© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Πείσμα



"Θανατήτας 8 μποφώρια απ'το βορρά έτσι ήταν σ'εκείνη τη μεριά, έτσι πήγαινε η σούφρα μας απ'το κρύο. Εφοβόμουν να θα ρεμπαρτάρει η κολοκύθα και θα πνιγούμε όλοι, μη μας είδατε, να μη μας ξαναδείτε πάει το Χάμπουργκ πάει η Σαλονίκη όλα πάνε, κι αν ξεβραστούμε τσι πέτρες η πούντα θα μας φάει, κι όλ'αυτά για τα βρωμόψαρα, π'ανάθεμά με έλεγα άμα γυρίσω κάθε μέρα πρικαλίδες με λάδι και ψωμί και άλλο τίποτα δε θα τρώγω."

/

Φαίνανε πανὶ στὸν ἀργαλειὸ
καὶ σὲ ταρσανᾶ ξομπλίαζαν κατάρτι
ἀντικρὺ στὸ Νήρυτο καὶ στὸ Δασκαλιὸ
γιὰ ἕνα κοριτσάκι ἀπὸ τὴ Σπάρτη.

Κι ἄρχισε μία τέτοια φασαρία,
πῆρε πέντε τοῦμπες ἡ Ἱστορία.

Κέρδισε τὴ νίκη μία φοράδα
δίχως νοῦ καὶ δίχως γρηγοράδα -
τό ῾γραψε κι ὁ Γέρος στὴν Ἰλιάδα.

Φύγαμε μπατίδοι ἀπὸ τὴν Τροία.
Ἔχω καὶ χαρτὶ καὶ μαρτυρία.
Δὲ θυμᾶμαι μόνο τὴν πορεία.

Σίγουρα κυβέρναγε τὸ διάκι
ἕνας γιὸς τσοπάνου ἀπὸ τὸ Θιάκι.

Εἶχε δαγκωνιὰ στὸ μάγουλό του
ποὺ καὶ κείνη βγῆκε σὲ καλό του.

Γιὰ τὴ ναυτοσύνη δάσκαλο εἶχα
ἕνα γεμιτζῆ ἀπὸ τὴ Δολίχα.

Τσοῦρμο ἀπὸ Κάστο κι ἀπὸ Ἐχινάδες,
ὅλοι τους παιδιά: κλάφτε, μανάδες.

Χίπηδες λεβέντες μὲ μαλλιὰ δασά,
κι ἦταν οἱ χιτῶνες μας τσαντίρια.
Μᾶς ξεπροβοδίζαν ξένα τρεχαντήρια,
πούπουλο κρεβάτι καὶ καλὰ κρασιά.

Κάπου ἐκεῖ κοντὰ στοὺς Λαιστρυγόνες
ἀγκαστρώσαμε ὅλες τὶς γοργόνες.

(Ἂν τὰ τελευταῖα τὰ γράφω πρῶτα
εἶναι ποὺ μπερδέψαμε τὴ ρότα.)

Εἶχες καὶ τὸ φόβο τῆς τιμῆς σου.
Οἱ ἀνθρωποφάγοι τὰ σκυλιά,
πρὶν σὲ φᾶν᾿, σοῦ κάναν τὴ δουλειά,
γιὰ νὰ νοστιμίσει τὸ κορμί σου.

Σμίξαμε κοντὰ στὴν Ἀσκανία
μὲ τοὺς κατεργάρηδες τοῦ Αἰνεία.
Πήγαμε ὅλοι τσοῦρμο στὰ πορνεῖα.

Κεῖνες οἱ ρουφιάνες τ᾿ ἀποσπόρια,
πῆγαν καὶ τοὺς κάψαν τὰ παπόρια.

Νὰ καὶ ἡ Ναυσικὰ ἀπὸ τσοὺ Κορφοὺς
τυλιγμένη μὲς στὴ σαπουνάδα.
Εἶχε τρεῖς φονιάδες ἀδερφοὺς
κάπου στὸ Μαντούκι, στὴ Σπιανάδα.

Φαῖνε, Πηνελόπη, τὸ πανί σου,
κλώσσαγε τὴν τίμια ἀναμονή σου.

Τοῦ θεοῦ τὸ ἀσκί, τοῦ Αἰόλου,
μᾶς σκορπάει κατὰ διαόλου.

Τὴν εὐχή μου! Βρέστε μου, παιδιά,
κάτι νὰ ριμάρει μὲ παιδεία.
Θέλει καὶ κουράγιο, καὶ καρδιά.
Ὅλοι μία φωνή : - Ἕνα ... δύο ...

Κ.Κ. 

Zog nisht keyn mol az du geyst dem letstn veg


 

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είναι ένας Εβραίος διανοούμενος που πορεύτηκε στη ζωή χωλαίνοντας, προσπαθώντας να αποκρύψει την αδεξιότητά του να τη ζήσει.

-

Είναι γλυκό το σούρουπο που φτάνει, ένα ψιλό αεράκι, τα νεροπούλια της λιμνοθάλασσας κόβουν τις τελευταίες βόλτες της ημέρας, η γλίτσα στα βότσαλα σαν απαλό χαλί, πέρα κάποιος καίει χόρτα, ένα σκυλί γαυγίζει. Κάθομαι στα ξεβρασμένα τσιμέντα του παλιού μώλου. Το μπουκάλι με τη σόδα ιδρώνει και του έχει κολλήσει λίγη άμμος. Ψαχουλεύω γύρω μου για πλακέ πέτρες, τις κάνω σωρό, και όταν μαζέψω αρκετές σηκώνομαι, ποζάρω σαν χοντρός που παίζει γκολφ, και τις πετάω για να μετρήσω γκελ. Όταν αρχίζει να πέφτει ψύχρα αναδύεσαι με ένα μάτσο καλκάνια στο σακούλι σου, γυμνώνεσαι και κάθεσαι με τα κωλομέρια στα τσιμέντα να στεγνώσεις. Ο γέρος που βόσκει το σκύλο του στο δρομάκι από πάνω παίρνει μάτι. Δώδεκα βατραχάκια η τελευταία πέτρα, η πιο πλακέ, βοηθάει η ηρεμία της λιμνοθάλασσας, ο ώμος μου έχει πιαστεί από τις ρίψεις και τις παρακεντήσεις της ημέρας. Σε χαζεύω ενώ λες για τα καρότα στον κώλο του τραπεζίτη εχτές που είχαν μάλιστα μουχλιάσει, θυμάσαι πως πεινάς και έτσι περνάς στα μαντολάτα που ξέχασα στο ντουλαπάκι του αμαξιού και στο κουρκούτι που θα φτιάξεις όταν γυρίσουμε σπίτι, και θα οδηγήσεις να ξαπλώσω πίσω στις πετσέτες; Θα οδηγήσω, και μπύρα Βιλλεμόες και καλαμάρι Ατλαντικού κομμένο σε ροδέλες και με κιμωλία στον πίνακα πάνω από το τραπέζι της κουζίνας που έμεινε απ'το πρωί, μια μικρή υβρίδια Χαλκιδική στη λασπερή άμμο του βυθού στα μπάσταρδα νερά, Σανά τοβά μικρή μου, τώρα το μάθαμε το τροπάριο, όπου γης και πατρίς.

We would survive even ourselves, as long as we were together

Α.

Τα χαλίκια στο πέρασμα πνίγηκαν απ'το βροχονέρι. Λάσπη ανέβηκε ανάμεσά τους. Το δέντρο ψιχάλιζε με την αύρα. Ίσιωσα το μουστάκι, έσπρωξα τα γυαλιά να κάτσουν πιο καλά στο μύτο, κατέβασα το γιακά. Κοιτούσα κάτω όπως το συνηθίζω, τα παπούτσια μου και τα παπούτσια του καλύτερού μου φίλου, λασποπιτσιλιές και κόκκοι άμμου. Το κορδόνι σου είναι λυμένο και τα πίνει. Οι συννεφιές μας προσπερνάνε από πάνω βιαστικά, στα σκοτεινά του μάτια καθρεφτίζονται εύκολα οι εναλλαγές, Και τώρα δηλαδή τι; ρώτησε, δεν παίρνει μια στιγμή και αρχίζουμε να γελάμε τρανταχτά. Ένας εβραίος και ένας προτεστάντης, ένας ψηλός και ένας κοντός, ένας άτριχος και ένας τριχωτός, δυο ζευγάρια πλακέ κιτσομπλέ πούμα που δεν πολυσηκώνουν τον υγρό καιρό του WATTEN, κι οι δυο μας ασταθείς σαν αδυνατισμένοι πύργοι Τζένγκα και ταυτόχρονα τελείως ριζωμένοι

Ω.

Έξω από την εκκλησία που ίδρυσε ο Άνσγκαρ πολύ πολύ παλιά μ'έπιασε η μικρή μεγάλη αγάπη της ζωής μου απ'το χέρι και τον ώμο και τραγούδησε μουρμουριστά βαλσάκι και χορέψαμε είκοσι βήματα, και ξαφνικά με άφησε, και μ'έσπρωξε πέρα και στάθηκε ακίνητη απέναντί μου, με τον αυστηρό καθολικό της λαιμοδέτη, το δαχτυλίδι με τη χάμσα και ένα άπιστο μειδίαμα, Μα ποιος είστε; Δε σας γνωρίζω! και στα πεταχτά απ'την κατάμεστη ταράτσα στην Όλγας στις νύχτες στο Σταυρό γυμνοί στο Στρατόνι ντυμένοι στη Ρεντίνα, Α, μη μου δίνετε σημασία, περαστικός είμαι. Ένα ψάρι έξω απ'το νερό και μια θάλασσα που πλημμυρίζει τη στεριά, ο Κρεμασμένος και η Τεμπεράντσα, δυο παλιοκέρματα της διασποράς, πάνω απ'το δεξί της νεφρό γράφει o mar não é um obstáculo é um caminho πάνω απ'το δεξί μου νεφρό γράφει incertum quo fata ferunt, κι οι δυο μας χαμένοι μονίμως στ'ανοιχτά

...

Seewärts

 






You want to know my history?
Ask the sea.

D. Walcott

To be able to forget means sanity

Στο ντιβάνι στο σκοτεινό παρασάλονο με τα παντζούρια ο αέρας είναι σα δεύτερο πετσί φοβάμαι τις ρίγες της κουρελούς φοβάμαι τις σκιές στο μαξιλάρι μου ξαπλώνει ο Ινδιάνος με τ'άλογό του και κανένας απ'τους δυο δε βλεφαρίζει δίπλα κοιμάται μια μάνα ένας πατέρας μια ανάσα πιο εκεί κοιμάται η θεία Ντίνα και στην κουζίνα κοιμούνται οι κουραμπιέδες της εχτές με πήρε τηλέφωνο εκείνος ο πατέρας από εκείνον τον Αύγουστο από εκείνο το κρεβάτι και μου είπε υπηρεσιακά πέθανε η θεία Ντίνα στην άλλη πλευρά του ακουστικού καρφί στα περασμένα κατάπια ένα κιχ μισοκρυφά και είπα σαν άντρας σταθερά έζησε μακρά ζωή

Η βεράντα έβλεπε ένα βαθύ και σκοτεινό Ιόνιο, η κληματαριά δε φτουρούσε να σε κρύψει από την πρωινή λιακάδα, η μονοκοττούρα φιλόξενη κάτω απ'τις πατούσες, το δεντρολίβανο σωροί θάμνοι στο ένα πλευρό του σπιτιού, η βεράντα έβλεπε την εποχή της αθωότητας, τα ξύλινα κουφώματα έτριζαν στο πέρασμα της μαϊστραλάδας, οι μοναχικοί σκορπιοί σέρνονταν στις παρυφές της πίσω αυλής, η Τραχειά λιγόστευε πέτρα πέτρα, το κυάλι στο τραπέζι με το σκούρο τραπεζομάντηλο για να δούμε ποιος έρχεται, ποιος φεύγει κι ένα ποτήρι ούζο

σημεία στατικά που τα διαπερνάει ο χρόνος και κομματιάζονται και σβήνουνε προς σκόνη
γεννήθηκα σε ένα υπέροχο θαλπερό φως και έκτοτε κατρακυλώ σε ένα ατέρμονο απόβραδο
και η νύχτα βαραίνει και πυκνώνει και εκείνη η παλιά θάλπη απομακρύνεται ολοένα
αδύναμο αστέρι σε ένα άγνωστο στερέωμα και κάτω μια γη που μαστίζεται από ομίχλες
ο χρόνος ανελέητος και σε πλήρη ανάπτυξη το πυροτέχνημα της δυστυχίας
θέλω να γυρίσω πίσω

Θάνατος σε βουβή εικόνα


 

Το πόδι μου βρίσκει σε κάθε βήμα μια έτοιμη πατημασιά, έχει περάσει κι άλλος από εδώ, δεν είναι η νέα γη, δε γράφω ιστορία, ακολουθώ μια ρότα πολύ γνωστή, το πλοίο της γραμμής, μια μπάτσα στο κεφάλι, μια στην πλάτη και δυο κλωτσιές πίσω απ'τα γόνατα μη σώσει και σηκωθείς καριόλη,
εμπρός τους έχει βρει ήδη η μπόρα, η πλάτη μου έχει διαλυθεί και ενώνομαι σιγά σιγά με τη σκιά μου, είσαι η μόνη άγκυρα που μου έχει μείνει, κρατιέμαι απελπισμένα από κτηνώδες ένστικτο, παρότι ξέρω πως μόλις με καταπιεί το σκοτάδι όλα θα πάψουν.
Το ελάφι που πυροβόλησες εκείνη τη μέρα κυνηγώντας δεν πέθανε ακαριαία
και όταν το πλησιάσαμε είχε την υπομονετική μελαγχολία στο βλέμμα καθώς ψυχορραγούσε.


Θάνατος σε βουβή εικόνα, ένα όνειρο του ματιού, σχήματα που εξαφανίζονται σαν οφθαλμαπάτη. 
H. Melville