“I want to rise so high that when I shit I won’t miss anybody.”
W. Gass
Κάθομαι σε μια μεσοκαμπίνα, στενή και μακρυά, που έχει μια πόρτα στην κάθε πλευρά. Δυο δρασκελιές από τη μια πόρτα στην άλλη για να πας από το διάδρομο του μηχανοστασίου στους πίνακες. Στην καμπίνα είναι ένας πάγκος και δυο καρέκλες, νέον λάμπες για φως. Πρέπει να είναι ήδη μεσημέρι. Ο Βάουν μπαίνει από την πόρτα για το διάδρομο του μηχανοστασίου. Είναι ξερακιανός και τα μαλλιά του στέκονται πάντα όρθια. Αλλά τώρα έχει ξαφνικά μια μεγάλη μπάκα, λες και είναι γκαστρωμένος, με τα αδύνατα ίδια χέρια και πόδια σαν κλαδιά. Είναι μούσκεμα στον ιδρώτα. Το κούτελό του είναι γεμάτο μικρές πέρλες. Εκείνη την ώρα παίρνω είδηση πως οι λαμαρίνες μέσα στη μεσοκαμπίνα είναι κι αυτές γεμάτες μικρές πέρλες. Όλα είναι ιδρωμένα. Σταγόνες κυλάνε γρήγορα από το διαχωριστικό στον πάγκο και μουλιάζουν τα χαρτιά μου. Αναρωτιέμαι πότε γκαστρώθηκε ο Βάουν. Είμαι σίγουρος πως τον είδα εχτές στο βραδινό χωρίς τη μπάκα. Στέκεται εκεί ανάμεσα στις δυο πόρτες και με κοιτάει. Μου τείνει ένα πατσαβουριασμένο βιβλίο.
-Είναι τα προγράμματα για τα δρομολόγια των ελικοπτέρων.
-Τι θέλεις να τα κάνω;
-Κοίταξέ τα όσο προλαβαίνεις.
Ξεφυλλίζω το πατσαβούρι και ο Βάουν μετράει τα λεπτά και ολοένα και ιδρώνει. Δεν ξέρω τι δουλειά έχει ο Βάουν με τα δρομολόγια των ελικοπτέρων. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να τα δω και γιατί με ενδιαφέρουν. Ούτε δική μου δουλειά είναι.
Τελικά τραβάει το βιβλίο και μου βάζει μια αρμαθιά κλειδιά στη χούφτα.
-Θα μου τα δώσεις όταν συναντηθούμε αργότερα.
Φεύγει ξανά προς το διάδρομο του μηχανοστασίου. Εγώ κάθομαι περίεργα ξερός μέσα σ'εκείνη τη λαμαρινένια χαραμάδα που είναι μούσκεμα.
-
Ένας χλωμός ήλιος μου ζεσταίνει το αυτί και τη μισή μούρη, από το παράθυρο βλέπω τα τέσσερα φουγάρα μιας φορτηγίδας του Σλουμπερζέ. Στο περβάζι βλέπω μια αρμαθιά κλειδιά. Σηκώνομαι απ'το κρεβάτι θορυβημένος. Τα κλειδιά είναι εκείνα που ονειρεύτηκα πως μου έδωσε ο Βάουν. Ανάμεσά τους κρέμεται και ένα μπρελώκ που έχει τη δανέζικη σημαία και τ'όνομά του.
Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Τα πόδια μου είναι μουδιασμένα μέσα στις κάλτσες και το πάτωμα είναι σαν βαμβάκι. Προσπαθώ να θυμηθώ γιατί έχω τα κλειδιά, αλλά το μόνο που θυμάμαι είναι αυτό το ηλίθιο όνειρο. Ο Βάουν δεν έφυγε μαζί μου στις 26, είχε άλλες δυο βδομάδες. Πότε θα συναντηθούμε;
Σηκώνομαι, φτιάχνω ένα τσάι. Γράφω μήνυμα στο Βάουν έχω τα κλειδιά σου. -Καλά θα κάνεις να τα έχεις! -Πότε τα θες πίσω; -Τι σε χτύπησε; Όταν γυρίσω. Θέλω να τον ρωτήσω αν έχει πετάξει μπάκα αλλά κρατιέμαι. Για καλό: μετά από δυο γουλιές συνέρχομαι.
-
Φεύγω από το νοσοκομείο νωρίς. Το ποδήλατο έχει φούητ και είμαι με τα πόδια. Το σπίτι είναι στη νοτιοανατολική άκρη της πόλης, πέρα από το γκέττο, σε μια γειτονιά γέρων. Κατεβαίνω στο υπόγειο. Στη γωνία που μου είπε κάτω από έναν σάπιο φεγγίτη λιμνάζει σε μια λακκούβα ένα δάχτυλο νερό. Το μαζεύω με τη μαλαστούπα στον κουβά. Τον αδειάζω στη σιφωνότρυπα στο κέντρο του υπογείου. Βάζω μπρος τον εξαερισμό. Παίρνω τη μαλαστούπα και ανεβαίνω πάνω. Τη βάζω με το κεφάλι πάνω ακουμπιστά έξω από την είσοδο. Βλέπω το γυμναστήριο δίπλα στην κουζίνα: έχει και κωπηλατικό μηχάνημα. Δε μου κακοπέφτει. Ποτίζω τις δαμιάνες και τα άλλα φυτά που δε θυμάμαι πώς τα είπε αλλά φαίνονται διψασμένα. Ανοίγω ένα παράθυρο. Παίρνω ένα βιβλίο από το έπιπλο της τηλεόρασης που μοιάζει παιδικό. Είναι για τα φαρόπλοια της Βόρειας Θάλασσας, από το μαγαζί του μουσείου. Κάθομαι στην πέτσινη πολυθρόνα και ξεφυλλίζω. Έχει συννεφιά αλλά το σπίτι είναι ζεστό. Σκέφτομαι τα παλούκια που έχουν καταπιεί οι συνάδερφοί μου στο νοσοκομείο και μετά σκέφτομαι το Βάουν σε αντιπαραβολή. Ίσως να είμαι η αλεπού και να το κάνω γι'αυτοπαρηγορία, ίσως και να είναι αλήθεια: έκανα καριέρα στο να είμαι παραταίρι. Όταν έμπαινα στη σχολή φανταζόμουν πως θα γινόμουν κάποιος σαν τον Τσέχωφ, αλλά οι εποχές έχουν αλλάξει, κι εγώ δεν ακολούθησα ποτέ. Ένα ηλίθιο απολίθωμα. Αυτά τα χρόνια γίνεσαι γιάπης ή λαντζέρης με καθαρό γιακά, και έγινα λαντζέρης, ήταν πιο κοντά στο πρότυπο που είχα μικρός. Τώρα ακρίβυνα για λαντζέρης και βρήκαν πιο φτηνούς. Η πρόταση ήταν να αναλάβω τα βαριά περιστατικά της πνευμονολογικής που είναι απελπιστικά υποστελεχωμένη, και η απάντησή μου ήταν όχι. Δεν έχεις την πολυτέλεια να είσαι τόσο επιλεκτικός, είπε ο διευθυντής. -Έχω την πολυτέλεια να φύγω. -Αν είναι έτσι, τότε ναι. Δε θα σε κρατήσω με το ζόρι.
-
Ο Βάουν με βρήκε με τη μούρη μες στα χέρια να λιβανίζω το δίσκο με το κίτρινο ρύζι του Φιλιππινέζου, δίπλα στο ξεχασμένο χειριστήριο του πλέηστέησον 3 στην τραπεζαρία, δεν τον πήρα είδηση ώσπου ένα κολλώδες χέρι μου τράβηξε τον αγκώνα, ετοιμάστηκα να βρίσω αλλά τον είδα ειλικρινά ανήσυχο. Είσαι καλά; -Καλά. -Προβλήματα στο σπίτι; -Όχι, με το νοσοκομείο. -Τι; Μήνυση; -Δε μου ανανεώνουν το συμβόλαιο. -Και τι; Τι έχει το 21 μέσα 21 έξω; Αφού τον περισσότερο καιρό χασομεράς και πληρώνεσαι. -Αλήθεια είναι. -Εγώ να σου πω, σε προτιμώ από το Νορβηγό. Μας πρήζει το παπάρι κάθε φορά. Όταν ο Χ.Α. έκοψε το δάχτυλο τον έστειλε πίσω. -Για ένα δάχτυλο; -Δε μπορούσε να το ράψει, είπε. Ήταν λεπτό χειρουργείο. Ο Γ. τον ρώτησε πώς έγινε και ο Χ.Α. πηγαίνει απέναντι για το δάχτυλο, ενώ όταν ο Χ.Π. έκοψε το δικό του, τον κράτησες εδώ. -Τι είπε; -Πως έχετε διαφορετική προσέγγιση. -Εντάξει, καλός είσαι για παρηγορητής. -Θέλω να έρθω απέναντι να τους χέσω. Θέλω να τους χέσω όλους. Από τότε που χώρισα, θέλω να χέσω όποιον γνωρίζω. -Γι'αυτό κυκλοφοράνε χεσμένοι οι μαθητευόμενοί σου; -Ναι, αυτούς τους χέζω με ειδική αφιέρωση. Με χτύπησε στην πλάτη πατ-πατ. Φάγαμε παρέα, πολιτισμένοι, και δεν ξανάβαλα τη μούρη μες στα χέρια.
Την Κυριακή πριν φύγω με βρήκε στη μεσοκαμπίνα. Μπήκε από την πόρτα του μηχανοστασίου λερωμένος και ιδρωμένος σαν ανθρακορύχος. Είχε το 8/8, ήταν πάνω στην αλλαγή, και θα έχανε τη νύχτα ταινίας (Τρανσπόρτερ 2). Στην πλατφόρμα πολλοί δουλεύουν μια βδομάδα 12 ώρες πρωί, μια μέρα 8 και 8 με κενό 8 ανάμεσα και μετά μια βδομάδα 12 ώρες βράδυ και ούτω καθεξής. Μου είπε για το φεγγίτη στο υπόγειο που μπάζει. Μου είπε για τη δαμιάνα και τα άλλα φυτά που δε θυμάμαι πώς τα είπε. Μου είπε πως έχει γυμναστήριο στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα. Τον κοίταξα καχύποπτα. Με λυπόταν τόσο, ώστε να θέλει να μου αναθέσει εργοθεραπεία; Με έβλεπε χωρίς πονηριά. Απλά με έβλεπε - δεν έμοιαζε να με λυπάται. Μου έβαλε την κλειδαρμαθιά στη χούφτα. Ήταν τόσο ιδρωμένος που η υγρασία του ιδρώτα του ακτινοβολούσε στα εκτεθειμένα μέρη μου όταν με πλησίασε.
-