© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα text. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα text. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Είμαι δικός του

Το Νέξανς Αουρόρα είναι αγκυροβολημένο απέναντι απ'το σπίτι. Το μπουμπουνητό του ρελαντί κάνει τα τζάμια να δονούνται. Το γουργούρισμα του θηρίου, ένα από τα χέρια της θεραπευτικής. Ο ζεστός βόμβος βοηθάει το αίμα στο ταξίδι του.

---

Ανάσκελος στο εξεταστικό κρεβάτι βλέπω τη Λένα πίσω από το παραβάν που ανεμίζει. Είναι μια στρογγυλή Δανέζα με μεγάλα τρυφερά μάτια που μοιάζει μονίμως έγκυος. Έχουμε δουλέψει πολλές νύχτες μαζί στην ανάνηψη. Είναι ισόβια υφιστάμενη, δε θέλει ν'ανελιχθεί. Με βλέπει κάπως ντροπαλά. Είναι ανήσυχη. Είμαι παραδομένος. Ξέρω πού πηγαίνει η υπόθεση.

Περνάω τη νύχτα στο θάλαμο του πέμπτου δίπλα στο ελικοδρόμιο. Συνήθως έρχονται 3-4 ελικόπτερα τη βάρδια, αλλά αυτές τις μέρες έχει αδιαπέραστη ομίχλη. Ακούω την εκπομπή της Λ. στο ράδιο. Δεν πονάω τόσο. Η μουσική με νανουρίζει. Η νυχτερινή νοσοκόμα με το τσεμπέρι περνάει κάθε δίωρο και παίρνει ζωτικά, κάθε φορά η ίδια στιχομυθία: -Ήρθα να πάρω ζωτικά. -ΟΚ. -Πώς αισθάνεσαι; -ΟΚ. -Ωραία.

Ο Νέμποσα περνάει κατά τις δέκα. Φ. εσύ αποφασίζεις. Θες ή δε θες να χειρουργηθείς; -Άσε το καζίκι, εγώ είμαι ασθενής. -Θέλω να έχω την ενθουσιαστική σου συγκατάθεση. -Κόψε με σε παρακαλώ. -Από πού στην Ελλάδα; -Σαλονίκη. -Σαλονίκη! Και τι δουλειά έχεις εδώ; Γιατί έφερες και την καημένη την Ν. εδώ στη μιζέρια; Με πήρε η Ν., μου λέει, να χειρουργήσεις τον άντρα μου. Λέω άη στο καλό! Κάθε χρόνο κατεβαίνουμε Τριστινίκα! Το μέρος μου στον κόσμο. Δουλεύω όλο το χρόνο για εκείνες τις 4 βδομάδες στο Έθνικ, στον ήλιο, αραχτός. Δε μείνατε κάτω; Γιατί; Η Ν. όλο για τη Χαλκιδική λέει. Ιερισσός, όλο για την Ιερισσό. Να μπούμε χειρουργείο με τη Ν. και να μην ακούσω για τη Χαλκιδική, κάτι θα έχει συμβεί. Η γυναίκα μου τα ίδια. Την ξέρεις τη γυναίκα μου, τη Μ.; -Την ακτινολόγο; -Ναι! -Λέμε, να ήμασταν στην Ελλάδα, δε θα πηγαίναμε πουθενά. Έστω, στη Σερβία. Εδώ; Πφφφ... -Σκατά καιρός. -Σκατά όλα, Φ. Σήκω να πάμε Σαλονίκη, ναι; Θα σε χειρουργήσω τώρα. Θα περάσει η αναισθησιολόγος και θα σε περιμένω κάτω. Ο Νέμποσα μοιάζει με τον πατέρα σου, για τ'ανάθεμα.

Ο Π. με κατεβάζει στον ημιώροφο. Του λέω Ήρεμα τις λακούβες και κάθε φορά που πλησιάζουμε σε διαχωριστικό στο πάτωμα σχεδόν σταματάει. Έξω από το χειρουργείο 05 με παρκάρει, ρίχνει ένα ζευγάρι παντόφλες Αντίντας στο πάτωμα που εμφάνισε από το πουθενά και βάζει το πόδι του κόντρα για να τις φορέσω. Μπαίνω στο χειρουργείο, ξαπλώνω στο τραπέζι. Είναι όσο σκληρό και άβολο το φανταζόμουν όλα αυτά τα χρόνια. Η εργαλειοδότρια με ρωτάει Τι προφορά είναι αυτή. Είσαι Ολλανδός; Κάνουμε ψιλή κουβέντα ενώ η βοηθός της αναισθησιολόγου μου ματσαλιάζει τις φλέβες.

Η αναισθησιολόγος μου ρίχνει προνάρκωση και ροκουρόνιο. Ακούω από το μόνιτορ πως κάνω ταχυκαρδία, Σκέψου κάτι ωραίο, σκέψου κάτι ωραίο, μου λέει η βοηθός ενώ με μπουκώνει με τη μάσκα, και σκέφτομαι τον Άλμπερτ μοντέλο σε κατάλογο του ΙΚΕΑ και ξεραίνομαι. Το σκοτάδι είναι τυλιγμένο γύρω από ένα κουκούτσι, εκεί που ρήχυνε η αναισθησία, ακούω κάτι επιτακτικό στις φωνές τους, ακούω τη φωνή του Νέμποσα αλλά πιο πολύ ακούω τη φωνή της αναισθησιολόγου, ακούω εργαλεία, τότε θυμόμουν τι λέγανε, τώρα δε θυμάμαι πια.

Στον όροφο της ανάνηψης πια, πάλι ένα κουκούτσι, -Κλαίει; -Πονάει. -Θα σου δώσω κάτι για να μην πονάς. -Πονάς; -Λίγο, λέω, εμφανίζεται ένα χάπι και ένα ποτήρι, -Δε μπορώ να πιω, και εκείνη την ώρα κάτι με ζεσταίνει στον πήχη και ξεραίνομαι εκ νέου. Όταν ξυπνάω βλέπω έναν χοντρό που έχει ναυτία και προσπαθεί να σηκωθεί, ακούω μια γριά που ροχαλίζει, το κρεβάτι δίπλα μου είναι άδειο, βλέπω τη στάση των νοσηλευτριών, από την οποία περνάω και τις γνέφω κάθε πρωί.

---

Μετά το χειρουργείο είμαι σχεδόν διεγερτικός. Όταν μπαίνεις στο θάλαμο, βρίζεις. Γιατί είμαι τόσο χλωμός, πόσα εμέλ με άφησαν οι μαλάκες να αιμορραγήσω, κοιτάς τους επιπεφυκότες και το μέσα του στόματος, Άντρας είσαι εσύ ή χαλασμένο αυγόκομμα; Ο Άλμπερτ μου φέρνει σούπα από το συσσίτιο και μισό λίτρο κόκκινο χυμό. Τα βάζει στο τραπεζάκι, το ρυθμίζει να μου είναι σωστό στο ύψος. Σκεπάζει το ποτήρι και του φυτεύει μεταλλικό καλαμάκι που βγάζει από την τσέπη του. Στέκεται δίπλα μου και περιμένει. Θα φας; -Ναι. -Να σε βοηθήσω; -Όχι. -Θα φάμε μαζί. Κάθεται στην πολυθρόνα με το υποπόδιο, βγάζει ένα σάντουητς με το γκρίζο σουηδικό ψωμί και τρώει. Γεμίζει ψίχουλα τη μπλούζα του. Τρώω απροσδιόριστη σούπα. Είναι αρμυρή. Διηγιέμαι την εμπειρία μου και με ακούτε σαν να ακούτε τη θεία λειτουργία. Μετά κόβω βόλτες στο τμήμα φορώντας τα σπορτέξ σαν παντούφλες και με το άσπρο πετσετέ παντελόνι των δανέζικων απολυμαντηρίων να σέρνεται. Βλέπω την αντανάκλασή μου στη τζαμαρία που κοιτάει προς το υδραγωγείο. Μια θολή γραμμή. Με οδηγείς στο σαλόνι και με καθίζεις στο πιάνο. Παίξε. -Τι; -Ό,τι γουστάρεις. Παίζω το Hist, hvor vejen slår en bugt. Ήταν από τα πρώτα τραγούδια που έμαθα στο πιάνο όταν ήμουν ακόμα παιδί, ίσως έξι ή εφτά. Οι στίχοι αιωρούνταν κάτω από τα πεντάγραμμα στα δανέζικα, και σε παρένθεση στα γερμανικά. Είναι ένα ποίημα του παρθένου H.C. Andersen. Είναι από τα λίγα έργα που θυμάμαι τους στίχους έναν-έναν. Στο τέλος λέει 

moder klapper barnets kind,
se, hvor sødt det sover ind,
drømmer om de engle smukke
i sin lille, pæne vugge.

η μητέρα χαϊδεύει το μάγουλο του παιδιού,
δες πόσο γλυκά αποκοιμιέται
ονειρεύεται τους όμορφους αγγέλους
στην ωραία μικρή του κούνια.

Sove ind σημαίνει αποκοιμιέμαι, σημαίνει και πεθαίνω. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ πριν, αλλά το σκέφτομαι τώρα.

---

Η νυχτερινή νοσοκόμα το βράδυ είναι εκείνη η μικρή κοκκινομάλλα. Τραβάω το κόκκινο καλώδιο ενώ χορεύω από ρίγος, έρχεται, μου φέρνει θερμοφόρες, τις βολεύω στις μασχάλες, κάθεται στο πλάι μου. Είσαι κι εσύ ένας από εμάς, λέει, -Τι; Είμαι βραχνός σαν σκυλάς σε δημόσια υπηρεσία ένα πρωί Δευτέρας. -Τα μαλλιά. Έχω κάνει τέσσερα χειρουργεία. -Γιατί; -Προβλήματα με τους ουρητήρες. Ο γενικός γιατρός μου είχε πει πως αν δεν είχα αυτά τα μαλλιά ίσως να ήταν πιο εύκολα. -Ναι, γαμώ τα γονίδια, ε; -Ναι. Μου χαϊδεύει το χέρι που είναι ελεύθερο από γραμμές, πολύ απαλά, τα δάχτυλά της είναι πολύ ζεστά και ενυδατωμένα, εγώ είμαι παλιά περγαμηνή.

---

Όταν πιάνει η πρωινή βάρδια, η Λ. σπεύδει να ξεκινήσει τη γύρα από μένα, δεν αφήνει τις βοηθούς. Είναι ασθενής μου στα εξωτερικά, έχει ρευματοειδή αρθρίτιδα. Έρχεται και μου λέει για το γόνα της. Είναι σαν πεπόνι. Θα στο ταχτοποιήσω από Δευτέρα. -Α, μπορεί να περιμένει! Πρώτα να γίνετε καλά γιατρέ. Αλλά να όταν ανεβαίνω τις σκάλες πονάει. Δεν ήξερα πως ήμασταν γείτονες! Μένω δυο πολυκατοικίες δίπλα από εσάς. Αλλά θα μετακομίσω σε ισόγειο, για το γόνατο, και για τους αστραγάλους. Για να μην πονάνε. -Μμμ.

Έχω ένα τουμπανιασμένο περίεργο μπακάκι με έξι ράμματα, ο αφαλός είναι μελανιασμένος, η προποφόλη με έκαψε στη φλέβα και το δεξί χέρι είναι ανώδυνο μόνο σε ουδέτερη θέση. Βλέπω πού με άρπαξε ο Νέμποσα, έχω μελανιές από τις δαχτυλιές του στο δεξί μου μπούτι. Δε θέλω να ξέρω τι έγινε και χρειάστηκε να μ'αρπάξει έτσι. Τώρα που ξεθύμανε η δεξαμεθαζόνη είμαι άψυχος σαν εκείνους τους ξερακιανούς γέρους με τις δαιδαλώδεις νοσηλείες που βλέπω μερικές φορές στη δουλειά. Ο ιδρώτας μου μυρίζει σαν φαρμακείο. Το στόμα μου είναι πληγιασμένο. Ό,τι με ακουμπάει με πονάει.

Η Λ. με ξεντύνει και με βοηθάει να πλυθώ. Δεν είχα παρατηρήσει πόσο σωματώδης ήταν. Το νερό με πονάει. Κλαίω μέσα στο μπάνιο δίπλα στην αναπηρική χέστρα και τα πόμολα για τους αβοήθητους. Η Λ. μου πιάνει τον ώμο για συμπαράσταση. Με ντύνει, μου δίνει ένα κουτί με χάπια με τις ημερομηνίες και τις ώρες. Ξέρω πως την επόμενη φορά που θα τη δω στα εξωτερικά, θα κάνουμε σαν να μη συνέβη τίποτα.

---

Το σύστημα από όλες τις πλευρές του. Το έχω δει και με έχει δει, κάθε δίπλα και πτυχή, κάθε κρυφή πληγή, στο φως και στο σκοτάδι. Είμαι δικός του. Από τα χρόνια τα φοιτητικά, τις νύχτες των χειρουργικών μαχών, τις νύχτες της ανάνηψης, τις Κυριακές της μοναχικής επίσκεψης στην κλινική των σπανίων νοσημάτων, τα ΤΕΠ, τα εξωτερικά, το σημείο καμπής στο MODT. 7, τα γιατρεία της παραμεθορίου, τα γιατρεία εν πλω, το γραφείο της εκκλησίας αντί γιατρείου, από τη μονάδα της καρδιολογικής στη νευρολογική του μεγάλου πανεπιστημιακού, τώρα στη χειρουργική, από εύελπις νεαρούλης, αλύγιστος εκπαιδευόμενος, αντρωμένος ειδικός και εξαντλημένος άρρωστος, κι όσο κι αν το κρύβω πίσω από εκείνη τη βραδεία ψυχρότητα, τρυφερός θεράπων και τρυφερός θεραπευόμενος. Όχι κύκλος, όχι γραμμή, αλλά πότε το ένα, πότε το άλλο, κάποτε και όλα μαζί. Δεν υπάρχουν σύνορα. Υπάρχουν συμβάσεις και οι συμβάσεις είναι για να σε ταλαιπωρούν, όχι για να τις πιστεύεις.

---

Το Νέξανς Αουρόρα είναι αγκυροβολημένο απέναντι απ'το σπίτι. Το μπουμπουνητό του ρελαντί κάνει τα τζάμια να δονούνται. Το γουργούρισμα του θηρίου, ένα από τα χέρια της θεραπευτικής. Ο ζεστός βόμβος βοηθάει το αίμα στο ταξίδι του. Κάνω μικρές βόλτες στο διαμέρισμα. Εσύ φτιάχνεις λίστα και ο Άλμπερτ εκτελεί το μενού, διαφορετικό φαΐ μεσημέρι και βράδυ. Μου δίνεις φάρμακα, δεν εμπιστεύεσαι κανέναν. Κοιτάς με μεγάλη σοβαρότητα μέσα στον αφαλό μου. Στέκεσαι έξω από το μπάνιο και με ρωτάς αν χέζω. Χέζεις; σα να με ρωτάς Βρέχει; Το βράδυ μου στρώνετε τις πετσέτες και τα μαξιλάρια και με βάζετε να ξαπλώσω σαν να είμαι το σκήνωμα του Αγ. Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι. Ο Άλμπερτ μου βάζει και μου βγάζει τις κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης και από πάνω τις κανονικές κάλτσες. Σήμερα βούρτσισα τα μαλλιά. Τράβηξα μια χούφτα από τη βούρτσα αλλά αντί να πέσει στον κάδο έπεσε στο πάτωμα. Άλμπερτ. Οι τρίχες από τη βούρτσα έπεσαν στο πάτωμα, απολογητικά. Έρχεται γρήγορα και τις ρίχνει στον κάδο. Κάθομαι στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Δε φτάνω το βιβλίο, απολογητικά. Μου φέρνεις το βιβλίο ενώ μιλάς στο τηλέφωνο. Βλέπω τα λουλούδια στην πίσω αυλή απέναντι. Κλείνω τα μάτια. Το Νέξανς Αουρόρα μου μιλάει οπως η μάνα στο παιδί της από το Hist, hvor vejen slår en bugt.

---

Hist, hvor vejen slår en bugt
Tekst: H. C. Andersen, 1829
Melodi: J. C. Gebauer, 1846


Hist, hvor vejen slår en bugt,
ligger der et hus så smukt -
hist, hvor vejen slår en bugt,
ligger der et hus så smukt,
væggene lidt skæve stå,
ruderne er ganske små,
døren synker halvt i knæ,
hunden gøer, det lille kræ,
under taget svaler kvid're,
solen synker og så vid're.

I den røde aftensol
sidder moder i sin stol -
i den røde aftensol
sidder moder i sin stol,
kinden luer dobbelt rød,
barnet har hun på sit skød,
drengen er så frisk og sund,
æblekinden rød og rund,
se, hvor hun i spøg ham banker
på de søde pusselanker!

Katten står og krummer ryg,
men forstyrres af en myg -
katten står og krummer ryg,
men forstyrres af en myg,
barsk han den med poten slår
og igen som hofmand står,
moder klapper barnets kind,
se, hvor sødt det sover ind,
drømmer om de engle smukke
i sin lille, pæne vugge.

“I want to rise so high that when I shit I won’t miss anybody.”

“I want to rise so high that when I shit I won’t miss anybody.”
W. Gass


Κάθομαι σε μια μεσοκαμπίνα, στενή και μακρυά, που έχει μια πόρτα στην κάθε πλευρά. Δυο δρασκελιές από τη μια πόρτα στην άλλη για να πας από το διάδρομο του μηχανοστασίου στους πίνακες. Στην καμπίνα είναι ένας πάγκος και δυο καρέκλες, νέον λάμπες για φως. Πρέπει να είναι ήδη μεσημέρι. Ο Βάουν μπαίνει από την πόρτα για το διάδρομο του μηχανοστασίου. Είναι ξερακιανός και τα μαλλιά του στέκονται πάντα όρθια. Αλλά τώρα έχει ξαφνικά μια μεγάλη μπάκα, λες και είναι γκαστρωμένος, με τα αδύνατα ίδια χέρια και πόδια σαν κλαδιά. Είναι μούσκεμα στον ιδρώτα. Το κούτελό του είναι γεμάτο μικρές πέρλες. Εκείνη την ώρα παίρνω είδηση πως οι λαμαρίνες μέσα στη μεσοκαμπίνα είναι κι αυτές γεμάτες μικρές πέρλες. Όλα είναι ιδρωμένα. Σταγόνες κυλάνε γρήγορα από το διαχωριστικό στον πάγκο και μουλιάζουν τα χαρτιά μου. Αναρωτιέμαι πότε γκαστρώθηκε ο Βάουν. Είμαι σίγουρος πως τον είδα εχτές στο βραδινό χωρίς τη μπάκα. Στέκεται εκεί ανάμεσα στις δυο πόρτες και με κοιτάει. Μου τείνει ένα πατσαβουριασμένο βιβλίο. 
-Είναι τα προγράμματα για τα δρομολόγια των ελικοπτέρων.
-Τι θέλεις να τα κάνω;
-Κοίταξέ τα όσο προλαβαίνεις.
Ξεφυλλίζω το πατσαβούρι και ο Βάουν μετράει τα λεπτά και ολοένα και ιδρώνει. Δεν ξέρω τι δουλειά έχει ο Βάουν με τα δρομολόγια των ελικοπτέρων. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να τα δω και γιατί με ενδιαφέρουν. Ούτε δική μου δουλειά είναι.
Τελικά τραβάει το βιβλίο και μου βάζει μια αρμαθιά κλειδιά στη χούφτα.
-Θα μου τα δώσεις όταν συναντηθούμε αργότερα.
Φεύγει ξανά προς το διάδρομο του μηχανοστασίου. Εγώ κάθομαι περίεργα ξερός μέσα σ'εκείνη τη λαμαρινένια χαραμάδα που είναι μούσκεμα.

-

Ένας χλωμός ήλιος μου ζεσταίνει το αυτί και τη μισή μούρη, από το παράθυρο βλέπω τα τέσσερα φουγάρα μιας φορτηγίδας του Σλουμπερζέ. Στο περβάζι βλέπω μια αρμαθιά κλειδιά. Σηκώνομαι απ'το κρεβάτι θορυβημένος. Τα κλειδιά είναι εκείνα που ονειρεύτηκα πως μου έδωσε ο Βάουν. Ανάμεσά τους κρέμεται και ένα μπρελώκ που έχει τη δανέζικη σημαία και τ'όνομά του.

Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Τα πόδια μου είναι μουδιασμένα μέσα στις κάλτσες και το πάτωμα είναι σαν βαμβάκι. Προσπαθώ να θυμηθώ γιατί έχω τα κλειδιά, αλλά το μόνο που θυμάμαι είναι αυτό το ηλίθιο όνειρο. Ο Βάουν δεν έφυγε μαζί μου στις 26, είχε άλλες δυο βδομάδες. Πότε θα συναντηθούμε;

Σηκώνομαι, φτιάχνω ένα τσάι. Γράφω μήνυμα στο Βάουν έχω τα κλειδιά σου. -Καλά θα κάνεις να τα έχεις! -Πότε τα θες πίσω; -Τι σε χτύπησε; Όταν γυρίσω. Θέλω να τον ρωτήσω αν έχει πετάξει μπάκα αλλά κρατιέμαι. Για καλό: μετά από δυο γουλιές συνέρχομαι.

-

Φεύγω από το νοσοκομείο νωρίς. Το ποδήλατο έχει φούητ και είμαι με τα πόδια. Το σπίτι είναι στη νοτιοανατολική άκρη της πόλης, πέρα από το γκέττο, σε μια γειτονιά γέρων. Κατεβαίνω στο υπόγειο. Στη γωνία που μου είπε κάτω από έναν σάπιο φεγγίτη λιμνάζει σε μια λακκούβα ένα δάχτυλο νερό. Το μαζεύω με τη μαλαστούπα στον κουβά. Τον αδειάζω στη σιφωνότρυπα στο κέντρο του υπογείου. Βάζω μπρος τον εξαερισμό. Παίρνω τη μαλαστούπα και ανεβαίνω πάνω. Τη βάζω με το κεφάλι πάνω ακουμπιστά έξω από την είσοδο. Βλέπω το γυμναστήριο δίπλα στην κουζίνα: έχει και κωπηλατικό μηχάνημα. Δε μου κακοπέφτει. Ποτίζω τις δαμιάνες και τα άλλα φυτά που δε θυμάμαι πώς τα είπε αλλά φαίνονται διψασμένα. Ανοίγω ένα παράθυρο. Παίρνω ένα βιβλίο από το έπιπλο της τηλεόρασης που μοιάζει παιδικό. Είναι για τα φαρόπλοια της Βόρειας Θάλασσας, από το μαγαζί του μουσείου. Κάθομαι στην πέτσινη πολυθρόνα και ξεφυλλίζω. Έχει συννεφιά αλλά το σπίτι είναι ζεστό. Σκέφτομαι τα παλούκια που έχουν καταπιεί οι συνάδερφοί μου στο νοσοκομείο και μετά σκέφτομαι το Βάουν σε αντιπαραβολή. Ίσως να είμαι η αλεπού και να το κάνω γι'αυτοπαρηγορία, ίσως και να είναι αλήθεια: έκανα καριέρα στο να είμαι παραταίρι. Όταν έμπαινα στη σχολή φανταζόμουν πως θα γινόμουν κάποιος σαν τον Τσέχωφ, αλλά οι εποχές έχουν αλλάξει, κι εγώ δεν ακολούθησα ποτέ. Ένα ηλίθιο απολίθωμα. Αυτά τα χρόνια γίνεσαι γιάπης ή λαντζέρης με καθαρό γιακά, και έγινα λαντζέρης, ήταν πιο κοντά στο πρότυπο που είχα μικρός. Τώρα ακρίβυνα για λαντζέρης και βρήκαν πιο φτηνούς. Η πρόταση ήταν να αναλάβω τα βαριά περιστατικά της πνευμονολογικής που είναι απελπιστικά υποστελεχωμένη, και η απάντησή μου ήταν όχι. Δεν έχεις την πολυτέλεια να είσαι τόσο επιλεκτικός, είπε ο διευθυντής. -Έχω την πολυτέλεια να φύγω. -Αν είναι έτσι, τότε ναι. Δε θα σε κρατήσω με το ζόρι.

-

Ο Βάουν με βρήκε με τη μούρη μες στα χέρια να λιβανίζω το δίσκο με το κίτρινο ρύζι του Φιλιππινέζου, δίπλα στο ξεχασμένο χειριστήριο του πλέηστέησον 3 στην τραπεζαρία, δεν τον πήρα είδηση ώσπου ένα κολλώδες χέρι μου τράβηξε τον αγκώνα, ετοιμάστηκα να βρίσω αλλά τον είδα ειλικρινά ανήσυχο. Είσαι καλά; -Καλά. -Προβλήματα στο σπίτι; -Όχι, με το νοσοκομείο. -Τι; Μήνυση; -Δε μου ανανεώνουν το συμβόλαιο. -Και τι; Τι έχει το 21 μέσα 21 έξω; Αφού τον περισσότερο καιρό χασομεράς και πληρώνεσαι. -Αλήθεια είναι. -Εγώ να σου πω, σε προτιμώ από το Νορβηγό. Μας πρήζει το παπάρι κάθε φορά. Όταν ο Χ.Α. έκοψε το δάχτυλο τον έστειλε πίσω. -Για ένα δάχτυλο; -Δε μπορούσε να το ράψει, είπε. Ήταν λεπτό χειρουργείο. Ο Γ. τον ρώτησε πώς έγινε και ο Χ.Α. πηγαίνει απέναντι για το δάχτυλο, ενώ όταν ο Χ.Π. έκοψε το δικό του, τον κράτησες εδώ. -Τι είπε; -Πως έχετε διαφορετική προσέγγιση. -Εντάξει, καλός είσαι για παρηγορητής. -Θέλω να έρθω απέναντι να τους χέσω. Θέλω να τους χέσω όλους. Από τότε που χώρισα, θέλω να χέσω όποιον γνωρίζω. -Γι'αυτό κυκλοφοράνε χεσμένοι οι μαθητευόμενοί σου; -Ναι, αυτούς τους χέζω με ειδική αφιέρωση. Με χτύπησε στην πλάτη πατ-πατ. Φάγαμε παρέα, πολιτισμένοι, και δεν ξανάβαλα τη μούρη μες στα χέρια.

Την Κυριακή πριν φύγω με βρήκε στη μεσοκαμπίνα. Μπήκε από την πόρτα του μηχανοστασίου λερωμένος και ιδρωμένος σαν ανθρακορύχος. Είχε το 8/8, ήταν πάνω στην αλλαγή, και θα έχανε τη νύχτα ταινίας (Τρανσπόρτερ 2). Στην πλατφόρμα πολλοί δουλεύουν μια βδομάδα 12 ώρες πρωί, μια μέρα 8 και 8 με κενό 8 ανάμεσα και μετά μια βδομάδα 12 ώρες βράδυ και ούτω καθεξής.  Μου είπε για το φεγγίτη στο υπόγειο που μπάζει. Μου είπε για τη δαμιάνα και τα άλλα φυτά που δε θυμάμαι πώς τα είπε. Μου είπε πως έχει γυμναστήριο στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα. Τον κοίταξα καχύποπτα. Με λυπόταν τόσο, ώστε να θέλει να μου αναθέσει εργοθεραπεία; Με έβλεπε χωρίς πονηριά. Απλά με έβλεπε - δεν έμοιαζε να με λυπάται. Μου έβαλε την κλειδαρμαθιά στη χούφτα. Ήταν τόσο ιδρωμένος που η υγρασία του ιδρώτα του ακτινοβολούσε στα εκτεθειμένα μέρη μου όταν με πλησίασε. 

-

Like a suicide king with a knife in his crown

Το διατρητικό κρύο που φέρνουν τα δάχτυλα του θανάτου όταν μου πιάνει τον ώμο με πονάει σύγκορμο σαν στιγμιαίος νευρόπονος, είναι μέρος της ιεροτελεστίας, είναι βήμα του χορού: είμαι εδώ, ένα χνώτο στη σκιά σου. Είμαι εδώ για να σε πειθαρχώ. Ο Θεός βρήκε σκληρό λουρί και το πέρασε σαν λάσσο. Όταν φτάσει να το τσιτώσει ώσπου να μου κόψει τον αέρα, μου θυμίζει ποιος είναι τ'αφεντικό, με την τολμηρή λαβή του, ευλογία και κατάρα να σπρώχνω και να τραβώ τη βάρκα του Βαρκάρη απ'την όχθη, επαγγελματικό προνόμιο.

-

Ο Θεός δεν είναι εδώ για μένα, γιατί είμαι άπιστος. Η λίμνη με το νερό από υδράργυρο έμοιαζε αβαθής και μ'έπιασε κορόιδο. Δεν ξέρω αν υπάρχει βυθός. Αν υπάρχει, δεν ξέρω αν θα προλάβω να τον φτάσω. Ο λαιμός μου φέρει την υπογραφή της διαστροφής. Η λίμνη με το νερό από υδράργυρο με έπαιξε σαν πιόνι. Ο θάνατος μου πιάνει τον ώμο και με κόβει όπως το καλό τσεκούρι στο ικανό χέρι κόβει το κούτσουρο, σαν βούτυρο, σαν αφράτο παχύ ψάρι.

-

Η θηλιά και το σκοινί, ο φόβος της αμαρτίας, το κυνήγι της ευτυχίας, ο πυρετός του χρυσού, μεταναστευτικά πουλιά, και από κάτω ευέλπιδες σωτήρες γλιστράνε στα κεριά του εσκολάρ. Αν μπορούσα μόνο να γλυτώσω από αυτό το σκοτάδι που γεμίζει τους βολβούς μου αντί υαλοειδούς, ίσως να έβλεπα την άκρη της κλωστής και το μάτι της βελόνας, ίσως να έβρισκα την πίστη. Αλλά πνίγομαι στο αίμα μου, δεν πνίγομαι επειδή μου λείπει ο αέρας.

-

Όπερ και το σωστό. Η ασφυξία είναι πικρή για τιμωρία και δε μ'εξυπηρετεί. Θέλω τις καρωτίδες μου να είναι ψίθυρος και τις σφαγίτιδες κλειστές. Θέλω να πέσω στα γόνατα. Είμαι άπιστος αλλά αφοσιωμένος. Θέλω να προσευχηθώ. Όχι στο Θεό. Ο Θεός δεν είναι εδώ. Θέλω να προσευχηθώ σε σένα.

-



I was poison
heart full of canines, head full of voices
whole life trying to quiet 'em down
like a suicide king with a knife in his crown
hounds at bay, but they just won't stay
true friendship in a tugboat way

I Bavitz

The end of amnesty

what humiliated me / as I relived my death in that room without sunrise / wasn’t my desire for light / but my desire for more darkness.

P Tran

Something about falling say
the barometric pressure or a knife out
of a hand

and something about rising say
moon, sun, the shadow of
Saturn

a grain of death with each
grain of salt, a journey across
and back

but for the man overboard,
the drowned man
nothing is preparation enough.

30 + 6. Β'

   Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς... κάθε πρωί στο δρόμο για το νοσοκομείο το παιδάκι έλεγε την προσευχή στο ράδιο και εκείνη ήταν η ώρα που σκεφτόμουν την Ο., η ώρα της προσευχής. Δυο λεπτά μετά ξεκινούσαν τα Πρωινά του Τρίτου, και ο κόσμος προχωρούσε. Αυτό ήταν τότε.

    Θέλω να βρεθούμε. Μένω στο Κάμπινν από τις 28 ως τις 31.
    Η πόλη είναι ακατάλληλη για την Ο. Έχω ζήσει σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και δε μπορώ να σκεφτώ πόλη λιγότερο κατάλληλη γι'αυτήν. Είναι μια πόλη νεόκοπη χτισμένη τελεολογικά στα μέσα του 1800 για να λειτουργήσει ως λιμάνι της δυτικής ακτής που λόγω γεωγραφίας και τεχνικών δυσκολιών δεν προσφερόταν ιστορικά. Είναι ένα γκρίζος λεκές στο χάρτη με πληθυσμό χαμηλής μόρφωσης που απασχολείται επί το πλείστον στη βαριά βιομηχανία και τη ναυτιλία. Όταν πρωτοήρθα εδώ, ο Ρούνε μου είπε: Καλωσήρθες στην κωλότρυπα της Δανίας. Και είχε δίκιο.
    Το Κάμπινν είναι ένα κωλοχανείο κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Το προτιμάνε οι δουλοπάροικοι των οφφσόρ. Πάντα στέκονται δυο τρεις αποπροσανατολισμένοι Πολωνοί έξω από την κύρια είσοδο, καπνίζοντας και ψάχνοντας ταρίφα ή μαρκέτα. Είναι στο δρόμο με τα κωλόμπαρα και τις παμπ, εκεί που τα χαράματα η άσφαλτος είναι σπαρμένη κάτουρα και φύσιγγες υποξειδίου του αζώτου.
    Τη σκέφτομαι όπως την είδα τελευταία φορά το '17, με τα φροντισμένα στιλπνά μαλλιά της, τα κομψά ρούχα της άλλης εποχής, τα κομψά της ποδαράκια μέσα στα τακούνια με τη μπαρέττα, να στέκεται έξω από την κύρια είσοδο του Κάμπινν, στο χιλιοφτυμένο και ξερασμένο πλακόστρωτο, δίπλα στους Πολωνούς γκαστάρμπαιτερ που γαμάνε Ταϋλανδέζες πουτάνες στα υπόγεια των μονοκατοικιών λίγο έξω απ'το κέντρο, τη σκέφτομαι και μου γυρίζει το στομάχι.
    Ξέρω πως είναι κακή ιδέα, όχι τόσο για μένα, αλλά γι'αυτήν. Θέλω να της γράψω να μην κάνει βλακείες και να γυρίσει στην Άλτονα αμέσως. Κάθομαι στο άδειο τμήμα με την ψωραλέα γιορτινή διακόσμηση, έχω το κινητό στο χέρι και το σκέφτομαι. Ναι, μου φαίνεται αξιοπρεπής επιλογή. Lass den Quatsch. Geh nach Hause. Για μια στιγμή περνιέμαι για ώριμος και υπεράνω. Αλλά δεν ήρθε ως εδώ για να μου πει πως έχω δίκιο. -Tue es nur ja nicht. Bitte. 

    Της έκλεισα ραντεβού στη Βασίλισσα Λουίζε. Ήταν το μόνο μέρος ανάπαυλας απ'την παρακμή που μπόρεσα να σκεφτώ. Φεύγω από τη δουλειά αργοπορημένος. Όταν φτάνω περιμένει στην πλατεία. Φυσάει έντεκα μποφόρια. Tαχτοποιεί νευρικά τα μαλλιά της. Λέω δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από τότε που ήμασταν εικοσάρηδες. Την ήξερα καλά, αλλά δεν την ξέρω πια.
    Με βλέπει με το ίδιο βλέμμα που με είδε όταν γνωριστήκαμε, με κάποια προσδοκία, συστολή και φόβο μαζί. Νόμιζα πως ήταν στρατηγική (ανάθεμα, ίσως να είναι στρατηγική) για να πατήσει πάνω σ'αυτήν την αντρική πιθηκένια δίψα για επιβεβαίωση, πως ναι, εμπνέεις αυτά που πρέπει να εμπνέει ένας σωστός άντρας. Δεν αισθάνομαι καμιά επιβεβαίωση. Με προκαλεί όπως με προκαλούσε τότε, αλλά τώρα μπορώ να το κρατήσω μυστικό. Παρότι το βλέμμα αυτό έχει τώρα από κάτω του τα εφτά χρόνια εκείνης της περίεργης συμπόρευσής μας, και τα έξι χρόνια που ακολούθησαν, δε μοιάζει να έχει αλλάξει.
    Δε μπορώ να καπνίσω μέσα στη Βασίλισσα Λουίζε και μου κοστίζει. Παίρνω μια σόδα. Παίρνει ένα Ρίσλινγκ.
    -Was nun?
   Μου δίνει ένα δεματάκι. 
    -Für dich. Alles Gute. 
   -Also, danke. 

    Με ρωτάει για το ατύχημα (το έμαθε από τον Μ.), για τη δουλειά, αν έχω ακόμα το ίδιο αμάξι, με ρωτάει αν έχω αγοράσει σπίτι. Ζητάει να δει φωτογραφίες από την καμπίνα, από το εφημερείο, από το διαμέρισμα. Μου λέει για την ίδια της: αγόρασε το διαμέρισμα στην Άλτονα που νοίκιαζε από τη μάνα της. Δουλεύει ημιαπασχόληση στο μουσείο στην αλέα Μαξ Μπράουερ. -Κοντά στο παλιό νεκροταφείο; -Ναι. Η αδερφή της παντρεύτηκε κάποιον είκοσι χρόνια μεγαλύτερο από το Ντούισμπουργκ, έμεινε έγκυος, απέβαλε και χώρισε. Οι γονείς της μετέτρεψαν τον ξενώνα τους σε ερμπιμπί. -Ποιος τους βοηθάει με το διαδίκτυο; -Η μαμά πήγε σε επιμορφωτικό σεμινάριο για επιχειρηματίες και τα κάνει μόνη της. 
    Τελοσπάντων μετά την ψιλή κουβέντα και τη γενική ενημέρωση, μου δίνει το χέρι. Ήταν κάτι που έκανε τότε: έτεινε το χεράκι της με χάρη, για να το φιλήσω θεατρικά και μετά να το κρατήσω. Το αφήνω μετέωρο, βγάζω τον καπνό, ανοίγω το κουτί και μυρίζω. Κρύβει τα χέρια της κάτω από το τραπέζι και κάνει σαν να μη συνέβη τίποτα. Κοιτάζω το κουτί του καπνού, και συνεχίζω να το κοιτάζω ως το τέλος:
    -Συνεχίζω να πιστεύω πως πρέπει να πας σπίτι.
    -Θα πάω στις 31 όπως είναι προγραμματισμένο. Έχω πληρώσει το ξενοδοχείο.
    -Τι θέλεις;
    -Θέλω την άλλη μεριά.
    -Ποια είναι η άλλη μεριά;
    -Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως είσαι παντρεμένος.
    -Κι όμως.
    -Είχες πει πως ο γάμος είναι ηλίθιος.
    -Είναι.
    -Αλλά τώρα είσαι παντρεμένος;
    -Ναι.
    -Τώρα ο γάμος δεν είναι ηλίθιος;
    -Είναι.
    -Τότε γιατί είσαι παντρεμένος; Αφού δεν έχετε παιδιά. Θέλετε να κάνετε παιδιά;
    Γελάω. 
    -Γιατί δεν απαντάς; Θέλετε να κάνετε παιδιά; Έχεις αλλάξει δηλαδή;
    -Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Και άγαλμα να ήμουν θα είχα αλλάξει. Κι εσύ έχεις αλλάξει.
    -Πώς έχω αλλάξει; Θέλετε να κάνετε παιδιά;
    -Όχι, δε θέλουμε να κάνουμε παιδιά.
    -Πώς έχω αλλάξει;
    -Δεν ξέρω.
    -Δεν είσαι περίεργος να μάθεις;
    -Όχι. 
    -Γιατί;
    -Γιατί δε θέλω.
    -Δε μ'αγάπησες ποτέ;
    -Δε νομίζεις πως πρέπει να πας σπίτι; Δε σου προσφέρει τίποτα αυτό που κάνεις.
   -Δεν έχεις αλλάξει. Κι ας λες στον ίδιο σου πως έχεις. Ο τόνος σου είναι ίδιος. Η έκφρασή σου είναι ίδια. Πάντα έτσι ήσουν. Με πατρονάριζες. Μου εξηγούσες τα πάντα σαν να ήμουν απλή στο μυαλό. Μου έδινες εντολές. Μου απευθυνόσουν σαν σε παιδί, όπως τώρα.
    -Ωραίες αρετές, άξιζαν το ταξίδι.
    -Αυτό θέλω. Αυτό μου αρέσει.
    -Εντάξει, αυτό μπορείς να το βρεις εύκολα. Μπες σε ένα μπαρ, πιάσε τον πρώτο κρετίνο-
    -Έχω κάνει έξι σχέσεις από τότε που χωρίσαμε. Πώς σου φαίνεται αυτό; Έχω πάει με οχτώ άντρες από τότε που με άφησες. Πώς σου φαίνεται; 
    -Μου φαίνεται ΟΚ.
    -Δοκίμασα και το φετλάηφ.
    Γελάω.
    -Δε μπορώ να βρω κάποιον που να με κάνει να νιώθω όπως εσύ.
   -Βρες κάποιον που να σε κάνει να νιώθεις κάτι καινούριο. Η σχέση μας δεν ήταν και τόσο καλή έτσι κι αλλιώς.
    -Ήταν καλή για μένα!
   -Καλή; Πήγαινε πίσω στο χρόνο και ρώτα τη νεαρότερη έκδοσή σου, που έπαιρνε τηλέφωνο και έκλαιγε από την άλλη άκρη της Ευρώπης. Έκλαιγες και έκλαιγες. Τι ήταν καλό για σένα;
    -Ένιωθα ασφαλής,
    Γελάω πάλι.
    -Με εκείνη την παράνοια;
    -Ένιωθα ασφαλής όταν ήμασταν μαζί.
    -Επειδή ένιωθες ανασφαλής όλες τις άλλες ώρες.
    -Πάλι το ίδιο κάνεις. Δεν ξέρεις πόσο θεραπευτικό είναι αυτό για μένα.
    -Σκέφτηκες να κάνεις ψυχοθεραπεία;
    -Κάνω ψυχοθεραπεία.
    -Αν συμφωνήσατε πως ήταν καλή ιδέα να έρθεις να με βρεις, τότε να αλλάξεις ψυχοθεραπευτή.
    -Με συμβούλεψε να σου γράψω ένα γράμμα και μετά να το σκίσω.
    Δε μιλάμε για λίγο. Έχω ανακαλύψει μια περιοχή στον καπνό που μοιάζει με κεφάλι σκύλου. Στη μια μεριά του κουτιού είναι ένα σημείο που μοιάζει με παντελόνι. Προσπαθώ να σκεφτώ, αλλά η αμηχανία μου είναι κινούμενη άμμος. Το παίρνω απόφαση, σηκώνω το βλέμμα. Η όψη της ανασταίνει κάτι μέσα μου που είναι σαν κόλλα.
    -Πάω να πληρώσω και θα φύγω. Θα πας στο ξενοδοχείο σου, θα κάνεις καμιά βόλτα... να πας να φας στο ΣΒ... α, όχι, θα είναι κλειστό για γιορτές. Τελοσπάντων, θα γυρίσεις σπίτι όπως έχεις κανονίσει. Θα αφήσεις πίσω σου αυτή τη χαζομάρα. Εντάξει;
    -Γιατί νομίζεις πως ήρθα εδώ;
    -Δεν ξέρω.
    -Θέλεις να μείνεις μαζί μου ώσπου να φύγω;
    -Όχι.
    -Φοβάσαι πως θα την απατήσεις;
    -Όχι.
    -Θα με πάρεις αγκαλιά;
    -Όχι.
    -Γιατί;
    -Φεύγω τώρα. Να προσέχεις.
     -Περίμενε... Γιατί δεν έρχεσαι για μια δυο μέρες στο Αμβούργο καμιά φορά; Να μείνεις σε μένα.
    -Δεν έχω δουλειά στο Αμβούργο.
    -Σε έχω δει. Σε είδα τον Οκτώβρη στο Πορτουγκίζενφίρτελ.
Γελάω πάλι-πάλι αλλά ακούγεται περισσότερο σαν διαμαρτυρία.    
    -Να πάρει, είναι μικρός ο κόσμος, ε;
   -Πού μένεις όταν έρχεσαι; Έλα και μείνε σε μένα. Να με πας βόλτα στο Ζκτ. Πάουλι μια νύχτα. Να βγούμε για φαγητό στο Τασκίνια Γκαλέγο. Να πάμε στο εβραϊκό νεκροταφείο την άνοιξη. Να πάμε στο βοτανικό...
    Κλαίει. Δεν είναι και έκπληξη. Αλλά εγώ είμαι μηχανή. Την παίρνω αγκαλιά, σφίγγω το κεφάλι της στο στήθος μου, αφήνεται στα χέρια μου, ξέρω ακριβώς τι εννοεί, ξέρω ποια πείνα κατευνάζω, ξέρω τι της λείπει. Με χαϊδεύει στο λαιμό. Ίσως και να ξέρει πως δεν είμαι μηχανή.
    
    Στο δρόμο της επιστροφής οδηγώ με τα φώτα σβηστά μες στο σκοτάδι, ώσπου ένας γέρος στο φανάρι της Στράντμπυγκάδε κατεβάζει το παράθυρο και μου φωνάζει θα με γράψουν. Όταν φτάνω σπίτι, κάθομαι μέσα στο αμάξι σε βραχυκύκλωμα: θυμάμαι τη ζεστή φθινοπωρινή νύχτα πριν εκατό χρόνια που πήγαμε στο διαμέρισμα στην Άλτονα και την πήδηξα σκαιά σαν άγριος, ξεγελασμένος από εκείνο τον τρόπο που είχε να παραδίνεται και να υποχωρεί, έτσι γοητευτικά της πήρα την παρθενιά χωρίς να το ξέρω. Μετά με κοιτούσε φοβισμένα, λες και θα τη χτυπούσα. -Τι; τη ρώτησα κάνα δυο φορές, είπε Ε, αφού ξέρεις. Δεν το είχα ξανακάνει., και με άδειασε από στομάχι. Φυσικά, ηλίθιε. -Γιατί στην ευχή δεν είπες τίποτα; -Αφού φαινόταν, τι να πω; Φαινόταν αλλά εγώ ήμουν στραβός. Σίγουρα πιο στραβός από όσο νόμιζε. Ο εσταυρωμένος πάνω από το προσκεφάλι με έκαιγε στο κούτελο. Όταν την πήρα αγκαλιά είχε ένα μακάριο ύφος, και με έλεγε τρυφερά mein netter schlimmer Finger ("το ευγενικό καθίκι"), το παρατσούκλι που της άρεσε τόσο, που έφτασε να με συστήνει έτσι. Το χέρι του Θεού που μας έφερε τον έναν απέναντι στον άλλο ήταν χέρι γεμάτο τερτίπι.
      Όταν σε είδα, ήταν σαν να έβαλα το πρόσωπό μου σε μια λεκάνη με κρύο νερό.
      Όταν την είδα ήταν αργά: με είχε ήδη ερωτευτεί.
      Η τρυφερότητα που μου έδειχνε με έστελνε πάντα πίσω στην πατρίδα.
    Μια ακριβής σύνοψη του Άμρουμ, η μειλίχια γοητεία του τόπου, ομαλή, χωρίς κοφτερές πλαγιές, χωρίς εναλλαγές, χωρίς κρυφές γωνίες. Κάποιος που ψάχνει στρείδια στα παλιρροϊκά πεδία προχωρά πάνω στη λάσπη και η λάσπη υποχωρεί. Η ζαχαρένια άμμος του Κνίπζαντ, ελαφριά σαν πνεύμα, φεύγει με τον αέρα και η γη μοιάζει ν'αχνίζει. Η ιδανική γυναίκα από τα βάθη της ιστορίας, η γη, πέφτει στα χέρια ενός κοινού άντρα, του χωρικού: αυτή θα του δωθεί, κι αυτός θα πάρει και θα πάρει ώσπου να μείνει μια πληγή. Όταν ο άντρας σταθεί να αναλογιστεί το έργο των χεριών του, θα γνωρίσει τον πόνο του λιμού. Την άνοιξη που θα'ρθει, η γη θ'ανθίσει, και οι μαργαρίτες θα φυτρώνουνε μέσα απ'τους κόγχους του κρανίου του. 


Τη Χαμένη στα Όνειρά της την έκλεψα από έναν αληθινό ευγενή
την κουβάλησα απ'τα πλακόστρωτα πέρα προς το δέλτα του Έλμπε
στα σκέλια της πατρίδας

το μαλακό νερό της βροχής ποτίζει τις καστανιές
στ'ακρορρίζια το χώμα γίνεται άμμος
και εκεί αρχίζει η ακτή

που φεύγει λίγη λίγη με κάθε πλυμμηρίδα.

----

Wir sind nichts, bis wir jemandem wichtig werden.

----

მამაო, ჩვენო, რომელიცა ხარ ცათა შინა!
მუხლმოდრეკილი, ლმობიერი ვდგევარ შენ წინა:
არცა სიმდიდრის, არც დიდების თხოვნა არ მინდა,
არ მინდა, ამით შეურაცხ-ვჰყო მე ლოცვა წმინდა...
არამედ მწყურს მე განმინათლდეს ცით ჩემი სული,
შენგან ნამცნების სიყვარულით აღმენთოს გული,
რომ მტერთათვისაც, რომელთ თუნდა გულს ლახვარი მკრან,
გთხოვდე: ”შეუნდე, - არ იციან, ღმერთო, რას იქმან!”

К стопам твоим припав, о боже правый,
Я ни богатства не прошу, ни славы,
Святой молитвы осквернить не смею…
Но, благодатью осенен твоею,
К тебе прибегну я с мольбой иною:
Врагов, что нож заносят надо мною,
Прости и не ввергай в кромешный ад,—
Они не знают, что они творят!

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς!
Ταπεινός γονατίζω ενώπιον Σου:
δε ζητώ πλούτη ούτε δόξα,
μ'αυτά δε θα ατιμώσω την ιερή μου προσευχή...
Μόνο θα ζητήσω η ψυχή μου να φωτιστεί από τους ουρανούς
και η καρδιά μου να ακτινοβολήσει την αγάπη Σου 
και για τους εχθρούς ακόμα που μου τρυπάνε την καρδιά, 
Σου ζητώ: "συγχώρεσέ τους, Κύριε, γιατί δεν ξέρουνε τι κάνουν!" 

Ilia Chavchavadze


Unterlage: Friedrich von Amerlings "In Träumen versunken", 1835.
Überlagerung: O. wahrscheinlich in Zarrentin am Schaalsee.



Heft mit Frederik de Wits "Planisphærium cœleste", 1670.

30 + 6. Α'

---

29.12.

[...]

Της έκλεισα ραντεβού στη Βασίλισσα Λουίζε. Ήταν το μόνο μέρος ανάπαυλας απ'την παρακμή που μπόρεσα να σκεφτώ. Φεύγω από τη δουλειά αργοπορημένος. Όταν φτάνω περιμένει στην πλατεία. Φυσάει έντεκα μποφόρια. Tαχτοποιεί νευρικά τα μαλλιά της. Λέω δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από τότε που ήμασταν εικοσάρηδες. Την ήξερα καλά, αλλά δεν την ξέρω πια.

Με βλέπει με το ίδιο βλέμμα που με είδε όταν γνωριστήκαμε, με κάποια προσδοκία, συστολή και φόβο μαζί. Νόμιζα πως ήταν στρατηγική (ανάθεμα, ίσως να είναι στρατηγική) για να πατήσει πάνω σ'αυτήν την αντρική πιθηκένια δίψα για επιβεβαίωση, πως ναι, εμπνέεις αυτά που πρέπει να εμπνέει ένας σωστός άντρας. Δεν αισθάνομαι καμιά επιβεβαίωση. Με προκαλεί όπως με προκαλούσε τότε, αλλά τώρα μπορώ να το κρατήσω μυστικό. Παρότι το βλέμμα αυτό έχει τώρα από κάτω του τα εφτά χρόνια εκείνης της περίεργης συμπόρευσής μας, και τα έξι χρόνια που ακολούθησαν, δε μοιάζει να έχει αλλάξει.

Δε μπορώ να καπνίσω μέσα στη Βασίλισσα Λουίζε και μου κοστίζει. Παίρνω μια σόδα. Παίρνει ένα Ρίσλινγκ.

-Was nun?
Μου δίνει ένα δεματάκι. 
-Für dich. Alles Gute. 
-Also, danke.

[...]

---

31.12.

Οι άλλοι δουλεύουν πρωινή βάρδια και είμαι μόνος. Πέρασα τη νύχτα με πονεμένο συκώτι. Κατεβαίνω στο γκαράζ με το μπουφάν, το σώβρακο και τα γερμανικά πέδιλα. Έχει κρύο. Ο γείτονας του ισογείου καπνίζει στο κατώι. Χαιρετιόμαστε. Ξοδεύω ένα μισάωρο ταχτοποιώντας το αμάξι. Ανεβαίνω στο διαμέρισμα παγωμένος, κάνω μπάνιο, χτενίζομαι, φοράω κανονικά ρούχα και φτιάχνω τσάι. Μέτρα ενάντια στη διάλυση. Είναι η ώρα. Στο δέμα έχει ένα τετράδιο με πολυτελές ανάγλυφο εξώφυλλο που είναι αντίγραφο ενός χάρτη του πλανησφαίρου από έναν Ολλανδό χαρτογράφο του 1700. Μέσα στο τετράδιο είναι για σελιδοδείχτης μια πολύ όμορφη φωτογραφία της που είναι τραβηγμένη μαντεύω το περασμένο καλοκαίρι στο εξοχικό της οικογένειάς της στο Τσαρρεντίν. Και φωτοτυπημένα τα εξής του Leśmian, που δεν τον γνώριζα ως σήμερα, το πρώτο παράθεμα με τις σειρές αριθμημένες και σε αντιπαραβολή με το πρωτότυπο, και το δεύτερο από κάποια υποσημείωση γερμανικής μελέτης:

The moon-hook is receding through the air,
impaled upon a chimney in the mist;
a lantern tiptoes up the darkness, where
the street dissolves in murky with a twist.
A crippled, crazy little shoemaker stares
into the nightmare maelstrom while he sews 
a pair of shoes to fit the Lord up there;
His name is Boundless, if you want to know.

Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!

O God of clouds, o God of morning dew,
an ample hand-made gift for you have I;
you shall not stub your toes against the blue,
nor need to wander barefoot in the sky.
My spirits burning starry flares presage,
sometime within the flood of mist, that God
will always conscientiously be shod
as soon as Shoemaker enters the stage.

Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!

O God, you've given me a taste of living
which is enough to last me for the road;
forgive me, I'm incapable of giving
You anything but shoes — I'm poor, you know.
But even in the gloom of misery,
I know that life is really nothing but
the act of living, just like stitchery
is merely stitching — so let's live it!

Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!

/

W mgłach daleczeje sierp księżyca,
 Zatkwiony ostrzem w czub komina,
 Latarnia się na palcach wspina
 W mrok, gdzie już kończy się ulica.
 Obłędny szewczyk — kuternoga
 Szyje, wpatrzony w zmór odmęty,
 Buty na miarę stopy Boga,
 Co mu na imię — Nieobjęty!

 Błogosławiony trud,
 Z którego twórczej mocy
 Powstaje taki but
 Wśród takiej srebrnej nocy!

 Boże obłoków, Boże rosy,
 Naści z mej dłoni dar obfity,
 Abyś nie chadzał w niebie bosy
 I stóp nie ranił o błękity!
 Niech duchy, paląc gwiazd pochodnie,
 Powiedzą kiedyś w chmur powodzi,
 Że tam, gdzie na świat szewc przychodzi,
 Bóg przyobuty bywa godnie!

 Błogosławiony trud,
 Z którego twórczej mocy
 Powstaje taki but
 Wśród takiej srebrnej nocy!

 Dałeś mi, Boże, kęs istnienia,
 Co mi na całą starczy drogę, —
 Przebacz, że wpośród nędzy cienia
 Nic ci, prócz butów, dać nie mogę.
 W szyciu nic niema, oprócz szycia,
 Więc szyjmy, póki starczy siły!
 W życiu nic niema, oprócz życia,
 Więc żyjmy aż po kres mogiły!

 Błogosławiony trud,
 Z którego twórczej mocy
 Powstaje taki but
 Wśród takiej srebrnej nocy!

***

Mein Leib, hineingezaubert in den Reigen des Seins,
vom Kopf bis Fuß von der Sonne gerührt,
kennt sonderbare Regungen und Reglosigkeiten,
die beim Singen in die Worte übergehen.

Wenn sich der Abend nachts schlafen legt, 
und die purpurrote Trauer mit der Dämmerung eindämmt, 
schlägt Gott, wie ein vom Himmel gestürzter Wasserfall 
in meine Brust, und lässt sie in die Weite erschallen.

---


So dunkel ist keine Nacht, dass Gottes Auge nicht darüber wacht

Το σκάφος στ'ανοιχτά καβάλα στις χαίτες των κυμάτων ή έτσι θέλω να το φαντάζομαι. Μάρτιος στο βόρειο Ατλαντικό, καιρός και το βελούδινο σκοτάδι της χαμηλής νέφωσης. Εδώ τα μυστικά είναι για πάντα: η μόνη γυναίκα του πληρώματος θα πέσει στο νερό και θα εξαφανιστεί μαζί με τις σταγόνες της βροχής. Είχε το τυχερό κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια. Ένας Σπανιόλος την είχε σταματήσει νέα στη Ζυρίχη, την είχε πιάσει από τους ώμους και της είχε πει με μεγάλη σοβαρότητα: Εσύ γεννήθηκες τυχερή! Φαίνεται στα δόντια! Τα είχε όλα. Και; Η σούμα είναι πάντα ίδια. Στην κουκέτα διαβατήρια, βίζες, χαρτούρα και το σημείωμα. Το μπουμπουνητό των μηχανών, οι φάπες του νερού, ο αέρας σε ριπές, φωνές, βιαστικά βήματα στις λαμαρίνες, είναι ο κόσμος που αφήνεις.

-

Γύρω από το δέντρο της κρεμάλας χορός από σκιές. Αφέγγαρη νύχτα, σε κάνει να νομίζεις πως όλα θα μείνουν για πάντα μυστικά. Μη γελιέσαι. Θα σκάσει το πρώτο φως, θα κρυφτούνε τα στοιχειά, και το γκροτέσκο σκηνικό θα απογυμνωθεί: στη Χ. Άππελς ένας χλωμός καμπούρης εκ γενετής μεσόκοπος αναρτημένος απ'την οξιά με τη γλώσσα πρησμένη σα γλυκοπατάτα να εξέχει στραγγαλισμένη από το μπλαβί στόμα, απροσδιόριστα ζουμιά, το σημείωμα, το πορτοφόλι με το δίπλωμα οδήγησης στην τσέπη και δυο κλειδιά. Τα φύλλα που θροΐζουν, το σούσουρο στα θάμνα, τα νύχια ενός σκυλιού στο χαλίκι, η αγκράφα του λουριού, τα σπορτέξ του αφεντικού του, είναι ο κόσμος που αφήνεις.

-

Λευκές λάμπες η αιώνια μέρα και μυρωδιά αλοθανίου. Τα χοντρά ντουβάρια του νοσοκομείου δεν αφήνουνε τίποτα να φύγει. Όλα φανερά αλλά μόνο εδώ μέσα. Μια θηλιά από την παροχή του οξυγόνου με το μανίκι της ιδρυματικής στολής. Τα μάτια που γυαλίζουν απ'την κούραση, τα ζεστά χέρια και το γεγονός, ένα κορμί δοκιμασμένο, κρύο με την πλάτη στη λαδομπογιά και τα πόδια ίσα ν'αγγίζουν το μωσαϊκό. Στον καρπό το έντυπο βραχιόλι με τ'όνομα και τον κωδικό. Το φύσημα της παροχής, οι βόμβοι των μόνιτορ, η μακρόσυρτη τσιρίδα του αλάρμ, τα σαμπώ που σπεύδουν πάνω στο ανένδοτο πάτωμα, είναι ο κόσμος που αφήνεις.

-

Ο χρόνος σου είναι αθόρυβος σαν κλέφτης, οι μεγάλες σου χαρές μαζέψανε στο πλύσιμο, τα ασήμαντα μαρτύρια που σε περιπαίζουν είναι σκηνικά από βουβό κινηματογράφο, στέκεσαι μόνος σε ένα άδειο δωμάτιο, η καρδιά σου παίζει τις γνωστές ριπές που προμηνύουν πως θα πέσεις ξερός, άσκηση στις αναχωρήσεις, τη στιγμή που παραιτείσαι απ'την παρτίδα σκέφτεσαι πως κάτι δεν πάει καλά, κι όμως όλα πηγαίνουν σύμφωνα με το θείο πλάνο - τα μυστικά του χειμερινού ηλιοστασίου, η παντοδυναμία της ασθενίας, το πείσμα, τα χείλη σφαλιστά, τη φωνή μου διάολε δε θα σου κάνω τη χάρη να την ακούσεις πάνω στη χασούρα! Ο ζόφος σπάει από το φως αυτών που μένουν πίσω αλλά πολλά είναι καλύτερα να μένουν στο σκοτάδι. Ο Θεός βλέπει αλλά δε μιλά. Λιποθυμάς σα γκομενίτσα και ούτε ένα λεπτό αργότερα έχεις συνέρθει, ίσα να πάρεις μια γεύση απ'το αντικείμενο μελέτης και πίσω στο θρανίο, πίσω και στη βέργα. Ο Θεός σε βλέπει και γελά.

-

Κύκλοι του Μιλάνκοβιτς

Μετά τη φωτιά σηκώθηκε η στάχτη
τα πόδια μέσα σε μάλλινες μπότες σαν γριά 
απ'τα Μπίτολα. Και όλα έγιναν χειμωνιάτικο
απόγευμα σε χωριά που καίνε κωκ.

Στο κελί ξυπνάει μια ζέστη τροπική
η τρύπα για παράθυρο κρατάει τα μυστικά αλλά
αν φέρεις το περίεργο μάτι κοντά στο τζάμι
θα τη δεις

αμέθυστοι σε κάθε κανθό, βροχή στην αλυκή
και γύρω απ'τη μέση της οι κύκλοι του Μιλάνκοβιτς.

Επαγωγή

09.2023 on board Esvagt H.

-Τι σκέφτεσαι όταν τραβάς μαλακία;
-Συνήθως τίποτα.
-Γκόμενες με αχονδροπλασία; Μίτζετ πορν;
-Δεν τραβάω μαλακία πολύ συχνά πια.
-Έλα, πες.

Μερικές φορές σκέφτομαι εσένα. Κοντεύει εικοσαετία - είσαι η πιο ανθεκτική φαντασίωση ως τώρα.
Μερικές φορές σκέφτομαι κάποια άσχετη που είδα στην τηλεόραση. Την κόρη του Μπόνου, για παράδειγμα. Ή την Κάριν Ντ., τη Μάγκυ Τζύλλενχωλ, τη Μάγκυ Τσανγκ. Ή και κάποια που είδα κανονικά. Τη Σάρα, ή τη δεύτερη Όλγα, ή εκείνη τη Φαροέζα που δε θυμάμαι πώς τη λένε. Και αυτό είναι φυσιολογικό, το λέει το κατεστημένο.
Αλλά αυτό που δεν είναι πολύ φυσιολογικό, είναι που τα τελευταία χρόνια ολοένα σκέφτομαι τον Α.
Σκέφτομαι τον τρόπο που κάποιες φορές ξαπλώνει στην πλάτη του στον καναπέ-που-γίνεται-κρεβάτι του, με τραβάει από το μπούτι ή τη ζώνη ή κάτι άλλο ανορθόδοξο, και δεν του φτάνει να είμαι από πάνω του. Læg dig dog. (Ξάπλωσε ντε.) και με τραβάει κι άλλο, ώσπου ξαπλώνω πάνω του σαν να είναι ανθρωπόμορφο στρώμα, και η ανάσα του αλλάζει λίγο από το βάρος μου.
Σκέφτομαι εκείνη την περίεργη αίσθηση, που μοιάζει με την αίσθηση που έχουν τα πράγματα όταν ονειρεύομαι, όταν είμαι μέσα του και η πούτσα του είναι ανάμεσά μας, και είμαι όλος τόσο ζεστός παρά τα φάρμακα, μέχρι και τα μαλλιά μου είναι ζεστά, νιώθω σαν ανθρωπόμορφη θερμάστρα πάνω στο ανθρωπόμορφο στρώμα, και με κρατάει από τα πλευρά, και με κουμαντάρει χωρίς να μιλάει, και κάνω ό,τι μου ζητάει ώσπου να χύσει, και συνεχίζει να με κρατάει ξαπλωμένο, Bliv ved, mand. (Συνέχισε ρε.) και χύνω χωρίς να κουνιέμαι σχεδόν καθόλου, σαν μορμόνος.

Γράφω πολύ για τον Α. γιατί ενώ θέλω να λέω πως είμαι πια συμφιλιωμένος με αυτήν την ιστορία, είναι φανερό πως δε μπορώ να τη χωρέσω. Δεν είναι αδυναμία, αυτό είναι ευφημισμός. Είναι η μεγάλη πληγή. Αυτός ο έρωτας ήταν ένα ύπουλο σημείο καμπής και είναι και το πιο καθοριστικό πράγμα που έχω βιώσει. Με άλλαξε όσο τίποτε άλλο, με ξεγύμνωσε, με έγδαρε και δε μου άφησε ίχνος φλούδας. Ήταν η ενηλικίωσή μου. Μου είχες πει Δε μπορείς να αγαπήσεις. Δεν έχεις την ικανότητα αυτή, το '16, με τη σιγουριά που έχεις όταν ανακοινώνεις τα αποφθέγματά σου σαν σωστή κνίτισσα, πώς να 'ξερες τι ερχόταν; Ήμουν σκληρός και αψύς, ήμουν σαν πετσί. Δε μπορώ να αγαπήσω καθαρά, γιατί δε μπορώ να ξεχωρίσω το σώμα απ'την ψυχή. Αλλά μπορώ να αγαπήσω με όλο μου το αίμα. Ένα θηρίο δυο ή τρεις φορές πιο ψηλό και πιο φαρδύ από μένα, που πετάγεται από εντός μου σαν κύμα δολοφόνος από το πουθενά μια μέρα νηνεμίας. Αρκεί μια φευγαλαία σκέψη για να με συνοψίσει. 

Η ανεστίαστη ματιά που είχα κάποτε, το ευρύ οπτικό πεδίο που αποκάλυπτε πάντα περισσότερα από όσα ήθελα, τραβήχτηκε απότομα τον Απρίλιο του '21 στο MODT. 7. Ήταν το χέρι του Θεού. Ξαφνικά είδα πολύ στενά μα με απίστευτη σαφήνεια, η περιφερική μου όραση θόλωσε και σκοτείνιασε. Ο κόσμος έσβησε στο παρασκήνιο, δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά αυτός, και εκείνη η βελονότρυπα μέσα από την οποία έβλεπα μου έδειξε ακριβώς ό,τι χρειαζότανε να δω.

///

Το χέρι του Θεού φυτρώνει από ψηλά και ραίνει με ευλογίες. Η ομορφιά του κόσμου είναι στο δυϊσμό. Χωρίς αντιθέσεις το μάτι είναι τυφλό. Η πίστη φαίνεται δίπλα στην απιστία. Το χέρι του Θεού φυτρώνει από ψηλά και γίνεται δρεπάνι. Η χάμσα, η προστασία απ'το κακό. Το σκοτάδι αναβλύζει απ'το σώμα, το κακό είναι μέσα σου. Το παραμύθι που σε κάνει να κρατιέσαι με ό,τι έχεις, η φτηνή ελπίδα πως η ρόδα κάποτε θα σταματήσει να γυρίζει. Τα νύχια σου ξηλωμένα και μπηγμένα στο μαλακό χώμα, το χαρτάκι είναι στημένο έτσι ώστε να μη βγαίνει ποτέ ή έτσι λες. Τίποτα εκεί έξω δε μπορεί να σε θεραπεύσει, αλλά θα περάσεις τη ζωή σου γυρεύοντας. Είναι μοναχικό ταξίδι. Ο θάνατος είναι παιχνίδι για έναν.

Το χέρι του Θεού. Εκείνη η φωνή που χαϊδεύει το κεφάλι από μέσα, ένα κέρμα που πέφτει στο πηγάδι για ευχή. Ξυπνάς κι ό,τι σε πονάει είναι εκεί. Δεν υπάρχει λόγος για εντολές. Ξέρεις πότε ξεστρατίζεις. Ο ουρανός πλαταίνει όσο απομακρύνεσαι από τον ισημερινό. Ο αέρας αλλάζει, το νερό. Το αίμα ταξιδεύει πίσω από τους αμφιβληστροειδείς και η μέρα διαδέχεται τη νύχτα στο σφυγμό. Η αμαρτία και η τιμωρία παίζονται ταυτόχρονα. Το αθώο διάστημα της πέμπτης καθαρής, ένα ντο-σολ. Το φθίνον σώμα, το χώμα που υποχωρεί, οι βίαιες εναλλαγές από πλήμμη σε ρηχία, τίποτα δεν είναι φτιαγμένο για να αντέξει τέτοια εύρη. Από τη μια μεριά η τύχη και από την άλλη το στρατήγημα. Το χέρι του Θεού θα δέσει και θα λύσει. Δεν είναι μοιρολατρεία, είναι μια μαχαιριά που έρχεται λοξά. Οι φόβοι σου θα κρύβονται για πάντα στ'ανοιχτά. Οι εφιάλτες δεν περιμένουν να κοιμηθείς για να σε βρουν. Ο κόσμος είναι απλός, βουτιά στα άσπρα μαύρα. Να είσαι έτοιμος να λυγίσεις, να είσαι έτοιμος να σπάσεις. Το χέρι του Θεού δείχνει πού θα βρεις αυτό που ψάχνεις. 

-

Αγαπημένε μου Άλμπερτ.




-



Kahlil Gibran


Balfour vs. דאיקייט

Οι Εγγλέζοι είχαν ιστορικά κλίση στο παιχνίδι της αποικιοκρατίας. Σαν ένας Μίδας της σκακιέρας είναι φοβερή ικανότητα να μετατρέπεις ό,τι αγγίζεις σε πιόνια. Ό,τι δεν ήταν Ευρώπη, ήταν για τους δυτικούς terre sauvage. Και αν έπαιξαν! Με την ψυχή τους. Εμείς από την άλλη είχαμε ιστορικά ροπή στη μετανάστευση, και αυτό δεν είναι και κανένα αξιοθαύμαστο ταλέντο. Ο σιωνισμός εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί δυο μέτωπα και κάτι: αυτούς που δε γουστάρουν τους εβραίους στην αυλή τους, τους ματαιόδοξους εβραίους και τους ουτοπιστές σαν υποσημείωση. Η λαμπρή ιδέα μιας πατρίδας για τους εβραίους ήταν ισοδύναμη με το να φυτρώνουν οι αποικιοκράτες ένα τρίτο χέρι, το οποίο θα γινόταν τόσο μακρύ, ώστε να τους χώσει ως τον αγκώνα στις δίπλες της μέσης Ανατολής, την οποία είχαν κάθε επιθυμία να μοχλεύσουν. Για τους σιωνιστές ήταν δικαίωση. Ο Χερτσλ γεννήθηκε στην Αυστριακή Αυτοκρατορία και πέθανε στην Αυστρουγγαρία. Πέθανε εβραίος αλλά όχι Ισραηλινός.

Είχε παρατηρήσει εύστοχα πως όπου μαζευόμαστε, εμφανίζονται διώκτες. Δεν ήταν παρανοϊκή καχυποψία. Είμαστε εργατικοί και όχι ηλίθιοι. Είμαστε κλειστοί και καθώς λίγοι, συχνά διαφορετικοί. Μέναμε αφοσιωμένοι στη διαφορετικότητά μας, ενίοτε με μια πεποίθηση ανωτερότητας. Δε θέλει περισσότερα για να εκλυθεί το μίσος. Η κοινωνία αρρωσταίνει από την φυσική τάξη των πραγμάτων, φτάνει να ρίξει κανείς μια ματιά στα παιδιά μιας σχολικής τάξης: ο πιο χοντρός ή ο πιο μυταρόλας ή ο αλλήθωρος, όλοι αυτοί πρέπει να τιμωρηθούν για τη διαφορετικότητά τους. Όταν ο Θρασύβουλος ο Μιλήσιος έκοβε τους πιο ψηλούς βλαστούς του σιταριού, κάπου ένα παιδί ησύχαζε ικανοποιημένο. Είναι το ΥΦΑΣΜΑ του ανθρώπου. Από αυτήν την πραγματικότητα, ο Χερτσλ ονειρεύτηκε ένα μέρος όπου θα ήμασταν εμείς τα αφεντικά. Μια επανόρθωση. Και ανοίγοντας τα ιερά βιβλία, βρίσκει κανείς και το μέρος, βγαλμένο από τα παραμύθια, όπως αρμόζει σε μια φαντασίωση. Ένας κουβάς με εβραίικο αίμα, καλά καπακωμένος, που να μη χρειάζεται να εκτεθεί στις τραυματικές καταστάσεις που συνοδεύουν τις μεγάλες διαφορές εντροπίας.

Η ένσταση σ'αυτό το όνειρο θερινής νυκτός είναι η *דאיקייט, το να είσαι εδώ, που γεννήθηκε από την εργατική εβραϊκή ένωση (אלגעמיינער יידישער ארבעטער בונד אין), αρκετά πριν αρχίσουν οι φρίκες του Β' ΠΠ. Το να είσαι εδώ, να δουλέψεις για να στρώσεις τα πράγματα όπου βρίσκεσαι, αντί να σηκωθείς ακόμη μια φορά και να φύγεις. Είναι η εξύψωση της Διασποράς. Η εναντίωση στο σιωνισμό δεν ήταν ανέκαθεν αντιεβραϊκό "προνόμιο". Υπήρχαν και υπάρχουν εβραίοι που δεν ασπάστηκαν τις κατευθυνόμενες υλοποιήσεις της φαντασίωσης του Χερτσλ. Ο Χερτσλ είναι συνεκδοχή. Πίσω από τον Χερτσλ είναι όλοι οι κατατρεγμένοι εβραίοι της Διασποράς, όλα τα κυνηγητά και όλες οι φυγές, ο κατακερματισμός και οι δυσκολίες μιας κουλτούρας με μακρά ιστορία, είμαστε όλοι εμείς, ξεκινώντας από τα αναθεματισμένα βιβλία, ξεκινώντας από έναν περίτεχνο μύθο. Οι συνθήκες έκατσαν στο κεφάλι αυτής της μυθοπλασίας σαν σκούφος. Η דאיקייט ξεθώριασε, καθώς η μπογιά του Ισραήλ άρχισε σιγά σιγά να ποτίζει και εκείνο το πανί, όχι αδικαιολόγητα, αφενός γιατί το ήθελαν εξ αρχής πολλοί, εβραίοι και μη, η κάθε πλευρά για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς, και αφετέρου γιατί η πληγή που χαίνει από το Ολοκαύτωμα έσπειρε μια άλλη επιφυλακή μέσα σε κάθε εβραίο. Είναι ένα τραύμα που δεν περιορίστηκε στους επιβιώσαντες, οι οποίοι σταδιακά εκλείπουν. Είναι ένα τραύμα κληρονομικό. Τα συμβάντα εκείνα καθόρισαν τον τρόπο που γαλουχήθηκε η κάθε επόμενη εβραϊκή γενιά. Θέλει σιδερένια ραχοκοκκαλιά για να μείνεις Γερμανός στην ίδια Γερμανία δίπλα στους ίδιους γείτονες που αγκάλιασαν το ναζισμό, ή να γυρίσεις από την κόλαση για να βρεις τα υπάρχοντά σου εξαφανισμένα από τα όρνια που έμειναν πίσω. Θέλει ελαστική υπερηφάνεια για να συνυπάρχεις με το χτυκιό των αρνητών. Είναι μια τελετή ενηλικίωσης. Η αποδοχή του να είσαι άπατρις τῇ καρδίᾳ. Η ασυγκινησία. Απαιτεί κάποια ωριμότητα να διαχωρίσεις την πολιτιστική από τη θρησκευτική και από την εθνική σου ταυτότητα. Πόσω μάλλον να αποκτήσεις ταυτότητα απογαλακτισμένη από αυτόν τον αρχαίο τρικέφαλο βραχνά. 

Αυτό το πλοίο έχει σαλπάρει για πολλούς, η דאיקייט.  Το Ισραήλ είναι γεγονός, ξεπήδησε από παλιές αράδες, από τα νύχια των πολιτικών, των διπλωματών και του πιστού λομπίστα, από τα νύχια κάθε ασήμαντου εβραίου που πέρασε κάποιο βράδυ ακούγοντας τις ειδήσεις σε άλλη γλώσσα απ'αυτήν που σκεφτόταν. Όλοι μαζί έπαιξαν με τα εβραίικα ψήγματα που είχαν μείνει από χιλιάδες χρόνια στην πολύπαθη περιοχή σαν να ήταν ψίχουλα στο τραπεζομάντηλο, έπαιξαν με τους μουσουλμάνους, έπαιξαν με τους εβραίους της Διασποράς, έπαιξαν με την ψυχή τους, και κάπως έτσι το Ισραήλ έγινε αιχμή. Ο Γιούσεφ αλ-Χαλίντι, κάποτε δήμαρχος της Ιερουσαλήμ, έγραφε στον Χερτσλ ως αδερφός του. Ο σιωνισμός ήταν ευγενής σκέψη και δίκαιη. Αλλά το να αναστηθούν τα αρχαία φαντάσματα στα πάτρια χώματά τους δε θα ήταν εφικτό παρά μόνο με κανόνια και πολεμικά πλοία. Στα γράμματά του φαίνεται μια απόπειρα να εμπνεύσει σύνεση. Τώρα η Διασπορά έχει άλλο χαρακτήρα, με ένα μαλακό αχυρένιο υπόστρωμα, τη γνώση πως η αλιγιά (και το Ισραήλ) είναι εκεί και σε περιμένει, αρκεί να το θελήσεις. Ο ραββίνος Β. Β. που γεννήθηκε και μεγάλωσε Αμερικάνος στη Βαλτιμόρη, έκανε την αλιγιά και τώρα ζει στο Ισραήλ. Μιλάει γίντις και εβραϊκά, όλα με αμερικάνικη προφορά, κυρίως μιλάει αμερικάνικα αγγλικά. Η κόρη του επιστρατεύτηκε στη Δυτική Όχθη και ο γιος του στη Γάζα. Οι μέρες του ξοδεύονται σε προσευχές για να γυρίσουν τα παιδιά του σπίτι ζωντανά και ιδανικά, ολόκληρα. Ο ραββίνος Β. Β. αισθάνεται και εβραίος και Ισραηλινός. Ζει το όνειρο του Χερτσλ;

Κάτω από όλα τα στρώματα του πολιτισμού και των ιδεών, βρίσκω ξανά και ξανά κατασκευασμένα, ανώφελα παιχνίδια με τις λέξεις. Η πίστη, η θρησκεία, τα ιερά βιβλία, η γλώσσα, το γιάρμουλκε και το χιτζάμπ, τα σύνορα και τα χαρτιά. Όλα τόσο τιποτένια κι όμως τόσο ακριβά, που πληρώνονται με αίμα. Ο άνθρωπος εξαντλεί ενδελεχώς τη δημιουργικότητά του στο να εφευρίσκει τρόπους να φέρει δυστυχία. Ο άνθρωπος είναι πολύ δεινός δημιουργός δυστυχίας. Πράγμα τόσο περίεργο, αφού η ίδια η κλωστή της ζωής είναι πλεγμένη με δυστυχία. Βλέπω με τη διαχρονική εβραίικη ανωτερότητα, κοιτώντας μέσα από άθρησκα μάτια αλλά εβραίικα παρολαυτά. Πιθανώς να είναι αυταπάτη. Δεν αποκλείεται να αγνοώ κάτι σημαντικό μέσα στις έννοιες της αρετής, μέσα στα σύμβολα, στις περούκες των Χασιδίμ, στις μεζουζότ δίπλα στην πόρτα, στα σαζάζιτ, στα κρυμμένα βυζιά, στους ραββίνους, τους παπάδες και τους ιμάμηδες, στην αβασάνιστη παιδοποιία, στους ύμνους και στις προσευχές, στα πολλά πρόσωπα των πολλών μοναδικών θεών, στις πολλές σπάνιες αλήθειες, κάθε μια από τις οποίες είναι ο μόνος δρόμος... αλλά αυτήν την τιμή αρνούμαι να την πληρώσω.

Επιμένω στη דאיקייט. Η φύση μου είναι τέτοια, είμαι παιδί της Διασποράς. Ούτε αλιγιά ούτε γεριντά δεν υπάρχει για μένα. Αλλά αν οι περισσότεροι συμφωνούσαν με τέτοιες προβληματικές απόψεις, η ιστορία θα ήταν κοντή και βαρετή, χωρίς δόξες και ηρωισμούς.


*doikayt

Σκόνταψες, ε και;

 Maybe
there is no love on earth
except the one we imagine

A A S Esber

31.07

Στη μικρή εσωτερική καμπίνα με το εξεταστικό κρεβάτι κάθεται κάποιος που μασάει τα δόντια του. Μια σταγόνα ξένο αίμα στο ντουβαράκι. Η βιδωμένη λάμπα με το βραχίονα που κουμπώνει, το δεμένο καρεκλί, ο μόνιμος θόρυβος του μηχανοστασίου που πνίγει τη φασαρία μέσα στο κρανίο. Τρίβω το μουστάκι, βλέπω τη σκιά μου και τη βάτο πάνω στους ώμους μου στο ντουβαράκι. Ξέχασα τη χτένα στα αποδυτήρια στο λιμάνι, έχω να στρωθώ απ'την Πέμπτη, και είναι Κυριακή, αλλά δε βρισκόμαστε πια στα περασμένα χρόνια εκείνης της σεβάσμιας τυπολατρείας. Ακούω τα δόντια του Πολωνού που τρίβονται και τρίβονται γρέζι προς γρέζι, ακούω τις μηχανές, ακούω την ανάσα μου, τα εργαλεία από τα χέρια μου στο νεφροειδές και πίσω στα χέρια μου, τα δόντια του Πολωνού. Θέλω να δω τσιμέντο. -Θα δούμε όλοι τσιμέντο αύριο. -Παντού τσιμέντο! Οι κήποι και τα γκαζόνια είναι πεταμένα λεφτά. Το τσιμέντο το πλένεις με το πιεστικό μια φορά το χρόνο και έχει καθαρίσει. Ούτε ζωΰφια ούτε λάσπες ούτε μαλακίες. Θέλω να δω τσιμέντο, να σου γαμήσω!

Στη μικρή εσωτερική καμπίνα με το εξεταστικό κρεβάτι. Καμιά σταγόνα ξένο αίμα, έχω κάνει πάστρα. Η βιδωμένη λάμπα με το βραχίονα που κουμπώνει σβηστή, ξημερώνει Δευτέρα, το τσιμέντο έρχεται, αλλά όχι τόσο μπρουταλιστικό ώστε να καυλώσει ο Πολωνός. Σκέφτομαι το Λαρς που τρύπωσε στα ΤΕΠ πριν τρία χρόνια, ρούφηξε όσο νοσοκομειακό οινόπνευμα βρήκε και τα τίναξε στο πάτωμα του διαδρόμου του τμήματος 1. Την περασμένη βδομάδα χτύπησε το αλάρμ για ανακοπή, και όταν έφτασα στο τμήμα 1, είδα μια ξερακιανή γριά που έμοιαζε με μάγισσα πεσμένη στο πάτωμα του διαδρόμου, εκεί που τα είχε τινάξει ο Λαρς. Είχε σκουπίσει το οινόπνευμα από όλους τους γύρω θαλάμους αλλά δεν τα είχε τινάξει ακόμα. Τη διασωλήνωσα απρόθυμα και ανέβηκε στη ΜΕΘ όπου κείτεται με σηψαιμία από πνευμονία εξ εισροφήσεως. Το τι έκανα εγώ και όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι δεν έχει σημασία. Δεν έχει έρθει η ώρα της. Τα πας πιο καλά με τη μοίρα αν είσαι μοιρολάτρης. Πάνω στο σκοτάδι της νύχτας πέφτει ένα μαύρο πυκνότερο, σέρνεται σαν κουβέρτα, σαν πέπλο. Πάνω στο αχτένιστο κεφάλι μου πέφτει σαν πάχνη η ανάσα του και ραίνει τις τρίχες με τρίμμα από χιόνι. Το κρύο είναι βαρύ σαν αμόνι και με ρίχνει στα γόνατα.

Έξι χρόνια πριν μια καλοκαιρινή Δευτέρα σαν κι αυτήν έπεσε η ίδια πάχνη στο αχτένιστο κεφάλι μου, και εκείνα τα ελαφριά κρύσταλλα από σκόνη κατρακύλησαν στο σβέρκο μου. Περίμενα να αλλάξει ο κόσμος, περίμενα να εξαφανιστώ. Στάθηκα προσοχή, πρόσκοπος με Κόκα Κόλα σφηνωμένη στον καβάλο και γύρω μια αόρατη ομήγυρη γελούσε. Έπειτα ένας χαζός κρότος με έστειλε κάτω στις σκάλες. Όταν έπιασα το κεφάλι και το σβέρκο μου ήταν παγωμένα και σκληρά, σαν να τα είχε τρυπήσει αστροπελέκι φτιαγμένο από χειμώνα. Ήταν η μοίρα που με κλώτσησε στ'αρχίδια, μ'άρπαξε απ'τα μαλλιά και μου'σπρωξε το κεφάλι κάτω. Δεν είναι ώρα καριολάκο. Δεν ήταν ώρα, μα το θέλησα πολύ. H παροδική ισχαιμία με έσπασε στα ευπαθή σημεία. Το οστό αρχίζει να επουλώνεται μαλακό. Ενίοτε περνάνε μήνες ώσπου να γίνει σχεδόν όπως πριν -ποτέ ακριβώς όπως πριν. Η δυστυχία είναι καλό ζουμί, ταιριάζει με το αίμα. Φεύγω, αλλά όχι κυνηγημένος.


https://basslauf.blogspot.com/2017/07/

Ο ελεγκτής

Η ίδια ιστορία ξανά και ξανά και ξανά
όπως οι μέρες γίνονται νύχτες και πάλι μέρες.

Έξω από το ρεγκιονάλ στέκεται ένας ελεγκτής. Στη διπλανή αποβάθρα κάνει τη μοναδική του στάση το τραίνο αστραπή. Ένας επιβάτης κατεβαίνει, διασχίζει το τσιμέντο, κοιτάζει το μπιλιέτο του και ανεβαίνει στο ρεγκιονάλ. Ο ελεγκτής τον ακολουθεί, ανεβαίνει στο πρώτο σκαλί, γυρνάει το κλειδί του στη μια και στην άλλη ασφάλεια. Δίπλα στις ασφάλειες αναβοσβήνουν τετράγωνα λαμπιά. Αυτό πυροδοτεί την κόρνα της ειδοποίησης. Τη στιγμή που τελειώνει ο ήχος, ο ελεγκτής δρασκελίζει τα δυο σκαλιά που μένουν. Οι πόρτες κλείνουν.

Ο επιβάτης κάθεται στη θέση του διαδρόμου απέναντι από το μικρό κουπέ του ελεγκτή. Ο ελεγκτής λέει στον άδειο διάδρομο nye rejs-nde με μικρό ερωτηματικό στο τέλος. Είναι Νορβηγός, τον δίνει η προφορά. Ο επιβάτης τείνει το μπιλιέτο. Ο ελεγκτής κόβει δεύτερη τρύπα στη γωνία και χάνεται στα πίσω βαγόνια.

Είναι μια μέρα σαν βγαλμένη από τον κουβά της νοσταλγίας. Όνειρο που μισοθυμάσαι όταν ξυπνάς ένα ήσυχο πρωί. Μαλακή λιακάδα, αεράκι, αγριολούλουδα στα χωράφια που είναι σε αγρανάπαυση, μια ελαφίνα τρέχει στο λιβάδι με τα δυο μικρά της, όλα χάνονται γρήγορα, όλα μένουν πίσω, το ρεγκιονάλ φεύγει δυτικά. Ο επιβάτης επιστρέφει. Στα αχτένιστα μαλλιά και στο τσαλακωμένο πουκάμισο δεν υπάρχει καμία προσδοκία.

Ο ελεγκτής εμφανίζεται ξανά. Κάθεται στο μικρό κουπέ. Ρίχνει μια ματιά στον επιβάτη, ο επιβάτης ρίχνει μια ματιά στον ελεγκτή. Ένα ζευγάρι φωτεινά γαλάζια μάτια και ένα ζευγάρι σκοτεινά, μια και μια πλευρά της γηραιάς ηπείρου. Ο ελεγκτής τραβάει τη συρόμενη πόρτα να ανοίξει εντελώς. Στο τραπεζάκι του μικρού κουπέ ξαπλώνει ένα κουτί σνους και ένα μπουκάλι νερό. Αφήνει τα μαραφέτια τα ελεγκτικά και βγάζει να χαζέψει το κινητό του. Ο επιβάτης χαζεύει το δικό του. Ο ένας βλέπει τον κατάλογο του μαγαζιού με ηλεκτρολογικά. Ο άλλος διαβάζει τα νέα από την Κοζμοπόλ.

Ξαφνικά ο επιβάτης αφήνει το κινητό στο μπούτι και μένει ακίνητος, όπως τα άγρια ζώα στο δάσος όταν παίρνουν πρέφα τον παρατηρητή. Σηκώνει το κεφάλι, ο ελεγκτής είναι που τον βλέπει. Έχει τη μουσούδα πονηρού ζώου. Βγάζει το τζόκεϋ. Τα μαλλιά του κάθονται πειθαρχημένα χτενισμένα πίσω, πάστα από κάστανο. Τα στρώνει παρολαυτά.

Πλησιάζει ο επόμενος σταθμός. Ο ελεγκτής θα σηκωθεί, θα βάλει το κλειδί στις ασφάλειες της πόρτας, θα κατέβει δίπλα στο τραίνο, θα χαιρετήσει κάποιον από το προσωπικό της καθαριότητας, θα περιμένει. Το τραίνο θα ξεκινήσει πάλι, ο ελεγκτής θα κάνει τη γύρα λέγοντας nye rejs-nde με μικρό ερωτηματικό στο τέλος και θα επιστρέψει στο κουπέ.

Θα σπρώξει τη συρόμενη πόρτα ανοιχτή, θα πάρει το κινητό στο χέρι αλλά θα τον απασχολεί ο επιβάτης. Το τραίνο ακολουθεί την κλίση των γραμμών και η πόρτα σέρνεται μισόκλειστη. Η σιλουέττα του ελεγκτή ξεχωρίζει από τις ρίγες στο τζάμι. Φαίνεται το χέρι του που ανοίγει το κουτί του σνους, παίρνει ένα πουγκάκι, το ζουλάει αφηρημένα, το φέρνει στο στόμα. Τα δάχτυλά του είναι λιγνά και μακρυά. Η πόρτα ξανανοίγει. Ο ελεγκτής λέει Så? με μεγάλο ερωτηματικό στο τέλος.

-Hva?
-Er du norsk?
-Nej. Hvor er du fra?
-Budal. Trondheim.
-Nå.
-Men du taler norsk?
-Det gjør jeg også. Du har vakre fingre.
-Takk. Du har vakre øyne.

Ο ελεγκτής έχει ένα ταττουάζ περιστέρι στο δεξιό τρικέφαλο, που το κρύβει το κοντό μανίκι της στολής. Ο επιβάτης έχει ένα ταττουάζ άγκυρα στον αριστερό δελτοειδή και ένα θυρεό στη νεφραμιά. Στα μαλλιά του ελεγκτή κάθεται ο ζελές κι όμως είναι μαλακά. Τα μαλλιά του επιβάτη κάνουν μπούκλες εδώ κι εκεί αλλά είναι αδρά. Η μια και μια πλευρά της γηραιάς ηπείρου. Ο ελεγκτής φιλάει απαλά, ο επιβάτης δαγκώνει πιο πολύ παρά φιλά. Ο ελεγκτής ιδρώνει εύκολα και πολύ, ο επιβάτης είναι κρύος σαν νεκρός.

Στο μικρό διαμέρισμα στο Κόλινγκ που μύριζε χώμα και υγρασία από τις γλάστρες, έβαλα την καπότα βιαστικά ενώ ο Νορβηγός με κάρφωνε με το βλέμμα, έφτυσα και ετοιμάστηκα να τον πονέσω, πάντα ήμουν έτσι στην αρχή, απότομος, ανυπόμονος, θυμωμένος σχεδόν, αλλά όταν τον τράβηξα κοντά μου και έβαλα το χέρι μου στον ώμο του, κάτι με σταμάτησε. Χάιδεψα το δέρμα του, λεπτό, κάπως σκούρο, τόσο ομαλό, χάιδεψα το λαιμό του, ψηλάφισα τον κρικοειδή, έπιασα το αίμα του που ταξίδευε βιαστικό στην καρωτίδα, και έγινα ξανά προσκυνητής, τι φοβερό δώρο, το μόνο φως ανάμεσα στα δυο σκοτάδια που αφορίζουν τη ζωή, ο Θεός με έπιασε πάλι απ'το σβέρκο, το φρένο δούλεψε καλά.

-

There was a boy
a very strange enchanted boy
they say he wandered very far
very far
over land and sea
a little shy
and sad of eye
but very wise was he
and then one day
one magic day he passed my way
and while we spoken of many things
fools and kings
this he said to me
the greatest thing
you'll ever learn
is just to love
and be loved in return.

Ribes uva-crispa

Φτάνω στο Φλένσμπουργκ αργά το απόγευμα. Βρίσκω πάρκην μπροστά στην προμενάντε. Ο Ε., μόνιμος κάτοικος της περιοχής άστεγος και πολύ σοφιστικέ, κάθεται με περιποιημένη την άσπρη κοτσίδα και καλοξυρισμένος όπως πάντα στο κόκκινο στράντκορμπ πίσω απ'το θάμνο. Το ποδήλατό του φορτωμένο με την περιουσία του σαν μικρό βουνό στέκεται δίπλα. Στο διαμέρισμα δεν είναι κανείς. Μυρίζει λαδομελάνια και καπνό. Ανοίγω τα παράθυρα πίσω μπρος για Stoßlüften, έχει ζέστη, το διαμέρισμα έχει φάτσα δυτικά και ψήνεται. Από τη μαρίνα ακούγεται το μικρό κουδούνισμα των ιστιοφόρων στην αύρα. Ξεφορτώνω ένα μισόκιλο χαρτοπεριέκτη λαγοκέρασα από τη σάκα μου. Έχουν ιδρώσει λίγο μέσα στη σακούλα. Τα βάζω σε ένα μπωλ να κολυμπήσουν σε ξύδι και νερό. Στο ψυγείο κάτω από κόκκινες πιπεριές και μοσχολέμονα ξαπλώνουν δυο Ντιτμάρσερ Μποκ. Κάθομαι στο μπαλκονάκι γυμνός απ'τη μέση και πάνω σαν συνταξιούχος, χαζεύω το δρόμο, τα πλεούμενα που έρχονται και φεύγουν αθόρυβα στο φιορδ, τα μαυροπούλια που τραγουδάνε δυνατά αυτήν την εποχή. Είναι η καλή μεριά της καλής μεριάς της πόλης, καθωσπρέπει γύρω από τη ναυτική ακαδημία και το άλσος του Όσμπεκταλ, με αρχιτεκτονικά γραφεία, ψηλοτάβανα κομμωτήρια, ακριβά διαμερίσματα και διακριτικά μπαρ, όλα ταχτοποιημένα και πολύ γερμανικά, σε αντίθεση με δυο τρία χιλιόμετρα προς τα πίσω, που όλα είναι χαοτικά και πολύ γερμανικά, με γκράφιττι και αφίσες για τα Κακά Παιδιά και την επόμενη έκθεση ερωτικών παιχνιδιών. Δεν έχω δουλέψει ποτέ στο Φλένσμπουργκ, αυτό κρατάει την πόλη άσπιλη. Όταν σουρουπώνει παίρνω τη μισοτελειωμένη μπύρα στο κομοδίνο και ξαπλώνω, με πλάνο να σηκωθώ σε κανένα μισάωρο και να εξέλθω, αλλά συνεχίζεται το μοτίβο του συνταξιούχου και τελικά φτάνει το πρωί. Με ξυπνάει ο Μ. που αφήνει τα κλειδιά επί τούτου με θόρυβο στο κομοδίνο της μεριάς μου.
-Τι έγινε αρχίδι; Σου'δωσε άδεια το χαρέμι;
-Πού ήσουνα γερομπινέ; Στης Κουασιμόδας;
-Ναι, σχεδόν το κάναμε.
Δε ρωτάω περαιτέρω. Τον έχω ακούσει να ξεστομίζει την ίδια φράση από τότε που ήμασταν έφηβοι, πάντα κάπως απολογητικά, λες και θα με απογοητεύσει που δε γάμησε την εκάστοτε γκόμενα. Δεν του σηκώνεται πάντα, είναι διαχρονικό φαινόμενο. Ο άνετος, εξωστρεφής, κάπως παράξενος γόης με τα ζεστά καστανά μάτια και τα ηλίθια αστεία, κι όμως με μια κρυφή αναστολή.

Ξεντύνεται ως το σώβρακο, στρίβει τσιγάρο, πηγαίνει στην κουζίνα, Haach, Prima! Stachelbeeren, bitch! Επιστρέφει με μια χούφτα λαγοκέρασα. Πίνει μια γουλιά απ'τη χτεσινή μπύρα, μισοξαπλώνει στη μεριά του με το τασάκι κινέζικη κούπα, ανάβει το τσιγάρο. Ξύνει το βυζί που έχει τη ροζέττα, επισκοπεί το μπανταρισμένο μου δάχτυλο. Τρώει και καπνίζει. Έχει σακούλες κάτω από τα μάτια που μοιάζουν με ταϋλανδέζικες γαρίδες, αλλά τα μάγουλά του είναι φράπα. Μου ζουλάει το στομάχι και στάχτες πέφτουν στο σεντόνι.
-Αδυνάτισες. ("Du hast abgespeckt.")
-Η μάνα σου μου τρώει το φαΐ.
Μου ρίχνει μπουνιά στον ώμο. Ζητάει τη μπύρα, πίνει και χώνει άλλο ένα λαγοκέρασο στο στόμα. Μου προσφέρει, νεύω όχι. Είναι θεόξινα, μου φέρνουν δάκρυα. Έχουμε πει τα πάντα ήδη στο τηλέφωνο και στις λοιπές τηλεπικοινωνίες αλλά θα τα περάσουμε όλα δεύτερο και τρίτο χέρι. Από τότε που γνώρισε την Κουασιμόδα δεν είναι τόσο τσιτωμένος. Η Κουασιμόδα, κατά κόσμον Μαγκνταλένα, έχει μια συγγενή ημιπληγία, που φαίνεται πιο πολύ στη μισή της μούρη. Το χέρι και το πόδι τα έχει προπονήσει και αν δεν είσαι ψυλλιασμένος δεν το παίρνεις είδηση, η μούρη της όμως είναι στραβή. Αυτή η εκ γενετής ατυχία ρυθμίζει τις προσδοκίες της: είναι σε σχέση με το Μ. από τον περασμένο Σεπτέμβρη και τον δέχεται όπως είναι και με όλα αυτά που έχει κρυμμένα κάτω απ'το χαλί, χωρίς σκηνές και δράματα. Παρότι τη λέμε Κουασιμόδα μεταξύ μας, είναι ομορφούλα, με μικρά τροφαντά χείλια, σταχτόξανθα μαλλιά, ωραίο δέρμα, στρογγυλό κώλο που πάντα ντύνει πολύ επισταμένα. Όταν πηγαίνουνε στους σινεμάδες για τις αρτχάουζ μαλακίες που κυνηγάει ο Μ., κάνει σχόλια της αρεσκείας του, είναι έξυπνη, χιουμορίστα, τρώει βιεννέζικο σνίτσελ με αγοράκι (σνίτσελ με μια αντζούγια από πάνω) και πίνει Geist από λαγοκέρασο, που είναι το αγαπημένο φρούτο του Μ. Το ελλειπές γαμήσι δεν είναι θέμα για την Κουασιμόδα, όπως δεν ήταν και για καμιά άλλη πριν απ'αυτήν. Σημεία τριβής υπήρχαν, αλλά ποτέ δεν αφορούσαν στο υποτροπιάζον μαλακό πουλί του, ίσως γιατί οι γκόμενές του ήταν πολύ απασχολημένες με άλλα, πιο επιβλητικά προβλήματα. Ο Μ. όμως από την πρώτη του σχέση επιδόθηκε σε αναζήτηση λύσης, δοκιμάζοντας κατά καιρούς ανορθόδοξες ιδέες, να μην τραβάει μαλακία για τρεις μήνες, να τρώει μπρόκολο μέρα παρά μέρα, να κάνει πιο πολλά βάρη και να κόψει τις αεροβικές ασκήσεις, τα πάντα τελοσπάντων παρά το προφανές. Κάποτε κουράστηκε, το πήρε απόφαση και η στιχομυθία βρήκε την τελική μορφή της: -Ναι, σχεδόν το κάναμε. -Γιατί πάλι σχεδόν; -Ε, ξέρεις τώρα πώς είμαι εγώ.

Πηγαίνουμε στο Ρόσσμανν, το καλό, εκείνο προς το Τάστρουπ. Ο Μ. μου παραστέκεται ενώ μυρίζω όλα τα σαπουνικά σαν αποπροσανατολισμένος κοκάκιας. Μου μιλάει για την Κουασιμόδα και τις σπουδές της στη βιβλιοθηκονομία και το μεταπτυχιακό στην ανάλυση δεδομένων. Κάνω μμμ. Το βράδυ πριν κατέβω, ενώ κοιμόμουν στο εφημερείο, είδα το Μ. και την Κουασιμόδα να πηδιούνται στο σαλόνι του και τα μελάνια λιθογραφίας του να χύνονται παντού και το ανακάτεμά τους να δίνει ένα ανοιχτό πράσινο ζουμί που πλημμύρισε το διαμέρισμα, το δρόμο, το Ζόνβικ, είδα το στόμα της Κουασιμόδας να αναβλύζει ένα αρωματικό υγρό που ήξερα πως ήτανε λικέρ από λαγοκέρασο, και τότε αυτή γύρισε προς το μέρος μου και μου έκλεισε το μάτι καθησυχαστικά. Κάποτε μια πρώην του Μ. μας είχε πει σε μια αναρχομπυραρία στο Ζανκτ Πάουλι με βαθιά αγανάκτηση Δεν έχετε ιδέα από φιλία! Και είχα αρπαχτεί Τι ξέρει μια γκόμενα από φιλία; Είχε γυρίσει στο Μ. -Τι λες εσύ; Δεν είσαι φεμινιστής τώρα; -Δε θα σώσω εγώ τον κόσμο, μωρό μου., και μου έκλεισε το μάτι καθησυχαστικά όπως συνηθίζει, ίσως από εκεί να το έκοψε και το επικόλλησε ο νους μου πάνω στη μούρη της Κουασιμόδας στο όνειρο.

Ο Μ. θα πεθάνει με τη ροζέττα του τετραδίου μου πάνω από το αριστερό βυζί του. Εκεί βρέθηκε το συγγραφικό μου αστέρι στο ζενίθ του, αυτός ήταν ο μεγαλύτερος αντίκτυπος που θα έχουν ποτέ αυτά τα άχρηστα κατεβατά. Όλα τα υπόλοιπα είναι υποσημειώσεις, κωλόχαρτα για σκατωμένο κώλο. Όταν είχα γράψει το πρώτο μου βιβλίο, καθίσαμε ένα βράδυ στο διαμέρισμα που νοίκιαζε στο Μπάρενφελτ, έκανε πολλή ζέστη, ήμασταν και οι δυο γυμνοί, ο καπνός καθόταν ακίνητος κοντά στο ταβάνι. Ο Μ. έκοψε τα χαρτόνια για τα εξώφυλλα στο χαμηλό τραπέζι του σαλονιού που έχει ακόμα. Ήταν πολύ περήφανος που είχα καταφέρει να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Ράψαμε τα κουάρτα με κλωστή και βελόνα σε ένα υπόγειο εργαστήριο τέχνης και τυπογραφίας στο κέντρο. Σκάλισε τις μήτρες για να τυπώσουμε τον τίτλο, κολλούσαμε τις ράχες, τα βάζαμε στην πρέσα, ήταν στο στοιχείο του, χαιρόμουν να τον βλέπω να δουλεύει. -Αλλά γιατί δεν το βγάζεις με το αληθινό σου όνομα; -Δε θέλω να πάρω ρίσκα με την πουριτανίλα. -Ντρέπεσαι παθολογικά. -Με ξέρεις ντροπαλό; -Μερικές φορές δε σε ξέρω καθόλου. Και όταν θα παίρνεις τα βραβεία, πώς θα συστήνεσαι; -Ποια βραβεία ρε καθυστερημένο; Δεν καταλάβαινε. Ούτε κι εγώ καταλάβαινα. Βρεθήκαμε στο νησί αργότερα, στο παρκάκι του Löwenhöhle, ξαπλώσαμε στο γρασίδι κοντά στις ξύλινες φιγούρες. Κάποια στιγμή σοβάρεψε και είπε: Διάβασα το βιβλίο σου. Είσαι πούστης δηλαδή; Πάνω που ετοιμαζόμουν να επαναστατήσω άρχισε να γελάει, ε, να μη λέμε τα αυτονόητα.

Η κυρία Silke, η μάνα του Μ., άκουσε από κάποιον που άκουσε από κάποιον πως ο Μ. μπορεί να έχει πέσει θύμα διαφθοράς. Το αργκουμέντο; Τα βαμμένα νύχια του. Πώς δεν το είχε πάρει είδηση νωρίτερα, για όνομα. Το βουλοκέρι του εγκλήματος, κάποιος που δουλεύει με τα χρώματα, σκοτώνει χρόνο με τα χρώματα. Η κυρία Silke έκλαιγε ένα χειμωνιάτικο βράδυ πάνω από τα λογιστικά της και ρωτούσε τον εμβρόντητο Μ. πόσο φίλοι είμαστε. Πόσο φίλοι είστε; και τα δάκρυα ποτάμια. Ένα ανάλογο χειμωνιάτικο βράδυ ο πατέρας μου έλεγε με εκείνη την υπηρεσιακή φωνή του ψυχιάτρου ενώ η τηλεόραση έπαιζε μεταγλωττισμένη αστυνομική περιπέτεια Viel wird geredet. Die Klatschtanten lassen sich darüber aus, dass ihr zu eng befreundet seid. Ναι, zu eng befreundet, και όπως πάντα με ρωτούσε χωρίς να με ρωτάει. Δεν ήμασταν δεκαπέντε, είχαμε πατήσει τα τριάντα, τόσο άργησε το υποτιθέμενο μαντάτο να φτάσει στο νησί. Ο Μ. μεταχειρίστηκε τη μάνα του όπως κάνει από τότε που θυμάμαι, μισοσοβαρά μισοαστεία, σαν να είναι και λίγο χαζή. Το επόμενο βράδυ του περιστατικού πέρασα απ'το σπίτι τους, και όταν μας είδε ξανά παρέα η κυρία Silke κατάλαβε πόσο ηλίθια ήταν η φρίκη της. Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ τόσο μικροαστός. Περιορίστηκε στα πρακτικά και όταν έλυσε τις απορίες του επέστρεψε στην αστυνομική περιπέτεια και στα αλατισμένα πήνατς, που του πέφτουν και τα ψάχνει στις χαράδρες του καναπέ.

Περιμένουμε στην ουρά να πληρώσω στο Ρόσσμανν. Τρίβω τα μάτια και τη μύτη και ζουμιάζω από τα αρωματικά. Ίσως και να το παράκανα. Ο Μ. κρατάει τον περίεργο πλαστικό περιέκτη με τα καθαριστικά και το κοψοχρονιά αντιηλιακό ενώ φυσάω τη μύτη μου. Κοιτάει τα πολύχρωμα αναψυχτικά στα ψυγεία κοντά στο ταμείο. Με ρωτάει κάτι αλλά δεν ακούω, για μια στιγμή νομίζω μου μιλάει δανέζικα (που δεν ξέρει).
-Τι;
-Αν ο Καπιτέν σου έδινε εντολή να γαμήσεις στο πλεούμενο, πόσους θα γαμούσες; Τους μισούς; Τα δυο τρίτα;
Η μάνα και η κόρη που στέκονται εμπρός μας στην ουρά γυρνάνε και ρίχνουνε ένα μάτι και στους δυο μας, και μετά βλέπουν η μια την άλλη.
-Κανέναν.
-Γιατί; Δεν έχει εμφανίσιμους ο κλάδος;
-Γιατί δεν είμαι πούστης.
-Τον καινούριο Μ. πώς τον δικαιολογείς;
-Εσένα πώς σε δικαιολογείς; Στην Κουασιμόδα είπες τίποτα για τον κώλο σου;
-Τι αρχίδης είσαι! ("Was für ein Scheißkerl!")
Σήμερα δεν είναι καζουρίτσα όπως συνήθως. Οι τόνοι ανέβηκαν και έχουμε γίνει θέαμα. Ο ταμίας με το πιο κοντό κούτελο στο Σλέσβιχ - Χόλστειν περιμένει αμήχανος. Ο Μ. είναι θυμωμένος, πληρώνει τιμωρητικά τα καθαριστικά και το κοψοχρονιά αντιηλιακό μου και δε λέει τίποτα σε όλη τη διαδρομή. Κατεβαίνει από το αμάξι και βροντάει την πόρτα. Του φωνάζω απ'το παράθυρο:
-Wo Rauch ist, da ist auch Feuer!
-Verpiss dich!
-Wo Rauch ist, da ist auch Feuer, nicht wahr?
-Hier is' nur Scheiß. Fahr vorsichtig.
-Moin.

Όταν φτάνω σπίτι στη Δανία, μου'χει γράψει das wollte ich nicht και ένα κατεβατό απολογίας. Ο Μ. θα πεθάνει με τη ροζέττα του τετραδίου μου πάνω από το αριστερό βυζί του, το οποίο έχω ασπαστεί πολλές φορές, τόσες που μπορώ να τη σχεδιάσω από μνήμης. Δε μιλάω για πουστλίκια, μιλάω για τον αδερφό μου.

Περί ομολογίας

& is that not the holiest
love ― a love you must
survive for

G Abraham


Τ'αγγεία στα φτερά της νυχτερίδας
στα πέταλα του γερανιού
στα φύλλα της λαχανίδας
στο έσω των χειλιών

το αίμα που κινεί τον κόσμο
κουβαλάει το φόβο
 το θυμό τη ζήλεια την προσμονή
βάφει τις παρειές βάφει τ'αυτιά βάφει τα χνώτα

ντροπή κι επιθυμία
κάτι κρυφό θαμμένο στο χώμα
με ό,τι είχα και όπως μπορώ
τα δόντια στη λάσπη τα πόδια γυμνά η γη τους ταμπούρλο

αλλά επίμονη κακιά ανελέητη σιωπή στη σπηλιά
ληστεμένη φωλιά, άδειο γλαστρί, ψάλιο περασμένο λοξά 
ακινησία στις πεδιάδες
το στόμα κλειστό

γιατί τίποτα δεν ήταν ποτέ αρκετό;
Έλειπε μια γουλιά πικρό νερό.

Έλειπε η ομολογία.
(σ'αγαπώ)

/

    Μια κοπελίτσα κάθεται με το χέρι στο στατώ, σε ένα στρωσίδι από αποστειρωμένο ντύμα. Το εξεταστήριο δε φαίνεται σωστό. Ψάχνω στο καροτσάκι των αλλαγών, αλλά όλα τα συρτάρια έχουν ηλεκτρονική κλειδαριά με τα οχτώ κουμπιά και δεν ξέρω τον κωδικό. Προσπαθώ διάφορους συνδυασμούς στο ένα ή στο άλλο καντράν χωρίς επιτυχία. Δε μπορώ να θυμηθώ. Το ένα ντουβάρι είναι όλο παράθυρα και έξω πέφτει βροχή από γύρη. Την άρρωστη την έχω ξαναδεί. Έχει ένα μικρό τατουάζ κάτω από το δεξιό βυζί. Μα δεν είναι γυμνή. Την άρρωστη την έχω πηδήξει στο παρελθόν. Δεν ήταν ποτέ δικιά μου ασθενής. Με τον καιρό τα όρια ξεπλένονται και μαζί τους ξεπλένονται και οι ηθικές μου αρχές. Δεν είναι αληθινό περιστατικό. Ρίχνω μια ματιά στο χέρι της: έχει τον αντίχειρά μου με το νύχι που μισοκρέμεται. Κάποιος έχει κολλήσει τον αντίχειρά μου στο ξένο χέρι. Εκείνη η σγουρομάλλα νοσοκόμα με το προσεκτικό βήμα κρατάει έναν δίσκο με κλαδιά. Τα σύνεργα, γιατρέ. Ποια σύνεργα; Ποιος είναι ο κωδικός; -Τέσσερεις φορές εννιά. -Μα εδώ έχει μόνο οχτώ κουμπιά. Πάνω που αρχίζω να θυμώνω, αλλάζει το σκηνικό.
    Μυρίζω τις πρώτες σταγόνες της βροχής. Ο κόσμος είναι σκονισμένος αλλά ήρθε η ώρα να ξεδιψάσει. Γύρω πλανήτες από δίψα και στο κέντρο είναι μια γούρνα που θα γεμίσει με βροχή. Ο βοσκός σπρώχνει αστέρια με μια λεπτή μεταλλική βέργα στο βαθύ σκοτάδι του διαστήματος. Όλα μπαίνουν σε γραμμή. Μυρίζω τις πρώτες σταγόνες της βροχής πάνω σε ένα ηλιοκαμένο σβέρκο, πάνω σε εκείνους τους ψιλούς δελτοειδείς που έχουν σαφρακιάσει από το αλάτι. Ο κόσμος είναι μαντρωμένος. Το ορυχείο στο Στρατόνι βγάζει φωτιά, τα σκάφη έρχονται και φεύγουν φορτωμένα. Σκέφτομαι τους ναύτες που τους καίει το φορτίο αλλά δεν είναι δική μου δουλειά. Δεν είμαι στη δουλειά. Είμαι σπίτι, στο κρεβάτι. Είναι ίσως πέντε, μπορεί εφτά. Αυτές τις μέρες ξημερώνει σχεδόν από εχτές. Τέσσερεις και σαράντα ήταν η ώρα της ανατολής στο δελτίο καιρού. Μετά ως το μεσημέρι οι ώρες είναι αξεχώριστες, επίμονα φωτεινές.
    Με τρίβει ένα χέρι που ξέρει ακριβώς πώς. Δεν παίρνει πολύ. Χύνω ήσυχα και ανοίγω τα μάτια. Το χέρι του είναι ακόμα γύρω απ'το καυλί μου και τα ζουμιά είναι σαν βέλο ανάμεσα στα δάχτυλά του.
-Είσαι πολύ εύκολος. Αρκεί να ρίξεις τις άμυνές σου. Γι'αυτό σ'αγαπάω λίγο περισσότερο το πρωί. Όταν κοιμάσαι είναι η μόνη ώρα που δεν είσαι σε επιφυλακή.
-Μμμ. Τι ώρα είναι;
-Εφτά και κάτι.
    Τα αυτιά μου καίνε. Τα αυτιά μου θα καίνε περιοδικά και σε όλη μου τη βάρδια ενώ θα είμαι ο δέων επαγγελματίας. Θα τον σκέφτομαι στον τομέα Β ενώ θα οργώνω τον τομέα Γ σαν πειθαρχημένο κτήνος. Κάτω από τα άσπρα και τα μπλε θα κρύβεται το δέρμα μου απ'το πρωί, θα κρύβεται η πάλη: εγώ κόντρα σ'εμένα ερωτευμένο. Η σιωπή πρόσωπο με πρόσωπο με την ομολογία. Αυτά κι αυτά και η αγάπη του που είναι διαπεραστική σαν λεπτό ξίφος και με κόβει πέρα πέρα, μπροστά στον άνθρωπο ωχριά η μηχανή.

/

OUT OF THE CRADLE ENDLESSLY ROCKING.

Out of the cradle endlessly rocking,
Out of the mocking-bird's throat, the musical shuttle,
Out of the Ninth-month midnight,
Over the sterile sands and the fields beyond, where the child
leaving his bed wander'd alone, bareheaded, barefoot,
Down from the shower'd halo,
Up from the mystic play of shadows twining and twisting as if
they were alive,
Out from the patches of briers and blackberries,
From the memories of the bird that chanted to me,
From your memories sad brother, from the fitful risings and fall-
ings I heard,
From under that yellow half-moon late-risen and swollen as if with
tears,
From those beginning notes of yearning and love there in the mist,
From the thousand responses of my heart never to cease,
From the myriad thence-arous'd words,
From the word stronger and more delicious than any,
From such as now they start the scene revisiting,
As a flock, twittering, rising, or overhead passing,
Borne hither, ere all eludes me, hurriedly,
A man, yet by these tears a little boy again,
Throwing myself on the sand, confronting the waves,
I, chanter of pains and joys, uniter of here and hereafter,
Taking all hints to use them, but swiftly leaping beyond them,
A reminiscence sing.

Once Paumanok,
When the lilac-scent was in the air and Fifth-month grass was
growing,
Up this seashore in some briers,
Two feather'd guests from Alabama, two together,
And their nest, and four light-green eggs spotted with brown,
And every day the he-bird to and fro near at hand,
And every day the she-bird crouch'd on her nest, silent, with
bright eyes,
And every day I, a curious boy, never too close, never disturbing
them,
Cautiously peering, absorbing, translating.

Shine! shine! shine!
Pour down your warmth, great sun!
While we bask, we two together.

Two together!
Winds blow south, or winds blow north,
Day come white, or night come black,
Home, or rivers and mountains from home,
Singing all time, minding no time,
While we two keep together.

Till of a sudden,
May-be kill'd, unknown to her mate,
One forenoon the she-bird crouch'd not on the nest,
Nor return'd that afternoon, nor the next,
Nor ever appear'd again.

And thenceforward all summer in the sound of the sea,
And at night under the full of the moon in calmer weather,
Over the hoarse surging of the sea,
Or flitting from brier to brier by day,
I saw, I heard at intervals the remaining one, the he-bird,
The solitary guest from Alabama.

Blow! blow! blow!
Blow up sea-winds along Paumanok's shore;
I wait and I wait till you blow my mate to me.

Yes, when the stars glisten'd,
All night long on the prong of a moss-scallop'd stake,
Down almost amid the slapping waves,
Sat the lone singer wonderful causing tears.

He call'd on his mate,
He pour'd forth the meanings which I of all men know.

Yes my brother I know,
The rest might not, but I have treasur'd every note,
For more than once dimly down to the beach gliding,
Silent, avoiding the moonbeams, blending myself with the shadows,
Recalling now the obscure shapes, the echoes, the sounds and
sights after their sorts,
The white arms out in the breakers tirelessly tossing,
I, with bare feet, a child, the wind wafting my hair,
Listen'd long and long.

Listen'd to keep, to sing, now translating the notes,
Following you my brother.

Soothe! soothe! soothe!
Close on its wave soothes the wave behind,
And again another behind embracing and lapping, every one close,
But my love soothes not me, not me.

Low hangs the moon, it rose late,
It is lagging—O I think it is heavy with love, with love.

O madly the sea pushes upon the land,
With love, with love.

O night! do I not see my love fluttering out among the breakers?
What is that little black thing I see there in the white?

Loud! loud! loud!
Loud I call to you, my love!

W Whitman