Έτσι μύριζαν τα γάντια της μαρεσιάλας της επιληπτικής γυναίκας του μαρκησίου της Ανκρ που της κόψαν το κεφάλι και της κάψαν το νεκρό κορμί γιατί είχε μαγική καρδιά και ισχνά νεύρα, έτσι μύριζε και το αιώνια σκιερό φαρμακείο της Χαρίκλειας όταν ήμουν παιδί, έτσι μύριζε το κατώι του παλιού σπιτιού με τη γούνινη στέγη στο νησί με τα μάτσα της σάλβιας κρεμασμένα εκατέρωθεν της πόρτας, τα βρύα στο πλατύσκαλο και την αχυρένια σκούπα ακουμπισμένη στο ντουβάρι, έτσι μυρίζει και το στέρνο σου
και πάνω στο στέρνο αυτό συνήθως το μικρό μαύρο χεράκι (חמסה) με τις χρυσές λεπτομέρειες και την κομψή αλυσίδα που σου δώρισε η μάνα σου πριν εξαφανιστεί επεισοδιακά από τη σκηνή ενώ έπαιζε το βαλς του Χόπκινς και ο κόσμος σκοτείνιαζε και σκοτείνιαζε ώσπου να έρθει το επόμενο πρωί
κάπνισα πρώτη φορά όταν έγινα δεκαοχτώ και ήταν δια της συγκεκριμένης δουβλινέζικης πίπας που μου'στειλε σε έναν σκατή φάκελο ο Μ., το επιστόμιο έχει χάσει τη γυαλάδα του και έχει τα ίχνη των δοντιών μου αλλά δεν το αλλάζω, τίποτα δεν πρέπει ν'αλλάξει σ'αυτήν την πίπα, είναι ιστορική. Στο φάκελο είχε ένα σημείωμα που έλεγε να τη μελώσω πριν τη βάλω μπρος, απομεσήμερο στο σπίτι στην ανατολική μεριά πίσω από τα παντζούρια με τα μισοκλεισμένα μάτια έβαλα το δάχτυλο στο βάζο και πήρα μια δαχτυλιά μέλι βελανιδιάς σχεδόν μαύρο σαν μελάσσα ενώ αναρωτιόμουν εντός μου τώρα αυτό είναι αρκετό ή πιο πολύ ή μήπως το παρακάνω, και οι πρώτες καπνισιές είχαν μια περίεργη ιδέα δάσους που καίγεται απ'τη ζέστη ένα μεσημέρι Αυγούστου που ξέχασε να τελειώσει
κάπως βρέθηκα να καπνίζω Τζέντλεμαν Κώλλερ που μυρίζει κάτι από την πούδρα της ελεύθερης πενηντάρας που απλώνεται σαν σύννεφο από την κρεβατοκάμαρά της έξω από το σπίτι και σε όλη τη γειτονιά και υπνωτίζει τον καλοντυμένο κύριο που οπλίζεται με ωραία ανθοδέσμη και πιθανώς ένα κουτί νουαζέττες και χτυπάει το κουδούνι που παίζει μια απλωμένη μείζονα συγχορδία και αφότου χαιρετήσει ευγενικά τους γηραλαίους γονείς βολεύεται στον μπαρόκ καναπέ του σαλονιού πίσω από τη διπλή πόρτα με το τζάμι και πιάνει μια βαριεστημένη κουβέντα με την κάπως σταφιδωμένη νύμφη ενώ τρίβει τις σκληρές του σόλες στο μωσαϊκό
στο χώρο αναψυχής του ναυτικού ξενώνα στο Σανταντέρ έχουν ανάψει λίγα κεριά και έχει ημίφως, ατμόσφαιρα και χαλαρουΐτα, στο μεγάλο τραπέζι που είναι κολλημένο στο ντουβάρι απέναντι από τα ασανσέρια ρίχνω πασιέντζα με την πορνοτράπουλα πάνω στο άσπρο τραπεζομάντηλο, πίνω σόδα, η λεμονόφετα κείτεται στη χαρτοπετσέτα, δυο φοιτητές περιμένουν το ασανσέρ και βλέπουν τους γυμνούς και ενθουσιάζονται, και βγάζουν ο καθένας από τη δική του πορνοτράπουλα και ενθουσιάζομαι κι εγώ, και έτσι ενθουσιασμένοι παίζουμε πινάκλ ως το πρωί και τρώμε μια μεγάλη σακούλα φυστίκια με πάπρικα και πίνουμε σόδες από το φρουτακάδικο που διανυκτερεύει
η έξυπνη γατοκαρφίτσα από σκούρο ξύλο κρατάει τη γιαγιάκεια εσάρπα σου στη θέση της ενώ κλείνεις τα μάτια σαν χαλαρωμένο αιλουροειδές και αντί να κοιτάζω τον Ουγκόρσκι να δίνει το μάστερκλάςς του παρατηρώ εσένα, γελάω πολύ σιγανά αλλά με παίρνεις είδηση και επιστρέφεις στη συνήθη σου επαγρύπνηση, δεν είχα ιδέα τι με περίμενε, πού να το φανταζόμουν, χρόνια αργότερα θα τραβήξεις την ουρά της γατοκαρφίτσας από το σώμα και θα στρώσεις τη γιαγιάκεια εσάρπα πάνω στο κλαβιέ για να μη σκονίζεται, θα φτιάξω άλλη, είσαι η Σόφι από το Κινούμενο Κάστρο, και νέα και γριά, είμαι ο σαμιαμιδοπρίγκιπας
βιβλία γύρωθεν του κρεβατιού, είναι υπναγωγά γι'αυτό μάλλον κοιμάμαι πιο καλά τώρα, και μέσα στον Παράκελσο είναι ο περίεργος σελιδοδείχτης που ανέσυρε κάποτε η μάνα μου από ένα εγχειρίδιο της σχολής της και μου είπε εγώ τον έφτιαξα αυτόν, μη νομίζεις, φρόντισε η γιαγιά να με κάνει νοικοκυρά αλλά με τα χρόνια ξέχασα, και μου τον έδωσε σα να ήταν πλάσμα, και δεν τον αποχωρίστηκα έκτοτε, ήμουν υλιστής από μικρός, βλέπω το Θεό σε όλα τα μικρά πράγματα, πώς τον έφτιαξες; είχα ρωτήσει και δε θυμάμαι καθαρά τι απάντησε -νομίζω είπε με το βελονάκι, αλλά εσύ είπες όταν τον είδες πως είναι προφανώς κεντητός
και ξέρεις απ'αυτά γιατί είσαι γρήγορη και ακριβής με το βελονάκι (η γιαγιά σε είχε δει και είχε απορήσει, μα αριστερό βελονάκι; -Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ανεπίτρεπτο) και αυτή η επαναλαμβανόμενη κίνηση σαν περίπλοκο εκκρεμές με υπνωτίζει, είναι εντυπωσιακό πως οι κόμποι ο ένας μετά τον άλλον αφήνουν τα δάχτυλά σου ίδιοι ή διαφορετικοί κατά το δοκούν και μοιάζει να μην αλλάζει τίποτα παρά η πρόθεσή σου, ξέρεις πως κανένα μηχάνημα δε μπορεί να μιμηθεί το πλέξιμο με το βελονάκι; Είναι η μόνη μέθοδος ύφανσης που δε μπορεί να αυτοματοποιηθεί, δεν το ήξερα, δε με είχε απασχολήσει παρ'ότι η τύχη τα'φερε και οι σημαντικές γυναίκες που έχω γνωρίσει έχουν ανοιχτές υποθέσεις με το βελονάκι, ίσως η πάστα μου έχει πέραση στις βελονακούδες, επειδή λοιπόν είναι τόσο αποκλειστικά και ευγενικά ανθρώπινο είναι μαγκιά και όσες πλέκουν με βελόνες είναι παρακατιανές όπως λέει και η φίλη σου η Σοράγια, έχεις ένα βουνό βελονάκια διαφόρων διαμετρημάτων για δαντέλες και κάλτσες και κουβέρτες και σεμέν και εσάρπες και κουρτίνες και ό,τι άλλο, με το νούμερο 3,5 μου έφτιαξες μια μικρή καποτίτσα για τη λέζελάμπε που τύλιγα με τεϊοσακούλα για να μη με τυφλώνει το βράδυ και επειδή είναι υπόλευκη όπως κάθε κοινή καπότα μαλακώνει και την ψυχρή απόχρωση του ΛΕΝΤ, φυλάς την πέτσινη κασετίνα με τα βελονάκια από το ψιλότερο στο πιο χοντρό που σου έκανε δώρο ο Γ. ως κόρην οφθαλμού (ξέρω πως δε θα πάψεις να τον αγαπάς, έχουμε κι άλλα πολλά ψήγματα του Γ. και τον έχω αγαπήσει και τα έχω αγαπήσει μέσα από σένα), και στην ξύλινη συρταρίτσα (να θυμηθώ να σε ρωτήσω από πού στην πήραν) έχεις τα ορφανά, που τα χρησιμοποιείς πιο πολύ για να μη φθείρονται τα κασετινάτα,
από πάνω εμείς σε μια πολύ κινηματογραφική φωτογραφία εντός φτηνής κορνίζας που με υπερηφάνεια μου ανακοίνωσες πως είχες αναρτήσει στο τούβλινο ντουβάρι, πιο πάνω κρέμεται άλλο ένα ενσταντανέ από την ίδια μέρα, που κι αυτό έχει γεύση άλλης εποχής, ίσως είναι το παμπάλαιο κτίριο που χτίστηκε λίγο αφότου κάηκε η μαρεσιάλα, ίσως είναι τα μαλλιά σου, ίσως είναι εκείνο το χτένι που δε φαίνεται στη φωτογραφία αλλά μπορούσα να το δω καθισμένος πισωδίπλα σου με τους ταριχευμένους κόκκινους καρπούς της Υπερβορείας και τα σκούρα τυρκουάζ φύλλα, είσαι το κόκκινο και είμαι το τυρκουάζ, έτσι ακριβώς, λες και όλες οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις όλων αυτών των χρόνων του ατέρμονου βερμπαλισμού βρήκαν η καθεμιά τη θέση τους και καθίστηκαν τόσο βολικά και τώρα ό,τι λέξη ξεπηδάει από εντός μου ταιριάζει με την προηγούμενη, ένας φυσικός ειρμός, μια ομαλή συνοχή, εγώ κι εσύ και τα μικροπράγματά μας στο ταξίδι της επιστροφής στο χώμα.