Πιάτο καπέλο το κολλημένο ρύζι καυτό κατάπλασμα στη μούρη στα μαλλιά μια κατρακύλα χωρίς φρένο και έπειτα στάση για πειθαρχία πετσέτα στις σακούλες των ματιών εκεί που το δέρμα είναι λεπτό και φαίνονται οι φλέβες και τρίψιμο τρίψιμο τρίψιμο για να ξεπετσιάσει να πάρει φωτιά να γίνει πληγή να ευχαριστήσει τιμωρώντας όπως πρέπει στα γόνατα με το ένα χέρι τεντωμένο σαν ουρακοτάγκου και μια τρεις πέντε κεφαλιές με το δεξιό κρόταφο στο ντουβάρι νταπ ντουπ νταπ και το καρδιοχτύπι από μια λίγη υστερία τριπόδισμα και σκόνταμα και λιποθυμία και προσγείωση με τον εκείνο δεξιό κρόταφο στα σανίδια και ένας ασφυκτικός πονοκέφαλος η φωνή του γονιού που λέει δεν παίζουμε μ'αυτά και το μικροτραύμα του λαβυρίνθου του Μενιέρε και το μόνιμο σούσουρο η δεξιά μεριά το πιο γερό μου χέρι το πιο μαθημένο να χτυπά
με κόβει ένας ιδρώτας στα σπλάγχνα μέσα στην κοιλιά σε βλέπω στο παρελθόν μου και πάνε αυτά πάνε ανεπιστρεπτί τώρα είναι άλλες μέρες άλλοι καιροί, καιροί για νέα ταξίδια και καινούριες γειτονιές και αλλιώτικες τιμωρίες και εμπέδωση ποινής και το κεφάλι κάτω βήμα βήμα ήττα ήττα ίντσα ίντσα προς τη θέωση
το χέρι μου στον ώμο του
το χέρι μου
και
ο κόσμος
μια βδομάδα λίγο μούδιαζαν τα πόδια του και σα να πονούσε η μέση ε, σ'έπιασε λουμπάγκο, είπανε στα ΤΕΠ τις μικρές ώρες της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, την επομένη ήταν να του κάνω εξιτήριο, σαραντάρης, φρέσκος, με καθαρό πρόσωπο και αυτόφωτα μάτια, έμοιαζε και μια δεκαετία πιο μικρός αλλά να, το χέρι του στον ώμο μου, το χέρι του θανάτου με τα κρύα δάχτυλα τα δάχτυλα δρεπάνια
παρήγγειλα μια μαγνητική εκτός πρωτοκόλλου από ένστικτο, ψέμα και μαλακία ένστικτο, σου λέω ήταν το χέρι του θανάτου, έχει αφήσει μελανιές μια για κάθε δάχτυλο, το ίδιο απόγευμα έτρωγα ψωμί με κρεμμύδια και καπνιστή πέστροφα και έβλεπα πορίσματα και είδα και αυτό απ'το πρωί, μεταστάσεις από τον κόκκυγα ως τη θωρακική μοίρα, αγνώστου πρωτοπαθούς,
αγνώστου πρωτοπαθούς πένθους
ο Θ9 λιωμένος τον έφαγε ο καρκίνος και οι γλώσσες της πυρκαγιάς είχαν αρπάξει και το νωτιαίο μυελό
και τώρα ήταν ανεγχείρητος η απόφαση του δικαστηρίου η ανελέητη καταδίκη η στιγμή που πήρε την πρώτη του ανάσα στον κόσμο η στιγμή που οι μοίρες έκαναν λογαριασμό και γράψαν το υφαντό του
και έδωσα κορτιζόνες και παρηγορικά και του έδωσα τρεις μήνες ζωή
και το φως εκείνο από τα πετράδια του προσώπου του θάμπωσε και μαλάκωσε όπως τα φώτα στα μαγαζιά όταν σκοτεινιάζει
μα όντως σκοτεινιάζει
με το βρακί στην άσπρη καρέκλα στην κουζίνα περιμένω να ψηθεί το ψωμί
βλέπω το ρολόι μου που ξαπλώνει βγαλμένο παραδίπλα
και σκύβω το κεφάλι κούτελο στο τραπέζι
του έδωσα τρεις μήνες, οι Μοίρες και ο λακές τους
αθάνατες λέξεις από στόμα βλάσφημο θνητού
μήνες τρεις
και ο θάνατος καθρέφτης της ζωής.