---
29.12.
[...]
Της έκλεισα ραντεβού στη Βασίλισσα Λουίζε. Ήταν το μόνο μέρος ανάπαυλας απ'την παρακμή που μπόρεσα να σκεφτώ. Φεύγω από τη δουλειά αργοπορημένος. Όταν φτάνω περιμένει στην πλατεία. Φυσάει έντεκα μποφόρια. Tαχτοποιεί νευρικά τα μαλλιά της. Λέω δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από τότε που ήμασταν εικοσάρηδες. Την ήξερα καλά, αλλά δεν την ξέρω πια.
Με βλέπει με το ίδιο βλέμμα που με είδε όταν γνωριστήκαμε, με κάποια προσδοκία, συστολή και φόβο μαζί. Νόμιζα πως ήταν στρατηγική (ανάθεμα, ίσως να είναι στρατηγική) για να πατήσει πάνω σ'αυτήν την αντρική πιθηκένια δίψα για επιβεβαίωση, πως ναι, εμπνέεις αυτά που πρέπει να εμπνέει ένας σωστός άντρας. Δεν αισθάνομαι καμιά επιβεβαίωση. Με προκαλεί όπως με προκαλούσε τότε, αλλά τώρα μπορώ να το κρατήσω μυστικό. Παρότι το βλέμμα αυτό έχει τώρα από κάτω του τα εφτά χρόνια εκείνης της περίεργης συμπόρευσής μας, και τα έξι χρόνια που ακολούθησαν, δε μοιάζει να έχει αλλάξει.
Δε μπορώ να καπνίσω μέσα στη Βασίλισσα Λουίζε και μου κοστίζει. Παίρνω μια σόδα. Παίρνει ένα Ρίσλινγκ.
-Was nun?
Μου δίνει ένα δεματάκι.
-Für dich. Alles Gute.
-Also, danke.
[...]
---
31.12.
Οι άλλοι δουλεύουν πρωινή βάρδια και είμαι μόνος. Πέρασα τη νύχτα με πονεμένο συκώτι. Κατεβαίνω στο γκαράζ με το μπουφάν, το σώβρακο και τα γερμανικά πέδιλα. Έχει κρύο. Ο γείτονας του ισογείου καπνίζει στο κατώι. Χαιρετιόμαστε. Ξοδεύω ένα μισάωρο ταχτοποιώντας το αμάξι. Ανεβαίνω στο διαμέρισμα παγωμένος, κάνω μπάνιο, χτενίζομαι, φοράω κανονικά ρούχα και φτιάχνω τσάι. Μέτρα ενάντια στη διάλυση. Είναι η ώρα. Στο δέμα έχει ένα τετράδιο με πολυτελές ανάγλυφο εξώφυλλο που είναι αντίγραφο ενός χάρτη του πλανησφαίρου από έναν Ολλανδό χαρτογράφο του 1700. Μέσα στο τετράδιο είναι για σελιδοδείχτης μια πολύ όμορφη φωτογραφία της που είναι τραβηγμένη μαντεύω το περασμένο καλοκαίρι στο εξοχικό της οικογένειάς της στο Τσαρρεντίν. Και φωτοτυπημένα τα εξής του Leśmian, που δεν τον γνώριζα ως σήμερα, το πρώτο παράθεμα με τις σειρές αριθμημένες και σε αντιπαραβολή με το πρωτότυπο, και το δεύτερο από κάποια υποσημείωση γερμανικής μελέτης:
The moon-hook is receding through the air,
impaled upon a chimney in the mist;
a lantern tiptoes up the darkness, where
the street dissolves in murky with a twist.
A crippled, crazy little shoemaker stares
into the nightmare maelstrom while he sews
a pair of shoes to fit the Lord up there;
His name is Boundless, if you want to know.
Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!
O God of clouds, o God of morning dew,
an ample hand-made gift for you have I;
you shall not stub your toes against the blue,
nor need to wander barefoot in the sky.
My spirits burning starry flares presage,
sometime within the flood of mist, that God
will always conscientiously be shod
as soon as Shoemaker enters the stage.
Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!
O God, you've given me a taste of living
which is enough to last me for the road;
forgive me, I'm incapable of giving
You anything but shoes — I'm poor, you know.
But even in the gloom of misery,
I know that life is really nothing but
the act of living, just like stitchery
is merely stitching — so let's live it!
Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!
/
W mgłach daleczeje sierp księżyca,
Zatkwiony ostrzem w czub komina,
Latarnia się na palcach wspina
W mrok, gdzie już kończy się ulica.
Obłędny szewczyk — kuternoga
Szyje, wpatrzony w zmór odmęty,
Buty na miarę stopy Boga,
Co mu na imię — Nieobjęty!
Błogosławiony trud,
Z którego twórczej mocy
Powstaje taki but
Wśród takiej srebrnej nocy!
Boże obłoków, Boże rosy,
Naści z mej dłoni dar obfity,
Abyś nie chadzał w niebie bosy
I stóp nie ranił o błękity!
Niech duchy, paląc gwiazd pochodnie,
Powiedzą kiedyś w chmur powodzi,
Że tam, gdzie na świat szewc przychodzi,
Bóg przyobuty bywa godnie!
Błogosławiony trud,
Z którego twórczej mocy
Powstaje taki but
Wśród takiej srebrnej nocy!
Dałeś mi, Boże, kęs istnienia,
Co mi na całą starczy drogę, —
Przebacz, że wpośród nędzy cienia
Nic ci, prócz butów, dać nie mogę.
W szyciu nic niema, oprócz szycia,
Więc szyjmy, póki starczy siły!
W życiu nic niema, oprócz życia,
Więc żyjmy aż po kres mogiły!
Błogosławiony trud,
Z którego twórczej mocy
Powstaje taki but
Wśród takiej srebrnej nocy!
***
Mein Leib, hineingezaubert in den Reigen des Seins,
vom Kopf bis Fuß von der Sonne gerührt,
kennt sonderbare Regungen und Reglosigkeiten,
die beim Singen in die Worte übergehen.
Wenn sich der Abend nachts schlafen legt,
und die purpurrote Trauer mit der Dämmerung eindämmt,
schlägt Gott, wie ein vom Himmel gestürzter Wasserfall
in meine Brust, und lässt sie in die Weite erschallen.
---