Το μεγάλο παράθυρο φέρνει μέσα νύχτα μέρα-νύχτα. Ξαπλώνω ανάσκελος με το κουτάκι του καπνού στο στέρνο. Gentleman caller για την ιστορία. Ο αναπτήρας έχει μείνει από ζουμί. Το ψιλό χαλάζι βρίσκει το τζάμι. Στις σκιές στο ντουβάρι φαίνεται μια φιγούρα ψηλοκάβαλη με ξεχειλωμένα άκρα και κεφάλι σαν διαμάντι. Είναι πιο σκοτεινή από τις σκιές. Ένα υγρό σαν λιωμένος όνυχας στάζει από το ταβάνι στο ξυλοπάτωμα και φτιάχνει λίμνη. Στη λίμνη βλέπω το πρόσωπο του πλάσματος με κάθε λεπτομέρεια. Βλέπω ακόμα και πίσω από τη μάσκα. Ο πατέρας του πατέρα μου ο Ε. Λ. ήξερε πολλά γι'αυτές τις δοξασίες και διηγιόταν. Τη φιγούρα την ταΐζει ο πόνος μου. Βρίσκει δυστυχισμένους και αγκιστρώνεται πάνω τους σαν βδέλλα και πίνει το δυστυχισμένο αίμα τους. Ο δυστυχής δε μπορεί ποτέ να δει τι τον έχει τσακίσει. Είναι η φύση της κατάρας τέτοια. Αλλά εγώ τη βλέπω και όταν τη βλέπεις σημαίνει πως μπορείς να την ξεφορτωθείς με κοφτερό μαχαίρι. Στο στρόγγυλο τραπεζάκι δίπλα μου στέκεται το Τίφφανυς λαμπατέρ, τα γυαλιά μου, το πολύμπριζο και ένα ασημένιο μαχαιράκι. Βολική σκηνοθεσία, ε; Τι δουλειά έχει το μαχαιράκι στο υπνοδωμάτιο; Μη χρονοτριβείς με φιλοσοφίες. Τεντώνω το χέρι να πιάσω το εργαλείο, μόλις αγγίζω το κρύο μέταλλο με διαπερνά μια αίσθηση σαν να έχω δαγκώσει πάγο, τα δάχτυλά μου γίνονται λιωμένος όνυχας και χύνονται στο πάτωμα.
-