ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι
ταχὺ εἰσάκουσόν μου Κύριε ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου
το μετάξι που δούλευε η αράχνη
τεζάρισε και λέπτυνε
ώσπου έγινε ιησουίτικη κλωστή
πίστεψα τα σταμπιλιμέντα ήταν χαμένα
μια σταγόνα ένα μαχαίρι
κι όταν άρχισε να πέφτει
εκείνη η ανοιξιάτικη βροχή
η φτελιά που ήταν διψασμένη
έχασε όλα τα νεκρά της φύλλα.
Στον ήλιο το απόγευμα
τα χίλια καινούρια μάτια της κλωστής
έλαμπαν στη δροσιά τους
פרשתי ידי אליך נפשי כארץ־עיפה לך סלה
מהר ענני יהוה־ כלתה רוחיאל־תסתר פניך ממני ונמשלתי עם־ירדי בור
Ψ 143 / 142 (LXX)