"Σαμψών και Δαλιδά ένα γλυκό βράδυ"
❦
Ο κόσμος είναι κωλότρυπα όπως λες. Δε σου κάνει εντύπωση πως συνέβη να είμαστε στο ίδιο μέρος την ίδια εποχή. Δε θυμάμαι την πρώτη την αρχέγονη φορά, ήμασταν μικρά παιδιά, σε είχα δει και με είχες δει και είχαμε παίξει μαζί επειδή μας είχαν πει. Ξέρω όμως ακριβώς πότε την άρπαξα: εκείνη την Καθαρά Δευτέρα στο Σταυρό. Ηρωίδα απ'τα βιβλία του Βερν που διάβαζα σε επανάληψη, αλλά στ'αλήθεια εκεί έξω. Ενάμιση χρόνο αργότερα στην ταράτσα της Αντριάνας κάτω απ'την Όλγας, εβραίικο τραπέζι, ουέβος αμινάδος, παέγια και μπορέκας και τέτοια γραφικά. Μόλις είχα κατέβει τότε για μόνιμα (δηλ. άνω του τριμήνου), ούτε δεκαοχτώ, ντροπή στην προφορά, αίφνης ξένος και όχι τόσο εξωτικός, και απ'τη μια άκρη στην άλλη του τραπεζιού οι ματάρες σου με πιάνανε στα πράσα, ήσουνα δεκατεσσάρων, ένα κακοκουρεμένο ισχνό παιδί. Ο πατέρας σου τα έτσουζε με τον πατέρα του Ιάκωβου. Όταν σουρούπωσε με πήρες να δω τα ποντίκια στον Πύργο, ένα πραγματικό αξιοθέατο κατά τη γνώμη σου. Η μάνα σου έδωσε την άδεια με αυστηρό συνοφρύωμα και μου είπε να την προσέχεις, είναι ατίθαση. Τα ποντίκια ήταν όντως εκεί, τρέχανε σαν βολίδες γύρω απ'τον Πύργο ανάμεσα στα δέντρα, ήταν πριν το παπαγεωργοπουλίστικο λίφτινγκ. Με τραβολογούσες να μου δείξεις τις ποντικότρυπες, έχωνες το χεράκι μέσα και έπαιρνες ύφος εξερευνητή, είχε φοβερή ζέστη. Η ήβη άργησε να με βρει και όταν τελικά με βρήκε με χτύπησε σαν νταλίκα. Αλλά τότε ήμουν εκεί στις παρυφές, με λίγο διαφανές γενάκι, ξυρισμένος γουλί, η ενηλικίωση καιροφυλακτούσε.
Κάτι είχε αρχίσει να στραβώνει πριν κατέβω, ήρθε και η μετανάστα καταλύτης. Η γκαρσονιέρα στην Άνω Πόλη δε χωρούσε το μπουρδέλο στο κεφάλι μου. Οι νύχτες τραβούσανε πολύ, ήμουν σπάνιο εύρημα στα εργαστήρια, το κρεβάτι δε μ'άφηνε να φύγω, αμόνι στο στήθος και όλα τα χρώματα εξαφανισμένα απ'τον κόσμο. Κοντά σ'αυτά με κυνηγούσε και μια αίσθηση καθήκοντος, πως έπρεπε να ζήσω, ενώ στα κρυφά με κατέτρωγε η αντίθετη παρόρμηση. Φαντασιωνόμουν το θάνατό μου διεξοδικά, ξανά και ξανά, τελειοποιώντας το σχέδιο. Έχασα την παρθενιά μου με την πρώτη Όλγα, την Πολωνέζα, στο δωμάτιο της εστίας της στο Βερολίνο, κι αυτή τη δικιά της μαζί μου. Το αψύ χαλί σλαβικού τύπου μου συνέκαψε τα γόνατα. Σταματήσαμε όχι επειδή είχαμε χύσει, αλλά επειδή είχε προλάβει να γίνει μονότονο. Ήμουν απορημένος, αυτό ήταν λοιπόν; Κατάλαβα γιατί περιστρέφονται όλα γύρω απ'το γαμήσι, ως εκεί τους κόβει τους μαλάκες, τι περίμενα; Η πρώτη Όλγα είχε περάσει λευχαιμία παιδί και είχε κάτι δραματικά εύθραυστο, σαν ολόσωμη αόρατη ουλή. Σπούδαζε τότε βιοχημεία. Πέταξε πολλά λεφτά για να κατεβαίνει να με βλέπει και πάλι πίσω για κάτι ισχνά Σαββατοκύριακα. Μου έδωσε μια γεύση από το τι είναι διατεθειμένη να κάνει μια γυναίκα για σένα αν σε πάρει με καλό μάτι. Έπειτα έμπλεξε με έναν Γεωργιανό που ο πατέρας της απεχθανόταν επειδή ήταν Γεωργιανός. Διέσχιζε πέρα δώθε τη Λευκορωσία σ'εκείνα τα τραίνα που ήταν γεμάτα κλέφτες και πρεζόνια για να πηγαίνει να τον βρίσκει στην Αγία Πετρούπολη, και μου'στελνε και μου'λεγε αν δε σου γράψω σε τρεις ώρες πάρε την αστυνομία. Τώρα είναι νευρολόγος, παντρεμένη με Πολωνό φυσιοθεραπευτή.
Το να βρίσκεις γκόμενες ήταν πιο εύκολο απ'όσο είχα φανταστεί, και αυτές που έβρισκα έμοιαζαν να θέλουν να κάνουν τα πάντα για μένα, αλλά τίποτα από τα πάντα τους δε φαινόταν να βρίσκει στόχο. Ο κόσμος έλιωνε και γλιστρούσε απ'τη βάση του σαν αποτυχημένη τούρτα, και στο τραπέζι έμενε ένα κακοφορισμένο παντεσπάνι. Το σκάτωμα επιταχύνθηκε όταν με βρήκε η Ε., που τότε ήδη πλεύριζε τα τριάντα. Η Ε. είδε την ευκαιρία να με μοδιστρώσει στα μέτρα της. Πληρούσα κάποιο φετιχιστικό κριτήριο, αν και δεν έμαθα ποτέ ποιο ακριβώς από τη λίστα. Με προσπάθησε υπομονετικά, επέμεινε, αποδεχόταν την απροθυμία μου με ανωτερότητα και τελικά σκέφτηκα, τι έχω να χάσω, ας τη δοκιμάσω κι αυτήν. Όμως η Ε. ήταν πειραγμένη και αποδείχτηκε κωλέ επιρροή. Ήταν αιματηρή η μάχη καθώς εμπέδωνα πως ο κόσμος δεν είναι και πολύ της προκοπής. Η Ε. πίστευε πως θα με καπετάνευε. Θα γινόμουν ο ιδανικός άντρας. Αντ'αυτού εξόρυξε μεθοδικά από εντός μου ένα κακό σκυλί σαν εκείνα που τα εκτελούν στου μπόγια. Δε λέω πως ήταν δικό της το φταίξιμο, η σκαρτιά υπήρχε, αλλά ίσως και να γλύτωνα αν δεν είχα διασταυρωθεί μαζί της. Αρπαζόμουν με αγνώστους για μυγοχέσματα, πιανόμουνα στα χέρια με όποιον έβρισκα εύκαιρο, κατέστρεφα ό,τι μπορούσα όπως μπορούσα, έπαιζα χαρτάκι αρειμανίως, χτυπούσα την Ε., την τρομοκρατούσα, την κεράτωνα εκδικητικά, και κατόπιν τη Μ., τη Γ. και τη δεύτερη Όλγα, βάλτωσα στη Σχολή, στα μαχαίρια με τους ευλαβείς καθηγητές και τα τσιράκια τους, σε ευθεία ρήξη με το θεουσισμό του κλάδου, οι κόντρες κερασμένες από μένα, δεν άντεχα να τους βλέπω, κι αυτοί δε δίναν μία για τον κοκκινοτρίχη με την προφορά, όλα σάπια, όλα μονόπαντα, εγώ ενάντια στον κόσμο, κι ο κόσμος να μ'έχει γραμμένο στ'αρχίδια του, και ν'αγωνίζομαι ν'αποδείξω ο Θεός ξέρει τι σε ποιον, τι μπουρδέλο. Η Ε. με απειλούσε καμιά δε θα σ'αγαπήσει όπως εγώ και προσπαθούσε να πουληθεί για περισσότερο χρυσό απ'όσο ζύγιζε, μια τεχνική που με προκαλούσε όπως τον ταύρο η μουλέτα και οδηγούσε σε θεατρικές εντάσεις. Γελούσα σαν φρενοβλαβής και της την άστραφτα. Είχα αμετακίνητες απόψεις. Κανένα μουνί δε θα με τούμπαρε. Πόσο μάλλον μ'εκβιασμούς. Λάδι στη φωτιά, το γελοίο κουκλοθέατρο. Ένα ζεστό χάραμα έσπασα ένα μπυρομπούκαλο δίπλα απ'το κεφάλι της στο ντουβάρι έξω από τον Κόκκινο Φούρνο, και κάποιος με φανέλα Ηρακλή και φεμινιστικές ιδέες μπήκε στη μέση να με συνετίσει, καταλήξαμε να παίζουμε ξύλο δίπλα στους κάδους και η Ε. έκλαιγε. Γουδιαζόμουν στο γυμναστήριο λες και μου δίναν μεροκάματο για να είμαι ετοιμοπόλεμος. Η φκιάξη δεν αλλάζει, ήμουν ανέκαθεν φυματική φυσιογνωμία. Αλλά με όπλιζε η τρέλα και μου ήταν όλα ίσωμα. Η Ε. μου έλεγε πως προτιμούσε ευαίσθητους μελαχροινούς γκοθάδες με άρβυλα και τη σκαμπίλιζα και με συγκρατούσα κοπιωδώς να μην της σπάσω τα δόντια. Είχα μια βρώμα πάνω μου που δεν ξεκολλούσε ποτέ, παρά το ενδελεχές πλύσιμο και την εξονυχιστική υγιεινή. Εσύ μου ανέβαζες χασικλίδικα στο slsk και μου έγραφες, μου έγραφες και μάλιστα ορθογραφημένα, αυτό κι αν ήταν υπέρβαση, για την Ιερισσό, τα σταφύλια, τις βουτιές, τον καθηγητή φυσικής που δεν πίστευε στο δαρβινισμό και τα μαξιλαράκια από τρίχες που είχε στα δάχτυλα, την υδροθεραπεία που φαντασιωνόταν ο πατέρας σου να εγκαταστήσει στο γιατρείο για να κουράρει τους εργάτες της γης, τα τεράστια αρχίδια του Πεπίτο, τον ευνουχισμό του και τη γαλοπούλα που του έκοψε κομμάτι από το αυτί, [...] ιστορίες που έρχονταν από ένα μέρος που παλλόταν με χρώματα, έναν άλλο κόσμο, ένα καταφύγιο, μια μακρινή μουσική πίσω από την παράφωνη βαβούρα, κάτι που εκείνο το πυρετώδες παρόν δεν είχε ακουμπήσει.
Πέρασες Θεσσαλονίκη, εγώ άρχιζα το τέταρτο έτος. Εκείνο το παιδί από εκείνο το απόγευμα στης Αντριάνας ήταν σαν να το είχε περάσει ο Μασριέρα με σμάλτο, αν και χρονίως κακοκουρεμένο. Μ'επισκέφτηκες στην Άνω Πόλη. Με πλήρωσες με τη σοφία που σου είχα πουλήσει τρία χρόνια πριν, που με είχες ρωτήσει γιατί πήγαινα από τη μια στην άλλη σαν κυνηγημένος, και η εξήγηση ήταν τώρα που είμαι φοιτητής είναι ώρα να γαμήσω. Ανακοίνωσες με ένα εξυπνακίστικο χαμόγελο, λες και δε θα θυμόμουν, Τώρα είμαι φοιτήτρια, είναι ώρα να γαμήσω. Με ρώτησες αν θα σου έκανα την εξυπηρέτηση, για να είναι σαν η πρώτη σου φορά να μην υπήρξε. Το έβλεπες σαν κάτι που έπρεπε να διευθετηθεί υπηρεσιακά, το έβλεπες σαν ήττα. Δεν ήθελες να κάνεις σε κανέναν τη χάρη. Μαζί μου δε θα μετρούσε. Το είχες σκεφτεί, ήταν υποτίθεται καταστρωμένο. Με τρομοκράτησε η ιδέα. Γιατί δε θα μετρήσει; -Γιατί είσαι μέρος της διακόσμησης. Μοιάζεις με γιο αγρότη απ'το Λύμπεκ (περιφρονητικά). Με πόνεσες γιατί ήξερα ακριβώς τι εννοούσες, και μύριζε γουρουνοσβουνιές και υγρασία. Πού μυαλό να σκεφτώ πως όλα αυτά ήταν περικοκλάδες και την είχες ήδη πατημένη. Το στόμα ραμμένο και το κεφάλι ψηλά, δεν είμαστε τίποτα αιμομίχτες, ανήκουστη συμμόρφωση να πας με το ρεύμα, και σίγουρα δε θα πήγαινα με εβραία, ακριβώς επειδή έτσι τον παίζει η κοινότητα, έτσι είπα στον ίδιο μου, για να μην πω πως δεν τολμούσα. -Καλύτερα να βρεις κάποιον άβγαλτο, για να είστε πάτσι. Ήταν λογική πρόταση, είσαι λογικό παιδί. Έκανες έτσι ακριβώς, και πήγες με τον Γ. που τον είχε δεκαοχτώ πόντους. Ένα μήνα μετά έκλαιγε γοερά στην πυλωτή της πολυκατοικίας σου στις Σαράντα Εκκλησιές επειδή δεν τον ήθελες για σχέση. Μου το αφηγήθηκες με βαθιά επικρισία για την αδυναμία του, έκλαιγε σαν μαθητριούλα, γνήσια κόρη ενός σκληροπυρηνικού επαρχιώτη κνίτη: οι άντρες δεν κλαίνε.
Ένα μικρό κορμί και μέσα του τα άσπρα μαύρα του βυθού, πηγαίνατε με τον πατέρα της Μαργκερίτ στο Αγγελοχώρι για γυαλιστερές και σου έλεγα θα πάθεις ωτίτιδα από τα βρωμόνερα, μου έλεγες Δεν είναι όλοι αρρωστιάρηδες σαν εσένα. Κάτι πρωινά που σου έκλεινα το μάτι έξω από το κυλικείο της Σχολής και μου έκανες κωλοδάχτυλο, και κάτι βράδια που με συναντούσες μεταμορφωμένη με τα νύχια δέκα σταγόνες αίμα, εκείνο το φουστάνι με το δέσιμο στη μέση, τα μαλλιά σου αισίως μακριά, Για πες αγορίνα, ξέρει η σνωμπαρία σου από Γκίμπσον; στην κόντρα με τη δεύτερη Όλγα, στην κόντρα με όλες αλλά ποτέ ακριβώς στα σοβαρά για να μην εκτεθούμε κιόλας, ε; -Δε νομίζω, δεν παίζει μουσική. -Όχι κιθάρες χαζοβιόλη, κότσο Γκίμπσον. Ξέρει; -Θα τη ρωτήσω και δεν τη ρώτησα ποτέ. Καθόμασταν στην κάτω άκρη των αρχαίων στη Γούναρη και έπινα ζεστή σόδα και περίμενα πώς και πώς που ερχόταν η Μαργκερίτ να σε πάρει, γιατί φεύγοντας έκανες πως μου'δινες φιλί και μου δάγκωνες τα χείλια. Σ'έπιανα απ'τη μέση και την κύκλωνα με τα χέρια μου, ξυπνούσε το πιθήκι εντός μου, ένιωθα τεράστιος και προστατευτικός, και όταν τόλμησα να σε φανταστώ δικιά μου, λες και το διάβασες, με ρώτησες στεγνά αν σου'παιρνα τα μέτρα για την κάσα.
Στην Άνω Πόλη κοιμόσουν με τη μούρη στη μασχάλη μου και το χέρι μου γινότανε γαλότσα. Το πρωί σηκωνόσουν στα μουλωχτά χωρίς να καταλάβω. Με έβγαζε απ'το κώμα η κλάψα του Περπινιάδη και έκανε τα τζάμια να τρίζουν, τι στην ευχή, η πρώτη μου σκέψη, μετά με έβρισκε η μυρωδιά του καφέ, έβλεπα αδρά το εσπρεσσόμπρικο στην εστία, και προσανατολιζόμουν: Ακόμα εδώ είσαι; Τι θα πει ο Κώστας; και ερχόσουν ντουπ ντουπ ντουπ από την άλλη άκρη και χωνόσουν πάλι στη μασχάλη και με κορόιδευες Τι τα πει ο Κόcτας τι τα πει ο Κόcτας! και μετά πολύ σοβαρά Ο Κώστας δε θα πει, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Ο Κώστας κοιμήθηκε αρκετά, αλλά όπως ήταν φυσικό, μια μέρα ξύπνησε, ίσως από την κλάψα του Περπινιάδη όπως εγώ, ίσως από αυτά που του είπε ένα πουλάκι που μας πέτυχε έξω από το Βακούρα, δε θυμάμαι τι ταινία είχαμε δει, οπότε σίγουρα δεν άξιζε το τραμπούκο που έφαγα πάνω στα πλακόστρωτα μετά τη διχάλα του Ιγγλίς, γιατί αυτό το θυμάμαι με μεγάλη λεπτομέρεια, όπως και τη σκληρή σπίθα στη μούρη σου ενώ μου έλεγες Όποιος έχει τα γένεια έχει και τα χτένια. Οι άντρες λυγάνε τη μέση τους ανάποδα για σένα, κι εσύ παρατηρείς με μάτια μισόκλειστα, σαν χοντρό αιλουροειδές στο απόγειο του μεσημεριού. Τα λόγια της μάνας σου διφορούμενα, εντολή ή προειδοποίηση, να την προσέχεις, είναι ατίθαση.
Έμενα πίσω απ'τα κάστρα, απέναντι η γριά με το γέρο γιο της αναγκαζόταν να με βλέπει σε διάφορες βακχικές ιεροτελεστίες. Τα έκανα όλα όπως δεν έπρεπε γιατί έτσι πίστευα πως έπρεπε, μήπως και ξορκίσω εκείνη την επίμονη σκοτεινή παρόρμηση. Ήμουν επώδυνα μόνος όταν δεν ήσουν εκεί, πανουκλιασμένος από τη νοσταλγία για το νησί, τον Μπέρτι, τις μέρες που δε μπέρδευα τις γλώσσες, ήσουν αυτό που έκανε τη Σαλονίκη φιλόξενη, γιατί στην πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή πόλη για το γιο του αγρότη από το Λύμπεκ. Έχανα βάρος, λαχάνιαζα στις ανηφόρες, κουβαλούσα μια καρδιά που φτεροκοπούσε, από το κυνηγητό, σκεφτόμουν, ώσπου ένα απόγευμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι εκεί στην Άνω Πόλη έκανα να σηκωθώ και δε μου'φτανε ο αέρας. Κρίση πανικού, το σκέφτηκα και γέλασα, αλλά δεν υπήρχε κανένας πανικός, μόνο ένα βουϊτό. Ανέκαθεν επιβραδυνόμουν όταν τα πράγματα ζόριζαν, ατού των μονοπολικών, γιατί ξαφνικά τούμπα; Τα σφυρά μου ήταν πρησμένα σαν άψητα καρβέλια. Αυτό δεν ήταν πανικός, ήταν κάποια άλλη αηδία. Έμεινα εκεί ώσπου νύχτωσε και χτύπησε το σταθερό, που καθόταν πάνω στο γραφείο και σύρθηκα σαν ξεφτιλοπουρό για να το απαντήσω. Όταν ξεμένω από κουράγιο επιστρέφω πάντα στα γερμανικά, mir geht's nicht wohl. -Θες να'ρθώ; Δε θυμάμαι καθόλου τι απάντησα, αλλά θυμάμαι που δεν τολμούσα να πω ναι. Πρώτα η ψυχή και μετά το χούι. Κοιμόμουν και ξυπνούσα. Με συνέφεραν τα δροσερά χέρια σου στο λαιμό μου, είχες έρθει με τον πατέρα σου, στεκόσασταν και οι δυο μέσα στο μικρό διαμέρισμα, ήμουν άρρωστος αλλά ανακουφισμένος. Στο Ιπποκράτειο με κράτησαν στην καρδιολογική μονάδα τέσσερεις μέρες, κι έπειτα δίπλα σε κάτι κοιλαράδες εμφραγματίες στον κοινό θάλαμο άλλες έξι. Ερχόσουν στο επισκεπτήριο κάθε μέρα, μου τραβούσες τη γενειάδα και μου έλεγες το ίδιο ανέκδοτο: -Γιατρέ, πριν μπούμε χειρουργείο δεν είχες γενειάδα. / Δεν είμαι ο γιατρός, είμαι ο Άγιος Πέτρος.
Στην ορκομωσία μου έφερες μια εικοσάλιτρη νταμιτζάνα τσίπουρο άνευ που την έσυρες στο πάρκινγκ από το Πολυτεχνείο -Αφού δεν πίνω τσίπουρο. -Είναι αλληγορία, καταλαβαίνεις; Το τσίπουρο που δε γουστάρεις είναι η ιατρική. Την πήρα στη θέση του συνοδηγού στο δρόμο για το σπίτι στα δυτικά και ερχόσουν και σερβιριζόσουν όποτε σου έκανε κέφι και γινόσουν γκωλ. Δεν είχες κι άδικο, λίγα πράγματα μου φέρνουν ξερατό, το τσίπουρο και η ιατρική είναι πρώτα στη λίστα. Η δεύτερη Όλγα σε γνώρισε τότε, στην ορκομωσία. Ήσουν πολύ ευγενική, το ίδιο κι εκείνη, αλλά της ήταν ένα ακόμα πλήγμα καπάκι στην απόσταση, την καρκίνιαζε εκείνη η υποψία πως ήμουν άπιστος, νόμιζε πως με τον Μπέρτι πηγαίναμε μπουρδελότσαρκες και βγαίναμε να βρίσκουμε πρόθυμες γκόμενες, το δεχόταν ως γεγονός επειδή Jungen sind eben Jungen. Στην πραγματικότητα τη βρίσκαμε μεταξύ μας, και κανείς από τους δυο δεν πλήρωνε για να γαμήσει. Δε μπορούσε να σκεφτεί αλλιώς. Είχε την υποψία πως σε πηδούσα, και χρειάστηκε πολλές φορές να την ηρεμήσω ενώ έκλαιγε στη σκέψη αυτών που έκανα μαζί σου στη φαντασία της. Η διαδικασία με διάβρωνε. Κοντά στις άλλες περιστασιακές περιπέτειες που δεν περνούσαν καν από το νου της, στην περίεργη ιδέα που είχε για μένα ως der nette schlimme Finger και τις εικασίες της που πάντα έμοιαζαν να είναι κατ'εφαπτομένη στην αλήθεια, αισθανόταν προδομένη. Αναρωτιόμουν πόσο θα την παρηγορούσε αν επιβεβαιωνόταν ο φόβος της πως πηδούσα λίγο πολύ ό,τι μπορούσα (αλλά όχι εσένα). Τη βρωμιά που κολλάνε οι θρησκείες στη σάρκα δεν την εντόπισα ποτέ, λες και υπάρχει κάτι άλλο. Αλλά αυτή είναι η επικρατούσα άποψη.
Με μισούσα επίμονα που ήμουν παπουτσωμένο ζώο αντί για σκαρπινάτος επιστήμων, και σ'αγαπούσα επίμονα για τον ίδιο ακριβώς λόγο, που ήσουν συμφιλιωμένη με την εξουσία του κρέατος και εκεί τέλειωνε το θέμα. Λίγο μετά την ορκωμοσία μου, στο καινούριο διαμέρισμα, στο μπάνιο με τα ροδοκόκκινα πλακάκια με τις γαλάζιες λεπτομέρειες, επιστρέφοντας μετά από εφημερία, χειρουργεία και έξοδο, βραχνιασμένος και βρώμικος, σε βρήκα στα γόνατα στη μπανιέρα να κρατιέσαι από το χείλος και να αιμορραγείς σαν αναποδογυρισμένο θήραμα. Το αίμα δε με είχε φοβίσει ποτέ, το έπιανα, το έβλεπα, το μύριζα, το λουζόμουνα στη δουλειά. Αλλά εκείνη τη φορά επισκίασε τα πάντα, ενα ξαφνικό μονοπώλιο, δεν άκουγα τίποτα παρά τον ήχο του αίματος, δε μύριζα τίποτα παρά τη σιδερίλα. Στάθηκα σαν άγαλμα παρακολουθώντας τις βιαστικές σταγόνες να εναλάσσονται με χορδές σαν κώδικας Μορς, το αίμα σου: πώς στην ευχή το είχες κρύψει από μένα τόσο καιρό; Ξεκόλλησα τα δάχτυλά σου από την ιδρωμένη πορσελάνη, στηρίχτηκες στο χέρι μου. Γνήσια κόρη ενός σκληροπυρηνικού επαρχιώτη κνίτη, οι γυναικείες αδυναμίες είναι να είναι μυστικές. Κάθε μήνα επαναλαμβανόταν η ίδια βασανιστική παράσταση, και κανείς δεν έπρεπε να ξέρει.
Τον επόμενο χρόνο η μάνα σου διαγνώστηκε με μελάνωμα, σε έξη μήνες μεταστάσεις παντού. Ο πατέρας σου παρέλυσε από τη δυστυχία και ο υποκλινικός αλκοολισμός του εκκολάφθηκε. Ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ο αδερφός σου με φωνή που έτρεμε, και από μέσα άκουγα τον πατέρα σου να παροτρύνει και να παρηγορεί την ασθενή. Απ'το Δερβένι έριχνε βροχή σεντόνια, στο δρόμο δεν ήμουν παρών, βγήκα πρώτα κατά λάθος στο Βαγιοχώρι προς Ασκό. Όταν έφτασα κόντευε μεσάνυχτα, σας βρήκα όλους εκεί, γύρω απ'το κρεβάτι των γονιών, η μάνα σου καθιστή με τα σκεπάσματα στα πόδια, να κοιτάει το κενό για λίγο και μετά να γέρνει προς τα πίσω, μετά πάλι εμπρός και στο κενό, το κεφάλι της με τα άλλοτε χρυσόγκριζα μαλλιά γουλί. Ο πατέρας σου της στήριζε την πλάτη. Ανακοίνωσα αυτό που σίγουρα ήξερε κι αυτός, πως η μάνα σου ήταν σε status. Είπα πως θα έπαιρνα τηλέφωνο την κλινική στη Σαλονίκη που έκανα σκλαβοεφημερίες στο πλάι, για να μπει για να της δώσουν κορτιζόνες ε/φ, εγκεφαλικό οίδημα από εγκεφαλικές μέτα. Στεκόσουν δίπλα στο παράθυρο με μια υποψία ανησυχίας στο βλέμμα, αυτό ήταν όλο. Πήγα στο μπάνιο, στάθηκα πάνω απ'το νεροχύτη για λίγο, βγήκα και έκανα το τηλεφώνημα, στείλανε ασθενοφόρο και την πήρανε. Πέθανε το πρωί. Ήρθες Εύοσμο και καθίσαμε στον μικρό καρώ καναπέ, δίπλα στα παπούτσια. Είδες πως η άκρη του μανικιού μου ήταν μαδημένη. Μ'έβαλες να ξεντυθώ, ανέσυρες τα ραφτικά και καταπιάστηκες να τη φτιάξεις. Ούτε κουβέντα, ούτε δάκρυ. Στην κηδεία δε βγήκα απ'τ'αυτοκίνητο. Πέρασες από δίπλα μαζί με κάτι συγχωριανούς σου, χτύπησες το τζάμι τοκ τοκ και με είπες χέστη. Με έβαζες να κοιμάμαι απ'την έξω μεριά για να έχεις την πλάτη στο ντουβάρι. Η μάνα σου ερχόταν τα βράδια φιγούρα από σκοτάδι με κοφτερά δόντια και μας έβλεπε. Με ξυπνούσε που έτρεμες, τα μάτια ορθάνοιχτα χωρίς να βλεφαρίζουν. Σε αγκάλιαζα και μου μάτωνες τους ώμους. Το πρωί δεν είχε γίνει τίποτα. Έφευγες για κλινικές, έφευγα για δουλειά, ο Ελβετός σου σε έβλεπε όπως πριν, με το λατρινέ χιούμωρ και την περιπαιχτική σιγουριά, και έλεγε πως ήσουν από ατσάλι. Σταδιακά η φιγούρα πήρε κανονική μορφή και έγινε η μάνα σου όπως την ήξερες. Ερχόταν χαμογελαστή. Το πένθος έφτασε στον προορισμό του εντός του εξαμήνου, σχήμα κύκλου.
Σκοποβολή απ'το παράθυρό σου στο κοτέτσι του γείτονα, τα άλογα, τα ψαροντούφεκα χειμώνα καλοκαίρι, τα σκυλιά, το χορτοκοπτικό ώμου και το ταξιτζίδικο ηλιοφίλημα, τα σκονισμένα σιχτιράκια, Σιλκάτ και βελονάκι, ένα μικρό κορμί και μέσα του μια επαρχία ως τον κώλο του ορίζοντα, ένα μικρό κορμί και μέσα του ο κόσμος. Ήμασταν στο Σταυρό, ήταν Μάιος, ήμουν φρεσκολουσμένος και βούρτσιζα τα μαλλιά που έσπαγαν σαν πετονιές. Ρε. Όχι έτσι. Τα καταστρέφεις. Αυτό το Ρε. το λες πάντα όταν τα πράγματα είναι σοβαρά, και τα μαλλιά μου είναι πολύ σοβαρό ζήτημα στο δικό σου σύνταγμα. Ανέλαβες το έργο, σταδιακά τα χέρια σου ήρθαν πιο κοντά στο κεφάλι μου και για την αίσθηση εκείνη έχω γράψει και ξαναγράψει (ως και στο μαλακοβιβλίο μου) χωρίς να μπορώ ποτέ να τη χωρέσω, με καύλωσε σαν να είχε χυθεί δηλητήριο από κεντρική φλεβική γραμμή. Τα μαλλιά μου ήταν ανέκαθεν όπως οι γαλάζιοι αρχιδόσακοι των μαϊμούδων, ερωτικό ατού, χωρίς εξαιρέσεις. Κάτι είπες λοιπόν για τα μαλλιά μου, κάτι κωμικό μ'εκείνη τη διακριτική χωριατοπροφορά της κοιλάδας της Ρεντίνας, τα μαλλιά σου είναι πολύ όμορφα, ή μια παρόμοια κλισεδιά που δεν ανακαλώ, εφευρετική στα αναθέματα αλλά σε τίποτε άλλο που έχει να κάνει με λέξεις, η ισορροπία μεταξύ μας, τα χέρια σου στους ώμους μου, μια κατακλυσμιαία λύσσα. Έχυσες όταν μέτρησα δεκαοχτώ, μετρούσα για να μην εκτεθώ. Δε θα έχυνα μαζί σου, από πείσμα και από κάτι άλλο λιγότερο ευτελές. Το έβρισκα ιερόσυλο, πόσο μάλλον να πάρω το ρίσκο να σου προκαλέσω κάτι τόσο αρρωστημένο όπως το να σε γκαστρώσω. Δεν το έπαιρνες προσωπικά. Μας είχες όλους απομυθοποιημένους. -Γιατί δε χύνεις; Εμένα μου αρκεί η παρουσία σου και η ψωλή σου να είναι σηκωμένη. -Έχεις πολύ χαμηλά στάνταρ. -Είσαι καλός εραστής. -Δεν είναι και φοβερό κοπλιμάν, όταν το λες εσύ. -Αυτό είναι αλήθεια.
Έφευγα για τη δουλειά στο Χούζουμ και με αποχαιρέτησες στο Λοξία που του είχες μια περίεργη συμπάθεια ενώ ήσουν παραταίρι εκεί μέσα, αλλά εκείνη τη φορά ήσουν πειστική για πραγματική κυρία που θα κουβέντιαζε ποίηση και μπούρδες, όπως λες. Κάθισες απέναντί μου στο τραπεζάκι δίπλα στην κουζίνα, κράτησες μια καθωσπρέπει απόσταση ώσπου τέλειωσα το τσάι μου και μετά είπες Τι δείχνεις τόσο θλιμμένος; Δεν τελείωσε κι ο κόσμος. Γυναίκα από πέτρα, τέτοιο θράσος, κι εγώ έσκυψα πάνω από την άδεια κούπα για να στεγνώσουν οι επιπεφυκότες πριν στάξει κανένα δάκρυ και γίνω ρεντίκολο.
Αντί να με σκληραγωγούνε τα φευγιά, γίνονταν ολοένα και πιο επώδυνα, οι παραφυάδες χώνονταν όλο και πιο βαθειά, μια μαλακισμένη έμπνευση, όπως ο διηθητικός πλακούντας και η μήτρα. Μου έλειπε το θάρρος να σε φρενάρω, δεν είχα κανένα δικαίωμα, τα ήθελα όλα δικά μου, εσύ είχες πλάνο σαν τον Ήγκον Όλσεν, έμπαινες χειρουργεία του κώλου συστηματικά, κι αν σε ρωτούσε κανείς τι ειδικότητα θες να κάνεις, απαντούσες φυσικά Γιατρός του κώλου. Τότε είχα τις επιφυλάξεις μου, πως το ήθελες μόνο γιατί σε διασκέδαζε η ιδέα, ήταν κλασσικό αστείο, τώρα έχει αποκαλυφθεί ο αναμενόμενος εθισμός σου στην εξουσία. Όταν ετοιμαζόμουν για το Μπέργκεν, είπες στον πατέρα σου πως θες να δοκιμάσεις κι εσύ τις πλατφόρμες, και σου είπε Δεν είναι πράγματα για γυναίκες αυτά, πες της κι εσύ. Και είπα, οι πλατφόρμες είναι καλά, ο πιο επικίνδυνος κλάδος είναι η αλιεία. Όταν έγινε αυτή η κουβέντα καθόμασταν στο σαλόνι σας στο Σταυρό, πίναμε κρασί απ'τα αμπέλια του πατέρα σου που μύριζε βούτυρο και έβαφε τη γλώσσα μαβιά, και το γκριζαρισμένο μουστάκι του πατέρα σου ήταν κι αυτό βυσσινί στις άκρες. Έβαλες τον Α. Κ. από την κοινότητα στην Αθήνα να πει έναν καλό λόγο στη Μ. Σ. στη Βαρκελώνη για να ξηγηθεί κάνα μεταπτυχιακάκι, και στο επόμενο πλάνο ήσουν στα σωστικά της ISM και ο πατέρας σου έτρωγε τη γλώσσα του. Σταμάτα να την υποδαυλίζεις, σε ανταγωνίζεται, με είχε επιπλήξει. Ήταν άδικος, η γνώμη μου ήταν πως αυτό το εγχείρημα για σένα ήταν χάσιμο χρόνου, αφού η θέση σου είναι στους ημιωρόφους, και δε σ'την είχα κρατήσει κρυφή. Μας είχες γραμμένους. Ο πατέρας σου είναι ιστορικά χοντροκέφαλος όπως εσύ. Είχατε τα προβλήματά σας, είχε το κνίτικο σενάριό του για το πώς όφειλε να παιχτεί η ζωή σου, κι εσύ είχες άλλες ιδέες, κνίτικες φυσικά και αυτές, αλλά όχι τις δικές του. Αν δε βάλει κόντρα η γυναίκα, δεν κάνουμε τίποτα, αυτή είναι η άποψή σου.
Γυναίκα από πέτρα, μειδίαμα και πρόσω ολοταχώς, λες και δουλεύεις τον κόσμο ολόκληρο ψιλό γαζί και κανείς δεν παίρνει πρέφα. Κατέβαινες Κέρκυρα να μ'επισκευτείς κι επισκεπτόσουν κι εκείνον το χλωμό Κερκυραίο με τα μαύρα μαλλιά με το μανίκι ταττουάζ δίπλα στο φαρμακείο. Καθόμουν στο πεζούλι στην πάροδο Μπιζάρου, ο Κερκυραίος στεκόταν στο κατώι του μαγαζιού του ακριβώς απέναντι και τον έβλεπα. Δεν είχε ιδέα, σε περίμενε πώς και πώς. Ξεφύτρωνες από πίσω, από την Αγ. Αποστόλων, με τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου στο χέρι, τον έπαιρνες αγκαλιά και τα κλειδιά μου κρέμονταν πάνω από τον ώμο του. Ώσπου ένα απόγευμα ανέβηκες από τη Νικηφόρου Θεοτόκη, σε είδα στη λάθος μεριά, και ο Κερκυραίος στεκόταν στο κατώι του ως συνήθως μες στην προσμονή, κάθισες δίπλα μου, ζήτησες φωτιά. -Σε περιμένει, δε θα πας; -Όχι, αυτό ήταν. Βαρέθηκα.
Γυναίκα από πέτρα, τ'αρχίδια μου τα δυο, στο Φάνο πλάνταξες στο κλάμα πάνω στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Το είχες δει να έρχεται, αλλά η ροπαλιά σ'έπιασε εξαπίνης. Σε πρόλαβα, κι αν δεν ήμουν τόσο θλιβερός θα ήμουν θριαμβευτικός. -Du musst mi nich weer kom'n. Όταν ξεμένω από κουράγιο επιστρέφω πάντα στα γερμανικά… Γέλασες στην αρχή, η δυσπιστία σου κράτησε μια στιγμή, και μετά φυσικά οργή. -Ε, ναι. Αρκετά με σένα. Αρκετά μ'αυτήν την ιστορία. Αν δεν ήσουν τόσο εγωιστής θα έμενες κάτω. -Αν δεν ήσουν τόσο εγωίστρια θα ερχόσουν εδώ. -Γιατί να κάνω εγώ το σκόντο; Δε γαμιέσαι, δεν αξίζεις τον κόπο. Καθόμουν στην κουνιστή καρέκλα απ'το ΙΚΕΑ με την πίπα στο στόμα και σε φανταζόμουν να πεθαίνεις, ήταν το απόγειο της δυστυχίας μου. Το πρόβλημα ήταν και ακατονόμαστο και ανεπίλυτο. Το να μείνω κάτω είχε αποδειχτεί πέρα από τις δυνάμεις μου, δεν έβρισκα το δρόμο στο δάσος με τα δόντια, το στόμα του λύκου της Μεσογείου ήταν πολύ σκοτεινό, δε θα έπαυα ποτέ να είμαι ξένος μ'αυτήν την ηλίθια αδιόρθωτη προφορά, δε θα πήγαινα πολύ μακριά. Για μένα ήταν ξεφτίλα, για σένα ήταν όντως σκόντο. Ήξερα πως η κοιλάδα της Ρεντίνας είναι για σένα ό,τι το Watten για μένα, εσύ και το ΕΣΥ ήσασταν σαν το χέρι και το γάντι. Θεωρούσες πως είχα επιστρέψει από καθαρή προτίμηση, επειδή δε χώνευες τη σκέψη πως είχα όρια δραματικά κοντύτερα από τα δικά σου. Θα επιβίωνες όπου κι αν σε πετούσαν, και σε ένα εξάμηνο θα γαμούσες όποιον σου'κανε κέφι, αλλά δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο από το αναθεματισμένο σκόντο. Έμενα με τον Μπέρτι τότε που είχε φρεσκοκακοχωρίσει, και μας δούλευε που περνούσαμε ώρες κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στα μάτια, λες και προπονούμασταν για φεστιβάλ υπνωτισμού. Δεν υπήρχε τίποτα τρυφερό στα μάτια σου εκείνες τις μέρες, με μισούσες όσο ποτέ κανέναν πριν. Έβλεπες τη φωτογραφία μου με την Όλγα στο ψυγείο και στράβωνες το στόμα σαν τον Ταϋλανδέζο σεφ όταν ο Γκόρντον Ράμσεϋ έφτιαξε παπάρι παντ τάι. Ο Σ. ήθελε να σε κάνει δικιά του. Είχε όλες τις προδιαγραφές. Ήθελα να τον σκοτώσω. Ο πατέρας του τον έμπασε στη μπίζνα με τους Βούλγαρους με βιτρίνα το μαγαζί με τις αλυσίδες και κάνανε σοβαρά λεφτά. Βίλα στην Πυλαία και ένα μεγάλο πατρικό στη Μεγάλη Παναγιά, ένα θράσος που κονταροχτυπιόταν με το δικό σου, παπούτσι απ'τον τόπο σου, τι άλλο; Φαρσί ελληνικά, Πόρσε περίπτερο, Ρόλεξ και σόλο ουησκάκι τα βράδια, τουλάχιστον Μακάλλαν. Ξέρω, ξέρω, η Μεγάλη Παναγιά είναι Χαλκιδική, ο Σταυρός Θεσσαλονίκη... αλλά το χώμα τους είναι ίδιο. Το χώμα είναι ίδιο! Ο Σ. ήταν κνίτης, εύρωστος και η πούτσα του βαρούσε προσοχή, χυδαία μου μικρή. Επιπλέον, παρ'ό,τι καστανός, είχε κοκκινωπή γενειάδα.
Ελευθέρωσα τη δεύτερη Όλγα από τον αρχίδη με τον οποίο χαραμιζόταν κι ετοιμάστηκα για κάποια καταστροφή που ξεκινούσε από το στόμα σου: Δεν κάνω σκόντο για κανέναν πούστη. Μόλις ανέβω στο τραίνο θα έχω ξεχάσει πώς σε λένε, αλλά στ'αλήθεια ξεκινούσε από εντός μου. Αν με ζουλούσα από 'δω κι από 'κει κι έκοβα απ'αλλού ίσως και να χωρούσα στο γαμωκάλουπο το προτεσταντικό, το ενάρετο, το στάνταρ, και ίσως και να έπαιρνα μια γεύση απ'τη γαμωευτυχία την προτεσταντική, την ενάρετη, τη στάνταρ. Στο σταθμό όλο το βάρος της τσιμεντένιας αποβάθρας είχε κωλοκάτσει στο στήθος μου. Τα δάκρυα ποτάμια, τόσα δάκρυα, έλεγα θα γίνεις σαν αφυδατωμένη πατάτα, και γελούσες κλαίγοντας, και δεν καταλάβαινα γιατί στην ευχή έκλαιγες αφού το'χες έτσι έτοιμο να με ξεγράψεις, Μόλις ανέβω στο τραίνο θα πεθάνεις. Σταθήκαμε εκεί με τον Μπέρτι ώσπου το τραίνο εξαφανίστηκε. Και ήρθε εκείνο το καλοκαίρι που με ξεφτίλισε, δεν έβλεπα πού πήγαινα απ'τη λάσπη, το νησί δε μου έδινε εκείνη την αλλοτινή δύναμη, η μιζέρια μου ξεγυμνώθηκε εντελώς, αλλά ο Μπέρτι ήταν εκεί, και με πέρασε ηρωικά απέναντι.
Από εκείνη την τράκα έπρεπε κάπως να αναρρώσω, αφού δεν τα είχα τινάξει, ο μύλος γυρνούσε ακόμα. Σε ένα μεταχειρισμενάδικο δοκίμαζα ένα οργανάκι Φαρφίσα, και εκεί γνώρισα τη Σάννε, που δούλευε στα παζάρια κι έπειτα έγινε σκουπιδιάρα. Μετακόμισα σ'ένα διαμέρισα στο κέντρο μαζί της, αποφάσισα να γίνω σωστός, όπως συνηθίζεται στην περιοχή, να μην είμαι εγώ, ο πουτανιάρης, να είμαι μονάχα για τη Σάννε, να φορέσω τη στολή του αφομοιωμένου, να τη γαμάω ιεραποστολικά και να τη φιλάω πάνω πάνω στα χείλη (χωρίς γλώσσα). Πέρασα ένα διάστημα ασυνήθιστης ορθοδοξίας, μετρημένος και σεβαστός, σχεδόν το πίστεψα. Έβαλα τον Α. στον πάγο, μια σπάνια πράξη αυτοπειθαρχίας, μια πράξη αυτοκαταστροφής, δε θα στραβοπερπατούσα με τη Σάννε, θα ήμουν τύπος και υπογραμμός, χωρίς ψεγάδι, κι αν το δούλευα αρκετά θα άλλαζα πετσί και όλα τα περασμένα θα εξατμίζονταν. Μιλήσαμε μια φορά στο τηλέφωνο χαράματα ενώ εφημερεύαμε κι οι δυο, επειδή με είδες σε όνειρο να τρώω με τη μάνα σου ενώ κοιμόσουνα στο εφημερείο και ξύπνησες σίγουρη πως είχα πεθάνει, δεν είχα πεθάνει, θυμόσουν ακόμα πώς με λένε, και μετά κλισεδιές, Θα χαρώ να σε δω όταν κατέβεις. Γιατί όχι, σκέφτηκα, τώρα ήμουν νοικοκυρεμένος με τη Σάννε και ήσουν ταχτοποιημένη με τον Σ. και τη μυτερή γενειάδα του, τίποτα σκοτεινό. Σε επισκεφτήκαμε μια νύχτα εσωτερικής εφημερίας. Από τη στάση ως απάνω πρόλαβα κι ανέβασα καμιά εκατονπενηνταριά σφύξεις παρά τους βήτα αναστολείς που με κρατάνε με χημική μέγγενη στις πενήντα. Δεν ήταν για καλό, το ήξερα, ήταν βρωμοδουλειά. Μόλις σε είδα οι βιβλικές διαστάσεις του σφάλματός μου φανερώθηκαν σαν άγγελος με τα χιλιάδες μάτια του. Πώς στην ευχή δε μπορούσα να σου φιλήσω τα βλέφαρα, πώς στην ευχή δεν ήσουν δική μου, πώς στην ευχή θα έφευγα από εκεί; Αισθανόμουν καλά, δε θα με έπαιρνε από κάτω. Μόλις σε είδα ήξερα πως είχες μετανιώσει. Δράση αντίδραση, μικρή. Για να βάλεις κόντρα, πρέπει να σπρώξω. Και δεν έσπρωξα καθόλου. Έκανα το φάντασμα με μνησικακία. Όπως έστρωσες έτσι θα κοιμηθείς. Ο κάζουαλ χειρουργός που έχει κόψει την ηπατική πάνω σε χολή ρουτίνας και κάνει πως όλα πάνε όπως τα ευλόγησε ο Θεός, είχα εμπειρία, γιατί αυτή τη μαλακία την είχα όντως διαπράξει όταν ξεκινούσα. Πιο πολύ με έκαψε η πικρία στη μούρη σου παρά το ό,τι άλλο. Ντούκου, μικρή μου καριόλα. Όταν βγήκαμε απ'το νοσοκομείο με έζωσε μια φοβερή απελπισία. Αλλά έκανα ντούκου, σωστός άντρας, χωρίς καμιά αδυναμία, σύμφωνα με το πρότυπό σου.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς με πήρες πάλι τηλέφωνο, με πέτυχες στην ανηφόρα απ'το πορθμείο. Ακούγονταν απροσδιόριστα ρεμπέτικα στο παρασκήνιο. Σαν κύμα στην ακτή η ανάμνηση μ'έριξε κάτω με το στόμα στην άμμο. Η καθαρή φωνή, οι σταγόνες της Ρεντίνας σε κάθε συλλαβή, το χωριατάκι απ'το Σταυρό, η μικρή μεγάλη αγάπη της ζωής μου. Θα πεις κάνα καλό λόγο στον Τ. Κ.; Ανεβαίνω για πρόβα στο πανεπιστημιακό. Και στο 'κλεισα. Όχι, δεν υπήρχε περιθώριο για τέτοιες ανοησίες. Τα πράγματα με τον Σ. προχωρούσαν, ο πατέρας σου και το κόμμα τον ενέκριναν, δεν ήταν σαν μπερδεμένη πετονιά, ναι, υπέπεσα και στο καραγκιοζιλίκι να συγκριθώ, ήταν καλύτερη ντήλια από μένα. Έπιασα τον Τ. Κ. στο μικρό γραφειάκι στο ισόγειο και επιβεβαίωσε τη συμφωνία σας, αλλά μ'επιφύλαξη, γιατί πολλοί σπρώχνονται για τα κωλάντερα και ανησύχησε μήπως ήθελα κι εγώ να χωθώ και είχα πάει να παραπονεθώ που δεν πήρε ενδονοσοκομειακό. Του είπα πως εισάγει μοδίστρα της κωλότρυπας, γέλασε, δεν ήξερε αν τον δούλευα ή όχι, εγώ πάντως το είπα με όση περιφρόνηση μπορούσα να χωρέσω στις λέξεις.
Στο Γιέλλερουπ σε ένα πνιγηρά ζεστό δωμάτιο του ισογείου ένα βράδυ βγαλμένο από γερμανικό παραμύθι μου τα είπες όλα, λυτρώνοντάς με από τη δοκιμασία της σιωπής. Σε ίδρωσε τόσο η εξομολόγηση που είχαν λιμνάσει τα σεντόνια. Καθόσουν με τα βυζιά έξω γυρισμένη προς το παράθυρο που έβλεπε στον κήπο κι εγώ έβλεπα την πλάτη σου με τις κομψές κοψιές, το σβερκάκι τσίτα, κι όλα αυτά για μια ιστορία αγάπης δυο ηλιθίων. Στο κοινόχρηστο μπάνιο, ξυπόλητος στο κοινόχρηστο πατάκι κόντρα σε κάθε ταλαίπωρη αρχή μου, δίπλα σε αναμμένες πετσέτες ξένων, σου ζήτησα να με παντρευτείς, όπως στις αμερικανιές αλλά χωρίς ρούχα. Η πριγκίπισσα, σωστά εκπαιδευμένη στα κρυφά του Άνω Σταυρού, δεν έχασε στιγμή. Με χαστούκισες με ένα Γιατί; Πήρα ένα λεπτό να το σκεφτώ, ήταν καλή ερώτηση. Δεν υπήρχε στ'αλήθεια λόγος, θα ήταν μια γραφειοκρατική ταλαιπωρία, και ακριβώς γι'αυτό μου είχε φανεί ξαφνικά επιτακτική η σκέψη, σαν απόδειξη πως θα έκανα για σένα κάτι που δε θα έκανα ποτέ, ακόμα και κάτι τόσο εξευτελιστικό όπως να υποστώ το εθιμοτυπικό μιας σκατιάρας σύμβασης ενός σκατιάρη κόσμου. Όχι, γάμα το: ήταν η ύστατη προσπάθεια ενός απελπισμένου, όντως δεν υπήρχε περιθώριο για να παίξω άλλη γύρα. -Για τη φάση. (ακριβέστερα, ja τι φάcι). Ο ιππότης χωρίς πανοπλία είναι ένας ακόμα χωρικός. Δεν έπαψα ποτέ να είμαι ο γιος του αγρότη απ'το Λύμπεκ, τσαλακωμένος απ'τα F32 επί F32, τα φάρμακα, τις μεταναστεύσεις, τα ελεεινά ωράρια, τη δεσποτική σάρκα και την αυτοκαταστροφή, αλλά ο ίδιος κάτω απ'όλα, λοξός όπως όλοι οι νησιώτες. Και στο κουκούτσι της επαρχιωτίλας μου η σιωπή. Παραδοχή αδυναμίας, όχι απόδειξη ισχύος. Εσύ εκεί στη φάρμα με τα άλογα στη μέση του πουθενά στη βόρεια Γιουτλάνδη ήσουν η ντε φάκτο αρχή του τόπου, με τα μάτια θολά από την αγρύπνια, ψυχαγωγημένη από τη μαλακία που είχα εμπνευστεί. Πήρες μια πολύ βαθιά ανάσα, ο θώρακάς σου είναι σχεδόν πιθοειδής από τις καταδύσεις και τον έφερες στα όριά του λες κι ετοιμαζόσουν να βουτήξεις. Με ζύγισες, τα άσχημα ποδοδάχτυλα, τα στραβά γόνατα, η νέον ασπροπετσιά, η ατριχιά ως το λαιμό, η γενειάδα, τα μαλλιά -ξέρω πως εκεί παίχτηκαν όλα, στα μαλλιά, τα έπιασες σαν να ήταν ύφασμα με το μέτρο στη λαϊκή και είπες Εντάξει μωρέ, καλός είσαι.
Τώρα που τα βάζω κάτω, ήμουν ηλίθιος. Είμαι ηλίθιος. Αλλά το παραβλέπεις. Βλέπεις κάποιον που δε μπορώ να δω, κάποιον που δε γνωρίζω. Δεν ξέρω τι στην ευχή βλέπεις. Μετά το περιστατικό αποφάσισα να ξυριστώ γουλί, για να σιγουρέψω πως δε θ'άλλαζες γνώμη. Μπήκες στο διαμέρισμα, καθόμουν στο τραπέζι με την πλάτη στην πόρτα, και ξαναβγήκες. Μετά μπήκες πιο αποφασιστικά, γύρισα να δω τι στην ευχή συνέβαινε με το μέσα έξω, και στάθηκες ακίνητη σαν να είχες πατήσει νάρκη. Ρε πούστη! Νόμισα ήσουν κάποιος φίλος σου. Τα μαλλιά μου είναι σαν την καμπούρα της καμήλας, όταν είναι στις δόξες τους πηγαίνω απ'τη Τζορά στο Εσταόλ με μια δρασκελιά, όταν είμαι καραφλός είμαι σαν νεοσσός που έχει πέσει απ'τη φωλιά. Είσαι πιο έξυπνος από μένα, αυτό σημαίνει πως έχω κάτι να κερδίσω, σκατά, από εμένα δεν έχεις να κερδίσεις τίποτα. Ο κόσμος ξεπήδησε από μια γυναίκα σαν εσένα. Δε χρειάζεσαι κανέναν, κι όταν κλαις από την κούραση στην αγκαλιά μου μετά τις βουτιές της Κυριακής στην περγαμηνή γράφει "Σαμψών και Δαλιδά ένα γλυκό βράδυ".
❦
L Berlant