© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

The hanged man

Οι μάσκες του θανάτου τα προσωπεία τα ιπποκρατικά οι πνοές οι τελευταίες κρεμιώνται απ'το σφακτήριο τσιγγέλι και τους ξεψυχάω με το βλέμμα μια μαλακή κίνηση των χεριών ένα ανεπαίσθητο σήκωμα των ώμων δεν ξέρω και αδιαφορώ στη θάλασσα για λίμνη άπνοια απόλυτος παγετός σκύβω σαν Νάρκισσος και στην αντανάκλαση βλέπω έναν νεκρό, στη θάλασσα που καίει είμαι βασιλιάς, τα μαλλιά σου είναι σαν κριθάρι στο ηλιοβασίλεμα, γύρισα μιας στιγμής έκπληκτος, ήμασταν ξαπλωμένοι στη ζεστή ζαχαρένια άμμο, δεν είδα τίποτα που δεν αναγνώριζα, το καθαρό κούτελο, τις ομαλές παρυφές των βλεφάρων και τα ελάχιστα λιμνία και το καλομίλητό του στόμα, ένα ανεπαίσθητο σήκωμα των ώμων ξέρω και αδιαφορώ, γέλασα κοροϊδευτικά και έκαψα μια τούφα με τον αναπτήρα, ξέρω, όπως ξέρω το τρέμουλο της σηψαιμίας από Γκραμ αρνητικό, είναι άλλο από το πληθωρικό ρίγος του ερυσιπέλατος, κι αυτό άλλο από το σύγκρυο της σταφυλοκοκκικής ενδοκαρδίτιδας, και αδιαφορώ, είμαι ανήμπορος εμπρός στο θηρίο της αγάπης, τόσο ελάχιστος, τόσο προσωρινός, η παθολογία και η χειρουργική ενσαρκώνονται στα χίλια πρόσωπα του πόνου, την αρχή την απαρχή της μακράς αυτής μοναστικής πορείας, τα χίλια πρόσωπα του πόνου, οι μύριες εκδοχές του μαρτυρίου, αυτό που μ'έσπρωξε σ'αυτήν την πεσιά τη δίχως τέλος. Ξύλινος βασιλιάς, τσόχινος πάτος, μαλλιά από φωτιά, μπουρλώτο απ'το στέμμα, φλόγες ήσυχες, ύποπτη καταστροφική σιωπή, με τη θηλιά γύρω απ'το χλωμό λαιμό, ένας χορός ερωτικός, mehr, στη γλώσσα που μιλώ, όχι στη γλώσσα που με τόση τέχνη γράφω, στη γλώσσα που θα σταθεί δίπλα στο νεκροκρέβατό μου, mehr, ώσπου να περάσω από τη βασανιστική διαύγεια στην ομίχλη του προνάου, ο θάνατος κι εγώ, χωρίς βήματα χορός, τα πόδια στάχτη, κάθε φορά μου κλέβω λίγη ιστορία, κάθε φορά ένα αμελητέο φονικό, ένας κόκκος ζεστής ζαχαρένιας άμμου, dein Haar sieht aus wie ein Gerstenfeld bei Sinneundergong, κάθε φορά γυρίζω έκπληκτος πίσω, γελώ κοροϊδευτικά και καίω μια τούφα με τον αναπτήρα, και με τυλίγουν οι γλώσσες του θανάτου όπως τυλίγει η θύελλα το νησί και ο κόσμος λησμονιέται, μια μαλακή κίνηση των χεριών, δέκα πιστοί στην αίθουσα παύουν το θείο έργο τους, ο ηγούμενος απεφάνθη, μια σιγανή φωνή στο σαματά, vi stopper nu, det er slut. Klokken er..., η ψυχή έχει διαφύγει από τη χαραμάδα της βαριάς πόρτας, από τις γρύλιες του εξαερισμού, από τις τρύπες της σχάρας του σιφωνιού, Ich ertrage es nicht, jedesmal dich sterben zu sehen, -Na, also, du bist ja aufs Ärgste gefasst, η αέναη περιπλάνηση, οι ορκισμένοι ηδονοθήρες, απελπισμένα ανθρωπάρια στις σκοτεινές τους τρύπες ψάχνοντας περισπασμούς από τη ζοφερή τους μοίρα, mehr, mehr, δε θέλω έλεος όταν ευχαριστιέμαι, η ψυχή μου τεντωμένη λεπτεπίλεπτη σαν φλέβα στο φτερό της λιβελούλας, η λέξη νόμος, βασιλιάς αυτοτιμωρούμενος, γυμνός στα ελώδη λιβάδια του νησιού, γύρω βλάστηση χαμηλή, ομίχλη γοργοπόδαρη σπρωγμένη απ'τον αέρα και στάλες Ατλαντικού, τσόχινος πάτος, στέρνο ξύλινο, λάσπη ως τους αστραγάλους, πόδια στο πουθενά, γιακάς πετεχειώδης, ο κρεμασμένος σ'ένα ντεκ Ταρόκκο σιτσιλιάνο και οι λέξεις του: παραδίνομαι κι ενδίδω και αφήνω, και γύρω ένας κύκλος από φιγούρες που καταπίνουν κάθε φως, έχει στηθεί χορός πρωτομαγιάτικος, χορός ειδωλολάτρης, χορός ερωτικός.

-

Στο υπόγειο του κτιρίου 97 που μυρίζει νεκρούς του '70, ξεχασμένες νόσους και χλωρίνη συνάντησα εχτές ημέρα Δευτέρα τον Άλμπερτ που είχα μήνες να τον δω, είδα το γυμνό του κεφάλι απ'την υπερυψωμένη στροφή του μικροβιολογικού και προς έκπληξή μου τον αναγνώρισα προτού να δω το πρόσωπό του, απ'το λαρύγγι μου ως τη σύμφυση την ηβική χύθηκε λάβα λεπτόρρευστη σα να τούμπαρα κατά λάθος μια κούπα τσάι με τον αγκώνα, καμιά περιστροφή, βουτήξαμε ο ένας μες στον άλλον, τα χείλια μου στα χείλια του, και κατά τα άλλα μια διαχυτική αγκαλιά και ένας διερχόμενος τραυματιοφορέας σφύριξε ενθουσιασμένα, τα χείλια μου στα χείλια του η γλώσσα μου πίσω απ'τα δόντια του τα δόντια του στα χείλια μου το αίμα μου βιαστικό και αρμυρό κι ενός λεπτού σιγή, με τον αντίχειρά του ζωγράφισε τα χνάρια της αγρύπνιας μου, Jeg troede jeg ville aldrig se dig igen, jeg har savnet dig, mand, virkeligt.

Det er dog det der holder os gående
det er det der holder os savnet og savnende
længslen...

-Albert, min ven. For mig er det nok, at du er derude.
-Det er fandeme løgn, du elsker mig som vinden blæser.
Γέλασα κοροϊδευτικά και το γέλιο έσβησε δίκην ντιμινουέντο καθώς με αφάνιζε η τιτάνια σκιά του πάνοπλου θηρίου που στάθηκε δίπλα μας και μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε ώσπου το κτίριο 97 εξαφανίστηκε και όλος ο δυτικός τομέας εξαφανίστηκε και ο χρόνος ράγισε και δεν ήξερα ποιος ήμουν και πού ήμουν, και το μόνο που είχε μείνει σαν χάραξη στο μάρμαρο ήταν το εξής

ONLY LOVE AND DEATH CHANGE ALL THINGS

-





Krimskrams

Έτσι μύριζαν τα γάντια της μαρεσιάλας της επιληπτικής γυναίκας του μαρκησίου της Ανκρ που της κόψαν το κεφάλι και της κάψαν το νεκρό κορμί γιατί είχε μαγική καρδιά και ισχνά νεύρα, έτσι μύριζε και το αιώνια σκιερό φαρμακείο της Χαρίκλειας όταν ήμουν παιδί, έτσι μύριζε το κατώι του παλιού σπιτιού με τη γούνινη στέγη στο νησί με τα μάτσα της σάλβιας κρεμασμένα εκατέρωθεν της πόρτας, τα βρύα στο πλατύσκαλο και την αχυρένια σκούπα ακουμπισμένη στο ντουβάρι, έτσι μυρίζει και το στέρνο σου

και πάνω στο στέρνο αυτό συνήθως το μικρό μαύρο χεράκι (חמסה) με τις χρυσές λεπτομέρειες και την κομψή αλυσίδα που σου δώρισε η μάνα σου πριν εξαφανιστεί επεισοδιακά από τη σκηνή ενώ έπαιζε το βαλς του Χόπκινς και ο κόσμος σκοτείνιαζε και σκοτείνιαζε ώσπου να έρθει το επόμενο πρωί

κάπνισα πρώτη φορά όταν έγινα δεκαοχτώ και ήταν δια της συγκεκριμένης δουβλινέζικης πίπας που μου'στειλε σε έναν σκατή φάκελο ο Μ., το επιστόμιο έχει χάσει τη γυαλάδα του και έχει τα ίχνη των δοντιών μου αλλά δεν το αλλάζω, τίποτα δεν πρέπει ν'αλλάξει σ'αυτήν την πίπα, είναι ιστορική. Στο φάκελο είχε ένα σημείωμα που έλεγε να τη μελώσω πριν τη βάλω μπρος, απομεσήμερο στο σπίτι στην ανατολική μεριά πίσω από τα παντζούρια με τα μισοκλεισμένα μάτια έβαλα το δάχτυλο στο βάζο και πήρα μια δαχτυλιά μέλι βελανιδιάς σχεδόν μαύρο σαν μελάσσα ενώ αναρωτιόμουν εντός μου τώρα αυτό είναι αρκετό ή πιο πολύ ή μήπως το παρακάνω, και οι πρώτες καπνισιές είχαν μια περίεργη ιδέα δάσους που καίγεται απ'τη ζέστη ένα μεσημέρι Αυγούστου που ξέχασε να τελειώσει 

κάπως βρέθηκα να καπνίζω Τζέντλεμαν Κώλλερ που μυρίζει κάτι από την πούδρα της ελεύθερης πενηντάρας που απλώνεται σαν σύννεφο από την κρεβατοκάμαρά της έξω από το σπίτι και σε όλη τη γειτονιά και υπνωτίζει τον καλοντυμένο κύριο που οπλίζεται με ωραία ανθοδέσμη και πιθανώς ένα κουτί νουαζέττες και χτυπάει το κουδούνι που παίζει μια απλωμένη μείζονα συγχορδία και αφότου χαιρετήσει ευγενικά τους γηραλαίους γονείς βολεύεται στον μπαρόκ καναπέ του σαλονιού πίσω από τη διπλή πόρτα με το τζάμι και πιάνει μια βαριεστημένη κουβέντα με την κάπως σταφιδωμένη νύμφη ενώ τρίβει τις σκληρές του σόλες στο μωσαϊκό

στο χώρο αναψυχής του ναυτικού ξενώνα στο Σανταντέρ έχουν ανάψει λίγα κεριά και έχει ημίφως, ατμόσφαιρα και χαλαρουΐτα, στο μεγάλο τραπέζι που είναι κολλημένο στο ντουβάρι απέναντι από τα ασανσέρια ρίχνω πασιέντζα με την πορνοτράπουλα πάνω στο άσπρο τραπεζομάντηλο, πίνω σόδα, η λεμονόφετα κείτεται στη χαρτοπετσέτα, δυο φοιτητές περιμένουν το ασανσέρ και βλέπουν τους γυμνούς και ενθουσιάζονται, και βγάζουν ο καθένας από τη δική του πορνοτράπουλα και ενθουσιάζομαι κι εγώ, και έτσι ενθουσιασμένοι παίζουμε πινάκλ ως το πρωί και τρώμε μια μεγάλη σακούλα φυστίκια με πάπρικα και πίνουμε σόδες από το φρουτακάδικο που διανυκτερεύει

η έξυπνη γατοκαρφίτσα από σκούρο ξύλο κρατάει τη γιαγιάκεια εσάρπα σου στη θέση της ενώ κλείνεις τα μάτια σαν χαλαρωμένο αιλουροειδές και αντί να κοιτάζω τον Ουγκόρσκι να δίνει το μάστερκλάςς του παρατηρώ εσένα, γελάω πολύ σιγανά αλλά με παίρνεις είδηση και επιστρέφεις στη συνήθη σου επαγρύπνηση, δεν είχα ιδέα τι με περίμενε, πού να το φανταζόμουν, χρόνια αργότερα θα τραβήξεις την ουρά της γατοκαρφίτσας από το σώμα και θα στρώσεις τη γιαγιάκεια εσάρπα πάνω στο κλαβιέ για να μη σκονίζεται, θα φτιάξω άλλη, είσαι η Σόφι από το Κινούμενο Κάστρο, και νέα και γριά, είμαι ο σαμιαμιδοπρίγκιπας

βιβλία γύρωθεν του κρεβατιού, είναι υπναγωγά γι'αυτό μάλλον κοιμάμαι πιο καλά τώρα, και μέσα στον Παράκελσο είναι ο περίεργος σελιδοδείχτης που ανέσυρε κάποτε η μάνα μου από ένα εγχειρίδιο της σχολής της και μου είπε εγώ τον έφτιαξα αυτόν, μη νομίζεις, φρόντισε η γιαγιά να με κάνει νοικοκυρά αλλά με τα χρόνια ξέχασα, και μου τον έδωσε σα να ήταν πλάσμα, και δεν τον αποχωρίστηκα έκτοτε, ήμουν υλιστής από μικρός, βλέπω το Θεό σε όλα τα μικρά πράγματα, πώς τον έφτιαξες; είχα ρωτήσει και δε θυμάμαι καθαρά τι απάντησε -νομίζω είπε με το βελονάκι, αλλά εσύ είπες όταν τον είδες πως είναι προφανώς κεντητός

και ξέρεις απ'αυτά γιατί είσαι γρήγορη και ακριβής με το βελονάκι (η γιαγιά σε είχε δει και είχε απορήσει, μα αριστερό βελονάκι; -Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ανεπίτρεπτο) και αυτή η επαναλαμβανόμενη κίνηση σαν περίπλοκο εκκρεμές με υπνωτίζει, είναι εντυπωσιακό πως οι κόμποι ο ένας μετά τον άλλον αφήνουν τα δάχτυλά σου ίδιοι ή διαφορετικοί κατά το δοκούν και μοιάζει να μην αλλάζει τίποτα παρά η πρόθεσή σου, ξέρεις πως κανένα μηχάνημα δε μπορεί να μιμηθεί το πλέξιμο με το βελονάκι; Είναι η μόνη μέθοδος ύφανσης που δε μπορεί να αυτοματοποιηθεί, δεν το ήξερα, δε με είχε απασχολήσει παρ'ότι η τύχη τα'φερε και οι σημαντικές γυναίκες που έχω γνωρίσει έχουν ανοιχτές υποθέσεις με το βελονάκι, ίσως η πάστα μου έχει πέραση στις βελονακούδες, επειδή λοιπόν είναι τόσο αποκλειστικά και ευγενικά ανθρώπινο είναι μαγκιά και όσες πλέκουν με βελόνες είναι παρακατιανές όπως λέει και η φίλη σου η Σοράγια, έχεις ένα βουνό βελονάκια διαφόρων διαμετρημάτων για δαντέλες και κάλτσες και κουβέρτες και σεμέν και εσάρπες και κουρτίνες και ό,τι άλλο, με το νούμερο 3,5 μου έφτιαξες μια μικρή καποτίτσα για τη λέζελάμπε που τύλιγα με τεϊοσακούλα για να μη με τυφλώνει το βράδυ και επειδή είναι υπόλευκη όπως κάθε κοινή καπότα μαλακώνει και την ψυχρή απόχρωση του ΛΕΝΤ, φυλάς την πέτσινη κασετίνα με τα βελονάκια από το ψιλότερο στο πιο χοντρό που σου έκανε δώρο ο Γ. ως κόρην οφθαλμού (ξέρω πως δε θα πάψεις να τον αγαπάς, έχουμε κι άλλα πολλά ψήγματα του Γ. και τον έχω αγαπήσει και τα έχω αγαπήσει μέσα από σένα), και στην ξύλινη συρταρίτσα (να θυμηθώ να σε ρωτήσω από πού στην πήραν) έχεις τα ορφανά, που τα χρησιμοποιείς πιο πολύ για να μη φθείρονται τα κασετινάτα,

από πάνω εμείς σε μια πολύ κινηματογραφική φωτογραφία εντός φτηνής κορνίζας που με υπερηφάνεια μου ανακοίνωσες πως είχες αναρτήσει στο τούβλινο ντουβάρι, πιο πάνω κρέμεται άλλο ένα ενσταντανέ από την ίδια μέρα, που κι αυτό έχει γεύση άλλης εποχής, ίσως είναι το παμπάλαιο κτίριο που χτίστηκε λίγο αφότου κάηκε η μαρεσιάλα, ίσως είναι τα μαλλιά σου, ίσως είναι εκείνο το χτένι που δε φαίνεται στη φωτογραφία αλλά μπορούσα να το δω καθισμένος πισωδίπλα σου με τους ταριχευμένους κόκκινους καρπούς της Υπερβορείας και τα σκούρα τυρκουάζ φύλλα, είσαι το κόκκινο και είμαι το τυρκουάζ, έτσι ακριβώς, λες και όλες οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις όλων αυτών των χρόνων του ατέρμονου βερμπαλισμού βρήκαν η καθεμιά τη θέση τους και καθίστηκαν τόσο βολικά και τώρα ό,τι λέξη ξεπηδάει από εντός μου ταιριάζει με την προηγούμενη, ένας φυσικός ειρμός, μια ομαλή συνοχή, εγώ κι εσύ και τα μικροπράγματά μας στο ταξίδι της επιστροφής στο χώμα.




Μικρό νησί, μεγάλη φυλακή

08.2020





Tell her this
And more,—
That the king of the seas
Weeps too, old, helpless man.
The bustling fates
Heap his hands with corpses
Until he stands like a child
With surplus of toys.

S. Crane

Σχήμα κύκλου

 x2 + y2 = ρ2

Τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο. Από την τσάκιση του ορίζοντα αναδύεται το σπίτι με την ανθισμένη είσοδο μέσα από ένα σύννεφο σκόνης στη λιακάδα του μεσημεριού, μέσα από ένα σύννεφο σιωπής στη φούστα του νησιού και με προγκίζει στα πλευρά το σπιρούνι της λατρείας κι ανοίγεται μια τρύπα, μέρες άφεσης και μέρες αμαρτίας. Από τα σκούρα μαλακά γένια στα μάγουλα γραμμή για το λαιμό και κάτω το τρίχωμα δεν κάνει παύσεις η ανελέητη τελεσιδικία της ήβης το μαστίγωμα του βήματος του χαλαζία στο κάθε τικ και τακ του δευτερολεπτοδείκτη έτσι φτιαγμένος έτσι σταλμένος από το χέρι του Θεού διά του μουνιού της μάνας του, από τις ρίζες των λεπτότατων μαλλιών ως τα αντιληπτικά μου ακροδάχτυλα, γλίστρημα στα σκαλιά πρωί του παγετού και η αυλή έχει εξαφανιστεί και δεν προσγειώνομαι ποτέ, από τις πυκνές μελαχροινές βλεφαρίδες στις τρυφερές πατούσες, αργή, σκεπτική διαδρομή πάνω στα πλακάκια της σκακιέρας. Ένα νυχτερινό έντομο αθάνατο νεκρό σε ρητίνη μέσα στο φυαλίδιο θυσία του κυνηγού στα πόδια του θηράματος λάφυρο του πολεμιστή και δώρο αντί δώρου και στάγδην στάγδην στάγδην η σπονδή, δίπλα αυτός και τα μαθηματικά του και ένα μπουκάλι ανώνυμο ποτό, όλοι οι άλλοι σβηστοί και θολωμένοι στην ασημαντότητά τους, στο αριστερό ημιστήθιο η ροζέττα που έχω κι αν έχω ασπαστεί γλείφει τη λαιμόκοψη, παίζει τα μαύρα, παίζω τα άσπρα, από τα δάχτυλα στον ξύλινο ίππο στην πράσινη τσόχα της βάσης στα άσπρα και στα μαύρα στην κόκκινη τσόχα της βάσης στον ξύλινο βασιλιά στα δάχτυλα γραμμή από τη φλέβα της καρδιάς στο λείο δέρμα μπλόκο στην αδρή κοκκινωπή γενειάδα και στα ισχνά κρυμμένα μάγουλα και μπαμ ανάμεσα στα μάτια προμετωπιαία λευκοτομή με το δρεπάνι των εσώτερων παθών. Δυτικός προσανατολισμός σουρουπωμένη παρηγορία, το ζεσταμένο, κουρασμένο φως κι ο κάματος της μέρας που ξεφεύγει από την τσάκιση του ορίζοντα πτήσεις βιαστικές πάνω απ'τις λάσπες και τα έλη και τις επίπεδες ακτές στο σπίτι με την ανθισμένη είσοδο στο στόμα μου με όλες του τις μικρές πληγές στον ενυδατωμένο φάρυγγα στην εύκαμπτη τραχεία στα πνευμόνια στους υπεζωκότες στα πλευρά στην τρύπα τη σπιρουνιάρα και την εκκλησιαστική και έξω πάλι, κόκκοι σκόνης παντοτινά αιωρούμενοι κειμήλια αρχαία, ίππος ορθός και ξαπλωμένος βασιλιάς. Τα σύνορα που περνώ για τη φτηνή βενζίνα, τα σύνορα που περνά για τ'ακριβά μου μάτια, κορμί επί κορμιού, λόξα επί λόξας και χέρια πόδια εντός εντός επί τα αυτά, κι αυτά κι αυτός και τα μαθηματικά του, κι αυτά κι εγώ και όλα μου τα λεξικά, ασύμπτωτες ευθείες και τα όριά μας και ένα μπουκάλι ανώνυμο ποτό, τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο.