© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Temperance

Έχει ήδη νυχτώσει, το χιόνι αντανακλά κάποιο μυστικό φως, από το στενό διάδρομο δίπλα στα παράθυρα γουργουρίζουν τα κλειδωμένα ψυγεία, οι ραφιέρες με τους πύργους ποτηριών σκονίζονται αργά αργά, ήσυχα βήματα με τα κατασκοπευτικά παπούτσια, οι καρέκλες και τα τραπέζια άδεια, ένα καραφλό σκιάχτρο που φοράει τη στολή του δούλου κάθεται στη σκοτεινή γωνιά. Γνώριμο πλάσμα, είναι το φάντασμα που περιφερόταν στην κοιλάδα του Σορέκ για χρόνια, γύρω τα βουνά της Ιερουσαλήμ που κρύβουν όλους τους ορίζοντες, πέτρες και φαρμακερά σταφύλια, ώσπου κάποια μέρα βροχών το πήρε το ποτάμι και το ξέρασε στο αμμουδερό δέλτα κι έτσι ελευθερώθηκε. Παγώνι χωρίς ουρά, σκιάχτρο μαδημένο, αν βράσεις την ψυχή εξατμίζεται και μένει στον πάτο λίγο αλάτι που σκορπίζεται σαν άμμος. Τι θες να κάνω; ρωτάω απελπισμένος και με βρίσκει κατακούτελα μια καλοκουρδισμένη φωνή, Υπομονή, είναι αυτή, με το ένα πόδι στην όχθη και το άλλο βουλιαγμένο στην ποταμίσια λάσπη το νερό κυλάει από το ένα στο άλλο χέρι και χερουβείμ κρυμμένα στις καλαμιές κάνουν λογαριασμό, απεσταλμένη του Θεού και υβρίδιο πτηνού, γύρω από το κεφάλι το στέμμα της παράνοιας και στο κούτελο ορθάνοιχτο το τρίτο μάτι που τα βλέπει όλα. Αναδύομαι από τη γωνιά μου ντροπιασμένος, αυτό το κόλπο με το νερό δεν το κατάφερα ποτέ και ήταν η καταδίκη μου, τρυπιοχέρης, κυλούσε από το ένα και επέστρεφε στο δέλτα και το αφάνιζε το υφάρμυρο ένωμα, δεν κατάλαβα και πώς, και σιγά σιγά από το χέρι μου το νερό που έρρεε έγινε αίμα και η πλάση το ρουφούσε αδηφάγα και με στράγγισε κι έτσι έγινα διαφανής, έτσι έχασα το τσιγγάνικο σώμα, έτσι έχασα τη σκιά μου, κι έγινα το φάντασμα της κοιλάδας του Σορέκ. Μέσα στο στρογγυλό κεφάλι της όλα είναι σε τάξη, ανάμεσα στα χέρια της ο χρόνος είναι νερό, είναι σπαθί. Δεν υπάρχει τίποτα που δε γιατρεύεται με την υπομονή, το δίδαγμα της απέραντης μοναξιάς, η σοφία της Τεμπεράντσας. Ο χιτώνας της είναι υφασμένος από παγοσταλίδες, ένα πανί από το ίδιο μυστικό φως που καθρεφτίζεται στο χιόνι μες στη νύχτα, η εγκρατεία, το μέτρο, η φωνή της λογικής, και άντρας και γυναίκα και τίποτα απ'αυτά, ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος, αλλά όχι αυτή. Δεν έχω παρά να υπακούσω, υπομονή. Η Τεμπεράντσα θα φτερουγίσει τις πελώριες φτερούγες της και η σκόνη της κοιλάδας του Σορέκ και η γη και οι σκιές κι εγώ μαζί θα φθίνουμε προς το πουθενά.

ONLY LOVE AND DEATH CHANGE ALL THINGS

-



Wheel of fortune

Στις φωτογραφίες από τα κέντρα υποδοχής στο Έλλις Άηλαντ πριν την αλλαγή του αιώνα από δεκαετία σε δεκαετία και από τη μια μεριά του Ατλαντικού στην άλλη το βλέμμα απαράλλαχτο ταξίδεψε στο χρόνο και στο χώρο το ίδιο εκείνο βλέμμα που ζητάει βουβά τα ρέστα, το βλέμμα που έχει βαθύνει και στης νύχτας το ναδίρ έχει βγάλει δόντια αστραφτερά, το ίδιο γνώριμο βλέμμα έχει και αυτή, τα χέρια σταυρωμένα εμπρός, πέρα από το σύνορο της κούρασης, πέρα από τα όριά της, στις ανοιχτές εκτάσεις της γης των ευκαιριών, στα αχανή πεδία της ανεξερεύνητης κόλασης, ένα βλέμμα που σε βλέπει μέσα απ'το φιλμ και σε καίει σαν ακτινογραφία και οι σάρκες σαθρές εγκαταλείπουν, απέναντι ο θάνατος και η ματιά του Μέδουσα και φυσικά σκοτάδι, από τους βολβούς του στους βολβούς της πέτρα όλα, πέτρα, τα νερά του ποταμιού θολά κι ορμητικά και μια ροή μπερδεμένη και τυρβώδης, Πάσχα από τη μια όχθη της απελπισίας στην άλλη, μεταναστεύοντας από τη σφύρα στον άκμονα. Η φωνή της διασχίζει την ερημιά των σηπτικών και κάνει γκελ στους κούφιους σωλήνες και γλιστράει στα πλακάκια, η άρθρωση ιστορική, το λάμβδα και το κλειστό όμικρον της Βόλβης και του Στρυμονικού τα δυο νερά τα δυο αρχέγονα πηγάδια, μια φωνή που τα ξέρει όλα και επιτάσσει, ίδιον του επαγγέλματος, και στις άκρες των χορδών ένα λίγο νοιάξιμο, κανένας δε γίνεται τραχύς χωρίς να έχει νοιαστεί, στις φωτογραφίες από τα κέντρα υποδοχής στο Έλλις Άηλαντ συνοψίζονται οι λέξεις που παίζει στο αυστηρό της στόμα, χτυκιό, πανούκλα και κολούμπρα, μέσα στο συρφετό δεν ξεχωρίζει η μια κωμωδία από την άλλη, ένα φίδι καρφί στον κόσμο της σαρκός, από τις παραλίμνιες δροσοσταλίδες μ'ένα τίναγμα μαύρων φτερών παφ στη γκρίζα μάκα των απρόσωπων πολλών, ρόδα είναι και γυρίζει, ο διάολος τιμονεύει στο απύξιδο ταξίδι, βασιλιάδες και θεοί και ο κάτω κόσμος σε μόνιμη εναλλαγή καθώς πέφτει το χαρτί και η τύχη αποφασίζει κι εμπρός της άντρες γυμνοί πότε νεκροί και πότε αναστημένοι εκτελούν αδιαμαρτύρητα τις διαταγές του πεπρωμένου.

-

Έξη μήνες μιλούσαν στο τηλέφωνο σύμφωνα με τις περιστάσεις, ο Τόμας την έπαιρνε γιατί μια καρδιά του πνιγότανε στο αίμα, αυτή έπαιρνε τον Τόμας επειδή μια μισάνοιχτη κοιλιά της στραγγάλιζε την καρδιά, κι ο ένας πήγαινε κι ο άλλος ερχόταν και δε συναντιόντουσαν ποτέ. Ο Τόμας μιλούσε πάντα πολύ σιγανά, τόσο ήπια που της προκαλούσε ανυπομονησία, δεν τον καλοάκουγε κιόλας από τα αυτιά τα ταλαιπωρημένα από τα ψαροντούφεκα, μερικές φορές άλλα τη ρώταγε κι άλλα του απαντούσε, στο τέλος πάντα συνεννοούνταν, όποτε άκουγε τη φωνή του χαιρόταν, θα το λύσουμε το πρόβλημα, ο Τόμας ξέρει. Αυτή κοφτή και επί του πρακτέου, αφήνοντας πάντα κάτι να εκκρεμεί με τη μυστήρια προφορά της, και πάντα τελειώνοντας την κλήση με κάτι απροσδόκητα τρυφερό, όπως Σου εύχομαι να κοιμηθείς 3 ώρες απόψε ή να έχεις ειρηνική εφημερία, έκανε τον Τόμας να στέκεται προσοχή με όλη του την ήπια πανοπλία. Έξη μήνες τηλεφωνικού επαγγελματισμού ως εχτές ημέρα Τρίτη, πήρε τηλέφωνο τον καρδιολόγο και το σήκωσε ο βραχνός Πάρε σε 15 λεπτά, κάθε φορά που απαντάει ο βραχνός ζητάει να τον πάρει σε 15 λεπτά που θα έχει πασάρει το τηλέφωνο σε κάποιον λιγότερο ανίκανο. Ξεφύλλισε αποτελέσματα εξετάσεων για 15 λεπτά και ξαναπήρε, και απάντησε ο Τόμας, και ένιωσε ανακούφιση κατά τα γνωστά. Ποιο είναι το πρόβλημα; -Περικαρδίτις και επιπωματισμός. Περικαρδίτις σαν κελαηδητό. Θα στείλω κάποιον να κάνει ένα υπέρηχο. Αυτή τεντώθηκε στη στάση των νοσηλευτριών, ταχτοποίησε ένα μάτσο φακέλους και το καροτσάκι της αλλαγής, ο ήλιος βούλιαξε πίσω απ'το ψηλό κτίριο, άκουσε τα τροχούλια του υπερήχου να κάνουν κρίκι κρίκι στο διάδρομο και βγήκε σε αργή κίνηση να πιάσει τον απεσταλμένο πριν τον καταπιεί το ασανσέρ. Σε περίμενα, πες μου αν ανεπαρκεί. Ήταν η αυταρχική κυρία του τηλεφώνου, μόνο που δεν της έμοιαζε καθόλου, ένα μελαγχολικό, κάπως φοβισμένο κορίτσι με βλέμμα σκέτο οξύμωρο σαν ακονισμένο κυρτό ξίφος, μεσολάβησε μια παύση, Πρέπει να τον παρακεντήσουμε, θα μας δυσκολέψει. Ήταν ο ήπιος διακριτικός κύριος του τηλεφώνου, πολύ πιο στιβαρός απ'ό,τι ακουγόταν, μάτια βαθιά χωμένα σε σκιερές κόγχες μα πολύ φωτεινά, μαλλιά βουρτσώδη μισοκρυμμένα κάτω από χειρουργικό σκουφάκι, χαμογέλασε πίσω από τη μάσκα Δεν ήξερα πως ήσουν τόσο νέα. -Δεν ήξερα πως ήσουν εσύ. Ο τροχός της τύχης γυρίζει σαν τα τροχούλια του υπερήχου, και ο Τόμας στάθηκε τυχερός και δεν τον έλιωσε το κύλισμα. Το επόμενο πρωί η ήπια φωνή του αναρριχήθηκε στα λυτά μαλλιά του ίδιου κοριτσιού που περνούσε από το κέντρο υποδοχής στο Έλλις Άηλαντ πριν εκατόν τριάντα χρόνια, μαλλιά από μέλι πεύκης, τα μαλακά του χέρια χάιδεψαν το παρελθόν και τα φιλντισένια της φιλιά τον πέρασαν απέναντι. Όταν χαμογελάει η μοίρα αλλάζει η ιστορία ολόκληρου του γύρω κόσμου.

ONLY LOVE AND DEATH CHANGE ALL THINGS

-




The hanged man

Οι μάσκες του θανάτου τα προσωπεία τα ιπποκρατικά οι πνοές οι τελευταίες κρεμιώνται απ'το σφακτήριο τσιγγέλι και τους ξεψυχάω με το βλέμμα μια μαλακή κίνηση των χεριών ένα ανεπαίσθητο σήκωμα των ώμων δεν ξέρω και αδιαφορώ στη θάλασσα για λίμνη άπνοια απόλυτος παγετός σκύβω σαν Νάρκισσος και στην αντανάκλαση βλέπω έναν νεκρό, στη θάλασσα που καίει είμαι βασιλιάς, τα μαλλιά σου είναι σαν κριθάρι στο ηλιοβασίλεμα, γύρισα μιας στιγμής έκπληκτος, ήμασταν ξαπλωμένοι στη ζεστή ζαχαρένια άμμο, δεν είδα τίποτα που δεν αναγνώριζα, το καθαρό κούτελο, τις ομαλές παρυφές των βλεφάρων και τα ελάχιστα λιμνία και το καλομίλητό του στόμα, ένα ανεπαίσθητο σήκωμα των ώμων ξέρω και αδιαφορώ, γέλασα κοροϊδευτικά και έκαψα μια τούφα με τον αναπτήρα, ξέρω, όπως ξέρω το τρέμουλο της σηψαιμίας από Γκραμ αρνητικό, είναι άλλο από το πληθωρικό ρίγος του ερυσιπέλατος, κι αυτό άλλο από το σύγκρυο της σταφυλοκοκκικής ενδοκαρδίτιδας, και αδιαφορώ, είμαι ανήμπορος εμπρός στο θηρίο της αγάπης, τόσο ελάχιστος, τόσο προσωρινός, η παθολογία και η χειρουργική ενσαρκώνονται στα χίλια πρόσωπα του πόνου, την αρχή την απαρχή της μακράς αυτής μοναστικής πορείας, τα χίλια πρόσωπα του πόνου, οι μύριες εκδοχές του μαρτυρίου, αυτό που μ'έσπρωξε σ'αυτήν την πεσιά τη δίχως τέλος. Ξύλινος βασιλιάς, τσόχινος πάτος, μαλλιά από φωτιά, μπουρλώτο απ'το στέμμα, φλόγες ήσυχες, ύποπτη καταστροφική σιωπή, με τη θηλιά γύρω απ'το χλωμό λαιμό, ένας χορός ερωτικός, mehr, στη γλώσσα που μιλώ, όχι στη γλώσσα που με τόση τέχνη γράφω, στη γλώσσα που θα σταθεί δίπλα στο νεκροκρέβατό μου, mehr, ώσπου να περάσω από τη βασανιστική διαύγεια στην ομίχλη του προνάου, ο θάνατος κι εγώ, χωρίς βήματα χορός, τα πόδια στάχτη, κάθε φορά μου κλέβω λίγη ιστορία, κάθε φορά ένα αμελητέο φονικό, ένας κόκκος ζεστής ζαχαρένιας άμμου, dein Haar sieht aus wie ein Gerstenfeld bei Sinneundergong, κάθε φορά γυρίζω έκπληκτος πίσω, γελώ κοροϊδευτικά και καίω μια τούφα με τον αναπτήρα, και με τυλίγουν οι γλώσσες του θανάτου όπως τυλίγει η θύελλα το νησί και ο κόσμος λησμονιέται, μια μαλακή κίνηση των χεριών, δέκα πιστοί στην αίθουσα παύουν το θείο έργο τους, ο ηγούμενος απεφάνθη, μια σιγανή φωνή στο σαματά, vi stopper nu, det er slut. Klokken er..., η ψυχή έχει διαφύγει από τη χαραμάδα της βαριάς πόρτας, από τις γρύλιες του εξαερισμού, από τις τρύπες της σχάρας του σιφωνιού, Ich ertrage es nicht, jedesmal dich sterben zu sehen, -Na, also, du bist ja aufs Ärgste gefasst, η αέναη περιπλάνηση, οι ορκισμένοι ηδονοθήρες, απελπισμένα ανθρωπάρια στις σκοτεινές τους τρύπες ψάχνοντας περισπασμούς από τη ζοφερή τους μοίρα, mehr, mehr, δε θέλω έλεος όταν ευχαριστιέμαι, η ψυχή μου τεντωμένη λεπτεπίλεπτη σαν φλέβα στο φτερό της λιβελούλας, η λέξη νόμος, βασιλιάς αυτοτιμωρούμενος, γυμνός στα ελώδη λιβάδια του νησιού, γύρω βλάστηση χαμηλή, ομίχλη γοργοπόδαρη σπρωγμένη απ'τον αέρα και στάλες Ατλαντικού, τσόχινος πάτος, στέρνο ξύλινο, λάσπη ως τους αστραγάλους, πόδια στο πουθενά, γιακάς πετεχειώδης, ο κρεμασμένος σ'ένα ντεκ Ταρόκκο σιτσιλιάνο και οι λέξεις του: παραδίνομαι κι ενδίδω και αφήνω, και γύρω ένας κύκλος από φιγούρες που καταπίνουν κάθε φως, έχει στηθεί χορός πρωτομαγιάτικος, χορός ειδωλολάτρης, χορός ερωτικός.

-

Στο υπόγειο του κτιρίου 97 που μυρίζει νεκρούς του '70, ξεχασμένες νόσους και χλωρίνη συνάντησα εχτές ημέρα Δευτέρα τον Άλμπερτ που είχα μήνες να τον δω, είδα το γυμνό του κεφάλι απ'την υπερυψωμένη στροφή του μικροβιολογικού και προς έκπληξή μου τον αναγνώρισα προτού να δω το πρόσωπό του, απ'το λαρύγγι μου ως τη σύμφυση την ηβική χύθηκε λάβα λεπτόρρευστη σα να τούμπαρα κατά λάθος μια κούπα τσάι με τον αγκώνα, καμιά περιστροφή, βουτήξαμε ο ένας μες στον άλλον, τα χείλια μου στα χείλια του, και κατά τα άλλα μια διαχυτική αγκαλιά και ένας διερχόμενος τραυματιοφορέας σφύριξε ενθουσιασμένα, τα χείλια μου στα χείλια του η γλώσσα μου πίσω απ'τα δόντια του τα δόντια του στα χείλια μου το αίμα μου βιαστικό και αρμυρό κι ενός λεπτού σιγή, με τον αντίχειρά του ζωγράφισε τα χνάρια της αγρύπνιας μου, Jeg troede jeg ville aldrig se dig igen, jeg har savnet dig, mand, virkeligt.

Det er dog det der holder os gående
det er det der holder os savnet og savnende
længslen...

-Albert, min ven. For mig er det nok, at du er derude.
-Det er fandeme løgn, du elsker mig som vinden blæser.
Γέλασα κοροϊδευτικά και το γέλιο έσβησε δίκην ντιμινουέντο καθώς με αφάνιζε η τιτάνια σκιά του πάνοπλου θηρίου που στάθηκε δίπλα μας και μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε ώσπου το κτίριο 97 εξαφανίστηκε και όλος ο δυτικός τομέας εξαφανίστηκε και ο χρόνος ράγισε και δεν ήξερα ποιος ήμουν και πού ήμουν, και το μόνο που είχε μείνει σαν χάραξη στο μάρμαρο ήταν το εξής

ONLY LOVE AND DEATH CHANGE ALL THINGS

-





Krimskrams

Έτσι μύριζαν τα γάντια της μαρεσιάλας της επιληπτικής γυναίκας του μαρκησίου της Ανκρ που της κόψαν το κεφάλι και της κάψαν το νεκρό κορμί γιατί είχε μαγική καρδιά και ισχνά νεύρα, έτσι μύριζε και το αιώνια σκιερό φαρμακείο της Χαρίκλειας όταν ήμουν παιδί, έτσι μύριζε το κατώι του παλιού σπιτιού με τη γούνινη στέγη στο νησί με τα μάτσα της σάλβιας κρεμασμένα εκατέρωθεν της πόρτας, τα βρύα στο πλατύσκαλο και την αχυρένια σκούπα ακουμπισμένη στο ντουβάρι, έτσι μυρίζει και το στέρνο σου

και πάνω στο στέρνο αυτό συνήθως το μικρό μαύρο χεράκι (חמסה) με τις χρυσές λεπτομέρειες και την κομψή αλυσίδα που σου δώρισε η μάνα σου πριν εξαφανιστεί επεισοδιακά από τη σκηνή ενώ έπαιζε το βαλς του Χόπκινς και ο κόσμος σκοτείνιαζε και σκοτείνιαζε ώσπου να έρθει το επόμενο πρωί

κάπνισα πρώτη φορά όταν έγινα δεκαοχτώ και ήταν δια της συγκεκριμένης δουβλινέζικης πίπας που μου'στειλε σε έναν σκατή φάκελο ο Μ., το επιστόμιο έχει χάσει τη γυαλάδα του και έχει τα ίχνη των δοντιών μου αλλά δεν το αλλάζω, τίποτα δεν πρέπει ν'αλλάξει σ'αυτήν την πίπα, είναι ιστορική. Στο φάκελο είχε ένα σημείωμα που έλεγε να τη μελώσω πριν τη βάλω μπρος, απομεσήμερο στο σπίτι στην ανατολική μεριά πίσω από τα παντζούρια με τα μισοκλεισμένα μάτια έβαλα το δάχτυλο στο βάζο και πήρα μια δαχτυλιά μέλι βελανιδιάς σχεδόν μαύρο σαν μελάσσα ενώ αναρωτιόμουν εντός μου τώρα αυτό είναι αρκετό ή πιο πολύ ή μήπως το παρακάνω, και οι πρώτες καπνισιές είχαν μια περίεργη ιδέα δάσους που καίγεται απ'τη ζέστη ένα μεσημέρι Αυγούστου που ξέχασε να τελειώσει 

κάπως βρέθηκα να καπνίζω Τζέντλεμαν Κώλλερ που μυρίζει κάτι από την πούδρα της ελεύθερης πενηντάρας που απλώνεται σαν σύννεφο από την κρεβατοκάμαρά της έξω από το σπίτι και σε όλη τη γειτονιά και υπνωτίζει τον καλοντυμένο κύριο που οπλίζεται με ωραία ανθοδέσμη και πιθανώς ένα κουτί νουαζέττες και χτυπάει το κουδούνι που παίζει μια απλωμένη μείζονα συγχορδία και αφότου χαιρετήσει ευγενικά τους γηραλαίους γονείς βολεύεται στον μπαρόκ καναπέ του σαλονιού πίσω από τη διπλή πόρτα με το τζάμι και πιάνει μια βαριεστημένη κουβέντα με την κάπως σταφιδωμένη νύμφη ενώ τρίβει τις σκληρές του σόλες στο μωσαϊκό

στο χώρο αναψυχής του ναυτικού ξενώνα στο Σανταντέρ έχουν ανάψει λίγα κεριά και έχει ημίφως, ατμόσφαιρα και χαλαρουΐτα, στο μεγάλο τραπέζι που είναι κολλημένο στο ντουβάρι απέναντι από τα ασανσέρια ρίχνω πασιέντζα με την πορνοτράπουλα πάνω στο άσπρο τραπεζομάντηλο, πίνω σόδα, η λεμονόφετα κείτεται στη χαρτοπετσέτα, δυο φοιτητές περιμένουν το ασανσέρ και βλέπουν τους γυμνούς και ενθουσιάζονται, και βγάζουν ο καθένας από τη δική του πορνοτράπουλα και ενθουσιάζομαι κι εγώ, και έτσι ενθουσιασμένοι παίζουμε πινάκλ ως το πρωί και τρώμε μια μεγάλη σακούλα φυστίκια με πάπρικα και πίνουμε σόδες από το φρουτακάδικο που διανυκτερεύει

η έξυπνη γατοκαρφίτσα από σκούρο ξύλο κρατάει τη γιαγιάκεια εσάρπα σου στη θέση της ενώ κλείνεις τα μάτια σαν χαλαρωμένο αιλουροειδές και αντί να κοιτάζω τον Ουγκόρσκι να δίνει το μάστερκλάςς του παρατηρώ εσένα, γελάω πολύ σιγανά αλλά με παίρνεις είδηση και επιστρέφεις στη συνήθη σου επαγρύπνηση, δεν είχα ιδέα τι με περίμενε, πού να το φανταζόμουν, χρόνια αργότερα θα τραβήξεις την ουρά της γατοκαρφίτσας από το σώμα και θα στρώσεις τη γιαγιάκεια εσάρπα πάνω στο κλαβιέ για να μη σκονίζεται, θα φτιάξω άλλη, είσαι η Σόφι από το Κινούμενο Κάστρο, και νέα και γριά, είμαι ο σαμιαμιδοπρίγκιπας

βιβλία γύρωθεν του κρεβατιού, είναι υπναγωγά γι'αυτό μάλλον κοιμάμαι πιο καλά τώρα, και μέσα στον Παράκελσο είναι ο περίεργος σελιδοδείχτης που ανέσυρε κάποτε η μάνα μου από ένα εγχειρίδιο της σχολής της και μου είπε εγώ τον έφτιαξα αυτόν, μη νομίζεις, φρόντισε η γιαγιά να με κάνει νοικοκυρά αλλά με τα χρόνια ξέχασα, και μου τον έδωσε σα να ήταν πλάσμα, και δεν τον αποχωρίστηκα έκτοτε, ήμουν υλιστής από μικρός, βλέπω το Θεό σε όλα τα μικρά πράγματα, πώς τον έφτιαξες; είχα ρωτήσει και δε θυμάμαι καθαρά τι απάντησε -νομίζω είπε με το βελονάκι, αλλά εσύ είπες όταν τον είδες πως είναι προφανώς κεντητός

και ξέρεις απ'αυτά γιατί είσαι γρήγορη και ακριβής με το βελονάκι (η γιαγιά σε είχε δει και είχε απορήσει, μα αριστερό βελονάκι; -Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ανεπίτρεπτο) και αυτή η επαναλαμβανόμενη κίνηση σαν περίπλοκο εκκρεμές με υπνωτίζει, είναι εντυπωσιακό πως οι κόμποι ο ένας μετά τον άλλον αφήνουν τα δάχτυλά σου ίδιοι ή διαφορετικοί κατά το δοκούν και μοιάζει να μην αλλάζει τίποτα παρά η πρόθεσή σου, ξέρεις πως κανένα μηχάνημα δε μπορεί να μιμηθεί το πλέξιμο με το βελονάκι; Είναι η μόνη μέθοδος ύφανσης που δε μπορεί να αυτοματοποιηθεί, δεν το ήξερα, δε με είχε απασχολήσει παρ'ότι η τύχη τα'φερε και οι σημαντικές γυναίκες που έχω γνωρίσει έχουν ανοιχτές υποθέσεις με το βελονάκι, ίσως η πάστα μου έχει πέραση στις βελονακούδες, επειδή λοιπόν είναι τόσο αποκλειστικά και ευγενικά ανθρώπινο είναι μαγκιά και όσες πλέκουν με βελόνες είναι παρακατιανές όπως λέει και η φίλη σου η Σοράγια, έχεις ένα βουνό βελονάκια διαφόρων διαμετρημάτων για δαντέλες και κάλτσες και κουβέρτες και σεμέν και εσάρπες και κουρτίνες και ό,τι άλλο, με το νούμερο 3,5 μου έφτιαξες μια μικρή καποτίτσα για τη λέζελάμπε που τύλιγα με τεϊοσακούλα για να μη με τυφλώνει το βράδυ και επειδή είναι υπόλευκη όπως κάθε κοινή καπότα μαλακώνει και την ψυχρή απόχρωση του ΛΕΝΤ, φυλάς την πέτσινη κασετίνα με τα βελονάκια από το ψιλότερο στο πιο χοντρό που σου έκανε δώρο ο Γ. ως κόρην οφθαλμού (ξέρω πως δε θα πάψεις να τον αγαπάς, έχουμε κι άλλα πολλά ψήγματα του Γ. και τον έχω αγαπήσει και τα έχω αγαπήσει μέσα από σένα), και στην ξύλινη συρταρίτσα (να θυμηθώ να σε ρωτήσω από πού στην πήραν) έχεις τα ορφανά, που τα χρησιμοποιείς πιο πολύ για να μη φθείρονται τα κασετινάτα,

από πάνω εμείς σε μια πολύ κινηματογραφική φωτογραφία εντός φτηνής κορνίζας που με υπερηφάνεια μου ανακοίνωσες πως είχες αναρτήσει στο τούβλινο ντουβάρι, πιο πάνω κρέμεται άλλο ένα ενσταντανέ από την ίδια μέρα, που κι αυτό έχει γεύση άλλης εποχής, ίσως είναι το παμπάλαιο κτίριο που χτίστηκε λίγο αφότου κάηκε η μαρεσιάλα, ίσως είναι τα μαλλιά σου, ίσως είναι εκείνο το χτένι που δε φαίνεται στη φωτογραφία αλλά μπορούσα να το δω καθισμένος πισωδίπλα σου με τους ταριχευμένους κόκκινους καρπούς της Υπερβορείας και τα σκούρα τυρκουάζ φύλλα, είσαι το κόκκινο και είμαι το τυρκουάζ, έτσι ακριβώς, λες και όλες οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις όλων αυτών των χρόνων του ατέρμονου βερμπαλισμού βρήκαν η καθεμιά τη θέση τους και καθίστηκαν τόσο βολικά και τώρα ό,τι λέξη ξεπηδάει από εντός μου ταιριάζει με την προηγούμενη, ένας φυσικός ειρμός, μια ομαλή συνοχή, εγώ κι εσύ και τα μικροπράγματά μας στο ταξίδι της επιστροφής στο χώμα.