© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Αν ήταν το πουλί βιολί

Τα παράθυρα έπιασαν μαύρη μούχλα με γουνάκι στα ενώματα από την υγρασία. Ο γέρος γείτονας με βλέπει με το σώβρακο οκλαδόν στο περβάζι να καθαρίζω τη μάκα. Τσουγκρανίζει τα φύλλα από την αυλίτσα. Έχω ανακατέψει διαφόρων ειδών απολυμαντικά για μέγιστη απόδοση, μαστουρώνω από τις αναθυμιάσεις όπως η τυπική σαρανταπεντάρα τα μεσημέρια των Σαββάτων που έρχεται στα ΤΕΠ με δύσπνοια φορώντας ακόμα τη στολή της καθαριότητας. Τα νύχια μου ξεκολλάνε από τις κοίτες τους και λίγο αίμα γλείφει τα αυλάκια. Η χειραπολύμανση εκατό φορές στη βάρδια με δοκιμάζει. Ένας κουρεμένος σιτεμένος Άη Βασίλης μέσα στη γυάλινη σφαίρα με το ζουμί και το ψεύτικο χιόνι ταχτοποιεί το μικροσκοπικό του σπίτι. 

Έξω γαμιέται ο κόσμος. Κάθε φορά που πιάνω δουλειά περιμένει μια άλλη φάτσα κι ένα άλλο όνομα με πολυαρθρίτιδα ή παθολογικό κάταγμα ή πυελονεφρίτιδα ή πνευμονία ή ανακοπή ή ό,τι άλλο εφευρετικό από το τεφτέρι του Θεού. Η νέγρα έκλεισε τα τριάντα στην κλινική, καραφλιάζοντας από τις ανοσοθεραπείες, μέρα παρά μέρα στην αιμοκάθαρση, τριπλή από το πρήξιμο, η φίστουλα να σιγοαιμορραγεί μονίμως, ο Δανός δερματολόγος σύζυγος που την έκανε ιμπόρτο από την Ακτή Ελεφαντοστού ανησυχούσε αν θα ξανάβρισκε τη σέξυ σιλουέτα της, και πώς δεν είχε χρόνο για να του αρρωσταίνει τώρα η γυναίκα, και πώς δεν έδειχνε το δέον μητρικό ενδιαφέρον για τη δίχρονη κόρη τους, δηλαδή οι προτεραιότητες του κωλανθρώπου, αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι και κατακυριεύσατε και χέσατε παντούθε και φάγατε τα σκατά σας, η νέγρα το'καψε έλεγε μαλακίες μέρα νύχτα, δεν έκλεινε μάτι και καθάριζε τις γωνίες του θαλάμου με χαρτοπετσέτες, οι ψυχίατροι έλεγαν παροδική ψύχωση του λύκου ή ντελίριο, εγώ λέω Η ΑΛΗΘΕΙΑ, ΕΙΔΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, όλη εκείνη η δηλητηριώδης δίνη της άνοιξε τα μάτια, ποιος ν'ακούσει, κι εμένα για τρελό μ'έχουν, ο Χ. Κ. όταν με πετυχαίνει στο διάδρομο με ρωτάει πάντα με οίκτο αν όλα είναι καλά, και προσπαθεί να με διαβεβαιώσει πως τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα, του χαμογελώ πίσω από τη μάσκα και δεν του απαντώ, μόνο κουνάω το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Εβδομήντα δύο ώρες στην αλέστρα και όταν τελειώνει η εφημερία έχω κάνει μια τρύπα στο νερό, έναν κόβεις δέκα φυτρώνουν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας η ανθρωπότητα. Κάθε φορά που τραβάω κάποιον πέντε πόντους πέρα απ'τη μέγγενη των νεκρών πλημμυρίζω ενοχές και μ'απεχθάνομαι σα να αναδύθηκα από το κατακάθι του οχετού, τι σόι προδότης, κουνώ το κεφάλι αποδοκιμαστικά ενώ τρίβω τα λάστιχα γύρω απ'τα τζάμια. Το κάνω για το νοίκι και γιατί μ'αρέσει το καλό κρασί, το κάνω γιατί δεν έχω τ'αρχίδια να κρεμαστώ, δεν το κάνω για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο θάνατος είναι ίαση. Η καταστροφή είναι που τον καθυστερώ. Εκατόν πενήντα χιλιάδες θάνατοι τη μέρα, τριακόσες ογδόντα πέντε χιλιάδες γεννήσεις τη μέρα, γαμιέται ο κόσμος, το δουλεύει το πουλί, πάτα κιούτα πατσάδες στους κωλοπατσάδες, κάποιος έχυσε και ξαφνικά γίνεται θαύμα, και δίνουν ο ένας στον άλλον συγχαρητήρια που μένουνε πιστοί στο σκοπό και γαμήσανε κι αυτοί τον κόσμο, ένα χύσιμο πιο κοντά στη διάλυση, μια νέα ευλογία πιο κοντά στην κόλαση. Φτάνει ρε, χύστε και λίγο έξω, γαμήστε και κάνα κώλο.






Ben a la vora del mar

Dona'm la mà que anirem per la riba
ben a la vora del mar
bategant
tindrem la mida de totes les coses
només en dir-nos que ens seguim amant

Les barques llunyanes i les de la sorra
prendran un aire fidel i discret,
no ens miraran;
miraran noves rutes
amb l'esguard lent del copsador distret.

Dona'm la mà i arrecera la galta
sobre el meu pit, i no temis ningú.
I les palmeres ens donaran ombra.
I les gavines sota el sol que lluu

ens portaran la salabror que amara,
a l'amor, tota cosa prop del mar:
i jo, aleshores, besaré ta galta;
i la besada ens durà el joc d'amar.

Dona'm la mà que anirem per la riba
ben a la vora del mar
bategant,
tindrem la mida de totes les coses
només en dir-nos que ens seguim amant.

J. Salvat - Papasseit



Το πρέπον και το φρόνιμον

Κρεατοσκούληκα απ'το πτώμα ως το ταβάνι δέκα ζευγάρια παπούτσια βηματίζουν γύρω η υγρασία η χτεσινή έξω χειμωνιάτικη μουντάδα στην τρύπα της φορτοεκφόρτωσης η νεκροφόρα και ο γύπας καπνίζει ένα πουράκι τρεις μήνες, μήνες τρεις έμεινε στο πάτωμα πίσω απ'το μπουφέ του, δεν τον έψαξε κανείς, κλασσική ιστορία λησμονιάς κλασσική ιστορία θανάτου, ήμουν είκοσι χρονών, έτρωγα το κρουασάν μου, ο ιατροδικαστής είπε να περάσετε έξω σας παρακαλώ, το να τρώτε εδώ μέσα είναι ασέβεια προς τους νεκρούς και του αντιμίλησα νομίζετε κύριε πως ο νεκρός νοιάζεται για το κρουασάν μου; Είναι τιμή, που τρώω αντί να ξερνάω από αηδία.

x

Βλαστημάς στο ντουζ, της μάνας σου το μουνάκι, γαμώ της μάνας σου το μουνάκι, ανοίγω και με χτυπάει η γνωστή μυρωδιά χαλκού, κάτω από το κενό της κουρτίνας πάνω στο μωσαϊκό του μπάνιου τα νερά είναι αιμοβαφή η κουρτίνα είναι λευκή με τη βοτανολογική ζωγραφιά ενός ξεριζωμένου μη-με-λησμόνει, το Νιβέα τριαντάφυλλο με το αυτοκόλλητο που λέει Pick me! και μ'έπεισε και το αγόρασα αντί του κλασσικού μπλε Νιβέα κάνει απαλό ροζουλή αφρό, εφτά ώρες εργόχειρο και ιδού το αποτέλεσμα, ξεκόλλησε όλο το πρόσθιο τοίχωμα της αορτής μαζί με τη μαλακία και μας έμεινε στο χέρι. Μετά βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο, και βλέπω παντού Forbudt και Røgfrit hospital και πρέπει να πάω ένα τέταρτο δρόμο στο rygepavillon. Δεν πάω εκεί πέρα μαζί με τους λεπρούς, να πάνε να γαμηθούνε. Το άναψα στην είσοδο, και μου λέει η στεγνωμένη της υποδοχής det må du ikke. Και της λέω Σύρε από 'δω din fede svin, μη σε γαμήσω κι εσένα.

x

Το πουλί βράζει στην κατσαρόλα με ένα κρεμμύδι και δυο ντομάτες. Η Jever που έπινα ιδρώνει δίπλα στην εστία. Το παράθυρο είναι μισάνοιχτο και τρίζει καθώς πηγαίνει λίγο πέρα λίγο δώθε με το αεράκι. Στο πάτωμα το βρακί με τους ανανάδες, οι μάλλινες κάλτσες, το γαλάζιο κοντομάνικο που έχει τρυπήσει, η περιβολή της γοητείας. Στο χωλ τα ασορτί μπλε κράνη ποδηλασίας, ένα στηθοσκόπιο, δυο κάρτες εισόδου για το πανεπιστημιακό, ένα ζευγάρι φλιφλόπια, το πρόστιμο για 800 κορώνες από προχτές για παράνομη στάθμευση. Στο σαλόνι το λαμπατέρ απ'το Εϊλάτ ρίχνει γλυκό φως. Πάνω στο καθαρό χαλί γονατιστός ένας άντρας με φυματική φυσιογνωμία. Πίσω του καθισμένη στον καναπέ μια γυναίκα με πυκνά μαλλιά κι έμπειρη λαβή. Το ένα χέρι της στηρίζει την πλάτη του, το άλλο σφίγγει μια θηλιά γύρω απ'τον λαιμό του. Οι γαστροκνήμιοι και οι τετρακέφαλοί της κρατάνε κόντρα και διαγράφονται κομψοί. Οι αχίλλειοι μαζεμένοι, στηρίζεται μόνο στα ποδοδάχτυλα. Τον εκτελεί. Οι δυνατοί του ώμοι σφίγγονται απελπισμένα καθώς κρατιέται απ'το σκοινί που του ζώνει τις καρωτίδες. Τα πλευρά του εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Η γυναίκα είναι διαβασμένη: ξέρει την ισχαιμία, την ασφυξία και τις διαφορές τους. Στο καλοφτιαγμένο στέρνο της ξεκουράζεται μια μικροσκοπική περίτεχνη μαύρη χάμσα με χρυσές λεπτομέρειες. Χαμένο χλωμό κορμί και η αρχή του τέλους. Η θηλιά ελευθερώνει. Η θηλιά ελευθερώνεται, οι φλέβες ξεφουσκώνουνε μεμιάς, ο άντρας χαϊδεύει το γένι του κι έπειτα το λαιμό. Από το σαλόνι στο χωλ και πίσω στην κουζίνα. Η ακαταστασία άφαντη. Το πουλί έχει ξεμείνει από νερό. Συμπληρώνω. Πίνω μια γουλιά Jever, δεν πρόλαβε να ζεσταθεί.

El amor pa' quien lo trabaje, como la tierra

Μέρες μελανές σύννεφα τυρφώδη μαύρο αίμα απ'τα σκισμένα τύμπανα
ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον
αργός βασιλικός χορός πλανήτες που λύθηκαν απ'τα βαρυτικά δεσμά τους
φλεβόκομβος νοσών ορείχαλκος τετηγμένος μουλιάζει τον ποδόγυρο της ιδεολογίας

καὶ ἐνώπιον τοῦ θρόνου ὡς θάλασσα ὑαλίνῃ, ὁμοίᾳ κρυστάλῳ
τα αστέρια θρύψαλα αυτού που ήταν κι έπαψε να είναι δάκρυα και σπινθηρισμοί
ταχύ-βραδύ ατέρμονη διαστολή αέναη διάλυση το δοξάρι της τιμωρίας
εβδομάδες αρπισμών σε άταστη κλωθοειδή διαδρομή με πάγο στις φουρκέτες

τρόμος εκ προσηλώσεως στις πλαγιές το χιόνι λιώνει, λιώνει, λιώνει
οι χείμαρροι αρμυροί οι εκβολές θολές σμαραγδένιοι ρόμβοι το χάραμα στο στέμμα
οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης
μάτια σαν της μύγας ένα σώμα όλο μάτια μάρτυρας της επίγειας αγωνίας

φωνή βραχνή λόγια ενός που έχει χαθεί
χέρι αρπαγμένο από χέρι βλέμμα σε βλέμμα αγκιστρωμένο νυστέρι στον αέρα
λεπίδα πυρακτωμένη κόβει δέρμα, υποδόριο, περιτονία, μήκος, πλάτος, βάθος και χρονική πρόοδο
το μεσεντέριο ανοίγει σαν κουρτίνα.

῟Ωδε ἡ σοφία ἐστίν· το τίποτα ανάμεσα στα φύλλα της σαρκός.
Πίσω μας και εμπρός το χώμα η αρχέγονη απειλή
δως μου το μέλι των χειλιών σου
πεθαίνουμε 

ανάμεσα σε δυο θανάτους μια ζωή.