© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Cartography of pain



///


Disección del cadáver de Pegaso


Es una sala espaciosa.
Muy clara.
Es luz que refracta el bosque lejano.


Sobre la mesa yacen
el cuerpo y las alas
extendidas
como velas de bajeles deshechos.


Han hilvanado el despojo
sin otro motivo
que algo semejante a la caridad.


Pronto llegarán los voluntarios
y se llevarán el cuerpo,
incluidas las alas,
al basural.
 
Julio Pasos Barrera

Είμαι δικός του

Το Νέξανς Αουρόρα είναι αγκυροβολημένο απέναντι απ'το σπίτι. Το μπουμπουνητό του ρελαντί κάνει τα τζάμια να δονούνται. Το γουργούρισμα του θηρίου, ένα από τα χέρια της θεραπευτικής. Ο ζεστός βόμβος βοηθάει το αίμα στο ταξίδι του.

---

Ανάσκελος στο εξεταστικό κρεβάτι βλέπω τη Λένα πίσω από το παραβάν που ανεμίζει. Είναι μια στρογγυλή Δανέζα με μεγάλα τρυφερά μάτια που μοιάζει μονίμως έγκυος. Έχουμε δουλέψει πολλές νύχτες μαζί στην ανάνηψη. Είναι ισόβια υφιστάμενη, δε θέλει ν'ανελιχθεί. Με βλέπει κάπως ντροπαλά. Είναι ανήσυχη. Είμαι παραδομένος. Ξέρω πού πηγαίνει η υπόθεση.

Περνάω τη νύχτα στο θάλαμο του πέμπτου δίπλα στο ελικοδρόμιο. Συνήθως έρχονται 3-4 ελικόπτερα τη βάρδια, αλλά αυτές τις μέρες έχει αδιαπέραστη ομίχλη. Ακούω την εκπομπή της Λ. στο ράδιο. Δεν πονάω τόσο. Η μουσική με νανουρίζει. Η νυχτερινή νοσοκόμα με το τσεμπέρι περνάει κάθε δίωρο και παίρνει ζωτικά, κάθε φορά η ίδια στιχομυθία: -Ήρθα να πάρω ζωτικά. -ΟΚ. -Πώς αισθάνεσαι; -ΟΚ. -Ωραία.

Ο Νέμποσα περνάει κατά τις δέκα. Φ. εσύ αποφασίζεις. Θες ή δε θες να χειρουργηθείς; -Άσε το καζίκι, εγώ είμαι ασθενής. -Θέλω να έχω την ενθουσιαστική σου συγκατάθεση. -Κόψε με σε παρακαλώ. -Από πού στην Ελλάδα; -Σαλονίκη. -Σαλονίκη! Και τι δουλειά έχεις εδώ; Γιατί έφερες και την καημένη την Ν. εδώ στη μιζέρια; Με πήρε η Ν., μου λέει, να χειρουργήσεις τον άντρα μου. Λέω άη στο καλό! Κάθε χρόνο κατεβαίνουμε Τριστινίκα! Το μέρος μου στον κόσμο. Δουλεύω όλο το χρόνο για εκείνες τις 4 βδομάδες στο Έθνικ, στον ήλιο, αραχτός. Δε μείνατε κάτω; Γιατί; Η Ν. όλο για τη Χαλκιδική λέει. Ιερισσός, όλο για την Ιερισσό. Να μπούμε χειρουργείο με τη Ν. και να μην ακούσω για τη Χαλκιδική, κάτι θα έχει συμβεί. Η γυναίκα μου τα ίδια. Την ξέρεις τη γυναίκα μου, τη Μ.; -Την ακτινολόγο; -Ναι! -Λέμε, να ήμασταν στην Ελλάδα, δε θα πηγαίναμε πουθενά. Έστω, στη Σερβία. Εδώ; Πφφφ... -Σκατά καιρός. -Σκατά όλα, Φ. Σήκω να πάμε Σαλονίκη, ναι; Θα σε χειρουργήσω τώρα. Θα περάσει η αναισθησιολόγος και θα σε περιμένω κάτω. Ο Νέμποσα μοιάζει με τον πατέρα σου, για τ'ανάθεμα.

Ο Π. με κατεβάζει στον ημιώροφο. Του λέω Ήρεμα τις λακούβες και κάθε φορά που πλησιάζουμε σε διαχωριστικό στο πάτωμα σχεδόν σταματάει. Έξω από το χειρουργείο 05 με παρκάρει, ρίχνει ένα ζευγάρι παντόφλες Αντίντας στο πάτωμα που εμφάνισε από το πουθενά και βάζει το πόδι του κόντρα για να τις φορέσω. Μπαίνω στο χειρουργείο, ξαπλώνω στο τραπέζι. Είναι όσο σκληρό και άβολο το φανταζόμουν όλα αυτά τα χρόνια. Η εργαλειοδότρια με ρωτάει Τι προφορά είναι αυτή. Είσαι Ολλανδός; Κάνουμε ψιλή κουβέντα ενώ η βοηθός της αναισθησιολόγου μου ματσαλιάζει τις φλέβες.

Η αναισθησιολόγος μου ρίχνει προνάρκωση και ροκουρόνιο. Ακούω από το μόνιτορ πως κάνω ταχυκαρδία, Σκέψου κάτι ωραίο, σκέψου κάτι ωραίο, μου λέει η βοηθός ενώ με μπουκώνει με τη μάσκα, και σκέφτομαι τον Άλμπερτ μοντέλο σε κατάλογο του ΙΚΕΑ και ξεραίνομαι. Το σκοτάδι είναι τυλιγμένο γύρω από ένα κουκούτσι, εκεί που ρήχυνε η αναισθησία, ακούω κάτι επιτακτικό στις φωνές τους, ακούω τη φωνή του Νέμποσα αλλά πιο πολύ ακούω τη φωνή της αναισθησιολόγου, ακούω εργαλεία, τότε θυμόμουν τι λέγανε, τώρα δε θυμάμαι πια.

Στον όροφο της ανάνηψης πια, πάλι ένα κουκούτσι, -Κλαίει; -Πονάει. -Θα σου δώσω κάτι για να μην πονάς. -Πονάς; -Λίγο, λέω, εμφανίζεται ένα χάπι και ένα ποτήρι, -Δε μπορώ να πιω, και εκείνη την ώρα κάτι με ζεσταίνει στον πήχη και ξεραίνομαι εκ νέου. Όταν ξυπνάω βλέπω έναν χοντρό που έχει ναυτία και προσπαθεί να σηκωθεί, ακούω μια γριά που ροχαλίζει, το κρεβάτι δίπλα μου είναι άδειο, βλέπω τη στάση των νοσηλευτριών, από την οποία περνάω και τις γνέφω κάθε πρωί.

---

Μετά το χειρουργείο είμαι σχεδόν διεγερτικός. Όταν μπαίνεις στο θάλαμο, βρίζεις. Γιατί είμαι τόσο χλωμός, πόσα εμέλ με άφησαν οι μαλάκες να αιμορραγήσω, κοιτάς τους επιπεφυκότες και το μέσα του στόματος, Άντρας είσαι εσύ ή χαλασμένο αυγόκομμα; Ο Άλμπερτ μου φέρνει σούπα από το συσσίτιο και μισό λίτρο κόκκινο χυμό. Τα βάζει στο τραπεζάκι, το ρυθμίζει να μου είναι σωστό στο ύψος. Σκεπάζει το ποτήρι και του φυτεύει μεταλλικό καλαμάκι που βγάζει από την τσέπη του. Στέκεται δίπλα μου και περιμένει. Θα φας; -Ναι. -Να σε βοηθήσω; -Όχι. -Θα φάμε μαζί. Κάθεται στην πολυθρόνα με το υποπόδιο, βγάζει ένα σάντουητς με το γκρίζο σουηδικό ψωμί και τρώει. Γεμίζει ψίχουλα τη μπλούζα του. Τρώω απροσδιόριστη σούπα. Είναι αρμυρή. Διηγιέμαι την εμπειρία μου και με ακούτε σαν να ακούτε τη θεία λειτουργία. Μετά κόβω βόλτες στο τμήμα φορώντας τα σπορτέξ σαν παντούφλες και με το άσπρο πετσετέ παντελόνι των δανέζικων απολυμαντηρίων να σέρνεται. Βλέπω την αντανάκλασή μου στη τζαμαρία που κοιτάει προς το υδραγωγείο. Μια θολή γραμμή. Με οδηγείς στο σαλόνι και με καθίζεις στο πιάνο. Παίξε. -Τι; -Ό,τι γουστάρεις. Παίζω το Hist, hvor vejen slår en bugt. Ήταν από τα πρώτα τραγούδια που έμαθα στο πιάνο όταν ήμουν ακόμα παιδί, ίσως έξι ή εφτά. Οι στίχοι αιωρούνταν κάτω από τα πεντάγραμμα στα δανέζικα, και σε παρένθεση στα γερμανικά. Είναι ένα ποίημα του παρθένου H.C. Andersen. Είναι από τα λίγα έργα που θυμάμαι τους στίχους έναν-έναν. Στο τέλος λέει 

moder klapper barnets kind,
se, hvor sødt det sover ind,
drømmer om de engle smukke
i sin lille, pæne vugge.

η μητέρα χαϊδεύει το μάγουλο του παιδιού,
δες πόσο γλυκά αποκοιμιέται
ονειρεύεται τους όμορφους αγγέλους
στην ωραία μικρή του κούνια.

Sove ind σημαίνει αποκοιμιέμαι, σημαίνει και πεθαίνω. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ πριν, αλλά το σκέφτομαι τώρα.

---

Η νυχτερινή νοσοκόμα το βράδυ είναι εκείνη η μικρή κοκκινομάλλα. Τραβάω το κόκκινο καλώδιο ενώ χορεύω από ρίγος, έρχεται, μου φέρνει θερμοφόρες, τις βολεύω στις μασχάλες, κάθεται στο πλάι μου. Είσαι κι εσύ ένας από εμάς, λέει, -Τι; Είμαι βραχνός σαν σκυλάς σε δημόσια υπηρεσία ένα πρωί Δευτέρας. -Τα μαλλιά. Έχω κάνει τέσσερα χειρουργεία. -Γιατί; -Προβλήματα με τους ουρητήρες. Ο γενικός γιατρός μου είχε πει πως αν δεν είχα αυτά τα μαλλιά ίσως να ήταν πιο εύκολα. -Ναι, γαμώ τα γονίδια, ε; -Ναι. Μου χαϊδεύει το χέρι που είναι ελεύθερο από γραμμές, πολύ απαλά, τα δάχτυλά της είναι πολύ ζεστά και ενυδατωμένα, εγώ είμαι παλιά περγαμηνή.

---

Όταν πιάνει η πρωινή βάρδια, η Λ. σπεύδει να ξεκινήσει τη γύρα από μένα, δεν αφήνει τις βοηθούς. Είναι ασθενής μου στα εξωτερικά, έχει ρευματοειδή αρθρίτιδα. Έρχεται και μου λέει για το γόνα της. Είναι σαν πεπόνι. Θα στο ταχτοποιήσω από Δευτέρα. -Α, μπορεί να περιμένει! Πρώτα να γίνετε καλά γιατρέ. Αλλά να όταν ανεβαίνω τις σκάλες πονάει. Δεν ήξερα πως ήμασταν γείτονες! Μένω δυο πολυκατοικίες δίπλα από εσάς. Αλλά θα μετακομίσω σε ισόγειο, για το γόνατο, και για τους αστραγάλους. Για να μην πονάνε. -Μμμ.

Έχω ένα τουμπανιασμένο περίεργο μπακάκι με έξι ράμματα, ο αφαλός είναι μελανιασμένος, η προποφόλη με έκαψε στη φλέβα και το δεξί χέρι είναι ανώδυνο μόνο σε ουδέτερη θέση. Βλέπω πού με άρπαξε ο Νέμποσα, έχω μελανιές από τις δαχτυλιές του στο δεξί μου μπούτι. Δε θέλω να ξέρω τι έγινε και χρειάστηκε να μ'αρπάξει έτσι. Τώρα που ξεθύμανε η δεξαμεθαζόνη είμαι άψυχος σαν εκείνους τους ξερακιανούς γέρους με τις δαιδαλώδεις νοσηλείες που βλέπω μερικές φορές στη δουλειά. Ο ιδρώτας μου μυρίζει σαν φαρμακείο. Το στόμα μου είναι πληγιασμένο. Ό,τι με ακουμπάει με πονάει.

Η Λ. με ξεντύνει και με βοηθάει να πλυθώ. Δεν είχα παρατηρήσει πόσο σωματώδης ήταν. Το νερό με πονάει. Κλαίω μέσα στο μπάνιο δίπλα στην αναπηρική χέστρα και τα πόμολα για τους αβοήθητους. Η Λ. μου πιάνει τον ώμο για συμπαράσταση. Με ντύνει, μου δίνει ένα κουτί με χάπια με τις ημερομηνίες και τις ώρες. Ξέρω πως την επόμενη φορά που θα τη δω στα εξωτερικά, θα κάνουμε σαν να μη συνέβη τίποτα.

---

Το σύστημα από όλες τις πλευρές του. Το έχω δει και με έχει δει, κάθε δίπλα και πτυχή, κάθε κρυφή πληγή, στο φως και στο σκοτάδι. Είμαι δικός του. Από τα χρόνια τα φοιτητικά, τις νύχτες των χειρουργικών μαχών, τις νύχτες της ανάνηψης, τις Κυριακές της μοναχικής επίσκεψης στην κλινική των σπανίων νοσημάτων, τα ΤΕΠ, τα εξωτερικά, το σημείο καμπής στο MODT. 7, τα γιατρεία της παραμεθορίου, τα γιατρεία εν πλω, το γραφείο της εκκλησίας αντί γιατρείου, από τη μονάδα της καρδιολογικής στη νευρολογική του μεγάλου πανεπιστημιακού, τώρα στη χειρουργική, από εύελπις νεαρούλης, αλύγιστος εκπαιδευόμενος, αντρωμένος ειδικός και εξαντλημένος άρρωστος, κι όσο κι αν το κρύβω πίσω από εκείνη τη βραδεία ψυχρότητα, τρυφερός θεράπων και τρυφερός θεραπευόμενος. Όχι κύκλος, όχι γραμμή, αλλά πότε το ένα, πότε το άλλο, κάποτε και όλα μαζί. Δεν υπάρχουν σύνορα. Υπάρχουν συμβάσεις και οι συμβάσεις είναι για να σε ταλαιπωρούν, όχι για να τις πιστεύεις.

---

Το Νέξανς Αουρόρα είναι αγκυροβολημένο απέναντι απ'το σπίτι. Το μπουμπουνητό του ρελαντί κάνει τα τζάμια να δονούνται. Το γουργούρισμα του θηρίου, ένα από τα χέρια της θεραπευτικής. Ο ζεστός βόμβος βοηθάει το αίμα στο ταξίδι του. Κάνω μικρές βόλτες στο διαμέρισμα. Εσύ φτιάχνεις λίστα και ο Άλμπερτ εκτελεί το μενού, διαφορετικό φαΐ μεσημέρι και βράδυ. Μου δίνεις φάρμακα, δεν εμπιστεύεσαι κανέναν. Κοιτάς με μεγάλη σοβαρότητα μέσα στον αφαλό μου. Στέκεσαι έξω από το μπάνιο και με ρωτάς αν χέζω. Χέζεις; σα να με ρωτάς Βρέχει; Το βράδυ μου στρώνετε τις πετσέτες και τα μαξιλάρια και με βάζετε να ξαπλώσω σαν να είμαι το σκήνωμα του Αγ. Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι. Ο Άλμπερτ μου βάζει και μου βγάζει τις κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης και από πάνω τις κανονικές κάλτσες. Σήμερα βούρτσισα τα μαλλιά. Τράβηξα μια χούφτα από τη βούρτσα αλλά αντί να πέσει στον κάδο έπεσε στο πάτωμα. Άλμπερτ. Οι τρίχες από τη βούρτσα έπεσαν στο πάτωμα, απολογητικά. Έρχεται γρήγορα και τις ρίχνει στον κάδο. Κάθομαι στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Δε φτάνω το βιβλίο, απολογητικά. Μου φέρνεις το βιβλίο ενώ μιλάς στο τηλέφωνο. Βλέπω τα λουλούδια στην πίσω αυλή απέναντι. Κλείνω τα μάτια. Το Νέξανς Αουρόρα μου μιλάει οπως η μάνα στο παιδί της από το Hist, hvor vejen slår en bugt.

---

Hist, hvor vejen slår en bugt
Tekst: H. C. Andersen, 1829
Melodi: J. C. Gebauer, 1846


Hist, hvor vejen slår en bugt,
ligger der et hus så smukt -
hist, hvor vejen slår en bugt,
ligger der et hus så smukt,
væggene lidt skæve stå,
ruderne er ganske små,
døren synker halvt i knæ,
hunden gøer, det lille kræ,
under taget svaler kvid're,
solen synker og så vid're.

I den røde aftensol
sidder moder i sin stol -
i den røde aftensol
sidder moder i sin stol,
kinden luer dobbelt rød,
barnet har hun på sit skød,
drengen er så frisk og sund,
æblekinden rød og rund,
se, hvor hun i spøg ham banker
på de søde pusselanker!

Katten står og krummer ryg,
men forstyrres af en myg -
katten står og krummer ryg,
men forstyrres af en myg,
barsk han den med poten slår
og igen som hofmand står,
moder klapper barnets kind,
se, hvor sødt det sover ind,
drømmer om de engle smukke
i sin lille, pæne vugge.

“I want to rise so high that when I shit I won’t miss anybody.”

“I want to rise so high that when I shit I won’t miss anybody.”
W. Gass


Κάθομαι σε μια μεσοκαμπίνα, στενή και μακρυά, που έχει μια πόρτα στην κάθε πλευρά. Δυο δρασκελιές από τη μια πόρτα στην άλλη για να πας από το διάδρομο του μηχανοστασίου στους πίνακες. Στην καμπίνα είναι ένας πάγκος και δυο καρέκλες, νέον λάμπες για φως. Πρέπει να είναι ήδη μεσημέρι. Ο Βάουν μπαίνει από την πόρτα για το διάδρομο του μηχανοστασίου. Είναι ξερακιανός και τα μαλλιά του στέκονται πάντα όρθια. Αλλά τώρα έχει ξαφνικά μια μεγάλη μπάκα, λες και είναι γκαστρωμένος, με τα αδύνατα ίδια χέρια και πόδια σαν κλαδιά. Είναι μούσκεμα στον ιδρώτα. Το κούτελό του είναι γεμάτο μικρές πέρλες. Εκείνη την ώρα παίρνω είδηση πως οι λαμαρίνες μέσα στη μεσοκαμπίνα είναι κι αυτές γεμάτες μικρές πέρλες. Όλα είναι ιδρωμένα. Σταγόνες κυλάνε γρήγορα από το διαχωριστικό στον πάγκο και μουλιάζουν τα χαρτιά μου. Αναρωτιέμαι πότε γκαστρώθηκε ο Βάουν. Είμαι σίγουρος πως τον είδα εχτές στο βραδινό χωρίς τη μπάκα. Στέκεται εκεί ανάμεσα στις δυο πόρτες και με κοιτάει. Μου τείνει ένα πατσαβουριασμένο βιβλίο. 
-Είναι τα προγράμματα για τα δρομολόγια των ελικοπτέρων.
-Τι θέλεις να τα κάνω;
-Κοίταξέ τα όσο προλαβαίνεις.
Ξεφυλλίζω το πατσαβούρι και ο Βάουν μετράει τα λεπτά και ολοένα και ιδρώνει. Δεν ξέρω τι δουλειά έχει ο Βάουν με τα δρομολόγια των ελικοπτέρων. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να τα δω και γιατί με ενδιαφέρουν. Ούτε δική μου δουλειά είναι.
Τελικά τραβάει το βιβλίο και μου βάζει μια αρμαθιά κλειδιά στη χούφτα.
-Θα μου τα δώσεις όταν συναντηθούμε αργότερα.
Φεύγει ξανά προς το διάδρομο του μηχανοστασίου. Εγώ κάθομαι περίεργα ξερός μέσα σ'εκείνη τη λαμαρινένια χαραμάδα που είναι μούσκεμα.

-

Ένας χλωμός ήλιος μου ζεσταίνει το αυτί και τη μισή μούρη, από το παράθυρο βλέπω τα τέσσερα φουγάρα μιας φορτηγίδας του Σλουμπερζέ. Στο περβάζι βλέπω μια αρμαθιά κλειδιά. Σηκώνομαι απ'το κρεβάτι θορυβημένος. Τα κλειδιά είναι εκείνα που ονειρεύτηκα πως μου έδωσε ο Βάουν. Ανάμεσά τους κρέμεται και ένα μπρελώκ που έχει τη δανέζικη σημαία και τ'όνομά του.

Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Τα πόδια μου είναι μουδιασμένα μέσα στις κάλτσες και το πάτωμα είναι σαν βαμβάκι. Προσπαθώ να θυμηθώ γιατί έχω τα κλειδιά, αλλά το μόνο που θυμάμαι είναι αυτό το ηλίθιο όνειρο. Ο Βάουν δεν έφυγε μαζί μου στις 26, είχε άλλες δυο βδομάδες. Πότε θα συναντηθούμε;

Σηκώνομαι, φτιάχνω ένα τσάι. Γράφω μήνυμα στο Βάουν έχω τα κλειδιά σου. -Καλά θα κάνεις να τα έχεις! -Πότε τα θες πίσω; -Τι σε χτύπησε; Όταν γυρίσω. Θέλω να τον ρωτήσω αν έχει πετάξει μπάκα αλλά κρατιέμαι. Για καλό: μετά από δυο γουλιές συνέρχομαι.

-

Φεύγω από το νοσοκομείο νωρίς. Το ποδήλατο έχει φούητ και είμαι με τα πόδια. Το σπίτι είναι στη νοτιοανατολική άκρη της πόλης, πέρα από το γκέττο, σε μια γειτονιά γέρων. Κατεβαίνω στο υπόγειο. Στη γωνία που μου είπε κάτω από έναν σάπιο φεγγίτη λιμνάζει σε μια λακκούβα ένα δάχτυλο νερό. Το μαζεύω με τη μαλαστούπα στον κουβά. Τον αδειάζω στη σιφωνότρυπα στο κέντρο του υπογείου. Βάζω μπρος τον εξαερισμό. Παίρνω τη μαλαστούπα και ανεβαίνω πάνω. Τη βάζω με το κεφάλι πάνω ακουμπιστά έξω από την είσοδο. Βλέπω το γυμναστήριο δίπλα στην κουζίνα: έχει και κωπηλατικό μηχάνημα. Δε μου κακοπέφτει. Ποτίζω τις δαμιάνες και τα άλλα φυτά που δε θυμάμαι πώς τα είπε αλλά φαίνονται διψασμένα. Ανοίγω ένα παράθυρο. Παίρνω ένα βιβλίο από το έπιπλο της τηλεόρασης που μοιάζει παιδικό. Είναι για τα φαρόπλοια της Βόρειας Θάλασσας, από το μαγαζί του μουσείου. Κάθομαι στην πέτσινη πολυθρόνα και ξεφυλλίζω. Έχει συννεφιά αλλά το σπίτι είναι ζεστό. Σκέφτομαι τα παλούκια που έχουν καταπιεί οι συνάδερφοί μου στο νοσοκομείο και μετά σκέφτομαι το Βάουν σε αντιπαραβολή. Ίσως να είμαι η αλεπού και να το κάνω γι'αυτοπαρηγορία, ίσως και να είναι αλήθεια: έκανα καριέρα στο να είμαι παραταίρι. Όταν έμπαινα στη σχολή φανταζόμουν πως θα γινόμουν κάποιος σαν τον Τσέχωφ, αλλά οι εποχές έχουν αλλάξει, κι εγώ δεν ακολούθησα ποτέ. Ένα ηλίθιο απολίθωμα. Αυτά τα χρόνια γίνεσαι γιάπης ή λαντζέρης με καθαρό γιακά, και έγινα λαντζέρης, ήταν πιο κοντά στο πρότυπο που είχα μικρός. Τώρα ακρίβυνα για λαντζέρης και βρήκαν πιο φτηνούς. Η πρόταση ήταν να αναλάβω τα βαριά περιστατικά της πνευμονολογικής που είναι απελπιστικά υποστελεχωμένη, και η απάντησή μου ήταν όχι. Δεν έχεις την πολυτέλεια να είσαι τόσο επιλεκτικός, είπε ο διευθυντής. -Έχω την πολυτέλεια να φύγω. -Αν είναι έτσι, τότε ναι. Δε θα σε κρατήσω με το ζόρι.

-

Ο Βάουν με βρήκε με τη μούρη μες στα χέρια να λιβανίζω το δίσκο με το κίτρινο ρύζι του Φιλιππινέζου, δίπλα στο ξεχασμένο χειριστήριο του πλέηστέησον 3 στην τραπεζαρία, δεν τον πήρα είδηση ώσπου ένα κολλώδες χέρι μου τράβηξε τον αγκώνα, ετοιμάστηκα να βρίσω αλλά τον είδα ειλικρινά ανήσυχο. Είσαι καλά; -Καλά. -Προβλήματα στο σπίτι; -Όχι, με το νοσοκομείο. -Τι; Μήνυση; -Δε μου ανανεώνουν το συμβόλαιο. -Και τι; Τι έχει το 21 μέσα 21 έξω; Αφού τον περισσότερο καιρό χασομεράς και πληρώνεσαι. -Αλήθεια είναι. -Εγώ να σου πω, σε προτιμώ από το Νορβηγό. Μας πρήζει το παπάρι κάθε φορά. Όταν ο Χ.Α. έκοψε το δάχτυλο τον έστειλε πίσω. -Για ένα δάχτυλο; -Δε μπορούσε να το ράψει, είπε. Ήταν λεπτό χειρουργείο. Ο Γ. τον ρώτησε πώς έγινε και ο Χ.Α. πηγαίνει απέναντι για το δάχτυλο, ενώ όταν ο Χ.Π. έκοψε το δικό του, τον κράτησες εδώ. -Τι είπε; -Πως έχετε διαφορετική προσέγγιση. -Εντάξει, καλός είσαι για παρηγορητής. -Θέλω να έρθω απέναντι να τους χέσω. Θέλω να τους χέσω όλους. Από τότε που χώρισα, θέλω να χέσω όποιον γνωρίζω. -Γι'αυτό κυκλοφοράνε χεσμένοι οι μαθητευόμενοί σου; -Ναι, αυτούς τους χέζω με ειδική αφιέρωση. Με χτύπησε στην πλάτη πατ-πατ. Φάγαμε παρέα, πολιτισμένοι, και δεν ξανάβαλα τη μούρη μες στα χέρια.

Την Κυριακή πριν φύγω με βρήκε στη μεσοκαμπίνα. Μπήκε από την πόρτα του μηχανοστασίου λερωμένος και ιδρωμένος σαν ανθρακορύχος. Είχε το 8/8, ήταν πάνω στην αλλαγή, και θα έχανε τη νύχτα ταινίας (Τρανσπόρτερ 2). Στην πλατφόρμα πολλοί δουλεύουν μια βδομάδα 12 ώρες πρωί, μια μέρα 8 και 8 με κενό 8 ανάμεσα και μετά μια βδομάδα 12 ώρες βράδυ και ούτω καθεξής.  Μου είπε για το φεγγίτη στο υπόγειο που μπάζει. Μου είπε για τη δαμιάνα και τα άλλα φυτά που δε θυμάμαι πώς τα είπε. Μου είπε πως έχει γυμναστήριο στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα. Τον κοίταξα καχύποπτα. Με λυπόταν τόσο, ώστε να θέλει να μου αναθέσει εργοθεραπεία; Με έβλεπε χωρίς πονηριά. Απλά με έβλεπε - δεν έμοιαζε να με λυπάται. Μου έβαλε την κλειδαρμαθιά στη χούφτα. Ήταν τόσο ιδρωμένος που η υγρασία του ιδρώτα του ακτινοβολούσε στα εκτεθειμένα μέρη μου όταν με πλησίασε. 

-

Like a suicide king with a knife in his crown

Το διατρητικό κρύο που φέρνουν τα δάχτυλα του θανάτου όταν μου πιάνει τον ώμο με πονάει σύγκορμο σαν στιγμιαίος νευρόπονος, είναι μέρος της ιεροτελεστίας, είναι βήμα του χορού: είμαι εδώ, ένα χνώτο στη σκιά σου. Είμαι εδώ για να σε πειθαρχώ. Ο Θεός βρήκε σκληρό λουρί και το πέρασε σαν λάσσο. Όταν φτάσει να το τσιτώσει ώσπου να μου κόψει τον αέρα, μου θυμίζει ποιος είναι τ'αφεντικό, με την τολμηρή λαβή του, ευλογία και κατάρα να σπρώχνω και να τραβώ τη βάρκα του Βαρκάρη απ'την όχθη, επαγγελματικό προνόμιο.

-

Ο Θεός δεν είναι εδώ για μένα, γιατί είμαι άπιστος. Η λίμνη με το νερό από υδράργυρο έμοιαζε αβαθής και μ'έπιασε κορόιδο. Δεν ξέρω αν υπάρχει βυθός. Αν υπάρχει, δεν ξέρω αν θα προλάβω να τον φτάσω. Ο λαιμός μου φέρει την υπογραφή της διαστροφής. Η λίμνη με το νερό από υδράργυρο με έπαιξε σαν πιόνι. Ο θάνατος μου πιάνει τον ώμο και με κόβει όπως το καλό τσεκούρι στο ικανό χέρι κόβει το κούτσουρο, σαν βούτυρο, σαν αφράτο παχύ ψάρι.

-

Η θηλιά και το σκοινί, ο φόβος της αμαρτίας, το κυνήγι της ευτυχίας, ο πυρετός του χρυσού, μεταναστευτικά πουλιά, και από κάτω ευέλπιδες σωτήρες γλιστράνε στα κεριά του εσκολάρ. Αν μπορούσα μόνο να γλυτώσω από αυτό το σκοτάδι που γεμίζει τους βολβούς μου αντί υαλοειδούς, ίσως να έβλεπα την άκρη της κλωστής και το μάτι της βελόνας, ίσως να έβρισκα την πίστη. Αλλά πνίγομαι στο αίμα μου, δεν πνίγομαι επειδή μου λείπει ο αέρας.

-

Όπερ και το σωστό. Η ασφυξία είναι πικρή για τιμωρία και δε μ'εξυπηρετεί. Θέλω τις καρωτίδες μου να είναι ψίθυρος και τις σφαγίτιδες κλειστές. Θέλω να πέσω στα γόνατα. Είμαι άπιστος αλλά αφοσιωμένος. Θέλω να προσευχηθώ. Όχι στο Θεό. Ο Θεός δεν είναι εδώ. Θέλω να προσευχηθώ σε σένα.

-



I was poison
heart full of canines, head full of voices
whole life trying to quiet 'em down
like a suicide king with a knife in his crown
hounds at bay, but they just won't stay
true friendship in a tugboat way

I Bavitz

The end of amnesty

what humiliated me / as I relived my death in that room without sunrise / wasn’t my desire for light / but my desire for more darkness.

P Tran

Something about falling say
the barometric pressure or a knife out
of a hand

and something about rising say
moon, sun, the shadow of
Saturn

a grain of death with each
grain of salt, a journey across
and back

but for the man overboard,
the drowned man
nothing is preparation enough.

30 + 6. Β'

   Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς... κάθε πρωί στο δρόμο για το νοσοκομείο το παιδάκι έλεγε την προσευχή στο ράδιο και εκείνη ήταν η ώρα που σκεφτόμουν την Ο., η ώρα της προσευχής. Δυο λεπτά μετά ξεκινούσαν τα Πρωινά του Τρίτου, και ο κόσμος προχωρούσε. Αυτό ήταν τότε.

    Θέλω να βρεθούμε. Μένω στο Κάμπινν από τις 28 ως τις 31.
    Η πόλη είναι ακατάλληλη για την Ο. Έχω ζήσει σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και δε μπορώ να σκεφτώ πόλη λιγότερο κατάλληλη γι'αυτήν. Είναι μια πόλη νεόκοπη χτισμένη τελεολογικά στα μέσα του 1800 για να λειτουργήσει ως λιμάνι της δυτικής ακτής που λόγω γεωγραφίας και τεχνικών δυσκολιών δεν προσφερόταν ιστορικά. Είναι ένα γκρίζος λεκές στο χάρτη με πληθυσμό χαμηλής μόρφωσης που απασχολείται επί το πλείστον στη βαριά βιομηχανία και τη ναυτιλία. Όταν πρωτοήρθα εδώ, ο Ρούνε μου είπε: Καλωσήρθες στην κωλότρυπα της Δανίας. Και είχε δίκιο.
    Το Κάμπινν είναι ένα κωλοχανείο κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Το προτιμάνε οι δουλοπάροικοι των οφφσόρ. Πάντα στέκονται δυο τρεις αποπροσανατολισμένοι Πολωνοί έξω από την κύρια είσοδο, καπνίζοντας και ψάχνοντας ταρίφα ή μαρκέτα. Είναι στο δρόμο με τα κωλόμπαρα και τις παμπ, εκεί που τα χαράματα η άσφαλτος είναι σπαρμένη κάτουρα και φύσιγγες υποξειδίου του αζώτου.
    Τη σκέφτομαι όπως την είδα τελευταία φορά το '17, με τα φροντισμένα στιλπνά μαλλιά της, τα κομψά ρούχα της άλλης εποχής, τα κομψά της ποδαράκια μέσα στα τακούνια με τη μπαρέττα, να στέκεται έξω από την κύρια είσοδο του Κάμπινν, στο χιλιοφτυμένο και ξερασμένο πλακόστρωτο, δίπλα στους Πολωνούς γκαστάρμπαιτερ που γαμάνε Ταϋλανδέζες πουτάνες στα υπόγεια των μονοκατοικιών λίγο έξω απ'το κέντρο, τη σκέφτομαι και μου γυρίζει το στομάχι.
    Ξέρω πως είναι κακή ιδέα, όχι τόσο για μένα, αλλά γι'αυτήν. Θέλω να της γράψω να μην κάνει βλακείες και να γυρίσει στην Άλτονα αμέσως. Κάθομαι στο άδειο τμήμα με την ψωραλέα γιορτινή διακόσμηση, έχω το κινητό στο χέρι και το σκέφτομαι. Ναι, μου φαίνεται αξιοπρεπής επιλογή. Lass den Quatsch. Geh nach Hause. Για μια στιγμή περνιέμαι για ώριμος και υπεράνω. Αλλά δεν ήρθε ως εδώ για να μου πει πως έχω δίκιο. -Tue es nur ja nicht. Bitte. 

    Της έκλεισα ραντεβού στη Βασίλισσα Λουίζε. Ήταν το μόνο μέρος ανάπαυλας απ'την παρακμή που μπόρεσα να σκεφτώ. Φεύγω από τη δουλειά αργοπορημένος. Όταν φτάνω περιμένει στην πλατεία. Φυσάει έντεκα μποφόρια. Tαχτοποιεί νευρικά τα μαλλιά της. Λέω δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από τότε που ήμασταν εικοσάρηδες. Την ήξερα καλά, αλλά δεν την ξέρω πια.
    Με βλέπει με το ίδιο βλέμμα που με είδε όταν γνωριστήκαμε, με κάποια προσδοκία, συστολή και φόβο μαζί. Νόμιζα πως ήταν στρατηγική (ανάθεμα, ίσως να είναι στρατηγική) για να πατήσει πάνω σ'αυτήν την αντρική πιθηκένια δίψα για επιβεβαίωση, πως ναι, εμπνέεις αυτά που πρέπει να εμπνέει ένας σωστός άντρας. Δεν αισθάνομαι καμιά επιβεβαίωση. Με προκαλεί όπως με προκαλούσε τότε, αλλά τώρα μπορώ να το κρατήσω μυστικό. Παρότι το βλέμμα αυτό έχει τώρα από κάτω του τα εφτά χρόνια εκείνης της περίεργης συμπόρευσής μας, και τα έξι χρόνια που ακολούθησαν, δε μοιάζει να έχει αλλάξει.
    Δε μπορώ να καπνίσω μέσα στη Βασίλισσα Λουίζε και μου κοστίζει. Παίρνω μια σόδα. Παίρνει ένα Ρίσλινγκ.
    -Was nun?
   Μου δίνει ένα δεματάκι. 
    -Für dich. Alles Gute. 
   -Also, danke. 

    Με ρωτάει για το ατύχημα (το έμαθε από τον Μ.), για τη δουλειά, αν έχω ακόμα το ίδιο αμάξι, με ρωτάει αν έχω αγοράσει σπίτι. Ζητάει να δει φωτογραφίες από την καμπίνα, από το εφημερείο, από το διαμέρισμα. Μου λέει για την ίδια της: αγόρασε το διαμέρισμα στην Άλτονα που νοίκιαζε από τη μάνα της. Δουλεύει ημιαπασχόληση στο μουσείο στην αλέα Μαξ Μπράουερ. -Κοντά στο παλιό νεκροταφείο; -Ναι. Η αδερφή της παντρεύτηκε κάποιον είκοσι χρόνια μεγαλύτερο από το Ντούισμπουργκ, έμεινε έγκυος, απέβαλε και χώρισε. Οι γονείς της μετέτρεψαν τον ξενώνα τους σε ερμπιμπί. -Ποιος τους βοηθάει με το διαδίκτυο; -Η μαμά πήγε σε επιμορφωτικό σεμινάριο για επιχειρηματίες και τα κάνει μόνη της. 
    Τελοσπάντων μετά την ψιλή κουβέντα και τη γενική ενημέρωση, μου δίνει το χέρι. Ήταν κάτι που έκανε τότε: έτεινε το χεράκι της με χάρη, για να το φιλήσω θεατρικά και μετά να το κρατήσω. Το αφήνω μετέωρο, βγάζω τον καπνό, ανοίγω το κουτί και μυρίζω. Κρύβει τα χέρια της κάτω από το τραπέζι και κάνει σαν να μη συνέβη τίποτα. Κοιτάζω το κουτί του καπνού, και συνεχίζω να το κοιτάζω ως το τέλος:
    -Συνεχίζω να πιστεύω πως πρέπει να πας σπίτι.
    -Θα πάω στις 31 όπως είναι προγραμματισμένο. Έχω πληρώσει το ξενοδοχείο.
    -Τι θέλεις;
    -Θέλω την άλλη μεριά.
    -Ποια είναι η άλλη μεριά;
    -Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως είσαι παντρεμένος.
    -Κι όμως.
    -Είχες πει πως ο γάμος είναι ηλίθιος.
    -Είναι.
    -Αλλά τώρα είσαι παντρεμένος;
    -Ναι.
    -Τώρα ο γάμος δεν είναι ηλίθιος;
    -Είναι.
    -Τότε γιατί είσαι παντρεμένος; Αφού δεν έχετε παιδιά. Θέλετε να κάνετε παιδιά;
    Γελάω. 
    -Γιατί δεν απαντάς; Θέλετε να κάνετε παιδιά; Έχεις αλλάξει δηλαδή;
    -Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Και άγαλμα να ήμουν θα είχα αλλάξει. Κι εσύ έχεις αλλάξει.
    -Πώς έχω αλλάξει; Θέλετε να κάνετε παιδιά;
    -Όχι, δε θέλουμε να κάνουμε παιδιά.
    -Πώς έχω αλλάξει;
    -Δεν ξέρω.
    -Δεν είσαι περίεργος να μάθεις;
    -Όχι. 
    -Γιατί;
    -Γιατί δε θέλω.
    -Δε μ'αγάπησες ποτέ;
    -Δε νομίζεις πως πρέπει να πας σπίτι; Δε σου προσφέρει τίποτα αυτό που κάνεις.
   -Δεν έχεις αλλάξει. Κι ας λες στον ίδιο σου πως έχεις. Ο τόνος σου είναι ίδιος. Η έκφρασή σου είναι ίδια. Πάντα έτσι ήσουν. Με πατρονάριζες. Μου εξηγούσες τα πάντα σαν να ήμουν απλή στο μυαλό. Μου έδινες εντολές. Μου απευθυνόσουν σαν σε παιδί, όπως τώρα.
    -Ωραίες αρετές, άξιζαν το ταξίδι.
    -Αυτό θέλω. Αυτό μου αρέσει.
    -Εντάξει, αυτό μπορείς να το βρεις εύκολα. Μπες σε ένα μπαρ, πιάσε τον πρώτο κρετίνο-
    -Έχω κάνει έξι σχέσεις από τότε που χωρίσαμε. Πώς σου φαίνεται αυτό; Έχω πάει με οχτώ άντρες από τότε που με άφησες. Πώς σου φαίνεται; 
    -Μου φαίνεται ΟΚ.
    -Δοκίμασα και το φετλάηφ.
    Γελάω.
    -Δε μπορώ να βρω κάποιον που να με κάνει να νιώθω όπως εσύ.
   -Βρες κάποιον που να σε κάνει να νιώθεις κάτι καινούριο. Η σχέση μας δεν ήταν και τόσο καλή έτσι κι αλλιώς.
    -Ήταν καλή για μένα!
   -Καλή; Πήγαινε πίσω στο χρόνο και ρώτα τη νεαρότερη έκδοσή σου, που έπαιρνε τηλέφωνο και έκλαιγε από την άλλη άκρη της Ευρώπης. Έκλαιγες και έκλαιγες. Τι ήταν καλό για σένα;
    -Ένιωθα ασφαλής,
    Γελάω πάλι.
    -Με εκείνη την παράνοια;
    -Ένιωθα ασφαλής όταν ήμασταν μαζί.
    -Επειδή ένιωθες ανασφαλής όλες τις άλλες ώρες.
    -Πάλι το ίδιο κάνεις. Δεν ξέρεις πόσο θεραπευτικό είναι αυτό για μένα.
    -Σκέφτηκες να κάνεις ψυχοθεραπεία;
    -Κάνω ψυχοθεραπεία.
    -Αν συμφωνήσατε πως ήταν καλή ιδέα να έρθεις να με βρεις, τότε να αλλάξεις ψυχοθεραπευτή.
    -Με συμβούλεψε να σου γράψω ένα γράμμα και μετά να το σκίσω.
    Δε μιλάμε για λίγο. Έχω ανακαλύψει μια περιοχή στον καπνό που μοιάζει με κεφάλι σκύλου. Στη μια μεριά του κουτιού είναι ένα σημείο που μοιάζει με παντελόνι. Προσπαθώ να σκεφτώ, αλλά η αμηχανία μου είναι κινούμενη άμμος. Το παίρνω απόφαση, σηκώνω το βλέμμα. Η όψη της ανασταίνει κάτι μέσα μου που είναι σαν κόλλα.
    -Πάω να πληρώσω και θα φύγω. Θα πας στο ξενοδοχείο σου, θα κάνεις καμιά βόλτα... να πας να φας στο ΣΒ... α, όχι, θα είναι κλειστό για γιορτές. Τελοσπάντων, θα γυρίσεις σπίτι όπως έχεις κανονίσει. Θα αφήσεις πίσω σου αυτή τη χαζομάρα. Εντάξει;
    -Γιατί νομίζεις πως ήρθα εδώ;
    -Δεν ξέρω.
    -Θέλεις να μείνεις μαζί μου ώσπου να φύγω;
    -Όχι.
    -Φοβάσαι πως θα την απατήσεις;
    -Όχι.
    -Θα με πάρεις αγκαλιά;
    -Όχι.
    -Γιατί;
    -Φεύγω τώρα. Να προσέχεις.
     -Περίμενε... Γιατί δεν έρχεσαι για μια δυο μέρες στο Αμβούργο καμιά φορά; Να μείνεις σε μένα.
    -Δεν έχω δουλειά στο Αμβούργο.
    -Σε έχω δει. Σε είδα τον Οκτώβρη στο Πορτουγκίζενφίρτελ.
Γελάω πάλι-πάλι αλλά ακούγεται περισσότερο σαν διαμαρτυρία.    
    -Να πάρει, είναι μικρός ο κόσμος, ε;
   -Πού μένεις όταν έρχεσαι; Έλα και μείνε σε μένα. Να με πας βόλτα στο Ζκτ. Πάουλι μια νύχτα. Να βγούμε για φαγητό στο Τασκίνια Γκαλέγο. Να πάμε στο εβραϊκό νεκροταφείο την άνοιξη. Να πάμε στο βοτανικό...
    Κλαίει. Δεν είναι και έκπληξη. Αλλά εγώ είμαι μηχανή. Την παίρνω αγκαλιά, σφίγγω το κεφάλι της στο στήθος μου, αφήνεται στα χέρια μου, ξέρω ακριβώς τι εννοεί, ξέρω ποια πείνα κατευνάζω, ξέρω τι της λείπει. Με χαϊδεύει στο λαιμό. Ίσως και να ξέρει πως δεν είμαι μηχανή.
    
    Στο δρόμο της επιστροφής οδηγώ με τα φώτα σβηστά μες στο σκοτάδι, ώσπου ένας γέρος στο φανάρι της Στράντμπυγκάδε κατεβάζει το παράθυρο και μου φωνάζει θα με γράψουν. Όταν φτάνω σπίτι, κάθομαι μέσα στο αμάξι σε βραχυκύκλωμα: θυμάμαι τη ζεστή φθινοπωρινή νύχτα πριν εκατό χρόνια που πήγαμε στο διαμέρισμα στην Άλτονα και την πήδηξα σκαιά σαν άγριος, ξεγελασμένος από εκείνο τον τρόπο που είχε να παραδίνεται και να υποχωρεί, έτσι γοητευτικά της πήρα την παρθενιά χωρίς να το ξέρω. Μετά με κοιτούσε φοβισμένα, λες και θα τη χτυπούσα. -Τι; τη ρώτησα κάνα δυο φορές, είπε Ε, αφού ξέρεις. Δεν το είχα ξανακάνει., και με άδειασε από στομάχι. Φυσικά, ηλίθιε. -Γιατί στην ευχή δεν είπες τίποτα; -Αφού φαινόταν, τι να πω; Φαινόταν αλλά εγώ ήμουν στραβός. Σίγουρα πιο στραβός από όσο νόμιζε. Ο εσταυρωμένος πάνω από το προσκεφάλι με έκαιγε στο κούτελο. Όταν την πήρα αγκαλιά είχε ένα μακάριο ύφος, και με έλεγε τρυφερά mein netter schlimmer Finger ("το ευγενικό καθίκι"), το παρατσούκλι που της άρεσε τόσο, που έφτασε να με συστήνει έτσι. Το χέρι του Θεού που μας έφερε τον έναν απέναντι στον άλλο ήταν χέρι γεμάτο τερτίπι.
      Όταν σε είδα, ήταν σαν να έβαλα το πρόσωπό μου σε μια λεκάνη με κρύο νερό.
      Όταν την είδα ήταν αργά: με είχε ήδη ερωτευτεί.
      Η τρυφερότητα που μου έδειχνε με έστελνε πάντα πίσω στην πατρίδα.
    Μια ακριβής σύνοψη του Άμρουμ, η μειλίχια γοητεία του τόπου, ομαλή, χωρίς κοφτερές πλαγιές, χωρίς εναλλαγές, χωρίς κρυφές γωνίες. Κάποιος που ψάχνει στρείδια στα παλιρροϊκά πεδία προχωρά πάνω στη λάσπη και η λάσπη υποχωρεί. Η ζαχαρένια άμμος του Κνίπζαντ, ελαφριά σαν πνεύμα, φεύγει με τον αέρα και η γη μοιάζει ν'αχνίζει. Η ιδανική γυναίκα από τα βάθη της ιστορίας, η γη, πέφτει στα χέρια ενός κοινού άντρα, του χωρικού: αυτή θα του δωθεί, κι αυτός θα πάρει και θα πάρει ώσπου να μείνει μια πληγή. Όταν ο άντρας σταθεί να αναλογιστεί το έργο των χεριών του, θα γνωρίσει τον πόνο του λιμού. Την άνοιξη που θα'ρθει, η γη θ'ανθίσει, και οι μαργαρίτες θα φυτρώνουνε μέσα απ'τους κόγχους του κρανίου του. 


Τη Χαμένη στα Όνειρά της την έκλεψα από έναν αληθινό ευγενή
την κουβάλησα απ'τα πλακόστρωτα πέρα προς το δέλτα του Έλμπε
στα σκέλια της πατρίδας

το μαλακό νερό της βροχής ποτίζει τις καστανιές
στ'ακρορρίζια το χώμα γίνεται άμμος
και εκεί αρχίζει η ακτή

που φεύγει λίγη λίγη με κάθε πλυμμηρίδα.

----

Wir sind nichts, bis wir jemandem wichtig werden.

----

მამაო, ჩვენო, რომელიცა ხარ ცათა შინა!
მუხლმოდრეკილი, ლმობიერი ვდგევარ შენ წინა:
არცა სიმდიდრის, არც დიდების თხოვნა არ მინდა,
არ მინდა, ამით შეურაცხ-ვჰყო მე ლოცვა წმინდა...
არამედ მწყურს მე განმინათლდეს ცით ჩემი სული,
შენგან ნამცნების სიყვარულით აღმენთოს გული,
რომ მტერთათვისაც, რომელთ თუნდა გულს ლახვარი მკრან,
გთხოვდე: ”შეუნდე, - არ იციან, ღმერთო, რას იქმან!”

К стопам твоим припав, о боже правый,
Я ни богатства не прошу, ни славы,
Святой молитвы осквернить не смею…
Но, благодатью осенен твоею,
К тебе прибегну я с мольбой иною:
Врагов, что нож заносят надо мною,
Прости и не ввергай в кромешный ад,—
Они не знают, что они творят!

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς!
Ταπεινός γονατίζω ενώπιον Σου:
δε ζητώ πλούτη ούτε δόξα,
μ'αυτά δε θα ατιμώσω την ιερή μου προσευχή...
Μόνο θα ζητήσω η ψυχή μου να φωτιστεί από τους ουρανούς
και η καρδιά μου να ακτινοβολήσει την αγάπη Σου 
και για τους εχθρούς ακόμα που μου τρυπάνε την καρδιά, 
Σου ζητώ: "συγχώρεσέ τους, Κύριε, γιατί δεν ξέρουνε τι κάνουν!" 

Ilia Chavchavadze


Unterlage: Friedrich von Amerlings "In Träumen versunken", 1835.
Überlagerung: O. wahrscheinlich in Zarrentin am Schaalsee.



Heft mit Frederik de Wits "Planisphærium cœleste", 1670.