© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

0630 the flowmaster

stained mirror in the doctor's mess
the first light of day the constant death
the steady loss the hopeful suffering

bloodshot eyes greasy hair
gold chain around my neck
a sad excuse

master of the frontlines for the next hour and a half
shadow of a shaman
see everyone's beast

I say your name twice it's a spell

the water in the sink begins to dance
my body loses all its blood
feel its letters on my teeth

travel across and through
how can you be
how
can
you

x

fall asleep on the way
the gravel at the side brings me back

glass, shifting tide
the weakness of the earlier time is gone
four letters, vanished in silence, not to be touched
until I'm flowmaster again.



Περί συγκινήσεων

En tus ojos de agua infinita
se bañan las estrellitas mamá

Agua de luz, agua de estrellas
Pachamama vienes del cielo

Limpia, limpia, limpia corazón, agua brillante
sana, sana, sana corazón, agua bendita
calma, calma, calma corazón, agua del cielo, mamá 
M. Molina




Θέα στο Κάττεγκατ καλοκαιρία βαρομετρικό στο θεό Σάββατο ευλογημένη αργία κοντεύοντας στην ακτή το κυματάκι ισχνό ίσα που γλείφει και μάτσα μάτσα οι τρίχινες φυκιάδες κυλιούνται πέρα δώθε εκεί ανάμεσα στα κίτρινα και στα πράσινα και τα τυρκουάζ ένα μεδουσάκι λίγο χτυπημένο στα τελευταία του από υποξία στα πολύ ρηχά, είπα
-Δες. Αγωνίζεται.
-Δώσ' μου το κουπί.
-Γιατί;
Της πέρασα το κουπί, το κάρφωσε στην άμμο, η καρίνα βρήκε στον πάτο, κρεμάστηκε από τα πλαϊνά έχωσε τα χέρια σαν κούπα στο χυλό της ζέστας μια χούφτα νερό μια χούφτα μεδουσάκι.
-Σπρώξε μας παρά μέσα.
Έσφιξα το κουπί δυο τρία αγκομαχητά η βάρκα έξυνε κάτω γύρισε πέρα δώθε και μας έσπρωξα πέρα από τον κυματοθραύστη. Έσκυψε στα πλωριά αντίθετα από μένα και ίσα που την άκουσα που είπε σιγανά Πήγαινε τώρα μικρό φιλαράκι, πήγαινε, μην κάνεις χαζά.


Βλέπω τα μέσα σου στο βλέμμα σου
τα ακούω στη φωνή σου

στο θνητό περαστικό σου σώμα κάτω από το ανθρωπινό σου δέρμα
διαλυμένα στο κοινό σου αίμα 

όπως το αλάτι στο νερό κολυμπάνε τα αστέρια όλου του κόσμου
αιωρείται φως

σπάνιο, σπάνιο πλάσμα
σπάνιο, σπάνιο πλάσμα

Γιὰ κάποιο γέρο ποὺ ἀγαπάει μ᾿ ἀνάστροφην ἀγάπη

 



στον Ν.


πνιγμός υποτροπιάζων ανάμεσα στο ένα και το άλλο κύμα
καβάλα σε κόκκους αλατιού
από ακτή σε ακτή

έχουμε ονειρευτεί τους θανάτους μας
τίποτα δεν είναι καινούριο

αφρός της λύσσας στο στόμα
μια τολύπη αίμα στη θάλασσα

γύρω απ'τις κοίτες των νυχιών από τα σύνορα των βλεφάρων στις γωνίες των χειλιών
γλυφά νερά, σκόνη μεσημεριού, σπάνια σοροκάδα

το νερό φτιάχνει απέραντες ρυτίδες στα Λονγκ Φόρτυς
και το πετρέλαιο από κάτω είναι σκιές μέσα στη νύχτα

το κυνήγι της δυστυχίας
η αιώνια πλεύση

Στο κάτω κάτω μια δουλειά είναι κι αυτή

Πιάτο καπέλο το κολλημένο ρύζι καυτό κατάπλασμα στη μούρη στα μαλλιά μια κατρακύλα χωρίς φρένο και έπειτα στάση για πειθαρχία πετσέτα στις σακούλες των ματιών εκεί που το δέρμα είναι λεπτό και φαίνονται οι φλέβες και τρίψιμο τρίψιμο τρίψιμο για να ξεπετσιάσει να πάρει φωτιά να γίνει πληγή να ευχαριστήσει τιμωρώντας όπως πρέπει στα γόνατα με το ένα χέρι τεντωμένο σαν ουρακοτάγκου και μια τρεις πέντε κεφαλιές με το δεξιό κρόταφο στο ντουβάρι νταπ ντουπ νταπ και το καρδιοχτύπι από μια λίγη υστερία τριπόδισμα και σκόνταμα και λιποθυμία και προσγείωση με τον εκείνο δεξιό κρόταφο στα σανίδια και ένας ασφυκτικός πονοκέφαλος η φωνή του γονιού που λέει δεν παίζουμε μ'αυτά και το μικροτραύμα του λαβυρίνθου του Μενιέρε και το μόνιμο σούσουρο η δεξιά μεριά το πιο γερό μου χέρι το πιο μαθημένο να χτυπά

με κόβει ένας ιδρώτας στα σπλάγχνα μέσα στην κοιλιά σε βλέπω στο παρελθόν μου και πάνε αυτά πάνε ανεπιστρεπτί τώρα είναι άλλες μέρες άλλοι καιροί, καιροί για νέα ταξίδια και καινούριες γειτονιές και αλλιώτικες τιμωρίες και εμπέδωση ποινής και το κεφάλι κάτω βήμα βήμα ήττα ήττα ίντσα ίντσα προς τη θέωση

το χέρι μου στον ώμο του
το χέρι μου
και
ο κόσμος 

μια βδομάδα λίγο μούδιαζαν τα πόδια του και σα να πονούσε η μέση ε, σ'έπιασε λουμπάγκο, είπανε στα ΤΕΠ τις μικρές ώρες της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, την επομένη ήταν να του κάνω εξιτήριο, σαραντάρης, φρέσκος, με καθαρό πρόσωπο και αυτόφωτα μάτια, έμοιαζε και μια δεκαετία πιο μικρός αλλά να, το χέρι του στον ώμο μου, το χέρι του θανάτου με τα κρύα δάχτυλα τα δάχτυλα δρεπάνια
παρήγγειλα μια μαγνητική εκτός πρωτοκόλλου από ένστικτο, ψέμα και μαλακία ένστικτο, σου λέω ήταν το χέρι του θανάτου, έχει αφήσει μελανιές μια για κάθε δάχτυλο, το ίδιο απόγευμα έτρωγα ψωμί με κρεμμύδια και καπνιστή πέστροφα και έβλεπα πορίσματα και είδα και αυτό απ'το πρωί, μεταστάσεις από τον κόκκυγα ως τη θωρακική μοίρα, αγνώστου πρωτοπαθούς, 
αγνώστου πρωτοπαθούς πένθους
ο Θ9 λιωμένος τον έφαγε ο καρκίνος και οι γλώσσες της πυρκαγιάς είχαν αρπάξει και το νωτιαίο μυελό
και τώρα ήταν ανεγχείρητος η απόφαση του δικαστηρίου η ανελέητη καταδίκη η στιγμή που πήρε την πρώτη του ανάσα στον κόσμο η στιγμή που οι μοίρες έκαναν λογαριασμό και γράψαν το υφαντό του
και έδωσα κορτιζόνες και παρηγορικά και του έδωσα τρεις μήνες ζωή
και το φως εκείνο από τα πετράδια του προσώπου του θάμπωσε και μαλάκωσε όπως τα φώτα στα μαγαζιά όταν σκοτεινιάζει
μα όντως σκοτεινιάζει

με το βρακί στην άσπρη καρέκλα στην κουζίνα περιμένω να ψηθεί το ψωμί
βλέπω το ρολόι μου που ξαπλώνει βγαλμένο παραδίπλα
και σκύβω το κεφάλι κούτελο στο τραπέζι
του έδωσα τρεις μήνες, οι Μοίρες και ο λακές τους
αθάνατες λέξεις από στόμα βλάσφημο θνητού 
μήνες τρεις
και ο θάνατος καθρέφτης της ζωής.

S T U R Z

Γρήγορες συννεφιές γρήγορες βροχές και γρήγορα χαλάζια το κρύο νερό μουλιάζει στα ρούχα οι πατούσες μούσκεμα μέσα στα παπούτσια που δε με χωράνε ακριβώς αλλά ήταν δώρο μελαγχολία της άνοιξης από τη γλύκα στο ποτέ ξανά και ξανά μέσα στη μέρα εδώ στην καρδιά του νησιού στον πάτο του λάκκου που έχω σκάψει με τα νύχια στην κοιλιά του κήτους στα σπλάγχνα του πηγαδιού στην καρδιά του σκότους στο πουθενά η πλάτη μου ανακουφίζεται από το λασποκρέβατο και από πάνω σε εναλλαγή θέες πανέμορφες αυτοβιογραφίες και κύκνεια άσματα τα βλέφαρα ραμμένα ανοιχτά κοιμάμαι ξυπνητός

το πρασινωπό φως του μονόκλινου θαλάμου ο βόμβος του ηλεκτρισμού η ανάσα του θανάτου ο αέρας που ξυρίζει τα επίπεδα νησιά της Βόρειας Θάλασσας με ένα χνώτισμα χωρίς βοή το άδειασμα στο στέρνο το αίμα που χάνεται στο χώμα ετερόφωτο χαλίκι παγωμένο και πυρακτωμένο εκσφενδονίζεται σχεδόν αιώνια στο μαύρο βελούδο του σύμπαντος τελικός τρόμος και στένωση αορτικής ψίθυρος στο πόστο και άγριο φύσημα στη συστολή εκ γενετής τυφλός εκ γενετής θλιμμένος τα χρώματα χλωμιάζουν στο φεγγαρόφωτο της κλινικής το δέρμα φαιό και όλοι έχουν σχολάσει

χρυσός εσταυρωμένος γύρω από εβραίικο λαιμό πίσω στην αρχή στη γένεση στα πρώτα θεία λόγια πίσω στην ελεύθερη πτώση γεννιέσαι και πεθαίνεις ανελέητα η σταύρωση είναι φυσικά αλληγορία δεν είναι θυσία είναι η κάθε μαρτυρία ένα αστροπελέκι και ξαφνικά Άτλας με μια επιθυμία που ζυγίζει όσο όλος ο ουρανός και οι ώμοι ανθρώπινοι ξερακιανοί δριμεία θνητοί κι ο κόσμος γυρνάει τούμπα και μαζί του τα συμπαρομαρτούντα εσύ το καπίστρι σου και η γη που οργώνεις σαν υποζύγιο

οι θύελλες θα επιστρέψουν οι παλίρροιες θα τα πνίξουν πάλι όλα και θα γεμίσει και ο λάκκος μεταξωτό νερό και τότε θα αιωρηθώ προς τα πάνω για λίγο να μην ανησυχείς θα πάρω το μυστικό μαζί μου κανείς δεν πρόκειται να μάθει

x

x
x


x
x

x

και
κανείς δε δίνει μία