Τα παράθυρα έπιασαν μαύρη μούχλα με γουνάκι στα ενώματα από την υγρασία. Ο γέρος γείτονας με βλέπει με το σώβρακο οκλαδόν στο περβάζι να καθαρίζω τη μάκα. Τσουγκρανίζει τα φύλλα από την αυλίτσα. Έχω ανακατέψει διαφόρων ειδών απολυμαντικά για μέγιστη απόδοση, μαστουρώνω από τις αναθυμιάσεις όπως η τυπική σαρανταπεντάρα τα μεσημέρια των Σαββάτων που έρχεται στα ΤΕΠ με δύσπνοια φορώντας ακόμα τη στολή της καθαριότητας. Τα νύχια μου ξεκολλάνε από τις κοίτες τους και λίγο αίμα γλείφει τα αυλάκια. Η χειραπολύμανση εκατό φορές στη βάρδια με δοκιμάζει. Ένας κουρεμένος σιτεμένος Άη Βασίλης μέσα στη γυάλινη σφαίρα με το ζουμί και το ψεύτικο χιόνι ταχτοποιεί το μικροσκοπικό του σπίτι.
Έξω γαμιέται ο κόσμος. Κάθε φορά που πιάνω δουλειά περιμένει μια άλλη φάτσα κι ένα άλλο όνομα με πολυαρθρίτιδα ή παθολογικό κάταγμα ή πυελονεφρίτιδα ή πνευμονία ή ανακοπή ή ό,τι άλλο εφευρετικό από το τεφτέρι του Θεού. Η νέγρα έκλεισε τα τριάντα στην κλινική, καραφλιάζοντας από τις ανοσοθεραπείες, μέρα παρά μέρα στην αιμοκάθαρση, τριπλή από το πρήξιμο, η φίστουλα να σιγοαιμορραγεί μονίμως, ο Δανός δερματολόγος σύζυγος που την έκανε ιμπόρτο από την Ακτή Ελεφαντοστού ανησυχούσε αν θα ξανάβρισκε τη σέξυ σιλουέτα της, και πώς δεν είχε χρόνο για να του αρρωσταίνει τώρα η γυναίκα, και πώς δεν έδειχνε το δέον μητρικό ενδιαφέρον για τη δίχρονη κόρη τους, δηλαδή οι προτεραιότητες του κωλανθρώπου, αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι και κατακυριεύσατε και χέσατε παντούθε και φάγατε τα σκατά σας, η νέγρα το'καψε έλεγε μαλακίες μέρα νύχτα, δεν έκλεινε μάτι και καθάριζε τις γωνίες του θαλάμου με χαρτοπετσέτες, οι ψυχίατροι έλεγαν παροδική ψύχωση του λύκου ή ντελίριο, εγώ λέω Η ΑΛΗΘΕΙΑ, ΕΙΔΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, όλη εκείνη η δηλητηριώδης δίνη της άνοιξε τα μάτια, ποιος ν'ακούσει, κι εμένα για τρελό μ'έχουν, ο Χ. Κ. όταν με πετυχαίνει στο διάδρομο με ρωτάει πάντα με οίκτο αν όλα είναι καλά, και προσπαθεί να με διαβεβαιώσει πως τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα, του χαμογελώ πίσω από τη μάσκα και δεν του απαντώ, μόνο κουνάω το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Εβδομήντα δύο ώρες στην αλέστρα και όταν τελειώνει η εφημερία έχω κάνει μια τρύπα στο νερό, έναν κόβεις δέκα φυτρώνουν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας η ανθρωπότητα. Κάθε φορά που τραβάω κάποιον πέντε πόντους πέρα απ'τη μέγγενη των νεκρών πλημμυρίζω ενοχές και μ'απεχθάνομαι σα να αναδύθηκα από το κατακάθι του οχετού, τι σόι προδότης, κουνώ το κεφάλι αποδοκιμαστικά ενώ τρίβω τα λάστιχα γύρω απ'τα τζάμια. Το κάνω για το νοίκι και γιατί μ'αρέσει το καλό κρασί, το κάνω γιατί δεν έχω τ'αρχίδια να κρεμαστώ, δεν το κάνω για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο θάνατος είναι ίαση. Η καταστροφή είναι που τον καθυστερώ. Εκατόν πενήντα χιλιάδες θάνατοι τη μέρα, τριακόσες ογδόντα πέντε χιλιάδες γεννήσεις τη μέρα, γαμιέται ο κόσμος, το δουλεύει το πουλί, πάτα κιούτα πατσάδες στους κωλοπατσάδες, κάποιος έχυσε και ξαφνικά γίνεται θαύμα, και δίνουν ο ένας στον άλλον συγχαρητήρια που μένουνε πιστοί στο σκοπό και γαμήσανε κι αυτοί τον κόσμο, ένα χύσιμο πιο κοντά στη διάλυση, μια νέα ευλογία πιο κοντά στην κόλαση. Φτάνει ρε, χύστε και λίγο έξω, γαμήστε και κάνα κώλο.