© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Sit and keep talkin' about it

(απομεσήμερο στη μαρίνα, άπνοια, πρώτη ζέστη)
 

Our anchor's too big for our ship,
so we're sittin' here tryin' to think.
If we leave it behind we'll be lost.
If we haul it on board, we will sink.
If we sit and keep talkin' about it,
it will soon be too late for our trip.
It sure can be rough on a sailor
when the anchor's too big for the ship.

Shel Silverstein

Things not to be done on the Sabbath

Grübelei

03/2009

Χιονίζει, είμαι παρκαρισμένος παράνομα στη Μπίλροτστράσσε, αδυσώπητο κρύο, τα παράθυρα είναι θολά σαν να είμαι σ'εκείνο το γυμναστήριο στον Εύοσμο, είχαν προβλήματα εξαερισμού, τα παράθυρα ήταν πάντα θολά, έτσι δε σ'έβλεπαν οι γείτονες να αγκομαχάς στο διάδρομο με φουλ ανηφόρα γιατί ήσουν μνημείο αυτοπειθαρχίας. Ανοιξιάτικο χιόνι, εκείνες οι μέρες περιβάλλονται από γλυκό καιρό, και ξαφνικά πέφτει ένα δόρυ και τα καίει όλα στον παγετό, φωτιά. Έχει κίνηση, περιμένω με το αμάξι μισοκαβαλημένο στο πεζοδρόμιο, ξέρω την Άλτονα απ'έξω κι ανακατωτά, έχω περπατήσει με τα φουσκαλιάρικα πόδια μου κάθε δρομάκι, και τώρα εδώ, στη Μπίλροτστράσσε, περιμένω με τη μούρη χωμένη στο μπουφάν. Το γκρίζο Αμβούργο, το Αμβούργο χωρίς πρόσωπο, κρύο σαν τα κουφάρια στα ψυγεία της ιατροδικαστικής.

Ο κινητήρας έχει τώρα ζεσταθεί αρκετά ώστε να πάρει μπρος το καλοριφέρ, τα παράθυρα ξεθολώνουν, τα χέρια μου γίνονται λίγο λιγότερο άσπρα, και γρήγορα πολύ ροδαλά, το πετσί του κοκκινοτρίχη, το μαλακό δέρμα των αποικιοκρατικών καθικιών, σκέτη βιτρίνα, η καταγωγή και τα χαρτιά δε στηρίζουν την υψηλή μου εμφάνιση. Η Όλγα βγαίνει από το νο. 86, κοιτάζει πέρα δώθε, βλέπει το αμάξι, της γνέφω από μέσα, και με γρήγορο σίγουρο βήμα πάνω στα παλαϊκά τακούνια της παρά τη μούλτσα και τον πάγο ανοίγει και κάθεται δίπλα μου. Θα της ρίξω μια ματιά, τίποτα πάνω μου δε θα φανερώσει συγκίνηση, αλλά με κρυφή επιμονή όλα της τα μέρη μου φέρνουν σφίξιμο στο στομάχι, τα πειθήνια μαλλιά της σαν πάστα από κάστανο, το ομαλό της δέρμα από θαμπή πορσελάνη, τα μακρυά σκουλαρίκια με το σκούρο κεχριμπάρι, τα μάγουλα που κοκκινίζουν δίκην μιτροειδικού προσωπείου, τα μάτια με εκείνο το χρώμα τους σαν από σταχτόνερο με μέλι, ο περίτεχνος γιακάς και τα περίπλοκα υφάσματα με τα ακατανόητα νήματα, το ένα πάνω στο άλλο φτιάχνοντας υφές που μοιάζουν λες και ήταν ανέκαθεν κάπου στον κόσμο και δεν τις έφτιαξε ανθρώπινο χέρι.

Έχω το χέρι στο χειρόφρενο έτοιμος να ξεπαρκάρω όταν η δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου γίνεται όλη κόκκινη, βλέπω στον καθρέφτη τους δυο περαστικούς και τον κουβά αδειανό να τσουλάει προς το παρτέρι και το χιόνι και οι πλάκες να βάφονται κόκκινες, δυο στιγμές, Πού πας, είσαι τρελός; η Όλγα και η απαλή ανησυχία της, ανοίγω την πόρτα συφιλιασμένος, τους ακούω που φωνάζουνε Πίσω στα γκέττο και εβραιογούρουνα και τρέχουν προς την Ούντσερστράσσε, στο κατόπι τους, Θα σας γαμήσω, προλαβαίνω τον πιο αργό, πέφτουμε κάτω, φοράει φουσκωτό μπουφάν με διαμερίσματα, είναι χοντρομάγουλος, ίσως δεν είναι καν δεκαοχτώ, τον φτύνω στη μούρη, του ρίχνω στις μαγουλάρες και είναι γλιστερές, από το λάδι του ή τον ιδρώτα ή το χιόνι, Θα σε γαμήσω, θα σε γαμήσω, μας χωρίζουν τρεις υδραυλικοί από ένα συνεργείο που είναι με το βαν τους παραδίπλα, και ώσπου να φύγω απ'τη λαβή του ενός που μου τρυπάει την υπερκλείδιο, ο αρχίδης το έχει βάλει στα πόδια και έχει χαθεί στο πάρκο Βάλτερ Μόλλερ. Στέκομαι εκεί και βράζω, έξω φρενών, έχω ήδη βραχνιάσει, και οι υδραυλικοί με ρωτάνε τι έγινε και προσπαθώ να τους εξηγήσω αλλά δε βγάζουν νόημα.

Ξεθυμώνω όταν φεύγουμε από το συνεργείο, και τότε παίρνω είδηση πως το χέρι μου είναι σαν κακοφορμισμένη μελιτζάνα. Η Όλγα κάνει το σταυρό της και αναθεματίζει μια φορά, τα μικρά της δάχτυλα που απολήγουν σε στενά, προσεγμένα νύχια κάνουν τη θεία χειρονομία, είμαι χολωμένος και μαζί της, που κάνουμε λες και η μάνα και ο πατέρας της δεν είναι τέτοιοι κι αυτοί και δεν τους θορυβεί που η Όλγα έχει μπλέξει με έναν σαν εμένα, και σκέφτομαι την αδερφή της που με είχε ρωτήσει Εσύ είσαι όντως τώρα εβραίος; κάπως ένοχα σαν να με ρωτούσε αν είχα τατουάζ στο κωλομέρι, και όσο για την ίδια την Όλγα, είχε βάλει πρώτη φορά το χέρι της μέσα στο βρακί μου στο δωμάτιό της εκεί στην Άλτονα και είχε αρχίσει να με χαϊδολογάει για μια στιγμή πριν με κοιτάξει απορημένη, και απόρησα κι εγώ Τι; και αναρωτιόμουν αν είχα χύσει χωρίς να το καταλάβωέμοιαζε μπερδεμένη αλλά και όχι, μετά πήρα μπρος, Ναι, περιτομή, της είχα πει, το ζήτημα έμοιαζε να έχει λυθεί και συνέχισε το δειλό εργόχειρό της. Αλλά το ίδιο απόγευμα πήγαμε για Φριτς Κόλα στο καφενείο εκεί κοντά και με ρώτησε Γιατί; και της είπα Για την πίστη.

03/2022

Λασποβροχή εδώ πάνω έχω δέκα χρόνια να δω, κι όμως, πέφτει σαν αραιωμένο κακάο στο άσπρο αμάξι. Στέκομαι στο πλατύσκαλο μπροστά στο νο. 92 της Φόμποβαϊ με το φωσφορούχο παντελόνι και τη μπλε κοντομάνικη με το σήμα της Έσβακτ πάνω από το βυζί. Περιμένω τη Νάουσι να πακετάρει τα κέζεμπροτχεν. Ο Γιέσπερ από τη Ντάνσκε Φράκτμεν παρκάρει με οπισθογωνία το φορτηγό του στο στενό του εκτυπωτηρίου απέναντι. Τον χαιρετάω από το πλατύσκαλο και με χαιρετάει πίσω από το ταμπλώ του με τους χρυσούς Βούδες. Το Ντάλουμ, το επίπεδο μισοχώρι, ένα γεροντομουνίστικο παράρτημα της Όδενσε εποικισμένο από τίμιους οικογενειάρχες, τίμιους συνταξιούχους, και λίγους άτιμους εκφυλιάρηδες σαν εμάς και το Νίκολαϊ που μένει στο υπόγειο, το Ντάλουμ, μια γεωγραφική παρένθεση. Δε βλέπω την ώρα να φύγω απ'αυτό το μεγάλο συγγνώμη για νησί πίσω στη δυτική ακτή, το κλίμα με έχει χτυκιάσει.

Απασχολημένος να δω αν ο Γιέσπερ θα γκρεμίσει κι άλλο από το πλινθόκτιστο φραχτάκι, κάτι κινείται στα αριστερά, βλέπω τον τίμιο γείτονα από το νο. 90 να έχει μπει στην αυλή και να πηγαίνει προς τα αμάξια, ακούω τη Νάουσι με τη νωθρή βαυαρέζικη προφορά της από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας να λέει was glaubt er was er da tut, πηδάω από το πλατύσκαλο κάτω στο χαλίκι, κοιτιόμαστε με το γείτονα, έχει το κλειδί ανάμεσα στα δάχτυλα σαν σηκωμένη κεραία έτοιμο να χαρακώσει, είναι λες και τον έχω πιάσει να τον παίζει στην αυλή μου, Τι στην ευχή κάνεις εδώ; ο τύπος κάνει μεταστροφή, δεν είναι η πρώτη φορά. Η ιστορία ξεκίνησε το περασμένο αποκαλόκαιρο που οι άνηθοι της Νάουσι άρχισαν να εξαφανίζονται ένας ένας, ώσπου μια Κυριακή απόγευμα είδαμε τον τίμιο γείτονα από το νο. 90 από το παράθυρο του υπνοδωματίου που ξεκώλιαζε τους τελευταίους που είχαν μείνει στο παρτέρι, και τότε η Νάουσι είχε βγει έξω και τον είχε πιάσει στο πεζοδρόμιο, και της είχε πει Δεν είναι άνηθοι, είναι φυτά δηλητηριώδη και έχω παιδιά και σκύλο, αλλά ήταν άνηθοι, τους τρώγαμε και ζούμε. Τελοσπάντων, τώρα το παρτέρι είναι άδειο, οπότε άλλη έμπνευση, δυο αμάξια στην αυλή αλλά αυτός πλεύριζε το δικό μου. Τον πιάνω από το μπράτσο, πιο δυνατά απ'όσο χρειάζεται, Έχεις πρόβλημα; Ταλαντεύεται για λίγο και επιλέγει τη σύγκρουση, Σκατογερμανοί, η γειτονιά είναι για ντόπιους. Πόσο καιρό είχε αυτό το αυτοκίνητο ξένες πινακίδες; Ε; Του σφίγγω το μπράτσο, σκέφτομαι την υπηκοότητα και το μητρώο, πρέπει να έχω καθαρό μητρώο, θέλω να του ρίξω μια ίσια στο μύτο, α, γάμα το, του ρίχνω μια στο μύτο, είναι σωκαρισμένος, φαινόταν πως ήταν χαλβάς, τίμιος οικογενειάρχης, γυναικουλίστικες μαλακίες να μας ξηλώνει τους άνηθους και να'ρχεται να κλειδιάσει, Θες κι άλλο; Έλα ξανά από 'δω. -Θα σου κάνω μήνυση. -Πάρε μου και μια πίπα. 

Τρέχει στο σπίτι του και βροντάει την πόρτα με το στεφάνι από ξερό γκι. Στέκομαι στο πεζοδρόμιο δίπλα στους θάμνους, δεν είμαι τόσο θυμωμένος όσο τότε στο Αμβούργο, ίσα δυο δάχτυλα θυμωμένος, λέω είναι επειδή το αμάξι τη γλύτωσε αυτή τη φορά, ή επειδή με τα χρόνια συνηθίζεις, πάντα κάποιος θα στραβομουτσουνιάζει, πάντα θα υπάρχει ένας καλός κούφιος λόγος, αλλά πίσω από όλα κρύβεται το περιθώριο, τότε το είχα πικρή απορία, γιατί δε μ'έλεγαν Τόμας Κράουζε, γιατί δεν καθόμουν στ'αυγά μου, γιατί δε γκάστρωνα την Όλγα, γιατί δεν έμενα σε ένα μέρος, γιατί δε μπορούσα να θέλω να βλέπω ποδόσφαιρο και να ψηφίζω Ες Πε Ντε, γιατί δεν ήμουν όπως οι άλλοι, ποιοι άλλοι ρε ηλίθιε, και οι άλλοι δεν είναι όπως οι άλλοι, κανείς δεν είναι όπως οι άλλοι. Η Όλγα με ερωτεύτηκε γιατί ήμουν η λάθος επιλογή, ήμουν η ιδέα του κακού, κι αυτή αντλούσε μια αυτοκαταστροφική απόλαυση από το να υποφέρει, κι εγώ αντλούσα μια αυτοκαταστροφική απόλαυση από το να είμαι θύτης, δεν ήταν κακό ταίριασμα. Πολύ θυμωμένος, πάντα θυμωμένος και πάντα έτοιμος ν'αρπαχτώ, και το χούι ξεχούι δε γίνεται και έχω ρίξει ξυλαράκι και τις έχω φάει αρκετές φορές και ακόμα δεν έχουμε τελειώσει. Φυσικά πίσω από την ταλαιπωρία είναι το περιθώριο, αλλά όχι αυτό που νόμιζα επιπόλαια πως ήταν, μα ένα περιθώριο εντελώς δικό μου, χωρίς φυσική τοποθεσία, δεν είναι που είμαι μπασταρδεμένος, ή εβραίος, ή άρρωστος στο κεφάλι, δεν είναι τα ναζίστια στην Άλτονα και οι πατριώτες στο Ντάλουμ, δεν είναι ο προτεσταντισμός, ήμουν ανέκαθεν εγώ και η αυτοσχεδιασμένη Χαλαχά μου. Κάνει ψύχρα στη σκιά από όλα εκείνα που δεν έπρεπε να θέλω αλλά τα ήθελα σαν τρελός και ήμουν σαν σκυλί δεμένο απ'το λαιμό με κοντό σκοινί σ'ένα παλούκι σε μια ξερή κωλοαυλή. Και τώρα τι, τους γράφω στ'αρχίδια μου τους τίμιους οικογενειάρχες και όλο το συρφετό τους.

Της Όλγας όμως δεν της κρατάω κακία, η σκέψη της μου φέρνει ακόμα εκείνον τον κόμπο στο στομάχι. Σε μια άλλη ζωή θα μέναμε στην Άλτονα, και θα είχαμε κάνα δυο παιδιά, και θα με πήγαινε στα σουαρέ και θα την πήγαινα για Φριτς Κόλα, και θα τη γαμούσα κάτω από το γυάλινο εσταυρωμένο πάνω από το προσκεφάλι όπως τότε, και κάποια βράδια θα τα πέρναγα αλλού, και η Όλγα θα έκλαιγε, και θα την έκανα πολύ δυστυχισμένη, όπως και τότε. Αλλά δεν ήθελα ποτέ να την κάνω δυστυχισμένη, τι παράξενο αξίωμα, να μπορείς να κάνεις κάποιον δυστυχισμένο, τι σκατά. Τελοσπάντων, δεν είμαι περήφανος για τις κοκορομαχίες και όση κακία έχει περάσει απ'τα χέρια μου, τα χέρια που θα περίμενε κανείς τρυφερά σαν πουστρελιού από μια φυματική φυσιογνωμία μ'ευαισθησίες που κρατάει κυβερνοημερολόγιο, κι όμως κάπως είναι πολύ σκληρά, και με τα χρόνια γίνονται χειρότερα, λες και τα οστά πετρώνουν, χέρια αδιάφορα κάποιου άντρα απ'το Σλέσβιχ Χόλστειν, χέρια ενός όπως οι άλλοι, ενός που θα μπορούσε να λέγεται Τόμας Κράουζε, ασήμαντα χέρια, ασήμαντες λέξεις, ασήμαντος άντρας.

Θα μείνεις εκεί να κάνεις το δέντρο;
Η Νάουσι έχει ξεπαρκάρει και μαρσάρει δίπλα μου σαν το μικρό δαιμόνιο που είναι, το τσιγαράκι σβηστό κρεμασμένο απ'το στόμα, η δε Μαρίκα Νίνου τραγουδάει μέσα από τ'αμάξι:

Μη δακρύζεις, πάψε, πλέον φτάνει
ξέρεις πόσα για σένα έχω κάνει
ξέρεις πως υπάρχει αντιζηλία
μην ακούς ποτέ την ψεύτρα κοινωνία.

/

מצוות קידוש השבת בדברים

E N D U R A N C E

 



Ballad of a ship

Down by the flash of the restless water 
The dim White Ship like a white bird lay; 
Laughing at life and the world they sought her, 
And out she swung to the silvering bay.
 
Then off they flew on their roystering way, 
And the keen moon fired the light foam flying 
Up from the flood where the faint stars play, 
And the bones of the brave in the wave are lying.
 
'T was a king's fair son with a king's fair daughter, 
And full three hundred beside, they say, -- 
Revelling on for the lone, cold slaughter 
So soon to seize them and hide them for aye; 
But they danced and they drank and their souls grew gay, 
Nor ever they knew of a ghoul's eye spying 
Their splendor a flickering phantom to stray 
Where the bones of the brave in the wave are lying.
 
Through the mist of a drunken dream they brought her 
(This wild white bird) for the sea-fiend's prey: 
The pitiless reef in his hard clutch caught her, 
And hurled her down where the dead men stay.
 
A torturing silence of wan dismay -- 
Shrieks and curses of mad souls dying -- 
Then down they sank to slumber and sway 
Where the bones of the brave in the wave are lying.
 
ENVOY
Prince, do you sleep to the sound alway 
Of the mournful surge and the sea-birds' crying? -- 
Or does love still shudder and steel still slay, 
Where the bones of the brave in the wave are lying?


+

Excerpt from Captain Craig

But as the bitterness that loads your tears 
Makes Dead Sea swimming easy, so the gloom, 
The penance, and the woeful pride you keep, 
Make bitterness your buoyance of the world.

Edwin A. Robinson

/

Το τσιμέντο της προβλήτας μένει πίσω
τα σιδερικά τσουλάνε από το κράσπεδο στη θάλασσα
ο κάτω κόσμος κλειστός σε κεχριμπάρι

η επιφάνεια σγουρή δίκην θολής υάλου
πλατιές ανάσες ήχος κανείς
το σούρουπο πέφτει στην πλάτη μου
στο βάθος του ορίζοντα το φως της Δύσης με καλεί

από το δεξή κρόταφο στον αριστερό κρόταφο
ανοιχτωσιά
ένα ισόβιο ισιάδι

οι θύσσανοι στις φλόγες το βαρομετρικό κατρακυλά
η γη υποχωρεί, οι ακτές τραβιούνται πέρα
τα δάκρυα στα λιμνία, το φτύμα στα ξεροπήγαδα, οι πέρλες του ιδρώτα
τα έλη, οι αιμολίμνες, η βροχή, οι βάλτοι και τα πέλαγα 

στη συμβολή τους ωκεανός
αλάτι και νερό και αλάτι και νερό
η μέρα στον αφρό, η νύχτα στο σαγόνι των κυμάτων
ο χορός των πλανητών

από το αίμα στο νερό
ένα ταξίδι σιωπηλό.