Τα λευκά πλακάκια και η χλωμή λάσπη και η κρύα κουρτίνα που κολλάει στον ώμο μου, αυτό είναι το σκηνικό. Από το παράθυρο μπαίνει ο καπνός του γείτονα από δίπλα που φουμάρει στο μπαλκόνι. Είμαι λασπωμένος από τα νύχια των ποδιών ως τις ρίζες των μαλλιών, έχω ιδρώσει και ξεϊδρώσει και το πετσί έχει καλυφθεί από στρώσεις λάσπης, ιδρώτα και βροχής και ούτω καθ'εξής, αλλά τώρα θα τα διορθώσω όλα, μην ανησυχείς. Τα μαλλιά γλύτωσαν επειδή ήταν χωμένα στα δυο σκουφιά, τα μαλλιά γλύτωσαν γιατί είναι μείζονος σημασίας, γιατί είναι σημείο αδυναμίας, γιατί στους ελεγχόμενους χώρους δουλειάς μια μακριά κοτσίδα μπορεί να σημαίνει τον αποκεφαλισμό σου ή ένα μοχλό για τον τρελαμένο ν'αρπαχτεί, και τέτοιες Αχίλλειες πτέρνες δε μου τις επιτρέπω. Το φάντασμα στους υδρατμούς και οι πορτοκαλί μασχάλες, το αστείο στο αποστειρωμένο μπάνιο, ο λεκές στη σκανδιναβική καθαρότητα, το νερό καίει το άσπρο κρέας, εξαγνισμός και ιεροτελεστία της συμφοράς. Κάνω σαπουνάδα, λέω φωναχτά στον ίδιο μου Schäume, Schäume, αυτοεξευμενισμός, αλλά ξέρω πως η επίμονη ανάμνηση έρχεται να μ'επισκεφτεί ξανά, όχι, δε μ'επισκέφτεται, με λούζει σαν κωλονερό, τα σεντόνια, η ποδηλατική περιβολή, η κερκιδική, η βελόνα, το νυστέρι, το μεσοπλέυριο διάστημα, η αγωνία σε κάθε γραμμή του προσώπου σου, η κυάνωση περιφερική και κεντρική, όλα λημέρια που είχα φιλήσει και σκόπευα σθεναρά να συνεχίσω να φιλώ, τα νύχια, τα χείλια, τα βλέφαρα, όλα κυανωτικά και εύθραυστα να μας συνοψίζουν σε ένα κι ένα pqrst, η σιωπή σε κάθε σταγόνα του ιδρώτα μου, μετά ένα κενό, η μνήμη μου δεν επικεντρώνεται πολύ στην καλή έκβαση, παρά τη δρασκελίζει βιαστικά και προχωράει στο μηρυκασμό, το μαγικό κελί της απελπισίας, γιατί πάλι; Γιατί τώρα είναι μέρος μου, είναι όργανό μου, πες είναι επινεφρίδιο, είναι μέρος του όλου, τι γιατί; Γιατί με χτυκιάζει, με χτυκιάζει η σκέψη πως είσαι θνητός. Schäume, Schäume, η φωνή μου ακούγεται αθώα, κάτι από εκείνο το αλλοτινό παιδί δεν έχει χαθεί, επιστρέφω στο φως. Ξέρω γιατί και ξέρω ποιον έχεις ερωτευτεί, δε σε κατηγορώ μα ούτε σε καταλαβαίνω. Είμαι αυτός που πάντα ήθελα να είμαι, καταρτισμένος, σίγουρος, ψύχραιμος, μεθοδικός, είμαι αυτός που στέκεται ανάμεσα στο φόβο σου κι εσένα. Είμαι και αυτός που πάντα αγωνιζόμουν να μην είμαι, το λασπωμένο φάντασμα με το πηγαίο σκοτάδι, ηττοπαθής και επαγγελματίας ενδοσκόπος, με τους σπονδύλους από βούτυρο, βάρδα μη σκιστεί η σαμπρέλα και αρχίσει να χύνεται το λασπομελάνι, και τότε τα λευκά πλακάκια γίνονται μουνί, κι όμως σε βλέπω πίσω από την κρύα κουρτίνα με τη μαλαστούπα να σφουγγαρίζεις τις λασποπατημασιές μου. Pas på, når du kommer ud, baby. -Na, bin ich dein Baby? -Du er min baby. -Seit wann? -Det har du været længe.
Ποιος είμαι και ποιος είμαι όταν σε θέλω;