© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Στη φόρα 8

Πάνω που πάει να με πάρει ο ύπνος χτυπάει το κωλοτηλέφωνο και κάθε φορά η καρδιά μου δίνει μια ριπή μαρμαρυγής, όλα μαυρίζουν, η ακοή μου σβήνει, περιμένω υπομονετικά, και έπειτα σαν η βιντεοκασέτα να ξαναπαίζει, το λευκό φως επιστρέφει, το κωλοτηλέφωνο χτυπάει, απλώνω το χέρι, απαντώ, και ούτω καθ'εξής ώσπου έχω παραπάνω από εμπεδώσει το βασανιστήριο και μπορώ να μετανιώσω για τα πάντα, ακόμα και για όσα δεν έχω κάνει καν.

Βρίζω μια άρτι ορκισμένη πρώτη γραμμή που με ξυπνάει 0145 για να με ρωτήσει μια μαλακία, ξέρω δεν πρέπει να τη βρίσω, θα το θυμάται για χρόνια, αλλά ανάθεμά το, και ξανακοιμάμαι τάχιστα με το τηλέφωνο δίπλα στο μάγουλο. 

Όταν ξυπνάω έχει βγει ο ήλιος, οι κουρτίνες είναι ανοιγμένες πέρα πέρα, το αναρριχώμενο φυτό στις παρυφές των τζαμιών κάνει το φως να πεταρίζει, κάθομαι στην πολυθρόνα, εμπρός μου το ασορτί σκαμπώ και είμαι σκυμμένος εμπρός και πάνω στο σκαμπώ διαβάζω το ίδιο εθνολόγιο που διάβαζα παιδί, όταν φτάνω στο τέλος της σελίδας κάνω να γυρίσω και αντί για το εφημεριδόχαρτο πιάνω ένα χέρι, το οποίο περιστρέφεται μερικώς, και πάνω του είναι σκαλισμένο το εξώφυλλο του εθνολογίου. Με διαπερνάει ένας κρύος ιδρώτας, εκεί ακριβώς πάνω από την οσφύ, ξέρω το χέρι, φυσικά. Η φωνή είναι παρήγορη όπως πάντα, Θέλεις να διαβάσεις, ε; Πολύ μ'αρέσει να σε βλέπω να διαβάζεις, είναι αστείο που κοιτάς το βιβλίο υπό γωνία λες και σε τυφλώνει. -Αφού ξέρεις πως δεν έχω γερά μάτια. -Νωρίς για τέτοια, νωρίς. -Ο πατέρας μου χειρουργήθηκε για καταρράχτη στα 35. -Το θυμάμαι. Έλα, γύρνα το χέρι, αφού δε βλέπεις. Όντως δε βλέπω, ο ήλιος πέφτει στις σελίδες και τις κάνει πολύ φωτεινές και οι χαρακτήρες δεν ξεχωρίζουν πια, προσπαθώ να γυρίσω το χέρι αλλά δε μπορεί να περιστραφεί αρκετά ώστε να βλέπω, ψηλαφώ και ψηλαφώ το αντιβράχιο, τις τρίχες, το δέρμα, τα αόρατα αγγεία, και χωρίς να βλέπω, βλέπω την επιθυμία απέναντί μου, τώρα ξέρω πως δεν έχω ξυπνήσει, βλέπω το παιχνιδιάρικο χαμόγελο, ακούω τη φωνή, αλλά το εθνολόγιο άφαντο, το δωμάτιο χωρίς όρια, με την περιφέρεια να λιώνει σαν καμένη πόλαροηντ. -Δεν είσαι εδώ. -Είμαι εδώ, ακριβώς εδώ. Το χέρι χτυπάει το στήθος, μια υπέροχη αίσθηση και μια ανησυχία, φυσικά, όλα είναι σκηνοθετημένα από την πεμπτουσία μου.

Όταν ξυπνάω είναι ακόμα σκοτεινά, φοράω ακόμα τη στολή, έχω ακόμα αλλεργία από το χαρχαλολάστιχο, τα χάπια μου έχουν πέσει από την τσέπη, το τηλέφωνο παρακεί, δεν υπάρχει εθνολόγιο, τα μόνα χέρια τα δικά μου, το στόμα μου είναι μια πληγή, έχω πονοκέφαλο, αν κοιταχτώ στον καθρέφτη θα'χω μαλλιά σαν χιόνι, δεν αξίζει τον κόπο αυτή η τρέλα

(-Δεν αξίζει τον κόπο αυτή η τρέλα. 
-Εντάξει, αυτός είμαι εγώ, τελείως ήρεμος. Τίποτα δε με αγγίζει, όλα γλιστράνε γύρω μου, είμαι γρασαρισμένος, είμαι γυμνοσάλιαγκας σε ένα βαρέλι μύξα, είμαι φρικαλέα ευάλωτος και φρικαλέα ανήμπορος. Στα μάτια του που είναι σαν ουρανός το καλοκαίρι σπεύδουν δάκρυα.
-Τι εντάξει;
-Μόλις είπες-
-Δεν το εννοούσα γαμώ το κέρατό μου. Δε μπορείς να πεις κάτι σωστό;
-Έχω σάντουητς με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα στο τάπερ. Μαρμελάδα σμέουρο.
Η κατάσταση είναι σοβαρή. Η Σουκριγιέ ακόμα δεν έχει ιδέα.)

αλλά είναι τα λεφτά στη μέση, και το καθήκον, και αυτό το χρέος που έχω στον Ασκληπιό, γιατί χωρίς αυτά τα γυμνάσια δε θα είχα βάλει το Μπυλάου, ίσως το είχε κάνει κάποιος άλλος, ίσως και να μην είχε προλάβει κανείς, ποιος ξέρει, η Σίσσι είπε πριν λήξει την τελευταία μας συνεδρία πως η σχέση αυτή περιπλέκεται από στοιχεία εξουσίας, -Μα αυτό ήρθε μετά. -Αυτό σου έδωσε μυθικές διαστάσεις στο νου του. -Ωραία. -Μιλάς εσύ ή ο εγωισμός σου; και σώπασα, γιατί δεν είχα κουράγιο να της πω πως εκείνο το επεισόδιο με στοιχειώνει, με πληγώνει, με τρομοκρατεί, με κάνει τόσο μικροσκοπικό, και όταν κατά λάθος ακουμπήσω τη μικρή ουλή πάντα τραβάω το χέρι μου σα να με χτυπάει ρεύμα, αλλά είναι εντυπωμένη στο μυαλό μου σαν σιδερόσταμπα σε μπούτι αγελάδας, η δουλειά με έχει τσαλακώσει με τρόπους που δε χωράνε σε καμία συνεδρία, η Σίσσι δε μπορεί να καταλάβει. -Δεν έχεις ιδέα για αυτή τη σχέση. -Σε θυμώνει η τοποθέτησή μου; Γιατί; 

144 ώρες βάζω αυτή τη βδομάδα, έχουν μείνει 7,5, είμαι κομμάτια, η αϋπνία κάνει τις σκέψεις να μου οργώνουν το κεφάλι, οι κοντοί ύπνοι είναι γεμάτοι όνειρα, και μετά τις πρώτες δυο τρεις μέρες τα όνειρα και η πραγματικότητα αρχίζουν να μοιάζουν ύποπτα μεταξύ τους, τώρα θα πέσω να κοιμηθώ αλλιώς θα μου στρίψει, και αύριο θα φορέσω το γκρι πουκάμισο και θα συναντηθούμε για πρωινό στο φούρνο BRØD που σημαίνει ψωμί και θα πάρω βιεννέζικο κρουασάν και ίσως να κάνει και καλό καιρό και θα γυρίσουμε να κοιμηθούμε στον καναπέ και η μέρα θα κρατήσει για πάντα.

Υποτροπή στο χαντάκι

Όταν είσαι στις καλές σου είσαι υπέροχος. Όταν δεν έχεις κέφια... ο θεός να με φυλάει. 

Γράφω συνταγές και σηκώνω τηλέφωνα στο γραφειάκι δίπλα στο τριπλό παράθυρο. Έχω το μεσαίο ανοιχτό και η αύρα με κρυώνει στο λαιμό. Διεξέρχομαι τη ντάνα με τα κωλόχαρτα, η προϊσταμένη χτυπάει το καμπανάκι για το βραδυνό, οι συνάδερφοι ανασύρουν τα γιαουρτάκια και τα καροτάκια από τα κοινόχρηστα ψυγεία, αυτοί που έχουν περάσει μερικά εμφράγματα κατεβαίνουν στην καντίνα, πέφτει ησυχία. Από το παράθυρο με κυκλώνει ο βόμβος του εξαερισμού του διπλανού κτιρίου της ογκολογικής. Βλέπω και δε βλέπω μια κεφαλή καρφίτσας ένα μικρό σκότωμα του Schrödinger στα δεξιά του οπτικού μου πεδίου, μικροαιμορραγίες, μικρό σκότωμα, μικρό το κακό. Σηκώνομαι να ξεμουδιάσω, στηρίζομαι στο λερό περβάζι το περασμένο με λαδομπογιά, βγάζω το κεφάλι έξω. Δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμα. Οι μέρες μεγαλώνουν αλλά εμένα μου φαίνεται πως σκοτεινιάζουν όλα όλη την ώρα. Βλέπω το δέντρο από πάνω, βλέπω τις στέγες, τους σουλήνες του εξαερισμού, βλέπω πάλι το δέντρο, τις ρίζες που έχουν ξεκουνήσει τις πλάκες του πεζοδρομίου, μένουν σαφείς οι πλάκες του πεζοδρομίου, ακριβώς κάτω από το παράθυρο είναι η σκάλα της εισόδου, με τα κάγκελα του προπερασμένου αιώνα, οι πλάκες του πεζοδρομίου, η σκάλα της εισόδου, τα κάγκελα. Σκέφτομαι κάτι που δεν πρέπει, σε βλέπω με εκείνη την αποδοκιμασία σε όλη σου τη μούρη, αλλά το σκέφτομαι, και η διπλοβρακωμένη μάσκα ρουφάει μερικά μικρά δάκρυα, μικρή απελπισία, μικρό το κακό.

Η αλκώλα του θαλάμου 30 τα τίναξε αφού πέρασα όλη νύχτα να μεθοδεύω γιατροσόφια για τη θεραπεία της αναπνευστικής ανεπάρκειας. 48 + 6 ώρες στη γραμμή παραγωγής υγείας και πτωμάτων. Με πήρε ο ύπνος στη συνάντηση για τις ανοσοθεραπείες, ο Νορβηγός που δε χωνεύει τους μελαμψούς με σκούντηξε στον ώμο, ξύπνησα βιαίως, Εδώ συζητάμε για ανοσοθεραπεία, όχι για υπνοθεραπεία, η διευθύντρια, -Είμαι με δυο 24ωρες σερί. (πολύ ενοχλημένος) -Ε σιγά, όπως είναι τα Σαββατοκύριακα. Σιγά το πράγμα. Δεν είναι σωστό να ρίξεις φούσκο στη διευθύντρια, μην είσαι χωριάτης, είναι PhD MPH, έχει γράμματα και πτυχία, εσύ τι έχεις, τ'αρχίδια σου στριμμένα και τις υπερωρίες σου αγγούρι στην κωλότρυπα, γι'αυτό δουλεύεις εσύ τις δυο και τρεις 24ωρες σερί, ναι, και τα Σαββατοκύριακα, και όχι η διευθύντρια, χωριάτη ε χωριάτη.

Η ανατομία έχει χάσει κάθε ίχνος μυστηρίου πια, αλλά ακόμα αναλογίζομαι με δέος τα άπατα της δυστυχίας που μπορεί να χωρέσει ένα σώμα, μερικές φορές η μούργα είναι τόσο πυκνή και το πηγάδι τόσο βαθύ που εντυπωσιάζομαι για λίγο πριν επιστρέψω στο εργόχειρο της μελαγχολίας. Δεν καταλαβαίνω γιατί, μετά από τόσα χρόνια, σε διαλύει ακόμα έτσι αυτή η φοβερή μου δεξιότητα, σου είχα πει όταν καπνίζαμε πίσω από το κοτέτσι της μάνας σου Ich bin ein schwarzes Loch, σ'το είχα πει όταν με έβλεπες με λαμπερά μάτια το καλοκαίρι στην Ολυμπιάδα, κι όταν μου καθάριζες το αίμα από το κούτελο στα πλακάκια του κουζινέτου στον Εύοσμο, κι όταν μάζευες τα σπασμένα δίπλα στην παλιά πόρτα, και ένα σωρό άλλες φορές που δε θυμάμαι, το λέω συχνά και γελώντας για αστειάκι, αλλά πάντα κάνεις πως δεν το ακούς και η συνέπεια απευθείας από το δικό σου στόμα: Όταν είσαι στις καλές σου είσαι υπέροχος. Όταν δεν έχεις κέφια... ο θεός να με φυλάει. Ο θεός δε σε φυλάει, σε γράφει στ'αρχίδια του, γι'αυτό σε καταπίνει η μαύρη τρύπα και είσαι λες και κάποιος σου έχει στραγγίξει όλο το αίμα, εντάξει, ίσως και να ξέρω ποιος καριόλης σου ξηγιέται έτσι, δεν είμαι σίγουρος, αλλά ίσως. Και άμα τον πιάσω στα χέρια μου θα - σε σκεφτώ και θα του στρώσω τα μαλλιά αντί να τον τουλουμιάσω. Ίσως.

Συγκλίνουσες ακτίνες


Εδώ μέσα είναι αλλιώς. Η κλειδαριά είναι ιδιότροπη, ο γλόμπος του κοινόχρηστου χωλ δεν αντικαταστάθηκε από τότε που η μικρή κυρία τον έσπασε με το κοντάρι της απόχης, όταν φτάνω σχολασμένος στα σκοτάδια ψαχουλεύω με το κλειδί και προλαβαίνει να ξυπνήσει, να ξεκουκουλωθεί και να έρθει με το πάσο της να μου ανοίξει από μέσα, ενώ περιμένω στάζοντας ξυπόλητος στο μωσαϊκό δίπλα στα ιδρωμένα άρβυλα ασφαλείας. Η ιστορία είναι πως από όποιο λιμάνι και αν επιστρέφω με το ποδήλατο, θα έχω τον αέρα κόντρα. Στη δυτική Γιουτλάνδη λένε πως αν ο αέρας δε σου'ρχεται στη μάπα όπου κι αν πηγαίνεις, τότε δε βρίσκεσαι στη δυτική Γιουτλάνδη. Στο νησί λέμε πως αν δεν ισιώνουνε οι μπούκλες των προβάτων ο αέρας δε λογίζεται. Το χειμώνα στην περιοχή βρέχει επίμονα αρμυρό χιονόνερο σε μικρό διαμερισμό, και μαζί με τον ιδρώτα απ'το πετάλι με λούζει κατάφατσα ο καιρός και πάντα φτάνω λιγδωμένος ακόμα κι αν έχω αφήσει το MSV μπανιαρισμένος. Το σκουφί μου βαραίνει το κεφάλι και οι μυξατμοί ανακατεύονται με βροχή στο μουστάκι και είμαι πολύ ερωτεύσιμος. Πίσω από την πόρτα είναι το forstue της συμφοράς που το διασχίζω με μια γενναία δρασκελιά, και στην ευθεία η φωτογραφία.

/

Επιστροφή απ'το Γκορμ και καρφί για εφημερία. Από την ησυχία της πλατφόρμας στο μπουρδέλο του πανεπιστημιακού. Φυσάει θυελλώδης βορειοδυτικός και στο Λίλλεμπελτ γίνεται της πουτάνας, γλίτσα απ'τον παγετό, τα φορτηγά κουνιούνται πέρα δώθε, δεν τολμάει κανείς να σκάσει μύτη δίπλα τους και πάμε όλοι καρότσι δεξιά, τελευταίος χειμώνας στο μεγάλο νησί.

Πιάνω 1524, ξεκινάμε με τέμπο στην ανάνηψη, το μενού έχει αναπνευστικές ανακοπές, κάθε εφημερία έχει ένα θέμα, είναι σαν το πιάτο της ημέρας. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα η νοσοκόμα ροής ενημερώνει πως έρχεται τροχαίο πάνω που η δουλειά μας έχει τελειώσει με την προηγούμενη κλήση, βγαίνω στον προθάλαμο να αλλάξω στολή μετά το ραμολιμέντο που ο τραυματιοφορέας κυλάει με τις ροδούδες στο νεκροθάλαμο, η οθόνη της κατάστασης του CAP μου καίει το μυαλό, κατεβαίνουν οι αναισθησιολόγοι, πρώτη γραμμή είναι εκείνη η πανέμορφη Ινδή με το εντεκασύλλαβο όνομα, και από πίσω ο γερο-Γιενς που φοράει διπλές ffp3 γιατί δεν έχει καμιά διάθεση για τέτοια, έχει πει. Ο Άλμπερτ και το τσιράκι του περιμένουν ήδη στην καθαρή αίθουσα. Ανοίγουμε την ενδιάμεση πόρτα, οι νοσοκόμες ετοιμάζουν και τη διπλανή αίθουσα, δυο εικοσάρηδες, ένα σπασμένο σβέρκο και κάτι ψιλά.

Σαράντα λεπτά στο επιτοίχιο τάημερ και έχουμε σχεδόν συμμαζέψει, ο πρώτος σμπαραλιασμένος έχει ήδη μπει χειρουργείο ν/χ, ο δεύτερος είναι στον αξονικό και όλη η ακολουθία είναι μαζί του, έχω μείνει πίσω με τον Άλμπερτ και γράφουμε οδηγίες, από την ανοιχτή πόρτα φαίνεται η οθόνη της κατάστασης του CAP που έχει αλλάξει διαρρύθμιση, η αρχινοσοκόμα με ρωτάει για την αμιωδαρόνη και γίνομαι νυχτερινός καθηγητής, και ενώ είμαι πάνω στη διάλεξη ο Άλμπερτ μου ρίχνει μια αγκωνιά, Τι; -Κοίτα στην οθόνη. Κοιτάω στην οθόνη, καμια τριανταριά ονόματα φιγουράρουν ώσπου να προχωρήσει η λίστα, ηλικίες, θάλαμοι, αίτιο προσέλευσης, δε βλέπω τίποτα εξωτικό. -Δε βλέπεις; Η Λβιν, υπερτασική κρίση. Κοιτάζω καλύτερα, και ναι, τώρα τη βλέπω και τη Λβιν, 37 χρονών λέει, υπερτασική κρίση, νευρολογικά σημεία. Η Λβιν είναι συνάδερφος απ'τη Μυανμάρ, κοντή και στρογγυλή, μονίμως στην πρέσα, έκπληξη θα ήταν να ήταν μέσα με υπόταση. -Τι σου λέει αυτό; με ρωτάει συνωμοτικά. -Δεν ήξερα πως ήταν 37. -Όχι, τι σου λέει; -Να ρίξουμε στροφές. -Όλοι θα περάσουμε απ'τη μηχανή του κιμά. Λοιπόν, την τελευταία πρόταση την είπε εκείνος και όχι εγώ, αν και τώρα που τη γράφω σκέφτομαι πως ήμουν εγώ που μιλούσα μέσα από τον Άλμπερτ σαν να ήταν δαιμονισμένος. Μαντεύω πως άλλο σκεφτόταν όταν το έλεγε και άλλο εγώ, αλλά όπως και να'χει, οι λέξεις μπήκαν η μια δίπλα στην άλλη με τρόπο ύποπτα δικό μου.

Στο μπροστινό πάρκην ο Άλμπερτ φορτώνει το ποδήλατό μου στη σκαλωσιά στον κώλο του σεντάν. Διώχνω τον πάγο απ'το παρμπρίζ με την ξύστρα με την αφράτη χειρολαβή. Δεν ξέρω τι λέει στη Σουκριγιέ, προτιμώ να μη ρωτάω. Βλέπω τη σειρά με τις συζυγοκτονίες και εύκολα γίνεται κανείς παρανοϊκός. Δυο φανάρια δυο γκαζιές και είμαστε σπίτι. Δεν έχει καλοξημερώσει. Παρκάρει δίπλα στα θαμνόδεντρα στη θέση της χοντρής που έχει ήδη φύγει για δουλειά. Μπαίνουμε στο χωλ, πάλι μαλακίες με το κλειδί και την κλειδαρότρυπα, αλλά σήμερα είμαι στεγνός και όχι τόσο ερωτεύσιμος. Τραβάω την πόρτα και κάνω στην άκρη. Ο Άλμπερτ μπαίνει πρώτος. Κρεμάει το μπουφάν και αναστενάζει όπως όταν κατουράς μετά από διπλοβάρδια. Σιγουρεύω πως δεν κατουράει στο forstue, όχι, απλά στέκεται καταμεσιού με κλειστά μάτια. -Έχω πάει σε πολλά σπίτια αλλά εδώ μέσα είναι αλλιώς. Η μικρή κυρία κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο με τη φρέσκια ιατρική φυλλάδα ενώ παίζει ο Γιώργος Φλωράκης. Παίρνουμε σειρά για τη ντουζιέρα. Τους ακούω που έχουνε πιάσει κουβεντούλα, και την ώρα που σαπουνίζω τον αφαλό μου ακούω τη γυναίκα που ρωτάει -Στη Σουκριγιέ τι είπες; και με τα χέρια μες στους αφρούς καπακώνω τα αυτιά μου μην τύχει και ακούσω τίποτα που θα μοιάζει βγαλμένο από τη σειρά με τις συζυγοκτονίες. Μετράω ως το εξήντα και όταν ξεκαπακώνω χαζογελάνε και λένε για ράμματα Έβερτινγκ οπότε τη γλιτώσαμε και σήμερα.

/

Το φτυάρι δε μένει αδέσποτο ποτέ

Όσο υπάρχει κάποιος να δουλεύει το φτυάρι επί γης ειρήνη
ένας μόνιμος θόρυβος στα μάτια, κλειστά ανοιχτά δεν έχει σημασία
βλέπω τον πονοκέφαλό μου από την περασμένη Πέμπτη
πίσω στην πόλη με το σκουπιδομάνι πίσω στο συρφετό

όσο υπάρχει κάποιος να δουλεύει το φτυάρι επί γης ειρήνη
η διευθύντρια και ο τροφαντός της κώλος στο εικονικό παράθυρο
στη μεγάλη οθόνη της πρωινής ενημέρωσης κόμμωση και σκουλαρίκια
όλα θολά πίσω απ'τις μάσκες και μέσα απ'τα γυαλιά

όσο υπάρχει κάποιος να δουλεύει το φτυάρι επί γης ειρήνη
η γκαστρωμένη πασπατεύει την κοιλιά της η λεχώνα τα βυζιά της
ο κόσμος καίγεται και το μουνί ράστα και περμανάν
αλλά εγώ εκεί το φτυάρι και το λάκκο

και κάπου εκεί στο μαύρο χώμα
η πόρτα ανοιχτή

τη βλέπω και τυφλός.