Έχει ήδη νυχτώσει, το χιόνι αντανακλά κάποιο μυστικό φως, από το στενό διάδρομο δίπλα στα παράθυρα γουργουρίζουν τα κλειδωμένα ψυγεία, οι ραφιέρες με τους πύργους ποτηριών σκονίζονται αργά αργά, ήσυχα βήματα με τα κατασκοπευτικά παπούτσια, οι καρέκλες και τα τραπέζια άδεια, ένα καραφλό σκιάχτρο που φοράει τη στολή του δούλου κάθεται στη σκοτεινή γωνιά. Γνώριμο πλάσμα, είναι το φάντασμα που περιφερόταν στην κοιλάδα του Σορέκ για χρόνια, γύρω τα βουνά της Ιερουσαλήμ που κρύβουν όλους τους ορίζοντες, πέτρες και φαρμακερά σταφύλια, ώσπου κάποια μέρα βροχών το πήρε το ποτάμι και το ξέρασε στο αμμουδερό δέλτα κι έτσι ελευθερώθηκε. Παγώνι χωρίς ουρά, σκιάχτρο μαδημένο, αν βράσεις την ψυχή εξατμίζεται και μένει στον πάτο λίγο αλάτι που σκορπίζεται σαν άμμος. Τι θες να κάνω; ρωτάω απελπισμένος και με βρίσκει κατακούτελα μια καλοκουρδισμένη φωνή, Υπομονή, είναι αυτή, με το ένα πόδι στην όχθη και το άλλο βουλιαγμένο στην ποταμίσια λάσπη το νερό κυλάει από το ένα στο άλλο χέρι και χερουβείμ κρυμμένα στις καλαμιές κάνουν λογαριασμό, απεσταλμένη του Θεού και υβρίδιο πτηνού, γύρω από το κεφάλι το στέμμα της παράνοιας και στο κούτελο ορθάνοιχτο το τρίτο μάτι που τα βλέπει όλα. Αναδύομαι από τη γωνιά μου ντροπιασμένος, αυτό το κόλπο με το νερό δεν το κατάφερα ποτέ και ήταν η καταδίκη μου, τρυπιοχέρης, κυλούσε από το ένα και επέστρεφε στο δέλτα και το αφάνιζε το υφάρμυρο ένωμα, δεν κατάλαβα και πώς, και σιγά σιγά από το χέρι μου το νερό που έρρεε έγινε αίμα και η πλάση το ρουφούσε αδηφάγα και με στράγγισε κι έτσι έγινα διαφανής, έτσι έχασα το τσιγγάνικο σώμα, έτσι έχασα τη σκιά μου, κι έγινα το φάντασμα της κοιλάδας του Σορέκ. Μέσα στο στρογγυλό κεφάλι της όλα είναι σε τάξη, ανάμεσα στα χέρια της ο χρόνος είναι νερό, είναι σπαθί. Δεν υπάρχει τίποτα που δε γιατρεύεται με την υπομονή, το δίδαγμα της απέραντης μοναξιάς, η σοφία της Τεμπεράντσας. Ο χιτώνας της είναι υφασμένος από παγοσταλίδες, ένα πανί από το ίδιο μυστικό φως που καθρεφτίζεται στο χιόνι μες στη νύχτα, η εγκρατεία, το μέτρο, η φωνή της λογικής, και άντρας και γυναίκα και τίποτα απ'αυτά, ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος, αλλά όχι αυτή. Δεν έχω παρά να υπακούσω, υπομονή. Η Τεμπεράντσα θα φτερουγίσει τις πελώριες φτερούγες της και η σκόνη της κοιλάδας του Σορέκ και η γη και οι σκιές κι εγώ μαζί θα φθίνουμε προς το πουθενά.
ONLY LOVE AND DEATH CHANGE ALL THINGS
-