, τα εξωτερικά, το σημείο καμπής στο MODT. 7, τα γιατρεία της παραμεθορίου, τα γιατρεία εν πλω, το γραφείο της εκκλησίας αντί γιατρείου, από τη μονάδα της καρδιολογικής στη νευρολογική του μεγάλου πανεπιστημιακού, τώρα στη χειρουργική, από εύελπις νεαρούλης, αλύγιστος εκπαιδευόμενος, αντρωμένος ειδικός και εξαντλημένος άρρωστος, κι όσο κι αν το κρύβω πίσω από εκείνη τη βραδεία ψυχρότητα, τρυφερός θεράπων και τρυφερός θεραπευόμενος. Όχι κύκλος, όχι γραμμή, αλλά πότε το ένα, πότε το άλλο, κάποτε και όλα μαζί. Δεν υπάρχουν σύνορα. Υπάρχουν συμβάσεις και οι συμβάσεις είναι για να σε ταλαιπωρούν, όχι για να τις πιστεύεις.
---
Το Νέξανς Αουρόρα είναι αγκυροβολημένο απέναντι απ'το σπίτι. Το μπουμπουνητό του ρελαντί κάνει τα τζάμια να δονούνται. Το γουργούρισμα του θηρίου, ένα από τα χέρια της θεραπευτικής. Ο ζεστός βόμβος βοηθάει το αίμα στο ταξίδι του. Κάνω μικρές βόλτες στο διαμέρισμα. Εσύ φτιάχνεις λίστα και ο Άλμπερτ εκτελεί το μενού, διαφορετικό φαΐ μεσημέρι και βράδυ. Μου δίνεις φάρμακα, δεν εμπιστεύεσαι κανέναν. Κοιτάς με μεγάλη σοβαρότητα μέσα στον αφαλό μου. Στέκεσαι έξω από το μπάνιο και με ρωτάς αν χέζω. Χέζεις; σα να με ρωτάς Βρέχει; Το βράδυ μου στρώνετε τις πετσέτες και τα μαξιλάρια και με βάζετε να ξαπλώσω σαν να είμαι το σκήνωμα του Αγ. Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι. Ο Άλμπερτ μου βάζει και μου βγάζει τις κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης και από πάνω τις κανονικές κάλτσες. Σήμερα βούρτσισα τα μαλλιά. Τράβηξα μια χούφτα από τη βούρτσα αλλά αντί να πέσει στον κάδο έπεσε στο πάτωμα. Άλμπερτ. Οι τρίχες από τη βούρτσα έπεσαν στο πάτωμα, απολογητικά. Έρχεται γρήγορα και τις ρίχνει στον κάδο. Κάθομαι στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Δε φτάνω το βιβλίο, απολογητικά. Μου φέρνεις το βιβλίο ενώ μιλάς στο τηλέφωνο. Βλέπω τα λουλούδια στην πίσω αυλή απέναντι. Κλείνω τα μάτια. Το Νέξανς Αουρόρα μου μιλάει οπως η μάνα στο παιδί της από το Hist, hvor vejen slår en bugt.
---
Hist, hvor vejen slår en bugt
Tekst: H. C. Andersen, 1829
Melodi: J. C. Gebauer, 1846
Hist, hvor vejen slår en bugt,
ligger der et hus så smukt -
hist, hvor vejen slår en bugt,
ligger der et hus så smukt,
væggene lidt skæve stå,
ruderne er ganske små,
døren synker halvt i knæ,
hunden gøer, det lille kræ,
under taget svaler kvid're,
solen synker og så vid're.
I den røde aftensol
sidder moder i sin stol -
i den røde aftensol
sidder moder i sin stol,
kinden luer dobbelt rød,
barnet har hun på sit skød,
drengen er så frisk og sund,
æblekinden rød og rund,
se, hvor hun i spøg ham banker
på de søde pusselanker!
Katten står og krummer ryg,
men forstyrres af en myg -
katten står og krummer ryg,
men forstyrres af en myg,
barsk han den med poten slår
og igen som hofmand står,
moder klapper barnets kind,
se, hvor sødt det sover ind,
drømmer om de engle smukke
i sin lille, pæne vugge.
“I want to rise so high that when I shit I won’t miss anybody.”
Like a suicide king with a knife in his crown
The end of amnesty
what humiliated me / as I relived my death in that room without sunrise / wasn’t my desire for light / but my desire for more darkness.
P Tran
30 + 6. Β'
Η τρυφερότητα που μου έδειχνε με έστελνε πάντα πίσω στην πατρίδα.
Überlagerung: O. wahrscheinlich in Zarrentin am Schaalsee.
30 + 6. Α'
So dunkel ist keine Nacht, dass Gottes Auge nicht darüber wacht
Κύκλοι του Μιλάνκοβιτς
Επαγωγή
Το χέρι του Θεού φυτρώνει από ψηλά και ραίνει με ευλογίες. Η ομορφιά του κόσμου είναι στο δυϊσμό. Χωρίς αντιθέσεις το μάτι είναι τυφλό. Η πίστη φαίνεται δίπλα στην απιστία. Το χέρι του Θεού φυτρώνει από ψηλά και γίνεται δρεπάνι. Η χάμσα, η προστασία απ'το κακό. Το σκοτάδι αναβλύζει απ'το σώμα, το κακό είναι μέσα σου. Το παραμύθι που σε κάνει να κρατιέσαι με ό,τι έχεις, η φτηνή ελπίδα πως η ρόδα κάποτε θα σταματήσει να γυρίζει. Τα νύχια σου ξηλωμένα και μπηγμένα στο μαλακό χώμα, το χαρτάκι είναι στημένο έτσι ώστε να μη βγαίνει ποτέ ή έτσι λες. Τίποτα εκεί έξω δε μπορεί να σε θεραπεύσει, αλλά θα περάσεις τη ζωή σου γυρεύοντας. Είναι μοναχικό ταξίδι. Ο θάνατος είναι παιχνίδι για έναν.
Το χέρι του Θεού. Εκείνη η φωνή που χαϊδεύει το κεφάλι από μέσα, ένα κέρμα που πέφτει στο πηγάδι για ευχή. Ξυπνάς κι ό,τι σε πονάει είναι εκεί. Δεν υπάρχει λόγος για εντολές. Ξέρεις πότε ξεστρατίζεις. Ο ουρανός πλαταίνει όσο απομακρύνεσαι από τον ισημερινό. Ο αέρας αλλάζει, το νερό. Το αίμα ταξιδεύει πίσω από τους αμφιβληστροειδείς και η μέρα διαδέχεται τη νύχτα στο σφυγμό. Η αμαρτία και η τιμωρία παίζονται ταυτόχρονα. Το αθώο διάστημα της πέμπτης καθαρής, ένα ντο-σολ. Το φθίνον σώμα, το χώμα που υποχωρεί, οι βίαιες εναλλαγές από πλήμμη σε ρηχία, τίποτα δεν είναι φτιαγμένο για να αντέξει τέτοια εύρη. Από τη μια μεριά η τύχη και από την άλλη το στρατήγημα. Το χέρι του Θεού θα δέσει και θα λύσει. Δεν είναι μοιρολατρεία, είναι μια μαχαιριά που έρχεται λοξά. Οι φόβοι σου θα κρύβονται για πάντα στ'ανοιχτά. Οι εφιάλτες δεν περιμένουν να κοιμηθείς για να σε βρουν. Ο κόσμος είναι απλός, βουτιά στα άσπρα μαύρα. Να είσαι έτοιμος να λυγίσεις, να είσαι έτοιμος να σπάσεις. Το χέρι του Θεού δείχνει πού θα βρεις αυτό που ψάχνεις.
-
Αγαπημένε μου Άλμπερτ.
-
Balfour vs. דאיקייט
Οι Εγγλέζοι είχαν ιστορικά κλίση στο παιχνίδι της αποικιοκρατίας. Σαν ένας Μίδας της σκακιέρας είναι φοβερή ικανότητα να μετατρέπεις ό,τι αγγίζεις σε πιόνια. Ό,τι δεν ήταν Ευρώπη, ήταν για τους δυτικούς terre sauvage. Και αν έπαιξαν! Με την ψυχή τους. Εμείς από την άλλη είχαμε ιστορικά ροπή στη μετανάστευση, και αυτό δεν είναι και κανένα αξιοθαύμαστο ταλέντο. Ο σιωνισμός εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί δυο μέτωπα και κάτι: αυτούς που δε γουστάρουν τους εβραίους στην αυλή τους, τους ματαιόδοξους εβραίους και τους ουτοπιστές σαν υποσημείωση. Η λαμπρή ιδέα μιας πατρίδας για τους εβραίους ήταν ισοδύναμη με το να φυτρώνουν οι αποικιοκράτες ένα τρίτο χέρι, το οποίο θα γινόταν τόσο μακρύ, ώστε να τους χώσει ως τον αγκώνα στις δίπλες της μέσης Ανατολής, την οποία είχαν κάθε επιθυμία να μοχλεύσουν. Για τους σιωνιστές ήταν δικαίωση. Ο Χερτσλ γεννήθηκε στην Αυστριακή Αυτοκρατορία και πέθανε στην Αυστρουγγαρία. Πέθανε εβραίος αλλά όχι Ισραηλινός.
Είχε παρατηρήσει εύστοχα πως όπου μαζευόμαστε, εμφανίζονται διώκτες. Δεν ήταν παρανοϊκή καχυποψία. Είμαστε εργατικοί και όχι ηλίθιοι. Είμαστε κλειστοί και καθώς λίγοι, συχνά διαφορετικοί. Μέναμε αφοσιωμένοι στη διαφορετικότητά μας, ενίοτε με μια πεποίθηση ανωτερότητας. Δε θέλει περισσότερα για να εκλυθεί το μίσος. Η κοινωνία αρρωσταίνει από την φυσική τάξη των πραγμάτων, φτάνει να ρίξει κανείς μια ματιά στα παιδιά μιας σχολικής τάξης: ο πιο χοντρός ή ο πιο μυταρόλας ή ο αλλήθωρος, όλοι αυτοί πρέπει να τιμωρηθούν για τη διαφορετικότητά τους. Όταν ο Θρασύβουλος ο Μιλήσιος έκοβε τους πιο ψηλούς βλαστούς του σιταριού, κάπου ένα παιδί ησύχαζε ικανοποιημένο. Είναι το ΥΦΑΣΜΑ του ανθρώπου. Από αυτήν την πραγματικότητα, ο Χερτσλ ονειρεύτηκε ένα μέρος όπου θα ήμασταν εμείς τα αφεντικά. Μια επανόρθωση. Και ανοίγοντας τα ιερά βιβλία, βρίσκει κανείς και το μέρος, βγαλμένο από τα παραμύθια, όπως αρμόζει σε μια φαντασίωση. Ένας κουβάς με εβραίικο αίμα, καλά καπακωμένος, που να μη χρειάζεται να εκτεθεί στις τραυματικές καταστάσεις που συνοδεύουν τις μεγάλες διαφορές εντροπίας.
Η ένσταση σ'αυτό το όνειρο θερινής νυκτός είναι η *דאיקייט, το να είσαι εδώ, που γεννήθηκε από την εργατική εβραϊκή ένωση (אלגעמיינער יידישער ארבעטער בונד אין), αρκετά πριν αρχίσουν οι φρίκες του Β' ΠΠ. Το να είσαι εδώ, να δουλέψεις για να στρώσεις τα πράγματα όπου βρίσκεσαι, αντί να σηκωθείς ακόμη μια φορά και να φύγεις. Είναι η εξύψωση της Διασποράς. Η εναντίωση στο σιωνισμό δεν ήταν ανέκαθεν αντιεβραϊκό "προνόμιο". Υπήρχαν και υπάρχουν εβραίοι που δεν ασπάστηκαν τις κατευθυνόμενες υλοποιήσεις της φαντασίωσης του Χερτσλ. Ο Χερτσλ είναι συνεκδοχή. Πίσω από τον Χερτσλ είναι όλοι οι κατατρεγμένοι εβραίοι της Διασποράς, όλα τα κυνηγητά και όλες οι φυγές, ο κατακερματισμός και οι δυσκολίες μιας κουλτούρας με μακρά ιστορία, είμαστε όλοι εμείς, ξεκινώντας από τα αναθεματισμένα βιβλία, ξεκινώντας από έναν περίτεχνο μύθο. Οι συνθήκες έκατσαν στο κεφάλι αυτής της μυθοπλασίας σαν σκούφος. Η דאיקייט ξεθώριασε, καθώς η μπογιά του Ισραήλ άρχισε σιγά σιγά να ποτίζει και εκείνο το πανί, όχι αδικαιολόγητα, αφενός γιατί το ήθελαν εξ αρχής πολλοί, εβραίοι και μη, η κάθε πλευρά για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς, και αφετέρου γιατί η πληγή που χαίνει από το Ολοκαύτωμα έσπειρε μια άλλη επιφυλακή μέσα σε κάθε εβραίο. Είναι ένα τραύμα που δεν περιορίστηκε στους επιβιώσαντες, οι οποίοι σταδιακά εκλείπουν. Είναι ένα τραύμα κληρονομικό. Τα συμβάντα εκείνα καθόρισαν τον τρόπο που γαλουχήθηκε η κάθε επόμενη εβραϊκή γενιά. Θέλει σιδερένια ραχοκοκκαλιά για να μείνεις Γερμανός στην ίδια Γερμανία δίπλα στους ίδιους γείτονες που αγκάλιασαν το ναζισμό, ή να γυρίσεις από την κόλαση για να βρεις τα υπάρχοντά σου εξαφανισμένα από τα όρνια που έμειναν πίσω. Θέλει ελαστική υπερηφάνεια για να συνυπάρχεις με το χτυκιό των αρνητών. Είναι μια τελετή ενηλικίωσης. Η αποδοχή του να είσαι άπατρις τῇ καρδίᾳ. Η ασυγκινησία. Απαιτεί κάποια ωριμότητα να διαχωρίσεις την πολιτιστική από τη θρησκευτική και από την εθνική σου ταυτότητα. Πόσω μάλλον να αποκτήσεις ταυτότητα απογαλακτισμένη από αυτόν τον αρχαίο τρικέφαλο βραχνά.
Αυτό το πλοίο έχει σαλπάρει για πολλούς, η דאיקייט. Το Ισραήλ είναι γεγονός, ξεπήδησε από παλιές αράδες, από τα νύχια των πολιτικών, των διπλωματών και του πιστού λομπίστα, από τα νύχια κάθε ασήμαντου εβραίου που πέρασε κάποιο βράδυ ακούγοντας τις ειδήσεις σε άλλη γλώσσα απ'αυτήν που σκεφτόταν. Όλοι μαζί έπαιξαν με τα εβραίικα ψήγματα που είχαν μείνει από χιλιάδες χρόνια στην πολύπαθη περιοχή σαν να ήταν ψίχουλα στο τραπεζομάντηλο, έπαιξαν με τους μουσουλμάνους, έπαιξαν με τους εβραίους της Διασποράς, έπαιξαν με την ψυχή τους, και κάπως έτσι το Ισραήλ έγινε αιχμή. Ο Γιούσεφ αλ-Χαλίντι, κάποτε δήμαρχος της Ιερουσαλήμ, έγραφε στον Χερτσλ ως αδερφός του. Ο σιωνισμός ήταν ευγενής σκέψη και δίκαιη. Αλλά το να αναστηθούν τα αρχαία φαντάσματα στα πάτρια χώματά τους δε θα ήταν εφικτό παρά μόνο με κανόνια και πολεμικά πλοία. Στα γράμματά του φαίνεται μια απόπειρα να εμπνεύσει σύνεση. Τώρα η Διασπορά έχει άλλο χαρακτήρα, με ένα μαλακό αχυρένιο υπόστρωμα, τη γνώση πως η αλιγιά (και το Ισραήλ) είναι εκεί και σε περιμένει, αρκεί να το θελήσεις. Ο ραββίνος Β. Β. που γεννήθηκε και μεγάλωσε Αμερικάνος στη Βαλτιμόρη, έκανε την αλιγιά και τώρα ζει στο Ισραήλ. Μιλάει γίντις και εβραϊκά, όλα με αμερικάνικη προφορά, κυρίως μιλάει αμερικάνικα αγγλικά. Η κόρη του επιστρατεύτηκε στη Δυτική Όχθη και ο γιος του στη Γάζα. Οι μέρες του ξοδεύονται σε προσευχές για να γυρίσουν τα παιδιά του σπίτι ζωντανά και ιδανικά, ολόκληρα. Ο ραββίνος Β. Β. αισθάνεται και εβραίος και Ισραηλινός. Ζει το όνειρο του Χερτσλ;
Κάτω από όλα τα στρώματα του πολιτισμού και των ιδεών, βρίσκω ξανά και ξανά κατασκευασμένα, ανώφελα παιχνίδια με τις λέξεις. Η πίστη, η θρησκεία, τα ιερά βιβλία, η γλώσσα, το γιάρμουλκε και το χιτζάμπ, τα σύνορα και τα χαρτιά. Όλα τόσο τιποτένια κι όμως τόσο ακριβά, που πληρώνονται με αίμα. Ο άνθρωπος εξαντλεί ενδελεχώς τη δημιουργικότητά του στο να εφευρίσκει τρόπους να φέρει δυστυχία. Ο άνθρωπος είναι πολύ δεινός δημιουργός δυστυχίας. Πράγμα τόσο περίεργο, αφού η ίδια η κλωστή της ζωής είναι πλεγμένη με δυστυχία. Βλέπω με τη διαχρονική εβραίικη ανωτερότητα, κοιτώντας μέσα από άθρησκα μάτια αλλά εβραίικα παρολαυτά. Πιθανώς να είναι αυταπάτη. Δεν αποκλείεται να αγνοώ κάτι σημαντικό μέσα στις έννοιες της αρετής, μέσα στα σύμβολα, στις περούκες των Χασιδίμ, στις μεζουζότ δίπλα στην πόρτα, στα σαζάζιτ, στα κρυμμένα βυζιά, στους ραββίνους, τους παπάδες και τους ιμάμηδες, στην αβασάνιστη παιδοποιία, στους ύμνους και στις προσευχές, στα πολλά πρόσωπα των πολλών μοναδικών θεών, στις πολλές σπάνιες αλήθειες, κάθε μια από τις οποίες είναι ο μόνος δρόμος... αλλά αυτήν την τιμή αρνούμαι να την πληρώσω.
Επιμένω στη דאיקייט. Η φύση μου είναι τέτοια, είμαι παιδί της Διασποράς. Ούτε αλιγιά ούτε γεριντά δεν υπάρχει για μένα. Αλλά αν οι περισσότεροι συμφωνούσαν με τέτοιες προβληματικές απόψεις, η ιστορία θα ήταν κοντή και βαρετή, χωρίς δόξες και ηρωισμούς.
*doikayt
Σκόνταψες, ε και;
Maybe
there is no love on earth
except the one we imagine
Ο ελεγκτής
There was a boya very strange enchanted boythey say he wandered very farvery farover land and seaa little shyand sad of eyebut very wise was heand then one dayone magic day he passed my wayand while we spoken of many thingsfools and kingsthis he said to methe greatest thingyou'll ever learnis just to loveand be loved in return.