Κρεατοσκούληκα απ'το πτώμα ως το ταβάνι δέκα ζευγάρια παπούτσια βηματίζουν γύρω η υγρασία η χτεσινή έξω χειμωνιάτικη μουντάδα στην τρύπα της φορτοεκφόρτωσης η νεκροφόρα και ο γύπας καπνίζει ένα πουράκι τρεις μήνες, μήνες τρεις έμεινε στο πάτωμα πίσω απ'το μπουφέ του, δεν τον έψαξε κανείς, κλασσική ιστορία λησμονιάς κλασσική ιστορία θανάτου, ήμουν είκοσι χρονών, έτρωγα το κρουασάν μου, ο ιατροδικαστής είπε να περάσετε έξω σας παρακαλώ, το να τρώτε εδώ μέσα είναι ασέβεια προς τους νεκρούς και του αντιμίλησα νομίζετε κύριε πως ο νεκρός νοιάζεται για το κρουασάν μου; Είναι τιμή, που τρώω αντί να ξερνάω από αηδία.
x
Βλαστημάς στο ντουζ, της μάνας σου το μουνάκι, γαμώ της μάνας σου το μουνάκι, ανοίγω και με χτυπάει η γνωστή μυρωδιά χαλκού, κάτω από το κενό της κουρτίνας πάνω στο μωσαϊκό του μπάνιου τα νερά είναι αιμοβαφή η κουρτίνα είναι λευκή με τη βοτανολογική ζωγραφιά ενός ξεριζωμένου μη-με-λησμόνει, το Νιβέα τριαντάφυλλο με το αυτοκόλλητο που λέει Pick me! και μ'έπεισε και το αγόρασα αντί του κλασσικού μπλε Νιβέα κάνει απαλό ροζουλή αφρό, εφτά ώρες εργόχειρο και ιδού το αποτέλεσμα, ξεκόλλησε όλο το πρόσθιο τοίχωμα της αορτής μαζί με τη μαλακία και μας έμεινε στο χέρι. Μετά βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο, και βλέπω παντού Forbudt και Røgfrit hospital και πρέπει να πάω ένα τέταρτο δρόμο στο rygepavillon. Δεν πάω εκεί πέρα μαζί με τους λεπρούς, να πάνε να γαμηθούνε. Το άναψα στην είσοδο, και μου λέει η στεγνωμένη της υποδοχής det må du ikke. Και της λέω Σύρε από 'δω din fede svin, μη σε γαμήσω κι εσένα.
x
Το πουλί βράζει στην κατσαρόλα με ένα κρεμμύδι και δυο ντομάτες. Η Jever που έπινα ιδρώνει δίπλα στην εστία. Το παράθυρο είναι μισάνοιχτο και τρίζει καθώς πηγαίνει λίγο πέρα λίγο δώθε με το αεράκι. Στο πάτωμα το βρακί με τους ανανάδες, οι μάλλινες κάλτσες, το γαλάζιο κοντομάνικο που έχει τρυπήσει, η περιβολή της γοητείας. Στο χωλ τα ασορτί μπλε κράνη ποδηλασίας, ένα στηθοσκόπιο, δυο κάρτες εισόδου για το πανεπιστημιακό, ένα ζευγάρι φλιφλόπια, το πρόστιμο για 800 κορώνες από προχτές για παράνομη στάθμευση. Στο σαλόνι το λαμπατέρ απ'το Εϊλάτ ρίχνει γλυκό φως. Πάνω στο καθαρό χαλί γονατιστός ένας άντρας με φυματική φυσιογνωμία. Πίσω του καθισμένη στον καναπέ μια γυναίκα με πυκνά μαλλιά κι έμπειρη λαβή. Το ένα χέρι της στηρίζει την πλάτη του, το άλλο σφίγγει μια θηλιά γύρω απ'τον λαιμό του. Οι γαστροκνήμιοι και οι τετρακέφαλοί της κρατάνε κόντρα και διαγράφονται κομψοί. Οι αχίλλειοι μαζεμένοι, στηρίζεται μόνο στα ποδοδάχτυλα. Τον εκτελεί. Οι δυνατοί του ώμοι σφίγγονται απελπισμένα καθώς κρατιέται απ'το σκοινί που του ζώνει τις καρωτίδες. Τα πλευρά του εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Η γυναίκα είναι διαβασμένη: ξέρει την ισχαιμία, την ασφυξία και τις διαφορές τους. Στο καλοφτιαγμένο στέρνο της ξεκουράζεται μια μικροσκοπική περίτεχνη μαύρη χάμσα με χρυσές λεπτομέρειες. Χαμένο χλωμό κορμί και η αρχή του τέλους. Η θηλιά ελευθερώνει. Η θηλιά ελευθερώνεται, οι φλέβες ξεφουσκώνουνε μεμιάς, ο άντρας χαϊδεύει το γένι του κι έπειτα το λαιμό. Από το σαλόνι στο χωλ και πίσω στην κουζίνα. Η ακαταστασία άφαντη. Το πουλί έχει ξεμείνει από νερό. Συμπληρώνω. Πίνω μια γουλιά Jever, δεν πρόλαβε να ζεσταθεί.