x2 + y2 = ρ2
Τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο. Από την τσάκιση του ορίζοντα αναδύεται το σπίτι με την ανθισμένη είσοδο μέσα από ένα σύννεφο σκόνης στη λιακάδα του μεσημεριού, μέσα από ένα σύννεφο σιωπής στη φούστα του νησιού και με προγκίζει στα πλευρά το σπιρούνι της λατρείας κι ανοίγεται μια τρύπα, μέρες άφεσης και μέρες αμαρτίας. Από τα σκούρα μαλακά γένια στα μάγουλα γραμμή για το λαιμό και κάτω το τρίχωμα δεν κάνει παύσεις η ανελέητη τελεσιδικία της ήβης το μαστίγωμα του βήματος του χαλαζία στο κάθε τικ και τακ του δευτερολεπτοδείκτη έτσι φτιαγμένος έτσι σταλμένος από το χέρι του Θεού διά του μουνιού της μάνας του, από τις ρίζες των λεπτότατων μαλλιών ως τα αντιληπτικά μου ακροδάχτυλα, γλίστρημα στα σκαλιά πρωί του παγετού και η αυλή έχει εξαφανιστεί και δεν προσγειώνομαι ποτέ, από τις πυκνές μελαχροινές βλεφαρίδες στις τρυφερές πατούσες, αργή, σκεπτική διαδρομή πάνω στα πλακάκια της σκακιέρας. Ένα νυχτερινό έντομο αθάνατο νεκρό σε ρητίνη μέσα στο φυαλίδιο θυσία του κυνηγού στα πόδια του θηράματος λάφυρο του πολεμιστή και δώρο αντί δώρου και στάγδην στάγδην στάγδην η σπονδή, δίπλα αυτός και τα μαθηματικά του και ένα μπουκάλι ανώνυμο ποτό, όλοι οι άλλοι σβηστοί και θολωμένοι στην ασημαντότητά τους, στο αριστερό ημιστήθιο η ροζέττα που έχω κι αν έχω ασπαστεί γλείφει τη λαιμόκοψη, παίζει τα μαύρα, παίζω τα άσπρα, από τα δάχτυλα στον ξύλινο ίππο στην πράσινη τσόχα της βάσης στα άσπρα και στα μαύρα στην κόκκινη τσόχα της βάσης στον ξύλινο βασιλιά στα δάχτυλα γραμμή από τη φλέβα της καρδιάς στο λείο δέρμα μπλόκο στην αδρή κοκκινωπή γενειάδα και στα ισχνά κρυμμένα μάγουλα και μπαμ ανάμεσα στα μάτια προμετωπιαία λευκοτομή με το δρεπάνι των εσώτερων παθών. Δυτικός προσανατολισμός σουρουπωμένη παρηγορία, το ζεσταμένο, κουρασμένο φως κι ο κάματος της μέρας που ξεφεύγει από την τσάκιση του ορίζοντα πτήσεις βιαστικές πάνω απ'τις λάσπες και τα έλη και τις επίπεδες ακτές στο σπίτι με την ανθισμένη είσοδο στο στόμα μου με όλες του τις μικρές πληγές στον ενυδατωμένο φάρυγγα στην εύκαμπτη τραχεία στα πνευμόνια στους υπεζωκότες στα πλευρά στην τρύπα τη σπιρουνιάρα και την εκκλησιαστική και έξω πάλι, κόκκοι σκόνης παντοτινά αιωρούμενοι κειμήλια αρχαία, ίππος ορθός και ξαπλωμένος βασιλιάς. Τα σύνορα που περνώ για τη φτηνή βενζίνα, τα σύνορα που περνά για τ'ακριβά μου μάτια, κορμί επί κορμιού, λόξα επί λόξας και χέρια πόδια εντός εντός επί τα αυτά, κι αυτά κι αυτός και τα μαθηματικά του, κι αυτά κι εγώ και όλα μου τα λεξικά, ασύμπτωτες ευθείες και τα όριά μας και ένα μπουκάλι ανώνυμο ποτό, τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο.