© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Angles morts II

Οι οθόνες με τους πίνακες εκπέμπουν ανελέητο φως. Είναι το τέμπλο των ΤΕΠ, φέρουν τις λίστες των περιστατικών, τις ώρες άφιξης στις αίθουσες, τη διαλογή, τις ειδικότητες, τα υπηρεσιακά τηλέφωνα και τις μούρες μας πλαστρωμένες δίπλα από κάθε περιστατικό ή αίθουσα ευθύνης, όλα εξαρτώνται από τις οθόνες. Η ώρα είναι δυο και κάτι μετά τα μεσάνυχτα. Η λάμψη από τις οθόνες είναι ο θεός που αποκαλύπτεται, είναι η θεία δίκη, είναι ο ήλιος που σε τυφλώνει όταν αραιώνουν ξαφνικά τα σύννεφα. Συνεφημερεύουμε, έχει φανταστική επίδραση στη διάθεσή του. Κάθεται στο διπλανό κομπιούτερ και τακατατατατα γράφει το πρακτικό του τελευταίου τραύματος που ανέβηκε χειρουργείο ενώ πίνει γουλιές από τον κρύο καφέ του και τραγουδάει μουρμουριστά Boney M. Διαβάζω την προνοσοκομειακή αναφορά για το περιστατικό που είναι καθ'οδόν, είναι ακόμα ανατολικά από το αεροδρόμιο, έχω καιρό. Βλέπω το μπούτι του να κουνιέται ρυθμικά. Η προϊσταμένη έχει τυλιχτεί με το κουβερτίνο απέναντι και λαγοκοιμάται με ένα σακούλι ξηροκάρπια στην αγκαλιά. Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω τις ρυτίδες στο σβέρκο του. Με ξυπνάει ένα σκούντημα, είναι αυτός, Είπα να σε ξυπνήσω πριν χτυπήσει το μαραφέτι, και εκείνη τη στιγμή χτυπάει το μαραφέτι, είναι τρεις παρά κάτι, είναι ώρα για να τρέξω.

Δίπλα σε μια Γροιλανδέζα αλκώλα με σβησμένα ταττουάζ που ψήνεται στον πυρετό και κάνει αλλεπάλληλες γκραν μαλ, η στολή του αστροναύτη με πνίγει, στολή του αυτοκρατορικού γελωτοποιού αλλά κανένας δε βλέπει το αστείο παρά εγώ. Ο ιδρώτας κυλάει ανάμεσα στις ωμοπλάτες μου και κατεβαίνει όλη τη διαδρομή ως την κωλοχαράδρα. Ο στυλεός γυαλίζει, ΟΝΠ. Οι σταγόνες βγαίνουν κοπιωδώς και μοιάζουν με γάρο, έχει μηνιγγίτιδα γκαραντί. Τον περασμένο Φλεβάρη δοκίμασα τη διαδικασία από τη μεριά της, ήταν ακριβώς όπως την φανταζόμουν, ξαπλωμένος σε εμβρυϊκή στάση σ'ένα κρεβάτι της νευρολογικής στο πανεπιστημιακό, με έναν ειδικευόμενο νευρολογίας να με παλουκώνει Ο3/4 με την τραυματική-ατραυματική βελόνα και να βρίσκει την αριστερή Ο3 ρίζα, με διαπερνούσε το ρεύμα από τη μέση ακριβώς στο δερμοτόμιο στο μπούτι, Προς τα κάτω, μου χτυπάς τη ρίζα, έχεις πολλή κλίση, του έδινα οδηγίες λες και ήταν να παρκάρει και ο νοσοκόμος γελούσε, όπως και να'χει τα καταφέραμε, αλλά μετά έκανα τέσσερεις ώρες να περπατήσω και πήγαινα σαν χεσμένος για μέρες. Το επιτελείο μου στέκεται σιωπηλό, η βρώμικη νοσοκόμα περιμένει το σύνθημα για να μου περάσει το επόμενο φυαλίδιο ώσπου να τελειώσει η διαδικασία, να πουσάρουμε αντιβίωση και ντέξα και να τη στείλουμε πάνω. Ακούω τον Άλμπερτ να σφυρίζει την ίδια ηλίθια μελωδία από πριν στο διάδρομο έξω από τον αξονικό απέναντι. Τα μάτια μου καίνε. Έλα ανέλαβε βγαίνω, αφήνω τη μέση γραμμή μου να κλείσει το θέμα, ξεντύνομαι βιαστικά στον προθάλαμο, στρατηγικά εκτός της προσωπίδας και της μάσκας, βγαίνω στο διάδρομο, δροσιά, το ρεύμα απ'τις συρόμενες πόρτες που βγάζουν στα ασθενοφόρα, όλα εντάξει, όλα καλά.

Οι μάπες μας φιγουράρουνε πακέτο στις οθόνες, δε με απασχολεί η δική μου, είναι μαλακισμένη και τη χέζω. Αλλά η δική του με ενδιαφέρει. Ψάχνω στη μικρογραφία της κάτι που να μου έχει διαφύγει, εξετάζω τα αντίγραφά της, ναι, είναι αυτός, τίποτα δε φαίνεται μυστηριώδες από τις ψηφίδες του λεντ στο πρόσωπό του, μπορώ να αναπαραστήσω με υψηλή ευκρίνεια κάθε πιξελιασμένο μέρος του όπως κάνουνε στις αστυνομικές σειρές με τα ενσταντανέ από τις κασέτες ασφαλείας και από μια θολή κουκκίδα ξαφνικά έχουμε το πορτραίτο του δολοφόνου με τόση ανάλυση που βλέπεις ως τη βασική στιβάδα της επιδερμίδας. Αλλά εγώ δεν κλέβω σε αντίθεση με τους σκηνοθέτες. Ξέρω πώς μυρίζουν τα μάγουλά του, ξέρω πώς κοκκινίζει το κούτελό του, ξέρω τι κρύβει μες στο στόμα του και πώς το μουστάκι του συναντάει τα ρουθούνια παρότι δε μένει ποτέ αξύριστος, γιατί τα έχω δει από κοντά, τα έχω δει από πολύ κοντά, όχι από μια κάμερα παρακολούθησης ενός ψιλικατζίδικου στο Νιου Τζέρζυ ένα βράδυ με βροχή. Ξέρω όλες τις λεπτομέρειες, δεν υπάρχει τίποτα κρυφό. Τότε λοιπόν τι; Τι στην ευχή είναι που με κάνει τόσο αδύναμο;

-

-Έι.
-Μμ;
-Πού είσαι πάλι;
-Σκέφτομαι το θάνατο.
-Γιατί;
Κλείνω τα μάτια και βλέπω τις ρυτίδες στο σβέρκο του. Βλέπω τη θάλασσα από το παράθυρο στο σπίτι του Τάτση και της Ν. και βλέπω δυο παιδιά στα φουσκωμένα νερά ν'αγωνίζονται. Βλέπω τα πίσσα μαύρα μαλλιά της Ν. που στέκεται ανάμεσα σε μένα και το παράθυρο. Βλέπω τον ώμο της με τα δάχτυλά μου, δε χρειάζεται πια να βλέπω. Τα παιδιά είναι χαμένα, το νερό τα καταπίνει. Η σίτα κάνει μια ύπουλη σκιά. Η σίτα και εκείνη η ύφυγρη σαγρέ υφή της, κάτι σαν φάντασμα, τα δεντρολίβανα είναι ολόκληροι θαμνόλοφοι, ο αέρας σπρώχνει τη βροχή και με βρίσκει σαν κουβέρτα, το μονό τζάμι γίνεται αόρατο όταν είναι καθαρό. Όλα αποσπασματικά αλλά πολύ σαφή, ανακατεύονται, επιπροβάλλονται, σαν πολλαπλές εκθέσεις σε φιλμ χαμηλής ευαισθησίας, σαν όνειρα, σαν εφιάλτες, σαν μελάνι στο νερό. Αφήνουμε πέρα το Μπλώβαντς Χουκ, στ'ανοιχτά το αλάτι ροκανίζει τις λαδομπογιές, ένα σπρέη ψιλού διαμερισμού. Ο Άλμπερτ, οι ρυτίδες στο σβέρκο του, τα μεγάλα ομαλά του νύχια και οι εύρωστες κοίτες τους. Το Βυκ και η άγκυρα του φέρρυ πίσω μπρος, εκείνη η μυρωδιά του ρηχού βυθού που ξεγυμνώνεται δυο φορές το εικοστετράωρο, τα μύδια κόβουν σαν νυστέρια όταν ανοίγουν. Τα μάτια από τις φώκιες στο W A T T E N, τα μάτια των κοριτσιών, τα μάτια των αγοριών, τα τρελαμένα μάτια των γλάρων. Ο πατέρας μου τότε ένα καλοκαίρι στην Τορώνη κι εγώ μικρός χωμένος στην άμμο με το τρίμμα ως τα μπούτια και κάποιοι από δίπλα να λένε Ναι, αυτός είναι Γερμανός και καταλάβαινα τα πάντα, ο πατέρας μου τώρα και τα χρόνια που τον φτάνουν με προτεταμένα τα σπαθιά, εγώ μεγάλος και στην καλύτερη ως τις μεσοκνήμες στην άμμο ζάχαρη άχνη στο Γιόργκενσο. Τίποτα δεν πονάει στο θάνατο παρά η μνήμη. Λοιπόν ιδού. Βλέπω καλύτερα με τα μάτια μου κλειστά. 

Ορίστε τα ζουμιά. Eξατμίζονται γρήγορα από τη μούρη μου που βράζει και καταλείπουν σφιχτά αυλάκια. Άοπλοι με την εν οίκω ενδυμασία τησέρτ βρακί και κάλτσες ασπρουλιάρικα γόνατα δυο αποχρώσεων χέρια γυμνά χωρίς καμία εξουσία, τη διαφορά την κάνουν κάτι ασήμαντα στολίδια, ένα παντελόνι, τα πράσινα ή τα μπλε του χειρουργείου, μια λάμπα με σκληρό φως, οι μάπες στις οθόνες, το ελάχιστο κλικ της αυτοπειθαρχίας. Επιστρέφω ξανά και ξανά στο MODT. 7 και κάθε φορά ο θάνατός του με φοβίζει περισσότερο και τα κοκκαλιάρικα δάχτυλά του μπήγονται λίγο πιο βαθιά κάτω απ'την κλείδα μου. Κανενός ποτέ η σκέψη του θανάτου δε με έχει στοιχειώσει έτσι όπως του δικού του. Είναι μια μαγική πληγή από το φαρμακερό νύχι της Αγλαονίκης όταν με έδειξε στοχεύοντας ίσα στην καρδιά μου.

Τη νύχτα των Χριστουγέννων έξω από το σπίτι της αδερφής του στο Ν. Φάλστερ βγήκα να μετακινήσω το αμάξι μακρυά από το στέγαστρο επειδή θα έκοβε ο παγετός και οι πάγοι που κρέμονταν σαν σταλακτίτες μπορεί να ξεκολλούσαν όσο θα κοιμόμασταν, έκανα όπισθεν και μες στο σκοτάδι τσάκισα το πίσω δεξιό φανάρι στο μοναδικό ξερακιανό δέντρο της αυλής που στεκόταν ακριβώς στην τυφλή γωνία. -Γιατί δεν είπες να σου κάνω κουμάντο; -Δεν ήξερα καν πως υπήρχε δέντρο στην αυλή. -Δεν το είδες όταν ήρθαμε; -Όχι.

Καθόμαστε στο καναπεδοκρέβατο στο μικρό δωμάτιο που βλέπει προς το δρόμο. Η θεία του απέναντι διαμερίσματος έχει στήσει δυο κόκκορες με αληθινά φτερά στο περβάζι της, τα γόνατα μαλακή κόντρα, τα δάχτυλά μου πανιασμένα και τα δικά του μπλε από το σφίξιμο, με το ελεύθερο χέρι του κυνηγάει τα δάκρυά μου σαν να παίζει ντίξι μπολ. Όταν με βλέπει έτσι γίνεται μαρτσιπανένιος. Μπορώ να τον κάνω κομμάτια, όπως αυτός εμένα, πάτσι και πόστα.

Γιατί, γιατί. Μα γιατί έτσι είναι
only love and death change all things.