© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Είμαι δικός του

Το Νέξανς Αουρόρα είναι αγκυροβολημένο απέναντι απ'το σπίτι. Το μπουμπουνητό του ρελαντί κάνει τα τζάμια να δονούνται. Το γουργούρισμα του θηρίου, ένα από τα χέρια της θεραπευτικής. Ο ζεστός βόμβος βοηθάει το αίμα στο ταξίδι του.

---

Ανάσκελος στο εξεταστικό κρεβάτι βλέπω τη Λένα πίσω από το παραβάν που ανεμίζει. Είναι μια στρογγυλή Δανέζα με μεγάλα τρυφερά μάτια που μοιάζει μονίμως έγκυος. Έχουμε δουλέψει πολλές νύχτες μαζί στην ανάνηψη. Είναι ισόβια υφιστάμενη, δε θέλει ν'ανελιχθεί. Με βλέπει κάπως ντροπαλά. Είναι ανήσυχη. Είμαι παραδομένος. Ξέρω πού πηγαίνει η υπόθεση.

Περνάω τη νύχτα στο θάλαμο του πέμπτου δίπλα στο ελικοδρόμιο. Συνήθως έρχονται 3-4 ελικόπτερα τη βάρδια, αλλά αυτές τις μέρες έχει αδιαπέραστη ομίχλη. Ακούω την εκπομπή της Λ. στο ράδιο. Δεν πονάω τόσο. Η μουσική με νανουρίζει. Η νυχτερινή νοσοκόμα με το τσεμπέρι περνάει κάθε δίωρο και παίρνει ζωτικά, κάθε φορά η ίδια στιχομυθία: -Ήρθα να πάρω ζωτικά. -ΟΚ. -Πώς αισθάνεσαι; -ΟΚ. -Ωραία.

Ο Νέμποσα περνάει κατά τις δέκα. Φ. εσύ αποφασίζεις. Θες ή δε θες να χειρουργηθείς; -Άσε το καζίκι, εγώ είμαι ασθενής. -Θέλω να έχω την ενθουσιαστική σου συγκατάθεση. -Κόψε με σε παρακαλώ. -Από πού στην Ελλάδα; -Σαλονίκη. -Σαλονίκη! Και τι δουλειά έχεις εδώ; Γιατί έφερες και την καημένη την Ν. εδώ στη μιζέρια; Με πήρε η Ν., μου λέει, να χειρουργήσεις τον άντρα μου. Λέω άη στο καλό! Κάθε χρόνο κατεβαίνουμε Τριστινίκα! Το μέρος μου στον κόσμο. Δουλεύω όλο το χρόνο για εκείνες τις 4 βδομάδες στο Έθνικ, στον ήλιο, αραχτός. Δε μείνατε κάτω; Γιατί; Η Ν. όλο για τη Χαλκιδική λέει. Ιερισσός, όλο για την Ιερισσό. Να μπούμε χειρουργείο με τη Ν. και να μην ακούσω για τη Χαλκιδική, κάτι θα έχει συμβεί. Η γυναίκα μου τα ίδια. Την ξέρεις τη γυναίκα μου, τη Μ.; -Την ακτινολόγο; -Ναι! -Λέμε, να ήμασταν στην Ελλάδα, δε θα πηγαίναμε πουθενά. Έστω, στη Σερβία. Εδώ; Πφφφ... -Σκατά καιρός. -Σκατά όλα, Φ. Σήκω να πάμε Σαλονίκη, ναι; Θα σε χειρουργήσω τώρα. Θα περάσει η αναισθησιολόγος και θα σε περιμένω κάτω. Ο Νέμποσα μοιάζει με τον πατέρα σου, για τ'ανάθεμα.

Ο Π. με κατεβάζει στον ημιώροφο. Του λέω Ήρεμα τις λακούβες και κάθε φορά που πλησιάζουμε σε διαχωριστικό στο πάτωμα σχεδόν σταματάει. Έξω από το χειρουργείο 05 με παρκάρει, ρίχνει ένα ζευγάρι παντόφλες Αντίντας στο πάτωμα που εμφάνισε από το πουθενά και βάζει το πόδι του κόντρα για να τις φορέσω. Μπαίνω στο χειρουργείο, ξαπλώνω στο τραπέζι. Είναι όσο σκληρό και άβολο το φανταζόμουν όλα αυτά τα χρόνια. Η εργαλειοδότρια με ρωτάει Τι προφορά είναι αυτή. Είσαι Ολλανδός; Κάνουμε ψιλή κουβέντα ενώ η βοηθός της αναισθησιολόγου μου ματσαλιάζει τις φλέβες.

Η αναισθησιολόγος μου ρίχνει προνάρκωση και ροκουρόνιο. Ακούω από το μόνιτορ πως κάνω ταχυκαρδία, Σκέψου κάτι ωραίο, σκέψου κάτι ωραίο, μου λέει η βοηθός ενώ με μπουκώνει με τη μάσκα, και σκέφτομαι τον Άλμπερτ μοντέλο σε κατάλογο του ΙΚΕΑ και ξεραίνομαι. Το σκοτάδι είναι τυλιγμένο γύρω από ένα κουκούτσι, εκεί που ρήχυνε η αναισθησία, ακούω κάτι επιτακτικό στις φωνές τους, ακούω τη φωνή του Νέμποσα αλλά πιο πολύ ακούω τη φωνή της αναισθησιολόγου, ακούω εργαλεία, τότε θυμόμουν τι λέγανε, τώρα δε θυμάμαι πια.

Στον όροφο της ανάνηψης πια, πάλι ένα κουκούτσι, -Κλαίει; -Πονάει. -Θα σου δώσω κάτι για να μην πονάς. -Πονάς; -Λίγο, λέω, εμφανίζεται ένα χάπι και ένα ποτήρι, -Δε μπορώ να πιω, και εκείνη την ώρα κάτι με ζεσταίνει στον πήχη και ξεραίνομαι εκ νέου. Όταν ξυπνάω βλέπω έναν χοντρό που έχει ναυτία και προσπαθεί να σηκωθεί, ακούω μια γριά που ροχαλίζει, το κρεβάτι δίπλα μου είναι άδειο, βλέπω τη στάση των νοσηλευτριών, από την οποία περνάω και τις γνέφω κάθε πρωί.

---

Μετά το χειρουργείο είμαι σχεδόν διεγερτικός. Όταν μπαίνεις στο θάλαμο, βρίζεις. Γιατί είμαι τόσο χλωμός, πόσα εμέλ με άφησαν οι μαλάκες να αιμορραγήσω, κοιτάς τους επιπεφυκότες και το μέσα του στόματος, Άντρας είσαι εσύ ή χαλασμένο αυγόκομμα; Ο Άλμπερτ μου φέρνει σούπα από το συσσίτιο και μισό λίτρο κόκκινο χυμό. Τα βάζει στο τραπεζάκι, το ρυθμίζει να μου είναι σωστό στο ύψος. Σκεπάζει το ποτήρι και του φυτεύει μεταλλικό καλαμάκι που βγάζει από την τσέπη του. Στέκεται δίπλα μου και περιμένει. Θα φας; -Ναι. -Να σε βοηθήσω; -Όχι. -Θα φάμε μαζί. Κάθεται στην πολυθρόνα με το υποπόδιο, βγάζει ένα σάντουητς με το γκρίζο σουηδικό ψωμί και τρώει. Γεμίζει ψίχουλα τη μπλούζα του. Τρώω απροσδιόριστη σούπα. Είναι αρμυρή. Διηγιέμαι την εμπειρία μου και με ακούτε σαν να ακούτε τη θεία λειτουργία. Μετά κόβω βόλτες στο τμήμα φορώντας τα σπορτέξ σαν παντούφλες και με το άσπρο πετσετέ παντελόνι των δανέζικων απολυμαντηρίων να σέρνεται. Βλέπω την αντανάκλασή μου στη τζαμαρία που κοιτάει προς το υδραγωγείο. Μια θολή γραμμή. Με οδηγείς στο σαλόνι και με καθίζεις στο πιάνο. Παίξε. -Τι; -Ό,τι γουστάρεις. Παίζω το Hist, hvor vejen slår en bugt. Ήταν από τα πρώτα τραγούδια που έμαθα στο πιάνο όταν ήμουν ακόμα παιδί, ίσως έξι ή εφτά. Οι στίχοι αιωρούνταν κάτω από τα πεντάγραμμα στα δανέζικα, και σε παρένθεση στα γερμανικά. Είναι ένα ποίημα του παρθένου H.C. Andersen. Είναι από τα λίγα έργα που θυμάμαι τους στίχους έναν-έναν. Στο τέλος λέει 

moder klapper barnets kind,
se, hvor sødt det sover ind,
drømmer om de engle smukke
i sin lille, pæne vugge.

η μητέρα χαϊδεύει το μάγουλο του παιδιού,
δες πόσο γλυκά αποκοιμιέται
ονειρεύεται τους όμορφους αγγέλους
στην ωραία μικρή του κούνια.

Sove ind σημαίνει αποκοιμιέμαι, σημαίνει και πεθαίνω. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ πριν, αλλά το σκέφτομαι τώρα.

---

Η νυχτερινή νοσοκόμα το βράδυ είναι εκείνη η μικρή κοκκινομάλλα. Τραβάω το κόκκινο καλώδιο ενώ χορεύω από ρίγος, έρχεται, μου φέρνει θερμοφόρες, τις βολεύω στις μασχάλες, κάθεται στο πλάι μου. Είσαι κι εσύ ένας από εμάς, λέει, -Τι; Είμαι βραχνός σαν σκυλάς σε δημόσια υπηρεσία ένα πρωί Δευτέρας. -Τα μαλλιά. Έχω κάνει τέσσερα χειρουργεία. -Γιατί; -Προβλήματα με τους ουρητήρες. Ο γενικός γιατρός μου είχε πει πως αν δεν είχα αυτά τα μαλλιά ίσως να ήταν πιο εύκολα. -Ναι, γαμώ τα γονίδια, ε; -Ναι. Μου χαϊδεύει το χέρι που είναι ελεύθερο από γραμμές, πολύ απαλά, τα δάχτυλά της είναι πολύ ζεστά και ενυδατωμένα, εγώ είμαι παλιά περγαμηνή.

---

Όταν πιάνει η πρωινή βάρδια, η Λ. σπεύδει να ξεκινήσει τη γύρα από μένα, δεν αφήνει τις βοηθούς. Είναι ασθενής μου στα εξωτερικά, έχει ρευματοειδή αρθρίτιδα. Έρχεται και μου λέει για το γόνα της. Είναι σαν πεπόνι. Θα στο ταχτοποιήσω από Δευτέρα. -Α, μπορεί να περιμένει! Πρώτα να γίνετε καλά γιατρέ. Αλλά να όταν ανεβαίνω τις σκάλες πονάει. Δεν ήξερα πως ήμασταν γείτονες! Μένω δυο πολυκατοικίες δίπλα από εσάς. Αλλά θα μετακομίσω σε ισόγειο, για το γόνατο, και για τους αστραγάλους. Για να μην πονάνε. -Μμμ.

Έχω ένα τουμπανιασμένο περίεργο μπακάκι με έξι ράμματα, ο αφαλός είναι μελανιασμένος, η προποφόλη με έκαψε στη φλέβα και το δεξί χέρι είναι ανώδυνο μόνο σε ουδέτερη θέση. Βλέπω πού με άρπαξε ο Νέμποσα, έχω μελανιές από τις δαχτυλιές του στο δεξί μου μπούτι. Δε θέλω να ξέρω τι έγινε και χρειάστηκε να μ'αρπάξει έτσι. Τώρα που ξεθύμανε η δεξαμεθαζόνη είμαι άψυχος σαν εκείνους τους ξερακιανούς γέρους με τις δαιδαλώδεις νοσηλείες που βλέπω μερικές φορές στη δουλειά. Ο ιδρώτας μου μυρίζει σαν φαρμακείο. Το στόμα μου είναι πληγιασμένο. Ό,τι με ακουμπάει με πονάει.

Η Λ. με ξεντύνει και με βοηθάει να πλυθώ. Δεν είχα παρατηρήσει πόσο σωματώδης ήταν. Το νερό με πονάει. Κλαίω μέσα στο μπάνιο δίπλα στην αναπηρική χέστρα και τα πόμολα για τους αβοήθητους. Η Λ. μου πιάνει τον ώμο για συμπαράσταση. Με ντύνει, μου δίνει ένα κουτί με χάπια με τις ημερομηνίες και τις ώρες. Ξέρω πως την επόμενη φορά που θα τη δω στα εξωτερικά, θα κάνουμε σαν να μη συνέβη τίποτα.

---

Το σύστημα από όλες τις πλευρές του. Το έχω δει και με έχει δει, κάθε δίπλα και πτυχή, κάθε κρυφή πληγή, στο φως και στο σκοτάδι. Είμαι δικός του. Από τα χρόνια τα φοιτητικά, τις νύχτες των χειρουργικών μαχών, τις νύχτες της ανάνηψης, τις Κυριακές της μοναχικής επίσκεψης στην κλινική των σπανίων νοσημάτων, τα ΤΕΠ, τα εξωτερικά, το σημείο καμπής στο MODT. 7, τα γιατρεία της παραμεθορίου, τα γιατρεία εν πλω, το γραφείο της εκκλησίας αντί γιατρείου, από τη μονάδα της καρδιολογικής στη νευρολογική του μεγάλου πανεπιστημιακού, τώρα στη χειρουργική, από εύελπις νεαρούλης, αλύγιστος εκπαιδευόμενος, αντρωμένος ειδικός και εξαντλημένος άρρωστος, κι όσο κι αν το κρύβω πίσω από εκείνη τη βραδεία ψυχρότητα, τρυφερός θεράπων και τρυφερός θεραπευόμενος. Όχι κύκλος, όχι γραμμή, αλλά πότε το ένα, πότε το άλλο, κάποτε και όλα μαζί. Δεν υπάρχουν σύνορα. Υπάρχουν συμβάσεις και οι συμβάσεις είναι για να σε ταλαιπωρούν, όχι για να τις πιστεύεις.

---

Το Νέξανς Αουρόρα είναι αγκυροβολημένο απέναντι απ'το σπίτι. Το μπουμπουνητό του ρελαντί κάνει τα τζάμια να δονούνται. Το γουργούρισμα του θηρίου, ένα από τα χέρια της θεραπευτικής. Ο ζεστός βόμβος βοηθάει το αίμα στο ταξίδι του. Κάνω μικρές βόλτες στο διαμέρισμα. Εσύ φτιάχνεις λίστα και ο Άλμπερτ εκτελεί το μενού, διαφορετικό φαΐ μεσημέρι και βράδυ. Μου δίνεις φάρμακα, δεν εμπιστεύεσαι κανέναν. Κοιτάς με μεγάλη σοβαρότητα μέσα στον αφαλό μου. Στέκεσαι έξω από το μπάνιο και με ρωτάς αν χέζω. Χέζεις; σα να με ρωτάς Βρέχει; Το βράδυ μου στρώνετε τις πετσέτες και τα μαξιλάρια και με βάζετε να ξαπλώσω σαν να είμαι το σκήνωμα του Αγ. Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι. Ο Άλμπερτ μου βάζει και μου βγάζει τις κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης και από πάνω τις κανονικές κάλτσες. Σήμερα βούρτσισα τα μαλλιά. Τράβηξα μια χούφτα από τη βούρτσα αλλά αντί να πέσει στον κάδο έπεσε στο πάτωμα. Άλμπερτ. Οι τρίχες από τη βούρτσα έπεσαν στο πάτωμα, απολογητικά. Έρχεται γρήγορα και τις ρίχνει στον κάδο. Κάθομαι στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Δε φτάνω το βιβλίο, απολογητικά. Μου φέρνεις το βιβλίο ενώ μιλάς στο τηλέφωνο. Βλέπω τα λουλούδια στην πίσω αυλή απέναντι. Κλείνω τα μάτια. Το Νέξανς Αουρόρα μου μιλάει οπως η μάνα στο παιδί της από το Hist, hvor vejen slår en bugt.

---

Hist, hvor vejen slår en bugt
Tekst: H. C. Andersen, 1829
Melodi: J. C. Gebauer, 1846


Hist, hvor vejen slår en bugt,
ligger der et hus så smukt -
hist, hvor vejen slår en bugt,
ligger der et hus så smukt,
væggene lidt skæve stå,
ruderne er ganske små,
døren synker halvt i knæ,
hunden gøer, det lille kræ,
under taget svaler kvid're,
solen synker og så vid're.

I den røde aftensol
sidder moder i sin stol -
i den røde aftensol
sidder moder i sin stol,
kinden luer dobbelt rød,
barnet har hun på sit skød,
drengen er så frisk og sund,
æblekinden rød og rund,
se, hvor hun i spøg ham banker
på de søde pusselanker!

Katten står og krummer ryg,
men forstyrres af en myg -
katten står og krummer ryg,
men forstyrres af en myg,
barsk han den med poten slår
og igen som hofmand står,
moder klapper barnets kind,
se, hvor sødt det sover ind,
drømmer om de engle smukke
i sin lille, pæne vugge.