Οι μάσκες του θανάτου τα προσωπεία τα ιπποκρατικά οι πνοές οι τελευταίες κρεμιώνται απ'το σφακτήριο τσιγγέλι και τους ξεψυχάω με το βλέμμα μια μαλακή κίνηση των χεριών ένα ανεπαίσθητο σήκωμα των ώμων δεν ξέρω και αδιαφορώ στη θάλασσα για λίμνη άπνοια απόλυτος παγετός σκύβω σαν Νάρκισσος και στην αντανάκλαση βλέπω έναν νεκρό, στη θάλασσα που καίει είμαι βασιλιάς, τα μαλλιά σου είναι σαν κριθάρι στο ηλιοβασίλεμα, γύρισα μιας στιγμής έκπληκτος, ήμασταν ξαπλωμένοι στη ζεστή ζαχαρένια άμμο, δεν είδα τίποτα που δεν αναγνώριζα, το καθαρό κούτελο, τις ομαλές παρυφές των βλεφάρων και τα ελάχιστα λιμνία και το καλομίλητό του στόμα, ένα ανεπαίσθητο σήκωμα των ώμων ξέρω και αδιαφορώ, γέλασα κοροϊδευτικά και έκαψα μια τούφα με τον αναπτήρα, ξέρω, όπως ξέρω το τρέμουλο της σηψαιμίας από Γκραμ αρνητικό, είναι άλλο από το πληθωρικό ρίγος του ερυσιπέλατος, κι αυτό άλλο από το σύγκρυο της σταφυλοκοκκικής ενδοκαρδίτιδας, και αδιαφορώ, είμαι ανήμπορος εμπρός στο θηρίο της αγάπης, τόσο ελάχιστος, τόσο προσωρινός, η παθολογία και η χειρουργική ενσαρκώνονται στα χίλια πρόσωπα του πόνου, την αρχή την απαρχή της μακράς αυτής μοναστικής πορείας, τα χίλια πρόσωπα του πόνου, οι μύριες εκδοχές του μαρτυρίου, αυτό που μ'έσπρωξε σ'αυτήν την πεσιά τη δίχως τέλος. Ξύλινος βασιλιάς, τσόχινος πάτος, μαλλιά από φωτιά, μπουρλώτο απ'το στέμμα, φλόγες ήσυχες, ύποπτη καταστροφική σιωπή, με τη θηλιά γύρω απ'το χλωμό λαιμό, ένας χορός ερωτικός, mehr, στη γλώσσα που μιλώ, όχι στη γλώσσα που με τόση τέχνη γράφω, στη γλώσσα που θα σταθεί δίπλα στο νεκροκρέβατό μου, mehr, ώσπου να περάσω από τη βασανιστική διαύγεια στην ομίχλη του προνάου, ο θάνατος κι εγώ, χωρίς βήματα χορός, τα πόδια στάχτη, κάθε φορά μου κλέβω λίγη ιστορία, κάθε φορά ένα αμελητέο φονικό, ένας κόκκος ζεστής ζαχαρένιας άμμου, dein Haar sieht aus wie ein Gerstenfeld bei Sinneundergong, κάθε φορά γυρίζω έκπληκτος πίσω, γελώ κοροϊδευτικά και καίω μια τούφα με τον αναπτήρα, και με τυλίγουν οι γλώσσες του θανάτου όπως τυλίγει η θύελλα το νησί και ο κόσμος λησμονιέται, μια μαλακή κίνηση των χεριών, δέκα πιστοί στην αίθουσα παύουν το θείο έργο τους, ο ηγούμενος απεφάνθη, μια σιγανή φωνή στο σαματά, vi stopper nu, det er slut. Klokken er..., η ψυχή έχει διαφύγει από τη χαραμάδα της βαριάς πόρτας, από τις γρύλιες του εξαερισμού, από τις τρύπες της σχάρας του σιφωνιού, Ich ertrage es nicht, jedesmal dich sterben zu sehen, -Na, also, du bist ja aufs Ärgste gefasst, η αέναη περιπλάνηση, οι ορκισμένοι ηδονοθήρες, απελπισμένα ανθρωπάρια στις σκοτεινές τους τρύπες ψάχνοντας περισπασμούς από τη ζοφερή τους μοίρα, mehr, mehr, δε θέλω έλεος όταν ευχαριστιέμαι, η ψυχή μου τεντωμένη λεπτεπίλεπτη σαν φλέβα στο φτερό της λιβελούλας, η λέξη νόμος, βασιλιάς αυτοτιμωρούμενος, γυμνός στα ελώδη λιβάδια του νησιού, γύρω βλάστηση χαμηλή, ομίχλη γοργοπόδαρη σπρωγμένη απ'τον αέρα και στάλες Ατλαντικού, τσόχινος πάτος, στέρνο ξύλινο, λάσπη ως τους αστραγάλους, πόδια στο πουθενά, γιακάς πετεχειώδης, ο κρεμασμένος σ'ένα ντεκ Ταρόκκο σιτσιλιάνο και οι λέξεις του: παραδίνομαι κι ενδίδω και αφήνω, και γύρω ένας κύκλος από φιγούρες που καταπίνουν κάθε φως, έχει στηθεί χορός πρωτομαγιάτικος, χορός ειδωλολάτρης, χορός ερωτικός.
-
Στο υπόγειο του κτιρίου 97 που μυρίζει νεκρούς του '70, ξεχασμένες νόσους και χλωρίνη συνάντησα εχτές ημέρα Δευτέρα τον Άλμπερτ που είχα μήνες να τον δω, είδα το γυμνό του κεφάλι απ'την υπερυψωμένη στροφή του μικροβιολογικού και προς έκπληξή μου τον αναγνώρισα προτού να δω το πρόσωπό του, απ'το λαρύγγι μου ως τη σύμφυση την ηβική χύθηκε λάβα λεπτόρρευστη σα να τούμπαρα κατά λάθος μια κούπα τσάι με τον αγκώνα, καμιά περιστροφή, βουτήξαμε ο ένας μες στον άλλον, τα χείλια μου στα χείλια του, και κατά τα άλλα μια διαχυτική αγκαλιά και ένας διερχόμενος τραυματιοφορέας σφύριξε ενθουσιασμένα, τα χείλια μου στα χείλια του η γλώσσα μου πίσω απ'τα δόντια του τα δόντια του στα χείλια μου το αίμα μου βιαστικό και αρμυρό κι ενός λεπτού σιγή, με τον αντίχειρά του ζωγράφισε τα χνάρια της αγρύπνιας μου, Jeg troede jeg ville aldrig se dig igen, jeg har savnet dig, mand, virkeligt.
Det er dog det der holder os gående
det er det der holder os savnet og savnende
længslen...
-Albert, min ven. For mig er det nok, at du er derude.
-Det er fandeme løgn, du elsker mig som vinden blæser.
Γέλασα κοροϊδευτικά και το γέλιο έσβησε δίκην ντιμινουέντο καθώς με αφάνιζε η τιτάνια σκιά του πάνοπλου θηρίου που στάθηκε δίπλα μας και μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε ώσπου το κτίριο 97 εξαφανίστηκε και όλος ο δυτικός τομέας εξαφανίστηκε και ο χρόνος ράγισε και δεν ήξερα ποιος ήμουν και πού ήμουν, και το μόνο που είχε μείνει σαν χάραξη στο μάρμαρο ήταν το εξής
ONLY LOVE AND DEATH CHANGE ALL THINGS
-