© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Kuando muncho eskurese es para amaneser

Είμαι πολύ θυμωμένος, θέλω να πω. Αλλά δε βγαίνει λέξη. Το στόμα μου έχει κολλήσει. Το ένα μετά το άλλο τα αντικείμενα πετάνε προς διάφορες κατευθύνσεις. Αρπάζω ό,τι στέκεται πιο κοντά. Την τράπουλα, την πετσόδετη Σαρλότ Μπροντέ, την ψηλή κούπα, μια κάλτσα, ένα μικρό κουτί, ένα μεγαλύτερο κουτί, το σακούλι με τα αποξηραμένα βερύκοκα. Πετάω το ένα μετά το άλλο τα πράγματα εδώ κι εκεί στο ευήλιο σαλόνι. Είμαι τόσο πολύ θυμωμένος. Το σώμα είναι χαλαρό σαν ξεφούσκωτο ανεμούριο. Μόνο οι μύες του χεριού που κάνει τις ρίψεις δουλεύουν σπασμωδικά. Είμαι ηττημένος, με έχει νικήσει ο ίδιος μου ο εαυτός. Το πιατάκι με το σχέδιο στο κέντρο σπάει μόλις βρίσκει το καλοριφέρ απέναντι. Το μεγαλύτερο κουτί ανοίγει και ξερνάει πάνω στην πολυθρόνα μπίλιες που κυλούν στο πάτωμα και κάθονται ανάμεσα στα σανίδια και δίπλα στο σοβατεπί. Ο αναπτήρας ξεκουνάει τη μικρή χρυσή κορνίζα με το μπλουμπόνετ και αφήνει ένα σημάδι στο υδρόχρωμα. Τα κλειδιά πέφτουν πίσω απ'τον καναπέ. Παίρνω τον κάδο, τον πετάω κι αυτόν, ψίχουλα, στάχτες, σκισμένα χαρτιά, κάνα δυο μπανανόφλουδες, σκορπίζονται παντού. Αγγίζω το ανθοδοχείο με τα ψεύτικα μικρά λουλούδια. Παύση. Στέκομαι δίπλα στο τραπέζι σαν ηλίθιος. Γύρω το διαμέρισμα μπουρδέλο. Kuando muncho eskurese es para amaneser...

Κακό ύφασμα, όπως η μιτροειδής βαλβίδα χαίνει πλαδαρή στην αριστερή κοιλία μέσα στην καρδιά μου, όπως οι φτηνές φλέβες στα χέρια και στα πόδια, όπως η μούρη μου που θα κρεμάσει στραβοχυμένα σε λίγα χρόνια, ένας ελεεινός χαρακτήρας, ένα κομμάτι κακό ύφασμα σε μια πελαγωμένη περιπέτεια για την ανακάλυψη αυτού που θα καταφέρει να με παρηγορήσει. 

---

Από ανθοφορία σε ανθοφορία το νησί αρμυρό βρεγμένο από το πελαγίσιο κλάμα το κουβαλήσαμε στους ώμους. Όπου να'ναι επιστέφω, σκορβουτιασμένος, ξεμαλλιασμένος, βρώμικος, αναιμικός, αναξιοπρεπής και ενηλικιωμένος, δεν είναι λίγο πράμα, να κουβαλάς ολόκληρο νησί όπου πηγαίνεις. Κουρεύομαι στο νεροχύτη του μπάνιου με το μαχαίρι και το ψαλίδι της κουζίνας. Τίποτα δεν είναι όπως χτες, τίποτα δεν είναι όμως και έκπληξη - μπορεί να μυρίζω νιβέα αφροντούζ και καλαμπόκι (Μυρίζεις καλαμπόκι., σ'αρέσει να λες), αλλά είμαι ακόμα εγώ, όπως με ξέρεις, με τα μελαγχολικά μου μάτια, με τα απαλά ροζ αυτιά μου, με το δερμογραφισμό και τις ξερές πισωγαμπίδες, με το χλωμό κωλαράκι, με όλες τις αμαρτίες μου παραμάσχαλα, τις παλιές, τις τωρινές και όλες αυτές που έπονται, πάντα διχασμένος κι όμως τόσο σταθερός και τόσο αφοσιωμένος. Η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία, είναι το καθαρτήριο των ψυχών.

Ξαπλώνω δίπλα της. Είναι ξεσκέπαστη, το λείο της δέρμα αναδίδει μυρωδιά ροδακινιάς. Χαϊδεύω το στέρνο, τα πλευρά και το παλλόμενο στομάχι και σηκώνεται γύρη από τις πικροδάφνες του Άγιου Μάρκου. Τα κλειστά της βλέφαρα τα'χω δει πια τόσες φορές ν'αποκαλύπτουν το μυθικό πλάσμα με το αργό τους άνοιγμα που δίνει χώρο στη ματιά του μεγάλου αιλουροειδούς, που τα βλέπω και τώρα με τη φαντασία μου να ξυπνούν ξανά και ξανά ενώ κοιμάται του καλού καιρού και να φανερώνουν ένα σούρουπο στους Έρμονες με ψιλό κύμα. Στις χαλαρές παλάμες οι φρέσκιοι κάλοι συναντάνε τους παλιούς και το δέρμα αλλάζει αποχρώσεις κι εκεί με βρίσκουν τα άσπρα μαύρα μετά το σύγκρυο της Παλαιοκαστρίτσας. Κάτω από το μαξιλάρι μισοφαίνεται το βιβλίο που διάβαζε πριν κοιμηθεί, ένα που αγόρασα για δυο κορώνες απ'τα μεταχειρισμένα του Στρατού του Κυρίου, και στην πρώτη σελίδα λέει Τα ξώφυλλα τ'άφηκες λιμπρέττο κι όλοι μας εδιαβάσανε. Τα ρούχα της είναι στο πάτωμα σε ένα μικρό σωρό. Η ώρα είναι τέσσερεις και κάτι, το μαρτυράνε τα κελαηδήματα. Το παράθυρο είναι ανοιχτό και μέσα βλέπει στην πλατεία Θεοτόκη έναν Ιούλιο. Είναι τα μεθεόρτια της Walpurgisnacht. Πιο όμορφη νύχτα δεν έχει η χρονιά. Μάλιστα, σα να'ρχεται καλοκαίρι. Είμαι μισοντυμένος, κουρεμένος και ξυρισμένος, φτωχός χωρίς το στέμμα αλλά κύριος και σαμιαμίδης. Είπαμε θα μπουν τα πράγματα από μόνα τους σε τάξη και η ποινή ποινή... Αλλά η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία, και οι ώμοι τόσο μπορούν να σηκώσουν, πού να το πάμε ολόκληρο νησί; Η ζωή είναι κοντή.




and ahh that full bellied moon she's a shinin' on me
yeah she pulls on this heart like she pulls on the sea

and those broken hearted lovers
they got nothing on me

Akutstue 2

Ο ιδρώτας λιμνάζει στα σπορτέξ μέσα στην αίθουσα της ανάνηψης. Το μολυβένιο στρατιωτάκι, δηλαδή η στολή της ακτινοπροστασίας, βγαίνει μόνο σε γουάν σάηζ. Μόλις διπλοσακουλιαστούμε και με τον προστατευτικό εξοπλισμό για την πανούκλα, πέφτει το ρελέ και αρχίζει ο ιδρώτας. Η αρματωσιά είναι βαριά και όταν στέκεσαι μισολυγισμένος με τις ώρες πάνω απ'το τραπέζι για να περνάς Ζέλντιγκερ ή να ψάχνεις ζουμιά με τον υπέρηχο, όλα τα πλατομουσκουλάκια πιάνονται. Είμαι πιασμένος εδώ και δυο μήνες. Είναι Παρασκευή απόγεμα, δηλαδή εχτές. Στέκομαι στο κεφάλι του τραπεζιού ως Ηγούμενος της Ανάνηψης, είναι ένα σπουδαίο οφίκιο στη μονή, καλά τα έχω καταφέρει ως τώρα, πατ πατ στην πλάτη. Έχω την καθαρή και τη βρώμικη νοσοκόμα και τον καθαρό μου βοηθό που κρατάει πρακτικό παραπίσω. Οι τραυματιοφορείς φτυαρίζουν τον ασθενή απ'το φορείο στο τραπέζι. Είναι δεν είναι καμιά τριανταριά κιλά. Είναι όλος καλυμμένος από ένα βαρύτατο έκζεμα το οποίο τον κάνει να ξεπετσιάζει σύσσωμο και αηδιαστικό. Βρωμάει, φυσικά, όπως όλοι. Το ένα πόδι έχει πεθάνει πριν αρκετές μέρες. Τον ορθοπεδικό στο τηλέφωνο. Ακούγεται ξεφύλλισμα, κάποιος ψάχνει τον αριθμό στο καταλογάκι. Ο καθαρός μου βοηθός μου βάζει το τηλέφωνο στ'αυτί. Χτυπάει δυο φορές. -Άλμπερτ, ορθοπεδικός της πίσω γραμμής. -Μα ανάθεμά σε! Πάει ένας μήνας και. Έστρωσαν τα πράγματα; -Φίλε μου! Έστρωσαν, μια χαρά. Πήρε εξιτήριο ο μικρός. Ο κήπος θα'ναι έτοιμος από βδομάδα για να'ρθεις να ψήσουμε. Εσύ πού είσαι καθικάκι; -Στην ανάνηψη δύο, έχω ένα πόδι για την αυτού μεγαλειότητά σου. -Έρχομαι μωρό μου. Η βρώμικη νοσοκόμα που στέκεται είκοσι πόντους δίπλα και βιδώνει το Βεντολίν στη μάσκα χαμογελάει πίσω απ'το ράσο του χτικιού.

Ο άρρωστος πεθαίνει, αλλά όχι πολύ βιαστικά. Έχει κλωσήσει αυτό το πόδι απ'τη Δευτέρα, ίσως, δεν είναι ούτε κι ο ίδιος σίγουρος. Κρεμάμε ορούς με τις πιέστρες από εδώ κι από εκεί, του εξηγώ τι πρόκειται να γίνει, τον ετοιμάζω για το ξεπόδιασμα. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, το πόδι έχει χαθεί, και σε περίπτωση που πάθει ανακοπή, δε θα γίνει προσπάθεια να τον επαναφέρουμε. Έχει δηλητηριαστεί από το σάπιο κρέας του και είναι σε μια μουδιασμένη κατάσταση, τα νεφρά του έχουν καταρρεύσει, έχει μουλιάσει στην αμμωνία, και δεν ξέρω πόσα απ'αυτά που του λέω πιάνουν στόχο, συμφωνεί σε όλα.

Ο μηχανισμός της διπλής πόρτας γουργουρίζει, και εμφανίζεται ο Άλμπερτ, ντυμένος και ετοιμασμένος. Τα λαμπερά παιδικά του μάτια μου χαμογελάνε πίσω απ'το βιζίρι και τις μάσκες. Είναι κουρασμένος, τα βλέφαρά του είναι πρησμένα. Περνάω το υπέρηχο πάνω απ'τη μηριαία και την ιγνυακή, μηδέν ροή, να, δες, του λέω, το πόδι είναι σιτεμένο, το χουφτώνει, το ζουλάει, Ε ναι, πρέπει να φύγει. Είναι για γενική; -Ψιλοναί. Σε ένα τέταρτο. Α, και είναι μείον μείον*. -Ε, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Ανέβασ'τον στο Ο4 σε είκοσι λεπτά. -Θα σε δω εκεί. -Φιλιά ως τότε.

Απεξάρθρωση ισχίου και ημιπυελεκτομή αριστερά, μας παίρνει η νύχτα. Πλενόμαστε για έξω μετά τα μεσάνυχτα, μέσα συμμαζεύουν οι βοηθοί, ο Θεός να τους έχει καλά να κάνουν λάντζα. Ψιλοκουβέντα ενώ πετάμε όλη τη στολή και μένουμε με τα σώβρακα. Τα πάντα είναι μουλιασμένα απ'τον ιδρώτα. Ο αέρας είναι ιδρωμένος. Το πάτωμα κολλάει. Διψάω λες και σερνόμουν στην έρημο όλη μέρα. Με φρέσκα μπλε και οι δυο πηγαίνουμε στο κουζινέτο για δείπνο. Ανοίγω το παράθυρο που βλέπει στην πίσω αυλή. Ο Άλμπερτ ζεσταίνει ένα τάπερ ρύζι με κάρυ, εγώ αδειάζω μια κονσέρβα ρέγγες πάνω από δυο φέτες σικαλόψωμο. Γεμίζει μια κανάτα νερό με παγάκια. Τη βάζει ανάμεσά μας στον πάγκο, καθόμαστε δίπλα δίπλα στο μακρύ τραπέζι. Είναι μισοσκότεινα. Πίνουμε εναλλάξ απ'την κανάτα. Όταν έχουμε αποφάει, ανεβάζει τα πόδια του στο μπούτι μου. Του ζουλάω τις γάμπες προς τα πάνω για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας. -Θα πετάξω κιρσούς σ'αυτό το πόστο. -Μια απ'τις ευλογίες του επαγγέλματος. Κλείνει τα μάτια του και βάζει τα χέρια πίσω από το σβέρκο. Τον παρατηρώ καλά. Τα βλέφαρα με τις διαφανείς βλεφαρίδες είναι κόκκινα σα φετούλες ντομάτας. -Ρε συ Άλμπερτ; -Τι; -Τα μάτια σου ρε. Κάτσε λίγο. Σηκώνομαι, βρέχω ένα βαμβακερό πετσετάκι από τη ντουλάπα των εφοδίων. Σκουπίζω τα μάτια του απαλά, το πετσετάκι ροδίζει. -Ρε συ Άλμπερτ; ξανά. Με παίρνει αγκαλιά. -Ναι, ξέρω.

Στο σχόλασμα το πρωί τίποτα δεν ήταν όπως χτες, τίποτα δεν ήταν όμως και έκπληξη. Ο άρρωστος πέθανε λίγες ώρες μετά το χειρουργείο. Ο Άλμπερτ κι εγώ δε γυρίσαμε εκεί που έπρεπε να γυρίσουμε. Αντ'αυτού, πήραμε το Ρενώ και πήγαμε σπίτι του. Αυτός τσάπισε τους πανσέδες του, και εγώ ξεράθηκα στην ξύλινη ξαπλώστρα κάτω απ'το χλωμό ήλιο.



*minus minus  = όχι καρδιοανάνηψη, όχι εντατική

El amor en los tiempos del cólera

Los síntomas del amor son los mismos del cólera.
-GGM

Κατεβήκαμε εχτές το απόγευμα στο ποτάμι. Είχε απονεριά και το μονοπάτι ήταν ανοιχτό σχεδόν μέχρι το δέλτα. Περπατήσαμε μέσα στις λασπουριές. Τα χόρτα ως το μπούτι, τσουκνίδες, καλέντουλες και χαμομήλια. Οι αγελάδες έβοσκαν στην απέναντι μεριά. Είχε ήλιο, φυσούσε ένας μικρός ψυχρός πουνέντες. Κάποιοι λιάζονταν στα ποταμοβαρκάκια τους αρόδο, το νερό ήταν σκέτη μούργα. Σύννεφα από μυγάκια εδώ κι εκεί κολλούσανε στα χείλια αν δεν πρόσεχες. Σταθήκαμε στην τελευταία σκάλα πριν το άνοιγμα, έβλεπες ακριβώς πού τέλειωνε η λάσπη και πού άρχιζε η θάλασσα. Όταν ο ήλιος άρχισε να πέφτει πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πάνω που άρχιζαν τα κράσπεδα μετά τη μαρινούλα, ένας θείος στεκότανε με το τσιγάρο στο στόμα δίπλα σε έναν πεσμένο καταγής. Σπαστά ρώτησε αν τον ξέρουμε. Δε φαινόταν καν η φάτσα του, ήταν πεσμένος μπρούμυτα, τα πόδια ακόμα πιασμένα στα πετάλια, ένα ποδήλατο με βαγονάκι γεμάτο μπυροκούτια, ένας αναγεννησιακός πίνακας. Η Ν. γονάτισε και τον τραβολόγησε απ'τον ώμο του μπουφάν. Ε, μπάρμπα! Μπάρμπα! Είσαι ξύπνιος; Ο πεσμένος δεν αντέδρασε. Τον έπιασε απ'το μπουφάν και τον ανασήκωσε. Σιελορροούσε, ήταν τύφλα. Μπάρμπα, ξύπνα να πας σπίτι. Αυτός μούγκρισε πνιχτά. Τον σήκωσε να σταθεί, αυτός ήταν σακί, όχι τόσο γρήγορα. -Σήκω ρε δεν έχω όλη μέρα! Σήκω να μην αρχίσω τις σφαλιάρες. Και μετά γυρνώντας σε μένα: Έχει ένα σάπιο πλεούμενο στη μαρίνα παρακάτω. Θα'ρθει η μέρα που θα τον βρούμε με τα πόδια πάνω δίπλα στο παλούκι της δέστρας. Έχει χέσει και το βρακί του, πουχά, πουχά. Ο πεσμένος άρχιζε τώρα σαν παγωμένο ερπετό να προσπαθεί να κινηθεί. Ρέγχαζε κάθε τόσο χωρίς να βγάζει τίποτ'άλλο παρά φτύμα. Η Ν. του'ριξε δυο και δυο χαστούκια, αυτός άνοιξε δυο μάτια υπεραιμικά και θολωμένα, δεν ήταν καν ενοχλημένος, ήταν πίτα, έμοιαζε εβδομηντακαί αλλά μ'αυτούς ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να'ταν και πενήντα. Σύρε σπίτι να το κοιμηθείς. Και άλλαξε και κάνα βρακί. -Ναιιι κυρία... Του φόρεσα το κασκέτο που'χε παραπέσει, έστησα το ποδήλατο, το πήρε σαν περπατούρα κι έφυγε σέρνοντας τα πόδια του. Ο θείος θεατής κάπνιζε δεύτερο τσιγάρο, και ρώταγε ακόμα αν τον ξέραμε. Άντ'από 'δω κι εσύ... ήταν η απάντησή της. Μπήκαμε στ'αμάξι, καθάρισε τα χέρια της με οινόπνευμα, μου'δωσε και μένα, έβαλε μπρος, έβαλε να παίζει κάντρυ και φύγαμε.


...και τότε ο νεκρός μίλησε από τη μόνιμή του κλίνη, και είπε, σε βαφτίζω τώρα, σε χρήζω τώρα, άντρα της Ντάγκμαρ. Σήκω! 
Και σηκώθηκα.