Ένα παιδί έκλαιγε μες στη νύχτα. Δεν ήταν εφιάλτης, δεν κοιμόταν. Ήταν όραμα. Ήλιος που ξέβαφε τα πάντα. Μια γυναίκα το κυνηγούσε καβάλα σε ένα καστανό άλογο. Αίμα ανέμιζε σαν κάπα απ'τα μεριά του. Η γυναίκα ήταν γυμνή, το άλογο ασέλωτο.
Ένα παλικαράκι ίδρωνε μες στη νύχτα. Εφιάλτης και μέσα στον εφιάλτη το όραμα. Η γυναίκα είχε ένα βυζί μικρό κι ένα μεγάλο, σαν απατεώνισσα Αμαζόνα. Τα μαλλιά της είχαν πιαστεί στο στόμα της απ'τον αέρα και τα δόντια της έλαμπαν ανάμεσα στις τρίχες.
Ένας άντρας άγρυπνος. Ολόγιομο φεγγάρι, εκείνες οι χτυκιάρες νύχτες.
Η κοιλάδα αρπάζει μια γυναίκα απ'τα σωθικά. Ένα παιδί γεννιέται με οξύ τοκετό ανάμεσα στη λίμνη και στη θάλασσα. Οι γονείς του το κάνουνε δέμα και το στέλνουνε στο Σπαλτ. Όμως τα δάχτυλα της γης είναι μακριά και τα νύχια βαθιά μπηγμένα. Το παιδί ανήκει στην κοιλάδα.
Βλέπει τα αμπέλια πρώτη φορά εφτά χρόνια μετά. Το αίμα και το χώμα σε αρμονικές, δεν υπάρχει αμφιβολία. Το παιδί έχει μια κρυφή αναπηρία: δεν ξέρει να διαβάζει. Το εξετάζουν ειδικοί, άλλοι λένε εγγενής ατέλεια, άλλοι λένε πολιτισμικός διχασμός. Το παιδί είναι της φύσης, δεν παίρνει τα γράμματα. Γροθιά στο στομάχι, οι γονείς και οι δυο σπουδαγμένοι, και το παιδί να μην τους φτάσει. Απ'την άλλη, η γη θέλει εργάτες, και το κόμμα ευλογεί. Η μάνα το έχει άχτι, πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα, αλλά όχι το δικό της το παιδί. Τρύγος και αποσταχτήρια, τα άλογα, ο ήλιος που τα ξεβάφει όλα, και τα φύκια του Στρυμονικού, το παιδί θα μείνει στο χωριό, ο πατέρας χτυπάει το χέρι στο τραπέζι από αγανάκτηση και κερατώνει τη μάνα με τις ξένες, το παιδί είναι βαριά δυσλεξικό.
Κάπου στα δεκατρία και κουρεμένο όπως όπως πηδάει το φράχτη απέναντι απ'το σπίτι. Οι πατεράδες στα τσίπουρα, οι μανάδες πίσω στρώνουνε τραπέζι. Καθαρά Δευτέρα γαρ. Ο πατέρας της στουπί. Η φοραδίτσα βόσκει αμέριμνα, το παιδί τη λύνει, την καβαλάει ασέλωτη και της αστράφτει μια στο καπούλι που ακούγεται σαν κρότος. Οι άντρες λαρυγγίζουνε και θυμίζουν χιμπατζήδες. Είναι αργά, απέταλες οπλές καλπάζουνε στο δρόμο, μην τις είδατε και παίρνουν την ανηφόρα, οι λιγότερο σουρωμένοι βάζουν να τρέξουν, πού, το παιδί και η φοραδίτσα είναι καπνός*. Ο πατέρας βάζει μπρος το ξώφτερνο, μια ντουζίνα άντρες ανεβαίνουν αιμοδιψείς στο Αγνάντι και το παιδί τρώει δυο σκαμπίλια που αφήνουνε χεριές που φαίνονται ώρες μετά.
Ένας άντρας άγρυπνος, ολόγιομο φεγγάρι, αυτές οι χτυκιάρες νύχτες. Θυμάμαι, θυμάμαι πολύ καλά. Ήμουν εκεί, με μάτια σαν χριστόψαρου, το όραμα, ο εφιάλτης, ήταν αληθινά.
Η πριγκίπισσα της κοιλάδας της Ρεντίνας με σάρκα και οστά, το αίμα και το χώμα, μια λαϊκή δοξασία, μια χούφτα γιαροσίτης, ένα παιδί και ο χείμαρρος του χρόνου. Η πριγκίπισσα της κοιλάδας της Ρεντίνας, εισπνοή κι εκπνοή, προσωρινή και διάττουσα σαν κύμα, θνητή όπως κάθε άλλη, κι όμως, το δαιμόνιο, ο χρησμός, τα σκοτεινά και φωτεινά απ'τον ήλιο που παίζει ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων, το μυστικό της δροσιάς του Ρήχιου, η οργή της μοναξιάς, οι σιωπηλές γωνίες του Σταυρού, το όπλο του Θεού να σε σημαδεύει στο κούτελο: αυτό θα πει είναι γραφτό.
*Γι'αυτό έχω ξαναγράψει κι
εδώ.